Κέντρο Ελέγχου Τηλεοράσεων: Πως ένα υπόγειο εργαστήριο επισκευής τηλεοράσεων στην Κυψέλη, έγινε χώρος τέχνης

Κέντρο Ελέγχου Τηλεοράσεων: Πως ένα υπόγειο εργαστήριο επισκευής τηλεοράσεων στην Κυψέλη, έγινε χώρος τέχνης

Την πρώτη φορά που άκουσα για το Κέντρο Ελέγχου Τηλεοράσεων, νόμιζα πως είναι ακριβώς αυτό: ένα κέντρο ελέγχου και επισκευής παλιών τηλεοράσεων. Στην πορεία, έμαθα δύο πράγματα: α) πρόκειται για συχνό μπέρδεμα και β) μια «τρύπα» στην καρδιά της Κυψέλης ίσως καταφέρει να αλλάξει τον πολιτιστικό χάρτη ολόκληρης της Αθήνας. Σίγουρα, πάντως, θα προσπαθήσει.

Σχεδόν κρυμμένο στη συμβολή των οδών Κύπρου και Σικίνου, το Κέντρο Ελέγχου Τηλεοράσεων ξεκίνησε στα '70s ως εργαστήριο επισκευής τηλεοράσεων. Το 2012 η ηθοποιός Φωτεινή Μπάνου και ο συγγραφέας και μεταφραστής Δημήτρης Αλεξάκης ανέλαβαν τον ιστορικό χώρο, κράτησαν το όνομά του σκεπτόμενοι με τρόπο τόσο δημιουργικό όσο και χιουμοριστικό, και με μεγάλη όρεξη αλλά και πείσμα απέναντι στα εμπόδια που συνάντησαν, έφτιαξαν μια κυψέλη πολιτισμού μέσα σε μια, άλλη, πολυπολιτισμική Κυψέλη.

Σχεδόν τέσσερα χρόνια αργότερα, το ΚΕΤ έχει να επιδείξει μια πληθώρα παραστάσεων και καλλιτεχνικών δράσεων -θεατρικών, εικαστικών, μουσικών, λογοτεχνικών, χωρίς ποτέ να ξεχνά τον αρχικό του χαρακτήρα. «Πάντα θέλαμε να υπάρχει μια ομαδική λειτουργία και ευτυχώς το έχουμε καταφέρει. Ξεκινήσαμε ως ομάδα και συνεχίζουμε ως ομάδα» μου λέει η Φωτεινή. Η τωρινή σύσταση του ΚΕΤ αποτελείται από τους δυο τους -οι οποίοι εκτός από καλλιτεχνικό ζεύγος είναι και ζευγάρι στη ζωή, την Δάφνη Ανέστη που είναι υπεύθυνη για το επικοινωνιακό κομμάτι του Κέντρου και την Μαριέττα Σπηλιωπούλου που έχει αναλάβει το μπαρ του χώρου ενώ πραγματοποιεί και διάφορα σεμινάρια.

Η συζήτηση που κάναμε με την Φωτεινή και τον Δημήτρη είχε φόντο την ανθισμένη Φωκίωνος Νέγρη και κράτησε ένα ολόκληρο απόγευμα. Ήταν ζωηρή, παθιασμένη, λίγο μελαγχολική και οργισμένη ώρες ώρες, αλλά κατά βάση αισιόδοξη και με αρκετά δυνατά γέλια. Όπως μπορείς να περιγράψεις και τους ίδιους, δηλαδή.

Πώς ξεκίνησαν όλα: Η ιστορία πίσω από τον χώρο και την ίδρυση του ΚΕΤ

Φωτεινή: «Εγώ είμαι ηθοποιός, ο Δημήτρης μεταφραστής και συγγραφέας. Γνωριστήκαμε σε ένα ρεμπέτικο γκρουπ και σιγά σιγά ξεκινήσαμε να φτιάχνουμε δικά μας έργα, πέρα από μουσική. Εγώ έκανα τις πρώτες μου σκηνοθετικές απόπειρες, ο Δημήτρης έγραφε και όταν αρχίσαμε να παρουσιάζουμε τις δουλειές μας ξεκινήσαμε παράλληλα να αναζητούμε κι ένα χώρο για πρόβες, παραστάσεις κλπ. Αυτός ο χώρος τελικά υπήρχε ήδη, ανήκε στην οικογένειά μου, και μια μέρα πήγαμε εκεί για να δούμε πώς μπορούμε να τον αξιοποιήσουμε. Όταν μπήκαμε δεν ήταν ακόμα φτιαγμένος, είχαν περάσει ήδη πολλά χρόνια από τότε που λειτουργούσε ως Κέντρο Ελέγχου Τηλεοράσεων, μας άρεσε όμως πάρα, πάρα πολύ. Πιστέψαμε πως εκεί μπορούσαν να γίνουν πολλά πράγματα. Αρχίσαμε λοιπόν να κάνουμε συναντήσεις με φίλους, η μία συζήτηση έφερε την άλλη και αντί να γίνει ένα μέρος για σποραδικές πρόβες και παραστάσεις, «άνοιξε» πολύ ως ιδέα, ενδιαφέρθηκαν αρκετοί ακόμα καλλιτέχνες και ξεκίνησε να δημιουργείται ένα πρόγραμμα».

Δημήτρης: «Το ΚΕΤ, και αυτό είναι βασικό, δημιουργήθηκε εκ των πραγμάτων και όχι από μία αρχική, συγκεκριμένη φιλοδοξία. Εδώ και τρία χρόνια που το έχουμε ανοίξει και επίσημα, ανακαλύπτουμε συνεχώς τις δυνατότητές του και τον χαρακτήρα που θέλουμε να του δώσουμε. Μαθαίνουμε από τις εκδηλώσεις που φιλοξενούμε, από τη χρήση του χώρου που επιλέγει η κάθε ομάδα, από τις αντιδράσεις του κοινού. Το πρόγραμμα το φτιάχνουμε στην ουσία εγώ και η Φωτεινή, αφού αφουγκραζόμαστε όλα όσα συμβαίνουν στο ΚΕΤ, και για εμάς η βασική του λειτουργία έχει να κάνει με το τι είναι το ΚΕΤ. Δεν είναι ένας αμιγώς εμπορικός χώρος, ούτε ένας αμιγώς θεατρικός χώρος με την μόνιμη διάταξη ενός θεάτρου. Μας ενδιαφέρει περισσότερο να έχει την αίσθηση μιας performance που λαμβάνει χώρα σε ένα σπίτι, παρά να έρχεται ο κόσμος, να πληρώνει, να καταναλώνει μια παράσταση και να φεύγει».

Η Κυψέλη ως καθοριστικός παράγοντας και ζωτικό «μέλος» της ομάδας

Φωτεινή: «Κάναμε εγκαίνια την 1η Νοεμβρίου του 2012. Τότε, και για όλο τον πρώτο χρόνο λειτουργίας μας, υπήρξε κόσμος που έβλεπε με επιφύλαξη την επιλογή της Κυψέλης ως βάσης, επειδή πίστευαν πως είναι επικίνδυνη περιοχή. Και η ίδια η γειτονιά ήταν λίγο πιο έρημη και παρατημένη σε σχέση με σήμερα. Υπάρχει μεγάλη διαφορά από τότε. Ποτέ δεν είχαμε δεύτερη σκέψη για την Κυψέλη, όμως. Εγώ προσωπικά δεν θα ήθελα να είμαστε σε μια περιοχή που θεωρείται «πιάτσα». Εδώ ήταν ο τόπος μας, δεν μπορούσαμε να πάρουμε το χώρο και να φύγουμε και δεν θέλαμε. Σιγά σιγά εν τω μεταξύ, συνηθίσαμε την γειτονιά και την αγαπήσαμε τόσο πολύ που πραγματικά πλέον είμαστε φανατικοί, δηλαδή όποιος πει κάτι κακό για την Κυψέλη εγώ αγριεύω (γέλια).

Λόγω των συνεχών δραστηριοτήτων μας δεν είχαμε μέχρι τώρα το χρόνο να «διαφημιστούμε» όσο θα θέλαμε στην περιοχή και να γνωρίσουμε τη γειτονιά σε βαθμό που να μας γνωρίσουν καλά και οι ίδιοι, έρχεται όμως κόσμος τόσο από την γειτονιά μας όσο κι από άλλες γειτονιές και δεν θεωρώ πως υπάρχει πλέον η παραμικρή φοβία για να έρθει κανείς στην Κυψέλη, όπως υπήρχε πριν τρία χρόνια. Εκτός φυσικά από κάποιες μεμονωμένες περιπτώσεις, που όμως υπάρχουν σε κάθε γειτονιά της Αθήνας.

Πιστεύω, δε, πως αν ήμασταν σε κάποια άλλη γειτονιά θα ήταν εντελώς διαφορετικός και ο χαρακτήρας του ΚΕΤ, όλο το πρόγραμμά του. Μας ταιριάζει εκπληκτικά η Κυψέλη. Όπως η αρχιτεκτονική του κτηρίου επηρεάζει όσα κάνεις μέσα σε αυτό, έτσι και η γειτονιά επηρεάζει τον χαρακτήρα που σχηματίζεις, την ταυτότητά σου».

Δημήτρης: «Πάρα πολλοί Έλληνες που ζουν εδώ έχουν μια μυθική εικόνα της αττικής Κυψέλης. Βλέπουν αυτή τη γειτονιά σαν να μην υπήρχαν μετανάστες, σαν να μην υπάρχουν παιδιά που έχουν γεννηθεί εδώ αλλά οι γονείς τους ήταν από Νιγηρία, Τζαμάικα κλπ, και ζουν στη νοσταλγία μιας χαμένης εποχής και λάμψης, όταν η Κυψέλη ήταν Κολωνάκι.

Μια από τις πρώτες πολύ δυνατές γνωριμίες και συναντήσεις που έγιναν χάρη στο χώρο αυτό ήταν με μια κοπέλα, δεύτερης γενιάς μετανάστρια, με την οποία τελικά συνεργαστήκαμε. Η Αθηνά, όπως την λένε, η οποία ήταν τότε 15 ετών, ήθελε να κάνει δημιουργικά πράγματα και το ΚΕΤ της τράβηξε την προσοχή και το ενδιαφέρον και μας προσέγγισε. Είναι ένα εξαιρετικά ταλαντούχο παιδί, για μένα είναι το μέλλον της γειτονιάς αλλά και της χώρας. Οπότε δεν τοποθετούμαστε καθόλου σε σχέση με την παλιά ελληνική λάμψη της Κυψέλης αλλά σε σχέση με το πραγματικό παρόν και τους πραγματικούς ανθρώπους που ζουν εδώ, οι οποίοι προς το παρόν, δυστυχώς, είναι διαιρεμένοι πληθυσμοί -οι παλιοί κάτοικοι της γειτονιάς, όσοι έχουν απομείνει τέλος πάντων, και οι μετανάστες. Στόχος του ΚΕΤ, όπως εμείς το ονειρευόμαστε, είναι να φτιάξουμε και να προσφέρουμε έναν χώρο όπου αυτός ο διαχωρισμός, που είναι κοινωνικό και πολιτικό φαινόμενο και έχει πολλές διαστάσεις, θα εξαλειφθεί, θα υπάρξουν συναντήσεις και συμπράξεις και θα δημιουργηθούν διαπροσωπικές σχέσεις».

Η πολιτική πλευρά της τέχνης: Δημιουργική ελευθερία Vs Κρατικών επιχορηγήσεων και γραφειοκρατίας

Δημήτρης: «Είμαστε ένας μικρός χώρος με μηδενική στήριξη από την πολιτεία αλλά και από ιδιωτικούς φορείς, δεν έχουμε καμία απολύτως χρηματική στήριξη. Τα τελευταία πέντε χρόνια δεν υπάρχουν επιχορηγήσεις για καμία πολιτιστική ομάδα, ούτε καν για το Θέατρο Τέχνης.

Όταν ήρθαμε στην Κυψέλη ήταν αρκετά πολιτιστικά ερημωμένη, δεν υπήρχε καν Δημοτικό Πολιτιστικό Κέντρο. Οι πρώτοι που άνοιξαν πολύ κοντά μας, ένα χρόνο πριν από εμάς, είναι ένας ακόμα πολιτιστικός χώρος, που λέγεται «Διέλευσις», και γίναμε πολύ γρήγορα φίλοι. Δεν τέθηκε ποτέ θέμα ανταγωνισμού. Αντίθετα είχαμε πολύ κοινή προσέγγιση πάνω σε αυτό που κάναμε, ότι δηλαδή κάνουμε κάτι που έχει ένα νόημα και όχι για να βγάλουμε πολλά λεφτά. Υπάρχει φυσικά ένα εμπορικό κομμάτι που έχει να κάνει με τη λειτουργία, τη συντήρηση του χώρου, που είναι ζωτικής σημασίας και καθαρά πρακτικό. Οι προσδοκίες μας, όμως, είναι πολύ χαμηλές, από άποψη κέρδους».

Φωτεινή: «Το γεγονός πως είμαστε ανεξάρτητοι από οποιονδήποτε φορέα, βέβαια, ιδιωτικό ή κρατικό, μας δίνει και ενός είδους δύναμη. Δεν υπάρχει κανένας περιορισμός, καμία κατευθυντήριος γραμμή και αυτή η ανεξαρτησία έχει πολύ μεγάλο ενδιαφέρον. Εννοείται πως έχει το τίμημά της, όπως το να εργάζεσαι απλήρωτος καθώς τα μόνα έσοδα που έχεις είναι τα εισιτήρια, το μπαρ και τα έσοδα των σεμιναρίων, αλλά δεν μπορεί κανείς να σου πει τίποτα. Δημιουργικά, κάνεις ό,τι θέλεις και αυτό έχει μια πολιτική διάσταση. Αφενός δεν μας αναζήτησε ποτέ κανένας φορέας, αφετέρου δεν αναζητήσαμε κι εμείς τη βοήθεια κανενός, τόσο επειδή θέλαμε την ανεξαρτησία μας όσο και λόγω γραφειοκρατικής κόπωσης.

Το μόνο πρόβλημα που έχουμε αντιμετωπίσει μέχρι στιγμής, και το οποίο λύθηκε με πολλή υπομονή, επιμονή και πόνο, είναι η γραφειοκρατία. Για να γίνει οποιοδήποτε βήμα, για να βγει οποιουδήποτε είδους άδεια, υπάρχουν ατελείωτες καθυστερήσεις, για διάφορους λόγους. Ακόμα και ο υπάλληλος που θα ήθελε να βοηθήσει και να κάνει τη δουλειά του, δεν μπορεί να πάρει εύκολα την ευθύνη για μια νομοθεσία που τον αφήνει ακάλυπτο. Ένα άλλο πρόβλημα είναι πως πολλές φορές η πολιτεία αντιμετωπίζει τους πολιτιστικούς χώρους ως «παρείσακτους» και όχι ως χώρους που δυναμώνουν τις γειτονιές».

Η καλλιτεχνική έκρηξη και το «κίνημα» προσωπικών πρωτοβουλιών στα χρόνια της κρίσης

Φωτεινή: «Νομίζω ότι ο λόγος που υπάρχουν πλέον τόσες ιδιωτικές πρωτοβουλίες στο χώρο της τέχνης -και γενικότερα στην επιχειρηματικότητα, είναι πως το κράτος και ο Δήμος δεν παίρνουν αυτές τις πρωτοβουλίες. Ο πληθυσμός έχει ανάγκη αυτούς τους πολιτιστικούς χώρους, είναι χώροι ανάσας, και το κράτος δεν έχει προβλέψει για αυτούς.

Δημήτρης: «Η τεχνογνωσία στην εποχή μας είναι τόσο μοιρασμένη και την κατέχουν τόσοι πολλοί άνθρωποι που απλώς η πολιτεία πρέπει να αφουγκράζεται όλα όσα γεννιούνται μέσα στην κοινωνία. Είμαι πεπεισμένος ότι το πιο σημαντικό πράγμα για το οικονομικό κομμάτι της χώρας -δηλαδή το πιο βασικό κομμάτι αυτή τη στιγμή για την Ελλάδα- είναι να έχουμε μια πολιτεία που να μπορεί να διακρίνει τις πάμπολλες ικανότητες, τεχνογνωσίες και πρωτοβουλίες του κόσμου. Και, φυσικά, να τους βοηθά οικονομικά -και όχι μόνο- για να τις εκπληρώσουν. Διαφορετικά θάβεις όλον αυτό τον πολιτιστικό πυρήνα και δημιουργείς εξαιρετικά αντίξοες συνθήκες. Όσο δεν υπάρχουν ιδιωτικές πρωτοβουλίες δεν πρόκειται να γίνει τίποτα και χώροι όπως το ΚΕΤ είναι ζωντανά παραδείγματα του πόσο ζωντανή μπορεί να είναι η ελληνική κοινωνία.

Ξεκινήσαμε το 2012, σε μία από τις πιο βάρβαρες περιόδους της οικονομικής κρίσης, επομένως μάθαμε να λειτουργούμε με «όρους κρίσης» από την αρχή. Οι επιχειρήσεις που είχαν δημιουργηθεί προ-κρίσης πιστεύω πως είναι και αυτές που αντιμετώπισαν το μεγαλύτερο πρόβλημα, καθώς είχαν στήσει τις ανάγκες τους ώστε να είναι πολύ μεγαλύτερες και με πολύ μεγαλύτερη προοπτική. Οι επιχειρήσεις που χτίζονται εν μέσω κρίσης έχουν πολύ πιο περιορισμένες ανάγκες. Έτσι είμαστε κι εμείς, ζητάμε τα λιγότερα και δεν έχουμε μεγάλες οικονομικές απαιτήσεις. Υπάρχει μόνο δημιουργική φιλοδοξία. Απλά φέτος είμαστε λίγο πιο ευτυχισμένοι επειδή ξεκινήσαμε να πληρωνόμαστε μετά από τρία χρόνια δουλειάς (γέλια)».

Info

|

Δημοφιλή