Ο πρόεδρος της Τουρκίας, Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν αν και ένας από τους πιο λαοπρόβλητους ηγέτες της εποχής μας, παραμένει μια αρκετά αινιγματική προσωπικότητα. Ένα πολιτικός χαμαιλέων που όχι μόνο επιβίωσε στον σκληρό πολιτικό κόσμο της Τουρκίας αλλά είναι σήμερα ο πιο ισχυρός άνδρας της χώρας.
Ένα χαρισματικό αλλά και γεμάτο αντιφάσεις πολιτικό ον το οποίο κυβερνά επί σχεδόν 13 συναπτά έτη. Ένα πρόσωπο που λατρεύεται από τους μισούς Τούρκους και παράλληλα χαρακτηρίζεται ως ο Νο1 εχθρός για τη χώρα από τους άλλους μισούς.
Είναι ο «άνθρωπος του λαού», που φωτογραφίζεται αγκαλιάζοντας μωρά, ο πιστός οικογενειάρχης, ο αδιάφθορος, ο προστάτης των αδυνάτων και ο υπερασπιστής της Τουρκίας απέναντι σε εσωτερικούς και εξωτερικούς εχθρούς.
Κι όμως…Την ίδια στιγμή είναι και ο άνθρωπος που έχτισε ένα παλάτι αξίας εκατοντάδεων εκατομμυρίων δολαρίων, κατηγορείται για μεγάλα οικονομικά σκάνδαλα, διώκει λυσσαλέα όσους του αντιστέκονται και προσπαθεί να γίνει ο ρυθμιστής κάθε έκφρασης της δημόσιας και ιδιωτικής ζωής με «όχημα» τη θρησκεία.
Μετά και την μεταπήδησή του στην προεδρία της χώρας τον περασμένο Αύγουστο- με απευθείας εκλογή από τον λαό και εξασφαλίζοντας το 52% των ψήφων- ο επόμενος στόχος του φαίνεται πως είναι να γίνει ένας ελέω Θεού πρόεδρος της Τουρκίας αλλά και - όπως έχουν δείξει οι πολιτικές του επιλογές- ο μεγάλος ηγέτης του μουσουλμανικού κόσμου. Να ξεπεράσει, τη μεγαλύτερη πολιτική προσωπικότητα της Τουρκίας, τον Κεμάλ Ατατούρκ-τον οποίο λατρεύει να μισεί. Ή μήπως όχι; Για κάποιους είναι ένας τετραπέρατος πραγματιστής, που- όπως ίσως να έλεγε και ο ίδιος ο Ερντογάν ως πρώην ποδοσφαιριστής- απλά βρήκε αφύλακτη τη μικρή περιοχή…
Πως όμως ξεκίνησε αυτή η, αν μη τι άλλο, συναρπαστική πολιτική διαδρομή του 61χρονου ισχυρού άνδρα της γείτονος;
Ο σημερινός πρόεδρος της Τουρκίας, γεννήθηκε στις 26 Φεβρουαρίου 1954 στην Κωνσταντινούπολη και είναι ένα από τα πέντε παιδιά του Αχμέτ και της Τενζιλέ. Ο ίδιος το 2003 είχε δηλώσει πως η οικογένειά του κατάγεται από επαρχία της Γεωργίας, για να υποστηρίξει 11 χρόνια μετά πως πρόκειται για συκοφαντίες των πολιτικών του αντιπάλων αφού ο ίδιος είναι γνήσιος Τούρκος…Αυτή ήταν μόνο μια από τις πολλές φορές που διέψευσε τον εαυτό του.
Το σίγουρο είναι πως οι γονείς του, μετά τη γέννησή του, μετακόμισαν στη Ριζέ του Πόντου- απ’ όπου κατάγονταν σύμφωνα με τους τελευταίους ισχυρισμούς του Ερντογάν- και η οικογένεια έζησε εκεί για αρκετά χρόνια. Η επιστροφή στην Πόλη και η μόνιμη εγκατάσταση στην πιο γνωστή λαϊκή γειτονιά της, το Κασίμπασα ήρθε σχεδόν την ίδια περίοδο με τις μαζικές απελάσεις Ελλήνων από την Τουρκία. Ο μικρός Ερντογάν τελείωσε το δημοτικό και ως γόνος συντηρητικής μουσουλμανικής οικογένειας πήγε γυμνάσιο σε ένα από τα ιμαμ-χατίπ (σ.σ. κάτι σαν ιεροδιδασκαλεία), όπου γρήγορα διακρίθηκε - μεταξύ άλλων- για τη ρητορική του δεινότητα. Η μεγάλη του αγάπη πάντως φαίνεται πως ήταν το ποδόσφαιρο. Μικρός έπαιζε στις αλάνες, μεταπήδησε στην τοπική ομάδα παίζοντας πλέον ημιεπαγγελματικά ενώ η Φενέρ Μπαχτσέ του είχε κάνει πρόταση για μεταγραφή. Αν ο πατέρας του δεν τον είχε αποτρέψει, η ιστορία της Τουρκίας μπορεί να ήταν πολύ διαφορετική…Συνέχισε ωστόσο να παίζει μπάλα μέχρι το 1980 ενώ και σήμερα δεν διστάζει να επιδείξει τις κινήσεις του στο γήπεδο. Στο μεταξύ ολοκλήρωσε τις σπουδές του στο Τμήμα Οικονομικών και Εμπορικών Επιστημών του Πανεπιστημίου του Μαρμαρά και έκανε τα πρώτα του βήματα στον πολιτικό στίβο.
Ωστόσο, οι πιθανότητες για μια σταδιοδρομία σαν αυτή που διέγραψε ο Ερντογάν, δεν ήταν υπέρ του. Το καθεστώς της εποχής ήταν μαθημένο τα μεγάλα ονόματα της πολιτικής να είναι γόνοι των παροικούντων του αριστοκρατικού Μπέιογλου, με τη θέα στον Κεράτιο Κόλπο και τα ιεροδιδασκαλεία θεωρούνταν απολειφάδια του παρελθόντος που έπρεπε να εκλείψουν. Τα «μειονεκτήματά» του όμως ο Ερντογάν τα ανέδειξε ως τα μεγαλύτερα «ατού» του. Ήταν οι καταβολές του και οι εμπειρίες του οι οποίες διαμόρφωσαν τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά ενός επικοινωνιακά χαρισματικού πολιτικού που με άνεση απευθύνεται στους κατοίκους των λαϊκών γειτονιών και φτωχών περιοχών της Τουρκίας, που δείχνει να κατανοεί και να «απαντά» στα προβλήματα τους με μια αμεσότητα και μια ρητορική που θυμίζει συχνά…παθιασμένο ιεροκήρυκα. Ο Ερντογάν έδειχνε να είναι«ένας σαν όλους του άλλους» στους οποίους απευθυνόταν αλλά παράλληλα και ξεχωριστός. Ένας άνθρωπος που αβίαστα ακολουθούσες…
Τα πρώτα του βήματα, θυμίζουν πολύ το πρόσωπο του Ερντογάν που σταδιακά αποκαλύπτεται τα τελευταία χρόνια. Ως φοιτητής εντάσσεται στην Εθνική Ένωση Τούρκων Φοιτητών και εκφράζει έντονα στοιχεία αντισημιτισμού και αντι-κομμουνισμούενώ το 1976 εκλέγεται για πρώτη φορά πρόεδρος τοπικής πολιτικής οργάνωσης και μάλιστα στο προπύργιο του Μπέιογλου. Την ίδια περίοδο γνωρίζει την Εμινέ, μετέπειτα σύζυγό του και μητέρα των τεσσάρων παιδιών του: Αχμέτ Μπουράκ, Νετζμετίν Μπιλάλ, Εσρά και Σουμεγέ. Η Εμινέ αν και λιγότερο συντηρητική στα νιάτα της, μετά τη γνωριμία και τον γάμο με τον Ερντογάν έπαψε να αντιστέκεται στις πιέσεις της οικογένειας της να φοράει την παραδοσιακή μαντίλα…
Λίγα χρόνια αργότερα, το 1980 και μετά το πραξικόπημα, ο Ερντογάν εντάσσεται στο ισλαμιστικό Κόμμα της Ευημερίας του Νετσμεντίν Ερμπακάν, ο οποίος αργότερα ως πρωθυπουργός αναγκάστηκε να παραιτηθεί με την κατηγορία της παραβίασης του Συντάγματος το οποίο προέβλεπε τον διαχωρισμό κράτους-θρησκείας.
Στο μεσοδιάστημα ωστόσο ο Ερντογάν εκλέγεται πρόεδρος της τοπικής οργάνωσης του κόμματος στην Κωνσταντινούπολη, αρχίζει να ξεχωρίζει στην πολιτική ζωή και το 1991 εκλέγεται για πρώτη φορά στην τουρκική Εθνοσυνέλευση αλλά εξαιτίας της πολυπλοκότητας του εκλογικού νόμου χάνει την έδρα.
Η εκλογή του ως δήμαρχος της Κωνσταντινούπολης, το 1994 αποτελεί την πρώτη μεγάλη πολιτική του νίκη και το εφαλτήριο για την μεταπήδησή του στην κεντρική πολιτική σκηνή της Τουρκίας. Ήδη τον αποκαλούν πρίγκιπα του Ερμπακάν.
Η θητεία του, με όρους τοπικής αυτοδιοίκησης θα μπορούσε να χαρακτηριστεί επιτυχής αφού έδωσε λύσεις σε μια σειρά από προβλήματα (ύδρευσης, ηλεκτροδότησης, καθαριότητας, ρύπανσης, ακόμη και στο κυκλοφοριακό), προσέλκυσε επενδυτές και προχώρησε μεγάλα δημόσια έργα, πρωτίστως οδικά ενώ ξεχρέωσε μεγάλο μέρος των χρεών του δήμου.
Αν και ευφυώς δεν επιβεβαίωσε τις προβλέψεις πολιτικών του αντιπάλων του περί επιβολής του «μουσουλμανικού νόμου» στην Πόλη, δεν απέφυγε και τον πειρασμό έστω να προσπαθήσει… Μια από τις πρώτες αποφάσεις του ήταν να απαγορεύσει την πώληση αλκοόλ σε καφέ και εστιατόρια του δήμου. Ερωτηθείς «γιατί δεν αφήνετε τους ανθρώπους μόνους τους ενώπιον των αμαρτιών τους;» απάντησε: «Γιατί εγώ είμαι ταυτόχρονα και ιμάμης αυτής της πόλης. Και το να εμποδίζω τους ανθρώπους να διαπράττουν αμαρτίες συγκαταλέγεται στα καθήκοντά μου».
Με τη λέξη ιμάμης, εννοούσε βέβαια όχι απλά τον ιμάμη του τζαμιού της γειτονιάς αλλά το πρόσωπο που ερμηνεύει τον νόμο και θεωρείται θρησκευτική αυθεντία. Αυτός είναι ένας ρόλος που διεκδικεί μέχρι σήμερα με πάθος.
Ο ρόλος που διεκδικεί για τον εαυτό του και ο ρόλος που θέλει να κατέχει η θρησκεία στην κοινωνία και στην λειτουργία του κράτους είναι εμφανής από τότε. Δεν το κρύβει ούτε κατά την εκπνοή της θητείας του όταν το 1998 το Συνταγματικό Δικαστήριο κρίνει παράνομο το κόμμα του Ερμπακάν και ο Ερντογάν όπως και άλλα στελέχη του διοργάνωναν ανοιχτές ομιλίες υπερασπιζόμενοι το Κόμμα της Ευημερίας. Σε μια από αυτές απαγγέλλει στίχους ενός ποιήματος του Ζιγιά Γκιοκάλπ σε μια πιο ελεύθερη όμως μετάφραση με αναφορές στα τζαμιά, στους μιναράδες και στους «πιστούς που είναι οι στρατιώτες μας». Αυτό ήταν αρκετό για να καταδικαστεί σε 10 μήνες φυλάκιση και στέρηση των πολιτικών του δικαιωμάτων για υποκίνηση βίας και θρησκευτικού μίσους.
Εκτίει τέσσερις μήνες κατά τους οποίους φαίνεται πως σχεδιάζει άριστα την ολική επαναφορά του αυτή τη φορά στην κεντρική πολιτική σκηνή.
To 2001 πια, ο Ερντογάν συστήνει στους ψηφοφόρους το Κόμμα της Δικαιοσύνης και της Ανάπτυξης (ΑΚΡ) στο οποίο ενσωματώνονται αρκετοί από τους οπαδούς τους Ερμπακάν. Ένα χρόνο μετά κερδίζει τα 2/3 των εδρών της Εθνοσυνέλευσης. Ο ίδιος όμως τελεί ακόμη υπό καθεστώς στέρησης του πολιτικών του δικαιωμάτων. Ωστόσο, στην επαρχία Σιίρτ, τόπος καταγωγής της συζύγου του, διεξάγονται επαναληπτικές εκλογές το 2003 και ο Ερντογάν- απαλλαγμένος από τους περιορισμούς- κερδίζει την έδρα. Κατά σύμπτωση, ήταν στην ίδια επαρχία -στο Σιίρτ- όπου είχε εκφωνήσει την ομιλία που τον έστειλε στη φυλακή.
Μετά την εκλογή του, ο συνοδοιπόρος στο κόμμα, Αμπτουλάχ Γκιούλ παραιτείται από το αξίωμα του πρωθυπουργού και αναλαμβάνει ο Ερντογάν.
Τα πρώτα χρόνια η διακυβέρνηση Εντογάν δεν προκαλεί δυσφορία και σοβαρές αντιδράσεις. Συγκρατεί την οικονομία η οποία το 2001 ήταν στο χείλος της χρεοκοπίας, προωθεί σειρά σημαντικών μεταρρυθμίσεων, φέρνει επενδύσεις, ακολουθεί μια κοινωνική πολιτική που στηρίζει τους λιγότερο προνομιούχους, ενώ γίνονται κάποιες «παραχωρήσεις» και στο Κουρδικό ζήτημα, υπέρ της μειονότητας. Τα πραξικοπήματα, οι παρεμβάσεις των Κεμαλιστών, οι ανατροπές των κυβερνήσεων αποτελούν παρελθόν και επικρατεί σταδιακά μια εικόνα «κανονικότητας» στην πολιτική ζωή.
Η προοπτική ένταξης στην ΕΕ μένει ζωντανή για αρκετά χρόνια και έτσι παρατηρείται πρόοδος σε ζητήματα πολιτικών ελευθεριών, ανθρωπίνων δικαιωμάτων κλπ. Ακόμη και στις ελληνοτουρκικές σχέσεις η Τουρκία φαίνεται να γυρίζει σελίδα με τον Ερντογάν να είναι ο πρώτος Τούρκος πρωθυπουργός που επισκέπτεται την Ελλάδα μετά το 1988, τις σοβαρές προκλήσεις κρίσεων στο Αιγαίο να σταματούν ενώ ακόμη και στο Κυπριακό φαίνεται να υπάρχει μια αχτίδα ελπίδας. Τα πρώτα χρόνια διακυβέρνησης κάποιοι, δικαίως ίσως, άρχισαν να αναρωτιούνται εάν η Τουρκία αποτελεί πρότυπο για τις χώρες της Μέσης Ανατολής.
Τώρα όμως, περίπου 13 χρόνια μετά, η κριτική στην πολιτική Ερντογάν- ή καλύτερα στο καθεστώς Ερντογάν- έχει γιγαντωθεί και το πρόβλημα δεν είναι μόνο οι αρνητικές επιδόσεις της οικονομίας (αλλεπάλληλες υποτιμήσεις, υψηλή ανεργία, μείωση του ρυθμού ανάπτυξης κα), οι ορατές επιπτώσεις της φιλελεύθερης οικονομικής πολιτικής και η έλλειψη εμπιστοσύνης από πλευράς των επενδυτών σε μια χώρα όπου τα πάντα μπορεί να αλλάξουν με μια υπογραφή.
Το πρόβλημα φαίνεται πως είναι το μοντέλο διακυβέρνησης της χώρας, με τον Εντογάν -και όχημα το κυβερνών κόμμα ΑΚΡ- να επιχειρεί τα τελευταία χρονία να βάλει την Τουρκία, όπως πολλοί παρατηρούν, σε μια ρότα που ξεκάθαρα κινείται προς τη βαθιά συντήρηση, απαρνείται το κοσμικό κράτος ενώ παρατηρούνται χαρακτηριστικά που απαντώνται σε ολοκληρωτικά καθεστώτα:
- από το 2003 μέχρι σήμερα δεν έχουν σταματήσει οι διώξεις, οι εκκαθαρίσεις και οι «μεταρρυθμίσεις» σε νευραλγικούς τομείς του κράτους όπως η Δικαιοσύνη, ο στρατός, η αστυνομία. Πρώτα ήρθαν οι διώξεις στις Ένοπλες Δυνάμεις- επιχειρήσεις Βαριοπούλα και Εργκένεκον- προκειμένου να διαφυλαχθεί η πολιτική ομαλότητα ο φαύλος κύκλος των πραξικοπημάτων, σύμφωνα πάντα με τα λεγόμενά του. Αυτές οι επιχειρήσεις όμως έδωσαν στη συνέχεια τη θέση τους σε νέες- σε βάρος δημοσίων υπαλλήλων, δικαστικών λειτουργών κλπ-προκειμένου να ξηλωθεί «το βαθύ κράτος» και τα παρακλάδια του κινήματος Χιζμέτ, ηγέτης του οποίου είναι ο πρώην σύμμαχος του Ερντογάν και πλέον αυτοεξόριστος στις ΗΠΑ, Φετουλάχ Γκιουλέν. Το αποτέλεσμα ήταν να υπάρχου πλέον παντού «άνθρωποι» Ερντογάν
Παράλληλα όμως το «καθεστώς» Ερντογάν φαίνεται να προωθεί και την απόρριψη της λογικής του διαχωρισμού κράτους - θρησκείας, κάτι που εφόσον επιτευχθεί θα επηρεάσει, βάζοντας όρια και συγκεκριμένους κανόνες, όχι μόνο στην δημόσια αλλά και στην ιδιωτική, όπως έχει γίνει σε αρκετές μουσουλμανικές χώρες. Δηλώσεις του νυν προέδρου της χώρας, για τη θέση τη γυναίκας στην κοινωνία, το φιλί σε δημόσιους χώρους, την ομοφυλοφιλία, τη σημασία να είναι κανείς σωστός μουσουλμάνος κα αλλά και μια σειρά από πολιτικές επιλογές, απηχούν αυτήν ακριβώς την απόρριψη της έννοιας του κοσμικού κράτους.
Όταν το ευρωπαϊκό όνειρο για την Τουρκία άρχισε να σβήνει- προσχεδιασμένα ή μη- ο Ερντογάν έστρεψε την προσοχή του στον μουσουλμανικό κόσμο. Στόχος του, να μετατρέψει τη χώρα σε φάρο και ηγέτιδα δύναμη του μουσουλμανικού κόσμου. Σημείο καμπής, η εγκατάλειψη της στενής συνεργασίας με το Ισραήλ, με ιδανική αφορμή της Γάζα (φραστική επίθεση του Ερντογάν στον στον Σιμόν Πέρες το 2009 στο Νταβός , η οργισμένη αντίδραση στην επίθεση ισραηλινών δυνάμεων σε πλοίο που μετέφερε ανθρωπιστική βοήθεια στην αποκλεισμένη Γάζα , δηλώσεις το 2014 πως το «το Ισραήλ είναι πιο βάρβαρο από το καθεστώς του Χίτλερ»). Παράλληλα ο Ερντογάν συσφίγγει τις σχέσεις του με τις μουσουλμανικές χώρες, την Αίγυπτο - όπου έγινε δεκτός ως «ηγέτης του Ισλάμ στη Μέση Ανατολή», τη Σαουδική Αραβία, το Ιράκ, τη Σομαλία κα προς εξυπηρέτηση του ίδιου σκοπού.
Κατά την μικρή περίοδο ωστόσο της προεδρίας του- τον Αύγουστο ολοκληρώνεται ένας χρόνος από τηνε εκλογή του- ο Ερντογάν εισήγαγε ακόμη πιο έντονα ένα ακόμη χαρακτηριστικό στην τουρκική πολιτική σκηνή. Τον νεο-οθωμανισμό. Όταν βέβαια το 2013 τα διεθνή μέσα χαρακτήριζαν τον Ερντογάν «σουλτάνο», εστίαζαν περισσότερο στο έλλειμμα δημοκρατικών ευαισθησιών και στον τρόπο άσκησης εξουσίας χωρίς να μπορούν να φανταστούν πως σε λιγότερο από δυο χρόνια ο «τίτλος» αυτός θα του ήταν ακόμη πιο ταιριαστός.
Ο Ερντογάν τους δικαίωσε χτίζοντας το αυθαίρετο, όπως αποφάνθηκε η Δικαιοσύνη, προκλητικά πολυτελές και αξίας 480εκατ. ευρώ, Ακ Σαράι (δηλ. Λευκό Παλάτι)- ως νέα προεδρική κατοικία. Εκεί υποδέχθηκε τον Παλαιστίνιο ηγέτη Μαχμούτ Αμπάς πλαισιωμένος από μια φρουρά αποτελούμενη από 16 άνδρες ντυμένους με παραδοσιακές στολές των 16 μεγάλων ιδρυτών της αυτοκρατορίας και πριν από λίγες ημέρες οργάνωσε και παραβρέθηκε σε φιέστα για την Άλωση της Κωνσταντινούπολης με τον ίδιο να εμφανίζεται, λίγο-πολύ, ως συνεχιστής του…Μωάμεθ του Πορθητή.