«Είμαι Έλληνας γιατί μιλάω και σκέφτομαι ελληνικά»Οι Έλληνες χωρίς ταυτότητα λίγες μέρες πριν το νέο νομοσχέδιο για την ιθαγένεια

«Είμαι Έλληνας γιατί μιλάω και σκέφτομαι ελληνικά»
ithageneia

«Να περάσουμε από την προκατάληψη στην αξιοκρατία»

Τους συνάντησα σε ένα διαμέρισμα της Μεσολογγίου, στα Εξάρχεια. Ο Νέγρος του Μοριά, όπως είναι το επαγγελματικό του «ψευδώνυμο» που συμπυκνώνει σε ένα λογοπαίγνιο τις δυο του «ταυτότητες», στα 23 του, καλλιτέχνης της χιπ χοπ και ο Αδάμ, «με δέλτα, όχι “d”- γεννηθείς το ’85», διανομέας φαγητού και γκραφιτάς. Αφορμή της κουβέντας μας, το νέο νομοσχέδιο για την ιθαγένεια που πέρασε τις επιτροπές και επίκειται να κατατεθεί την ερχόμενη βδομάδα προς ψήφιση στην Ολομέλεια της Βουλής. Άφησα το κασετόφωνο να γράφει, με ραπ υπόκρουση από τα ηχεία του μικρού δωματίου. Το κείμενο που μεταφέρω στο χαρτί είναι ελάχιστα επεξεργασμένο, αυτούσια η απομαγνητοφώνηση της συνέντευξης δύο νέων Ελλήνων, όχι «στο γένος» όπως το φυλετικό μας σύνταγμα επιτάσσει, αλλά στην κουλτούρα που τους νοηματοδοτεί, στη γλώσσα που άψογα εκφέρουν. Ας έχω την κατανόηση τους- που δε συμπεριέλαβα στην τελική βερσιόν τις απόψεις τους για το θεσμό της βασιλείας στην Ελλάδα του 19ου αι., ή τον λαϊκισμό του Δηλιγιάννη ένεκα του Τρικούπη. Τυπικά, θα ήμασταν εκτός θέματος. Αν ήταν μέρος ενός τεστ ελληνικότητας, ίσως να είχαμε κοπεί από τους εξεταστές.

(Αδάμ): Παγκράτι, Καισαριανή. Πιο πριν σε ίδρυμα.

(Νέγρος του Μοριά): Αμπελοκυψέλη…

(Αδάμ): Ο Νέγρος είναι παιδί του κέντρου, γέννημα θρέμμα Αθηναίος. Ιθαγένεια δεν έχει όμως.

(Νέγρος του Μοριά): Τώρα που μιλάμε βάση νόμου είμαι παράνομος. Όσο ήμουν στο σχολείο πίστευα ότι είχα μια άλφα ασυλία, κάποιου τύπου κάλυψη. Μετά το σχολείο, όπως είπε ο Μιχάλης στη Βουλή (αναφέρεται στην πρόσφατη ομιλία του Μιχάλη Αφολιάνο), σου λένε «φιλαράκο είσαι μετανάστης». Και μπαίνεις σ’ αυτό το καλούπι, βλέπεις έναν τοίχο μπροστά σου. Αυτός είναι πλέον ο ρόλος σου, η «ταυτότητα» σου. Για να επιβιώσεις αποκτάς ένα διαφορετικό από τους «κανονικούς πολίτες» σκεπτικό, μια αντίληψη μεταναστευτική. Για να κάνεις οτιδήποτε πρέπει να έχεις άδεια εργασίας.

(Αδάμ): Σαν παιδί, στο σχολείο έχεις την αίσθηση ότι είσαι Έλληνας, ότι δεν διαφέρεις πουθενά από τους συμμαθητές σου. Στα δεκαοχτώ σου σε αποκόβει η ίδια η κοινωνία και αναρωτιέσαι γιατί πρέπει να πληρώσεις μετρητά για την κάθε κίνησή σου. Αυτό είναι το κρίμα. Και για να δουλέψεις, θέλεις «χαρτιά». Δε σου αναγνωρίζει το κράτος όλα αυτά τα χρόνια, σε πισωγυρίζει στην πρώτη σου μέρα στη χώρα, σε τοποθετεί ξανά στη θέση των γονιών σου. Ευτυχώς σήμερα έχουμε τουλάχιστον λόγο και κάποιοι το ακούν αυτό. Πιο πριν δεν ήταν καν θέμα συζήτησης, υπήρχε σαν ζήτημα στην κοινωνία αλλά όλοι αδιαφορούσαν. Ο ανιψιός μου γεννήθηκε εδώ, είναι τριών χρονών τώρα και δε χωράει στο μυαλό του να του πω «διαφέρεις», να τον τοποθετήσω «σε εμάς» ή «σε αυτούς». Στο σχολείο τα παιδιά είναι αγνά, δεν καταλαβαίνουν την «άλλη πατρίδα» ή το «άλλο χρώμα’ όπως εμείς. Κι αν το εντοπίσουν, το κάνουν γλυκά. Τις προάλλες μια μικρή είπε στη μαμά της- «ο Άγγελος έχει σοκολατένιο πρόσωπο». Αργότερα θα του είναι βίαιο να αντιληφθεί ότι διαφέρει.

Όταν ζεις σε ένα κράτος είναι πρέπον να έχεις ταυτότητα, να είσαι κανονικός πολίτης. Νομικά εντελώς και για να ξέρουν και οι άλλοι ποιος και τι είσαι. Μπορεί να είσαι μουλωχτός. Αυτή η τυπική ανυπαρξία είναι υποκριτική και βλάπτει όχι μόνο εμένα αλλά και την κοινωνία εδώ. Αν δεν υπολογίζει έναν άνθρωπο το κράτος, τότε και το ίδιο το άτομο δε θα σεβαστεί όπως πρέπει τη χώρα του.

(Νέγρος του Μοριά): Ο γέρος μου ήταν μάγκας. Έφτασε παράνομος από τη Γκάνα τις αρχές των 90’s. Ένα χρόνο μετά έφερε και τη μάνα μου, έγκυο τότε σε μένα. Ο πατέρας μου χαροπάλεψε για να τα καταφέρει, πέρασε με τα πόδια από τη Γκάνα στη Λιβύη, από εκεί Τουρκία και μετά Ελλάδα. Κάποιοι το «κράζουν» αυτό- «μπήκε παράνομος στη χώρα…». Αλλά ο πατέρας μου δεν ήρθε για να κλέψει ή να πουλήσει «ντρόγκια». Να αλλάξει τη ζωή του ήθελε. Έπιασε δουλειά, χειριστής ανυψωτικού, κατάφερε να γίνει μέχρι και εργολάβος. Έκανε παιδί, το βάφτισε, το πήγε σε ελληνικό σχολείο. Η νοοτροπία του έγινε ελληνική, αγάπησε την ΑΕΚ, αγόραζε ελληνικά προϊόντα στο σούπερ μάρκετ, μέχρι και στα ελληνικά έβριζε στο αμάξι… Πήρε όλη την κουλτούρα. (γελάει)

(Αδάμ): Ήρθα λόγω της μητέρας μου. Η ίδια ήρθε το ’95, πολιτική πρόσφυγας από την Αιθιοπία, λόγω του εμφυλίου. Ζούσαμε στην Αντίς Αμπέμπα- η μάνα μου ήταν υποδιευθύντρια σε εργοστάσιο χάρτου. Εδώ άρχισε να δουλεύει σε σπίτια. Τον Ιούλιο του ’96 την επισκεφτήκαμε με την αδερφή μου- είχαμε δωρεάν αεροπορικά λόγω του πατέρα μου που εργαζόταν στο αεροδρόμιο. Δεν ήταν στο πλάνο να μείνουμε- προέκυψε λόγω ενός τσακωμού των γονιών μου όσο ήμασταν εδώ. Χωρίσανε τελικά και η μάνα μου αποφάσισε να μας κρατήσει μαζί της.

(Αδάμ): Αόριστη κατάσταση. Δεν ήξερες τι σου ξημερώνει. Θυμάμαι που τότε η μάνα μου πρόσεχε πολύ την αστυνομία. Εγώ και η αδερφή μου πήγαμε στο Λύρειο Παιδικό ίδρυμα. Μείναμε εκεί δύο χρόνια- η μητέρα μας ερχόταν τα σαββατοκύριακα να μας δει.

(Αδάμ): Τέλεια. Συμπυκνώνει μέσα μου την Ελλάδα που αγαπώ, είναι τα ελληνικά που μιλάω. Ήμασταν παιδιά από διάφορες εθνικότητες- Αλβανία, Πολωνία, Άγιο Δομίνικο. Και εκεί γνώρισα τους Έλληνες, τους καλύτερους Έλληνες… Ήμουν ένα ελληνόπουλο, δεν υπήρχε ούτε ρατσισμός ούτε απόρριψη, κανένα αίσθημα κατωτερότητας ή ανωτερότητας, ή χρήματα στη μέση.

(Νέγρος του Μοριά): Μικρός, μιλούσα ελληνικά και έλεγαν όλοι «Έλληνας είναι το παιδί…». Φτάνεις 17- 18 και σου κάνουν τον πρώτο έλεγχο- θυμάμαι ακόμα το σκηνικό, στην Βελβενδών, στην Κυψέλη. Με σταμάτησε ένας αστυνομικός, μου ζήτησε χαρτιά. Εγώ συνήθως τα άφηνα σπίτι, ήξερα ποιος είμαι και από πού- από ‘δω. Η μάνα μου έλεγε να τα παίρνω κι εκείνη τη μέρα, πες το φαεινή ιδέα, τα είχα μαζί μου.

(Αδάμ): Το κομμάτι που παίζει τώρα πίσω σ’ αυτό αναφέρεται… Άκου το στίχο.

(Νέγρος του Μοριά): Λοιπόν, αιφνιδιάστηκα. Άλλαξε όλη φάση. Όταν ήμασταν έφηβοι είχαμε ένα φίλο που μας το πέταγε συνέχεια, «εσείς δεν έχετε χαρτιά». Εμείς με τον αέρα του γηγενή του λέγαμε «τι λες ρε, εμείς έχουμε γεννηθεί εδώ». Αλλά μας έμπηγε τη σκέψη, το βράδυ αναρωτιόμασταν μήπως είμαστε παράνομοι. Το ξεχνούσαμε μετά. Σαν μεγάλος ακούς διάφορα, «μια παρέα ένας μαύρος και κάτι Αλβανοί». Αρχίζεις να αντιλαμβάνεσαι, από τη ζωή και από την εκπαίδευση του σχολείου, τι σημαίνει εθνικότητα, κράτος, σύνορα , η γλώσσα, η κουλτούρα. Και εκεί μπαίνω στο τριπ ότι κάτι δεν πάει καλά- γιατί νομίζαμε ότι στα δεκαοχτώ θα ερχόταν η κυβέρνηση και θα ρώταγε «θες να γίνεις πολίτης;», θα απαντούσαμε «ναι» και θα πηγαίναμε στρατό. Περνάς τα 18, φτάνεις τα 20 και καταλαβαίνεις ότι δε σε βλέπουν τόσο «ελληνάκι» όσο νόμιζες, ότι σε αντιμετωπίζουν ως μετανάστη, ή χειρότερα ακόμη, ως αλλοδαπό. Και μπαίνεις στο σύστημά τους, ότι δεν είσαι Έλληνας.

(Αδάμ): Δε σου δίνουν το δικαίωμα. Να γίνεις αυτό που θες, αυτό που αισθάνεσαι και είσαι τελικά.

(Νέγρος του Μοριά): Όταν ζεις σε ένα κράτος είναι πρέπον να έχεις ταυτότητα, να είσαι κανονικός πολίτης. Νομικά εντελώς και για να ξέρουν και οι άλλοι ποιος και τι είσαι. Μπορεί να είσαι μουλωχτός. Αυτή η τυπική ανυπαρξία είναι υποκριτική και βλάπτει όχι μόνο εμένα αλλά και την κοινωνία εδώ. Αν δεν υπολογίζει έναν άνθρωπο το κράτος, τότε και το ίδιο το άτομο δε θα σεβαστεί όπως πρέπει τη χώρα του. Για μένα κάθε άνθρωπος μετά τα πέντε χρόνια μόνιμης διαμονής γίνεται κομμάτι της κοινωνίας. Είναι ένα χρονικό ορόσημο η πενταετία, δεν την αναφέρω τυχαία. Και στην αρχαία Ελλάδα μετρούσανε το χρόνο με τις Ολυμπιάδες, ανά τέσσερα χρόνια. Και ρωτάγανε «πόσες Ολυμπιάδες έχεις ζήσει;».

(Αδάμ): Γιατί να διαφέρεις ξαφνικά; Ποιους βολεύει; Εμάς; Το κράτος; Γιατί να υπάρχει αυτή η μεροληψία; Είμαστε κι εμείς μέλη αυτής της κοινωνίας, γιατί μετά να μας αποκόβει μια απρόσωπη γραφειοκρατία; Άνθρωποι τυπικά «ψαγμένοι», που ασχολούνται με τα κοινά, σε απομονώνουν αν έχεις σχιστά μάτια ή πιο σκούρο δέρμα.

(Αδάμ): Πρώτα απ’ όλα, μέχρι τα 18 είμαστε καλυμμένοι από τους γονείς μας, τελούμε υπό το νομικό καθεστώς της «οικογενειακής συνένωσης». Συγκεκριμένα η μάνα μου εμένα είχε άδεια παραμονής, την πράσινη κάρτα, κι εμείς την ακολουθούσαμε ως προστατευόμενα μέλη. Όταν ενηλικιώθηκα έπρεπε να καταθέσω ο ίδιος για άδεια παραμονής, δηλαδή «εξαρτώμενης εργασίας». Μπορούσα δηλαδή να παραμείνω νόμιμα στη χώρα μόνο αν κολλούσα ένσημα σε κάποιον εργοδότη. Και σήμερα, επειδή εργάζομαι, έχω τα χαρτιά μου. Ο Νέγρος είναι άνεργος- και δεν έχει. Δεν το ανέχομαι αυτό. Είναι ακραία συμπεριφορά από πλευράς πολιτείας. Θα ήθελα να ρωτήσω τους νομοθέτες, όταν νομοθετούν ποιους έχουν υπόψη τους; Τους εαυτούς τους; Τη χώρα; Εμάς; Γιατί όλα αυτά δεν είναι φύσει αντίθετα- είμαστε μέρος αυτής της κοινωνίας γιατί κάνουμε κοινή ζωή, εδώ, χρόνια τώρα.

(Νέγρος του Μοριά): Θα στο πω «στεγνά». Δεν θέλω να τρέξω άλλο για χαρτιά. Για να αποδείξω τι αδερφέ; Αφού μιλάω τη γλώσσα, πήγα σχολείο, έχω απολυτήρια. Ρώτα με για τις εθνικές γιορτές της Γκάνας… Κι ας την αγαπώ, μόνο τη Μέρα της Ανεξαρτησίας ξέρω να σου πω. Για την Ελλάδα μπορώ να σου απαριθμήσω από την 25η Μαρτίου μέχρι την Κοίμηση της Θεοτόκου και των Απόκρεων. Τα ήθη και τα έθιμα αυτής της χώρας ξέρω μόνο. Ο νομοθέτης μου ζητάει να αποδείξω το αυτονόητο. Όταν μου κάνουν έλεγχο πλέον δεν κρατιέμαι, τους ρωτάω «τώρα πραγματικά ρε φίλε, που θα με απελάσεις; Αφού είμαι γεννηθείς εδώ, Ζωγράφου». Εγώ φίλε το έχω πει, αν με «τρέξει» το κράτος γι' αυτό το λόγο, θα του κάνω μήνυση. Κι ας με γυρίσει στη Γκάνα, είναι κοροϊδία μες στα μούτρα μου.

Η διπροσωπία του κράτους διαχέεται και στους πολίτες. Είμαι Έλληνας γιατί μιλάω και σκέφτομαι ελληνικά, έχω ελληνική νοοτροπία, δε βγάζω τα λεφτά μου έξω. Εδώ ανήκω, εδώ θέλω να ανήκω. Δε θέλω να πάω αλλού, ούτε δυτικά, ούτε στην Αιθιοπία.

Μα δεν την έχω δει ποτέ μου τη Γκάνα. Μέχρι την Κέρκυρα έχω φτάσει κάποιες φορές. (γελάει). Γι' αυτό έχω σιχαθεί το κράτος εδώ και τους «ελληνάρες», όχι τους Έλληνες. Και γι' αυτό αυτοπροσδιορίζομαι ως ελληνιστής, όπως το εννοούσε ο Μέγας Αλέξανδρος που δεχόταν ως μόνο κριτήριο ελληνικότητας τη γλώσσα και την κουλτούρα και είχε πει «όσοι μιλάνε ελληνικά είναι κι αυτοί δικοί μας». Γι' αυτό τους φασίστες δεν τους βολεύει ο Μέγας Αλέξανδρος, γιατί δεν ήταν ρατσιστής. Ο ελληνάρας τι να νιώσει από αυτό; Ο τύπος που περνάει με τη τζιπάρα και όπως με βλέπει με το ποδήλατο στο φανάρι μου μουρμουράει, αρκετά δυνατά για να τον ακούσω, «δε φταίτε εσείς, φταίει η Ελλάδα που σας άφησε». Μας άφησε να κάνουμε τι; Να ζήσουμε; «Έλα πίσω να σου σφίξω τα γκέμια, έλα αν σου βαστάει να σου δείξω εγώ ποια είναι η Ελλάδα».

(Αδάμ): Η διπροσωπία του κράτους διαχέεται και στους πολίτες. Είμαι Έλληνας γιατί μιλάω και σκέφτομαι ελληνικά, έχω ελληνική νοοτροπία, δε βγάζω τα λεφτά μου έξω. Εδώ ανήκω, εδώ θέλω να ανήκω. Δε θέλω να πάω αλλού, ούτε δυτικά, ούτε στην Αιθιοπία. Όταν με πιάνει απόγνωση, ναι, αναγκάζομαι να κάνω και τέτοιες σκέψεις, για να μη νιώθω ότι τελειώνει εδώ ο κόσμος αν κάποιος με αποκαλέσει «αράπη» για να νιώσει ο ίδιος «λευκός» και μια ανωτερότητα που αδυνατώ να κατανοήσω. Αλλά όταν συμβαίνει, διχάζεσαι. Αν οι νομοθέτες θέλουν να βοηθήσουν την Ελλάδα πρέπει να υποστηρίξουν όλα αυτά τα παιδιά και να σταματήσουν το διχασμό του λαού σε α΄ και β΄ κλάσης. Στην ίδια χώρα ζούμε και εργαζόμαστε για ένα καλύτερο, κοινό μέλλον. Ελπίζω, όπως ήταν και το προεκλογικό σύνθημα του ΣΥΡΙΖΑ, η νέα κυβέρνηση να μας βοηθήσει. Δεν τους ψήφισα- δεν έχω το δικαίωμα άλλωστε- αλλά τους στηρίζω σε αυτή την προσπάθεια να μου δώσουν τα τυπικά χαρτιά μου. Το 2012 είχα δώδεκα μέρες στη διάθεσή μου να καταθέσω 300 ευρώ για το παράβολο της άδειάς μου- δεν είχα τα χρήματα και για λίγες μέρες έχασα την προθεσμία. Τελικά πήρα άδεια ενός χρόνου για ανθρωπιστικούς λόγους. Τα χρόνια μου εδώ, τα ένσημά μου, όλα σα να μην υπήρχαν, σαν μόλις να είχα γεννηθεί ή να είχα έρθει στη χώρα. Του χρόνου θα καταθέσω πάλι τα δικαιολογητικά για να πάρω την πενταετία. Ελπίζω ότι ο νέος νόμος θα με καλύπτει για την οριστική πολιτογράφηση. Φοβάμαι όμως ότι στην τελική του διατύπωση μπορεί να υπάρχουν «παραθυράκια», όχι ανοιχτά αλλά κλειστά και να μη με συμπεριλάβει.

(Νέγρος του Μοριά): Στην Αγγλία π.χ. ο ρατσισμός απαγορεύεται, αυστηρότατα. Στην Ελλάδα ο μετανάστης πληρώνει για να υπάρξει… Αυτό είναι νταβατζιλίκι.

Άλλες φορές εκνευρίζομαι και το δείχνω, άλλες το καταπίνω. Αλλά αν μεθαύριο έρθει το NBA να μου κάνει συμβόλαιο, τότε «α, δικός μας είναι ο Γιαννάρας». Αν με βραβεύσει το Ελληνογαλλικό Ινστιτούτο, ή γράψει για μένα η Liberation, τότε αλλάζει το πράγμα…

(Αδάμ): Αλλοδαποί που έρχονται στην Αθήνα από τη δυτική Ευρώπη νιώθουν άσχημα για εμάς. «Φύγετε όσο προλαβαίνετε» μας λένε. Αυτοί έχουν μάθει αλλιώς, να έχουν ίσα δικαιώματα και να μην καταπατούνται.

(Νέγρος του Μοριά): Θα ήθελα όλοι αυτοί οι περήφανοι ρατσιστές να τύχαινε να έχουν γεννηθεί κάπου αλλού και να βρισκόντουσαν ξαφνικά χωρίς δικαιώματα, όλοι αυτοί που λένε «μας χαλάσατε τις δουλειές». Ο Καραμανλής είναι ξένος, ήρθε μετανάστης εδώ; Ο Σαμαράς; Ο Παπανδρέου; Όλοι από εδώ είναι. Και όλοι από εδώ είμαστε ή εδώ ζούμε. Τελικά είχε κι ένα δίκιο ο Πάγκαλος όταν είπε «όλοι μαζί τα φάγαμε». Έλα Σαββατόβραδο στην Ιερά Οδό, θα δεις ακόμα κάμποσα καγιέν αραγμένα. Δεν πάνε εκεί να λύσουνε το Κυπριακό, να χαλάσουν τα λεφτά τους πάνε και την επόμενη είναι ό ίδιοι που θα ψηφίσουν Χ.Α. εξοργισμένοι από την κρίση και τους ξένους που την έφεραν. Διώχνει ο εργοδότης τον Πακιστανό και προσλαμβάνει Έλληνα- αλλά με τα ίδια λεφτά, ο πατριώτης… Και λέει στον «ελληνάρα»- «δεν φταίω εγώ, φταίει ο Πακιστανός που δέχτηκε για ένα κομμάτι ψωμί». Και ο «ελληνάρας» συμφωνεί και γουστάρει. Και τη δουλειά παίρνει και τον Πακιστανό βρίζει. Τώρα η Ελλάδα είναι χρεωμένη μιάμιση φορά το ΑΕΠ της; Ε λοιπόν για αυτό ευθύνονται αυτοί που ψηφίζεις, όχι οι ξένοι.

(Νέγρος του Μοριά): Δεν το καταλαβαίνω αυτό, ειλικρινά. Αλλού με το που γεννιέσαι εκεί σου λένε «δικός μας είσαι». Ο Γερμανός, που όλοι τον βρίζουνε εδώ, τι λέει; Κάνε τη δουλειά σου για να κερδίζω κι εγώ κι εσύ. Με την ταυτότητα σου, νόμιμα και παραγωγικά. Αν είχαμε ταυτότητα κι εμείς εδώ, υπό μία έννοια θα εργαζόμασταν υπό το όνομα της ελληνικής κυβέρνησης.

(Νέγρος του Μοριά): Δε θέλω καν να χαλάσω το σάλιο μου για άμυαλους ανθρώπους. Με πρόεδρο των Η.Π.Α. τον Ομπάμα και σε συνθήκες παγκοσμιοποίησης, αυτοί ζούνε στον μεσαίωνα. Ρατσιστικά σχόλια, σου είπα, ακούω. Ψάχνω σπίτι στα Εξάρχεια και ούτε εδώ είναι εύκολο. Με βλέπουν κάτι γκριζομάλληδες, σεβάσμιοι κύριοι, τους απευθύνομαι πάντα ευγενικά, στον πληθυντικό και μόλις με δούνε και μόνο, «στραβώνουν», μπορεί και να μου κλείσουν την πόρτα στα μούτρα. «Από πού είσαι;», συνέχεια αυτή η ερώτηση. Και όλοι σε κατηγοριοποιούν, σε βάζουν στο καλούπι του Αφρικανού. Ένας μου έλεγε ότι έμενε στο σπίτι του μια «συμπατριώτισσα μου, Νιγηριανή…». Τι σχέση έχω εγώ με τη Νιγηρία; Όση έχει αυτός με την Γαλλία… Οι γονείς μου είναι από τη Γκάνα και εγώ είμαι γεννημένος στην Ελλάδα… Τι γενίκευση ανόητη, για καλό ή κακό, είναι αυτή; Η Νιγηριανή ήταν καλή γυναίκα, εγώ μπορεί να είμαι τρελός, τρομοκράτης.

Άλλες φορές εκνευρίζομαι και το δείχνω, άλλες το καταπίνω. Αλλά αν μεθαύριο έρθει το NBA να μου κάνει συμβόλαιο, τότε «α, δικός μας είναι ο Γιαννάρας». Αν με βραβεύσει το Ελληνογαλλικό Ινστιτούτο, ή γράψει για μένα η Liberation, τότε αλλάζει το πράγμα… Αν είσαι καθημερινός τύπος, δεν σε αποδέχονται. Πρέπει να γίνεις κάποιος, είναι βαθιά ανθρώπινο αντανακλαστικό αυτό. Γιατί όμως να σε δέχονται μόνο έτσι; Δεν έχουν όλοι τις ίδιες ευκαιρίες. Και κάποιοι είναι σεμνοί χαρακτήρες, θέλουν ένα σπιτάκι και μια δουλειά, την ησυχία τους.

(Νέγρος του Μοριά): Πώς να νοικιάσεις ένα αμάξι ή δωμάτιο ξενοδοχείου; Πρέπει να αφήσεις κάτι σαν «γκαραντί», πρέπει το σύστημα να σε πιστοποιεί συνεχώς. Εγώ τι να αφήσω στο γκισέ; Μια ασπρόμαυρη φωτοτυπία με ένα κάρο σφραγίδες; Η μάνα μου έχει δυο τεράστιες σακούλες χαρτούρα.

(Αδάμ): Και η μάνα μου. Μαζεύουμε χαρτιά, αλλάζουν οι νόμοι, τα πολύτιμα για εμάς έγγραφα γίνονται σκουπίδια. Για το τίποτα λοιπόν; Θα ήθελα να πω στη γενιά μου κυρίως ότι είναι καιρός να φύγουμε από την προκατάληψη και να περάσουμε στην αξιοκρατία. Να ζήσουμε εδώ με δικαιοσύνη θέλουμε και ισοπολιτεία. Αν με δεχτείς, εγώ σαν φίλος θα σου δώσω τον εαυτό μου τον ίδιο. Εμείς δεν έχουμε πατρίδα, στην Αιθιοπία είμαι ο Έλληνας, ο Ευρωπαίος, πολύ πιο έντονα από ότι έχετε εσείς τα «αμερικανάκια».

(Νέγρος του Μοριά): Και ο μετανάστης α΄γενιάς, ή ο περαστικός από ‘δω το αντιλαμβάνεται αυτό. Άλλοι Αφρικανοί που μιλάμε στο δρόμο, για να μου πουλήσουν κάτι, μου λένε “you, Greek man”. Δεν είναι μόνο η γλώσσα αλλά και όλες μου οι συνήθειες, νάτο, στα χέρια μου το κομπολόι.

(Νέγρος του Μοριά): Είδαμε τον Μιχάλη (Αφιολάνο) στη Βουλή και νομίζαμε ότι βλέπαμε τον Μάρτιν Λούθερ Κινγκ. Κι αυτό δείχνει πόσο πίσω είμαστε. Γιατί και ο Μ.Λ.Κινγκ δικαίωμα ψήφου και δημοκρατικής συμμετοχής για τους μαύρους ανθρώπους διεκδικούσε. Αν πάρουμε ταυτότητα θα αυξηθούν τα εργατικά χέρια, θα μπορέσουν κι άλλοι νέοι άνθρωποι να πάρουν επιδοτήσεις, να κάνουν κάτι δικό τους στον αγροτικό τομέα, στην παραγωγή γενικά. Θα αυξηθεί το εσωτερικό δυναμικό της χώρας, για να εξάγει και να σωθεί οικονομικά. Εμένα τώρα με κρατάει ρέμπελο… Μετά, διακόσιες χιλιάδες περισσότερα παιδιά ξέρουν την ιστορία σου, θα πάνε σε μια άλλη χώρα και θα μιλάνε ελληνικά, θα διαδίδουν όπου κι αν ταξιδέψουν, όπου κι αν ζήσουν την Ελλάδα. Δεν έχουν ακούσει οι ρατσιστές και οι ακροδεξιοί για ζώα που εξαφανίζονται, για φυλές και κουλτούρες που χάνονται στο πέρασμα του χρόνου; Δεν πεθαίνει έτσι η Ελλάδα, ίσα ίσα αυξάνεται η ελληνικότητα.

Και γι' αυτό αυτοπροσδιορίζομαι ως ελληνιστής, όπως το εννοούσε ο Μέγας Αλέξανδρος που δεχόταν ως μόνο κριτήριο ελληνικότητας τη γλώσσα και την κουλτούρα και είχε πει «όσοι μιλάνε ελληνικά είναι κι αυτοί δικοί μας»

Κοίτα, δεν είναι όλοι οι μετανάστες «αγγελούδια», άνθρωποι είναι και ο καθένας τους διαφορετικός. Ποντάρουν στην εγκληματικότητα και αυτό αναμασάνε. Όμως και στην Ελλάδα του 19ου αι και στην εποχή του Μπαϊρακτάρη εγκληματικότητα υπήρχε, λήσταρχοι, απαγωγές για λύτρα. Στους πρώτους σύγχρονους Ολυμπιακούς Αγώνες οι ξένες εφημερίδες αποθάρρυναν τους επισκέπτες της Αθήνας, προβάλλοντας την εγκληματικότητα. Αλλά αυτό είναι η Αθήνα. Με σύγχρονους όρους μιλώντας, δεν είναι ο Μαροκάνος ή ο μαύρος το πρόβλημα, είναι φυσιολογικό να γίνεται ψιλοχαμός στο κέντρο μιας μεγαλούπολης, στο επίκεντρο μιας χώρας. Η ακροδεξιά παίζει έξυπνα αυτό το χαρτί του μίσους και του φόβου, όπως ο Χίτλερ στο παρελθόν, ποντάροντας στο ένστικτο του ανθρωπάκου που θέλει να αποποιείται το πρόβλημά του, να το «πασάρει» αντί να το λύνει. Ο Χίτλερ όταν οι Γερμανοί πεινούσαν από την ανεργία, έδειξε με το δάχτυλο τους Εβραίους. Αιφνιδιάστηκα πάντως από την αποδοχή της ακροδεξιάς γιατί ο ελληνικός λαός έχει την ιστορική εμπειρία φασισμού, χούντας, ακροδεξιού αυταρχισμού. Γιατί κάποιος να θέλει να το ξαναζήσει; Και ακούς στην Αθήνα, «α ρε Χούντα που χρειάζεται»…Δεν είσαι καλά ρε…

(Αδάμ): Και μόνο που το σκέφτομαι, χαίρομαι. Εδώ χαίρομαι κάθε φορά που απλώς ανανεώνω την άδεια μου, νιώθω αλλιώς, άλλο αέρα. Ή τις τελευταίες μέρες πριν λήξει, είμαι σα να κρύβομαι, φοβάμαι μη μπλέξω, με κανένα «στραβωμένο» μπάτσο, με κανένα χρυσαυγίτη. Τα λάθη δε μου επιτρέπονται, θα κοστίσουν ακριβά και γίνομαι πολύ επιφυλακτικός. Και με την καινούργια νομοθεσία, επιφυλακτικός είμαι. Όταν ψηφιστεί θα τη διαβάσω δέκα φορές. Για να καταλάβω αν στέκει και κατά πόσο θα λειτουργήσει αποτελεσματικά και μετέπειτα.

(Νέγρος του Μοριά): Εγώ νιώθω πως καιρός ήτανε. Και μου άξιζε αυτό από τη στιγμή που γεννήθηκα. Αλλά σου είπα, δεν εμπιστεύομαι πια το κράτος. Φοβάμαι μήπως εντάξουν κάποιο τρικ που θα δυσκολεύει τη διαδικασία. Για μένα ξεκάθαρος θα ήταν ένας νόμος που θα καλούσε όλα τα παιδιά που έχουν γεννηθεί εδώ ή έχουν διαμείνει πέντε χρόνια και πέρασαν από τα ελληνικά σχολεία, να έρθουν αύριο στο δημαρχείο με τη ληξιαρχική πράξη γέννησής τους και να ανταλλάξουν την άδεια παραμονής με ταυτότητα. Γιατί ξέρεις, κάποιοι τα μεγαλοποιούνε τα πράγματα, ότι δηλαδή αυτή η χώρα είναι τόσο σπουδαία, που θα πρέπει να κάνεις κάτι εξωπραγματικό για να σε δεχτεί. Εγώ λέω το άλλο: αποδέξου με, μήπως σε ξεκολλήσω από το τέλμα.

Ήμασταν σε μια μεταπολεμική, αθηναϊκή πολυκατοικία. Κατεβαίνουμε τις σκάλες, με τοίχους γεμάτους από tag υπογραφές και παράθυρα στον φωταγωγό, εξακολουθώντας την κουβέντα για την ελληνική παράδοση στους εμφύλιους, την (κρατική) βία. Ο Αλέξανδρος Γρηγορόπουλος, λευκός Έλληνας έπεσε μέτρα πιο κάτω, στον ίδιο δρόμο. Ο συγκάτοικος στον πρώτο έχει δυναμώσει τον ήχο. «Μάγκα από τη Γκάνα έχω μάνα/ αλλά έχω πλάνα/ να πάρω αυτό που θέλω/ μια οικία στην Ελλάδα», ακούγεται σε όλο το κλιμακοστάσιο ο στίχος του Νέγρου από το κομμάτι του «Ο Ακροατής».

|

Δημοφιλή