Πολλοί παρατηρητές αναρωτιούνται πώς οι λαϊκιστές αριστεροί «αντάρτες» του ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος πήρε την εξουσία τον Ιανουάριο υποσχόμενος ανακούφιση από τη λιτότητα, και ανανέωσε την εντολή του με την τεράστια νίκη στο δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου, κατάφεραν να διαπραγματευτούν μια συμφωνία πολύ χειρότερη απ’ αυτή που ήταν διαθέσιμη για την Ελλάδα πριν πάρει την εξουσία το κόμμα.
Η απάντηση είναι απίστευτα απλή. Ο ΣΥΡΙΖΑ προσπέρασε το μοναδικό του όπλο απέναντι στους πιστωτές: την προθυμία ενός GREXIT, μιας εξόδου της χώρας από την Ευρωζώνη. Η Ελλάδα δεν ήταν έτοιμη να «πυροβολήσει τον όμηρο» στις διαπραγματεύσεις με τη Γερμανία και τους άλλους εταίρους. Μάλιστα, η Ελλάδα δεν ήταν καν έτοιμη για το ενδεχόμενο να της επιβληθεί Grexit.
Γιατί ήταν σε τόσο αδύναμη διαπραγματευτική θέση η Ελλάδα;
Για να καταλάβουμε γιατί η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ είχε μόνο το «χαρτί» της εξόδου στο παιχνίδι, αξίζει να εξηγήσουμε πώς η πολιτική δυναμική της ευρωζώνης είχε στηθεί απέναντι στην Ελλάδα εξ’ αρχής. Η Γερμανία είναι ο μεγαλύτερος πιστωτής της Ελλάδας και το πιο ισχυρό κράτος της ένωσης, αλλά δεν ήταν το μοναδικό που έφερε αντίσταση στις ελληνικές απαιτήσεις για οικονομική ανακούφιση. Η Ελλάδα ήταν, επί του πρακτέου, απέναντι στις άλλες 18 χώρες της Ευρωζώνης, κι αυτό έκανε τη διαπραγμάτευση ιδιαίτερα άνιση. Οι πιεσμένοι εταίροι της Ευρωπαϊκής περιφέρειας, όπως η Πορτογαλία, η Ισπανία και η Ιρλανδία, θα μπορούσαν να είναι φυσικοί σύμμαχοι της Ελλάδας. Αλλά όλες ολοκλήρωσαν προγράμματα διάσωσης που περιλάμβαναν σκληρή λιτότητα και δεν είχαν σκοπό να στηρίξουν μια εξαίρεση για την Ελλάδα. Η κυβέρνηση της Ισπανίας ήταν ιδιαίτερα ανήσυχη για τις όποιες παραχωρήσεις προς την Ελλάδα που θα ενδυνάμωναν τη δική της αντιπολίτευση, την αναδυόμενη λαϊκή αριστερά του Ποδέμος. Η Σλοβακία και τα κράτη της Βαλτικής, τα οποία είναι συγκριτικά πιο φτωχά κράτη απ’ την Ελλάδα, αντιδρούσαν στην ιδέα του να μεταφερθούν πόροι διάσωσης σε ένα κράτος πιο πλούσιο από τα ίδια.
Η πανευρωπαϊκή αντιπάθεια προς την Ελλάδα είναι ένα κομψό αποτέλεσμα του τρόπου με τον οποίο δομήθηκε η διάσωση της χώρας. Η Γερμανία διέσωσε το ελληνικό κράτος το 2010 και ξανά το 2012 όχι για να σώσει την Ελλάδα, αλλά για να σώσει τις γερμανικές, γαλλικές και ελληνικές τράπεζες που είχαν προσφέρει πίστωση στο κράτος. Ο Καρλ Ότο Πολ, πρώην κεντρικός τραπεζίτης της Γερμανίας, το παραδέχτηκε. Είπε ότι το πρόγραμμα διάσωσης «ήταν για να προστατεύσει τις γερμανικές τράπεζες και ιδίως της γαλλικές, από το κούρεμα χρέους». Συνεπώς, μετά τον Ιανουάριο, μόνο το 11% των 240 δις ευρώ των κεφαλαίων διάσωσης είχαν πάει στη στήριξη της ελληνικής κυβέρνησης. Τα υπόλοιπα πήγαν στους πιστωτές της χώρας. Τότε, τον Μάρτιο του 2012, οι κυβερνήσεις της Ευρωζώνης αγόρασαν το υπόλοιπο χρέος από τα βιβλία των τραπεζών με έκπτωση 53,4%. Ήταν μια καλή συμφωνία για τις τράπεζες, γιατί δε θα είχαν λάβει καμία πληρωμή γι’ αυτά τα χρέη.
Η διάσωση των γερμανικών και γαλλικών τραπεζών, και το ότι μετά οι κυβερνήσεις της Ευρωζώνης ανέλαβαν το φορτίο αυτό, είχε δύο οφέλη. Πέρα από το πρακτικό, τον περιορισμό του κινδύνου οικονομικής επιμόλυνσης μεταξύ της Ελλάδος και της υπόλοιπης Ευρώπης, επέτρεψε στη Γερμανία και στα άλλα κράτη της Ευρωζώνης να παρουσιάσουν τη διάσωση στους λαούς τους ως πράξεις ελεημοσύνης για τον φτωχό της Ευρώπης κι όχι ως προνομιακές συμφωνίες για τις μεγάλες τράπεζες της ηπείρου. Όπως ανέφερε ο Μαρκ Μπλάιθ, καθηγητής πολιτικής επιστήμης στο πανεπιστήμιο Μπράουν, στο περιοδικό Foreign Affairs, «Η καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ δε θα παραδεχτεί ότι διέσωσε [την Deutschebank] και το χρέωσε στους Έλληνες. Ούτε κι ο πρόεδρος Ολάντ, κανείς». Οι φορολογούμενοι της Ευρωζώνης πλέον είχαν «τσιμπήσει» όσον αφορά στην ελληνική «ανηθικότητα/ σπατάλη», κι αυτό προσέθεσε πολιτική πίεση να ζορίσουν την Ελλάδα, άσχετα με το πόσα στοιχεία αποδεικνύουν ότι η λιτότητα δεν επιτρέπει στη χώρα να ανορθωθεί οικονομικά.
Επιπλέον, η παραδοχή ότι τα προγράμματα διάσωσης ήταν για τις τράπεζες θα αποδυνάμωνε το επιχείρημα κατά της αναδιάρθρωσης του ελληνικού χρέους, δημιουργώντας μια χιονοστιβάδα κουρέματος χρεών στην υπόλοιπη Ευρώπη. Ένα κούρεμα χρεών σε όλη την Ευρώπη, το οποίο είχε προτείνει το ανώτερο στέλεχος του ΔΝΤ Πίτερ Ντόιλ σε μια συνέντευξη στη Huffington Post τον Ιούνιο, θα είχε παρακάμψει το πρόβλημα της άνισης μεταχείρισης της Ελλάδας σε σχέση με τα άλλα κράτη της Ευρωζώνης. Αλλά για πολιτικούς ή ιδεολογικούς λόγους, η Γερμανία δεν το σκέφτηκε καν ως επιλογή.
Μια πιο γενναιόδωρη ερμηνεία της σκληρής διαπραγματευτικής στάσης που τήρησαν οι ευρωπαίοι ηγέτες είναι ότι απλώς φοβούνται να βρεθούν στη θέση του να στηρίζουν διαρκώς την Ελλάδα. Όπως έχουν αναφέρει πολλοί αναλυτές, το ιδιαίτερο πρόβλημα της Ευρωζώνης είναι ότι οι χώρες μοιράζονται το ίδιο νόμισμα αλλά όχι το ίδιο οικονομικό, τραπεζικό ή πολιτικό σύστημα, πράγμα το οποίο αφήνει τα κράτη με λιγοστά εργαλεία σε περίπτωση ύφεσης. Αυτό που ονομάζεται διάσωση στην Ευρωζώνη θα ήταν μια δεδομένη και αφανής οικονομική συναλλαγή στις ΗΠΑ μεταξύ πιο πλούσιων και φτωχών πολιτειών. Αλλά ίσως, όπως είπε στους New York Times ο Τζος Μπάρο, η Ολλανδία και η Φινλανδία, για παράδειγμα, δε θέλουν να παίξουν τον ρόλο του Κονέκτικατ όσο η Ελλάδα παίζει το Μισισίπι ή την Αλαμπάμα, αν η Ελλάδα δε θέλει να δομήσει την οικονομία της όπως κι εκείνα τα κράτη.
Είτε τα κίνητρα είναι κυνικά είτε ειλικρινή, η ηθικολογική πολιτική των ευρωπαίων ηγετών κάνει τη σοβαρή αναδιάρθρωση του μη-βιώσιμου ελληνικού χρέους πολιτικά τοξική. Οι Γερμανοί πολιτικοί ιδίως έχουν ηθικολογήσει εις βάθος για το πώς οι συνετοί φορολογούμενοί τους πληρώνουν το λογαριασμό των ανεύθυνων Ελλήνων. Ένα παράδειγμα του μέχρι που φτάνει αυτή η ρητορική είναι ένα tweet Γερμανού βουλευτή που αποκάλεσε την συμμετοχή της Ελλάδας στην Ευρωζώνη «καρκίνωμα της ΕΕ».
Επίσης δεν έχει υπάρξει παραδοχή από πλευράς της Γερμανίας ή άλλων κρατών της ζώνης ότι οι τράπεζές τους συμμετείχαν στην οικονομική ανευθυνότητα της Ελλάδας. Η Ελλάδα μέχρι την κρίση του 2008 αναλάμβανε χρέη που δεν μπορούσε να αποπληρώσει, και οι Γερμανικές τράπεζες ευθύνονται γιατί δάνειζαν την Ελλάδα ενώ ήξεραν το ρίσκο. Τα κακά δάνεια συνεισέφεραν στην εξαγωγική άνοδο της Γερμανίας το 2000, γιατί ήταν πιο εύκολο για Έλληνες καταναλωτές και επιχειρήσεις να αγοράζουν γερμανικά προϊόντα.
Σ’ αυτό το σκοτεινό πολιτικό σκηνικό μπήκε ο ΣΥΡΙΖΑ όταν πήρε την εξουσία στα τέλη Ιανουαρίου. Δεν μπορούσε να απειλήσει την Ευρώπη με οικονομική καταστροφή, γιατί η δομή των διασώσεων είχε περιορίσει τον κίνδυνο μιας ελληνικής χρεωκοπίας καθώς έβγαλε το κρατικό χρέος από τις ιδιωτικές τράπεζες. Σίγουρα δεν μπορούσε να απευθυνθεί στην ευρωπαϊκή αλληλεγγύη αφού οι φυσικοί της σύμμαχοι είχαν ήδη καταπιεί ήσυχα τις πολιτικές λιτότητας και τα υπόλοιπα κράτη – φτωχά και πλούσια – είχαν ήδη πιστέψει το αφήγημα περί Ελλήνων κηφήνων.
Και τελικά, ο ΣΥΡΙΖΑ είχε να αντιμετωπίσει την πραγματικότητα του ότι η Ευρώπη θα χρησιμοποιούσε την απίστευτη δύναμή της για να ξεζουμίσει τη χώρα για πολιτικό όφελος. Τον Δεκέμβριο 2014, για παράδειγμα, το ΔΝΤ και η ΕΚΤ αποφάσισαν να παρακρατήσουν την τελευταία δόση του προγράμματος διάσωσης για να πιέσουν προκαταβολικά τον ΣΥΡΙΖΑ, που αναμενόταν να κερδίσει τις εκλογές. Πιο πρόσφατα, η διακοπή παροχής ρευστότητας προς τις ελληνικές τράπεζες από την ΕΚΤ οδήγησε την Ελλάδα σε καταστροφικό έλεγχο κεφαλαίων, και την έστειλε στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων γονατιστή.
Γιατί ήταν το Grexit το πιο ισχυρό χαρτί;
Πέρα απ’ όλα αυτά, οι πολιτικές συνέπειες ενός εθελοντικού Grexit θα βάραιναν τους ευρωπαίους ηγέτες, κι έτσι ήταν ο μόνος μοχλός πίεσης της Ελλάδας. Αν η Ελλάδα μπορούσε να φύγει απ’ την Ευρωζώνη χωρίς να καταρρεύσει, θα είχε θέσει ένα προηγούμενο που μπορεί να έκανε κι άλλα σκεπτικά κράτη να φύγουν αν αντιμετώπιζαν στο μέλλον προβλήματα σχετικά με το κοινό νόμισμα. Γι’ αυτό είναι κεντρική αρχή στην νομισματική ένωση η μη-αναστρεψιμότητα του ευρώ. «Το Ευρώ πάντα εξαπλώνεται, ποτέ δεν μαζεύεται», είπε ο Άγγελος Χρυσόγελος, ειδικός σε θέματα ΕΕ στο think tank Chatham House του Λονδίνου.
Δείχνοντας ότι ήταν πράγματι έτοιμοι να βγουν από την Ευρωζώνη, και προετοιμαζόμενοι για μια ομαλή οικονομική μετάβαση, όσο αυτό είναι εφικτό, η Ελλάδα θα είχε τρομάξει την Ευρώπη και θα είχε κερδίσει καλύτερους όρους. Αλλά αντίθετα με διάφορους ισχυρισμούς, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είχε πραγματικά προετοιμαστεί για ένα τέτοιο ενδεχόμενο. Ο πρώην υπουργός Οικονομικών Γιάνης Βαρουφάκης είπε τη Δευτέρα στο New Statesman ότι τον Ιούνιο είχε προτείνει σχέδιο μονομερών ενεργειών αν η ΕΚΤ διέκοπτε τη ρευστότητα για να πιέσει μια συμφωνία. Το σχέδιο σταμάτησε λίγο πριν την «πόρτα» του Grexit, αλλά περιελάμβανε υποσχετικές σε ευρώ, κούρεμα χρεών προς της ΕΚΤ και κρατικοποίηση των τραπεζών. Σύμφωνα με τον Βαρουφάκη, τη βραδιά του δημοψηφίσματος, το συμβούλιο του ΣΥΡΙΖΑ καταψήφισε 4-2 την πρόταση. Ακόμα κι αν είχε εγκριθεί όμως, αν η ΕΚΤ τελικά έδιωχνε την Ελλάδα από τη ζώνη του ευρώ, ο Βαρουφάκης παραδέχεται ότι «δεν ήξερα αν θα τα καταφέρναμε».
Η καταψήφιση του σχεδίου σχεδόν-Grexit δεν προκαλεί έκπληξη, δεδομένου του ότι τη βραδιά του δημοψηφίσματος, ο Έλληνας πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας ήλπιζε να χάσει και να παραιτηθεί από τη θέση του, σύμφωνα με ρεπορτάζ της Telegraph στις 7 Ιουλίου από ανώτερα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ.
Το BBC ανέφερε εκείνο το Σάββατο ότι η ελληνική κυβέρνηση δεν είχε συντονίσει σχέδια εξόδου με την Τράπεζα της Ελλάδος ή άλλα σημαντικά στελέχη της οικονομίας.
Πώς θα μπορούσαν να είχαν προετοιμαστεί για ένα Grexit;
«Θα μπορούσαν να έχουν μια εναλλακτική», μας είπε ο Μπλάιθ του πανεπιστημίου Μπράουν. «Ο Βαρουφάκης είπε ότι υπήρχε σχέδιο για μια έξοδο. Αλλά έπρεπε να είναι πιο προχωρημένο».
Το λάθος του Βαρουφάκη, του Τσίπρα και άλλων Ελλήνων ηγετών, λέει ο Μπλάιθ, είναι ότι πράγματι πίστευαν ότι μπορούν να πείσουν την Ευρώπη να προσφέρει ανακούφιση χρέους με βάση το λογικό οικονομικό επιχείρημα ότι το χρέος δεν είναι βιώσιμο και η λιτότητα απέτυχε. Δεν κατάλαβαν ότι η διαφωνία στο κούρεμα χρέους των πιστωτών ήταν θεμελιωδώς πολιτικό ζήτημα. Ήταν πολιτικά αδύνατον η Γερμανία να διαγράψει ελληνικό χρέος ενώ πίεσε άλλα κράτη να πληρώσουν το σύνολο των χρεών τους, και έπεισε το λαό της ότι η Ελλάδα ήταν ένα παρασιτικό κράτος.
«Η ιδέα ότι οι πιστωτές που είχαν αρνηθεί ως εκείνη τη στιγμή θα έλεγαν “εντάξει, θα σας κάνουμε κούρεμα χρέους” είναι απίστευτα αφελής», προσθέτει ο Μπλάιθ.
Ο δημοσιογράφος Ντέιβιντ Λούιν Σμιθ κορόιδεψε τον Βαρουφάκη, λέγοντας «πίνει ήρεμα λάτε σε πιστολίδια».
Οι συνέπειες της έλλειψης προετοιμασίας του ΣΥΡΙΖΑ για ένα Grexit τώρα είναι εμφανείς. Ακόμα κι αν μπλόφαρε, ο ισχυρισμός της Γερμανίας ότι θα προκαλούσε μια έξοδο ήταν πιο ισχυρός στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Η Γερμανία ήταν πρόθυμη να φύγει από τη διαπραγμάτευση και να αφήσει τις ελληνικές τράπεζες να καταρρεύσουν, ενώ η Ελλάδα δεν ήταν. Ακόμα και στην τελική διαπραγμάτευση, μέσω του, γνωστού ως «γερακιού», υπουργού οικονομικών Σόιμπλε, η Γερμανία απείλησε με Grexit για να πείσει την Ελλάδα να συνθηκολογήσει σχεδόν άνευ όρων.
Ο Μπλάιθ λέει ότι η Ελλάδα έπρεπε να έχει προετοιμαστεί για ένα Grexit με το να είναι αρχικά καλή με τους πιστωτές ώστε να μαζέψει όσο περισσότερο ρευστό μπορούσε. Τότε θα άντεχε την επιβολή των κεφαλαιακών ελέγχων μέχρι να συντονίσει τη διανομή νέου νομίσματος. Αν η Γερμανία ήθελε πράγματι να διώξει την Ελλάδα από την ζώνη και δεν έκανε καλύτερη πρόταση, η Ελλάδα θα ήταν καλύτερα προετοιμασμένη για τη ζωή έξω από την Ευρωζώνη και θα μπορούσε να ρυθμίσει τις οικονομικές τις πολιτικές χωρίς την επίβλεψη των πιστωτών.
Ο Πίτερ Ντόιλ, οικονομολόγος και πρώην στέλεχος του ΔΝΤ, συμφωνεί με τον Μπλάιθ στο ότι «αφού ο Τσίπρας αποφάσισε ότι δεν ήταν πρόθυμος να αναλάβει την ευθύνη ενός Grexit, δεν είχε άλλα διαπραγματευτικά μέσα».
Αλλά ο Ντόιλ εκτιμά ότι τα κράτη της Ευρωζώνης έδειξαν τόση προθυμία να εκμεταλλευτούν την αδύναμη θέση της Ελλάδος, που μπορεί άθελά τους να βάλουν σε κίνδυνο τη συμφωνία που της προσέφεραν.
«Το βασικό λάθος που έγινε, κατά την άποψή μου, ήταν ο εξευτελισμός του Τσίπρα – λάθος γιατί είναι ο μόνος πολιτικός στην Ελλάδα που έχει την παραμικρή ελπίδα να έχει τη δύναμη για να προχωρήσει με το πρόγραμμα που δόθηκε» είπε ο Ντόιλ στη HuffPost. «Αν απαξιωθεί εν τέλει ο Τσίπρας, δεν υπάρχει κανείς να τον αντικαταστήσει πολιτικά, κι αυτό κάνει το μέλλον της συμφωνίας αυτής πολύ αμφίβολο».