Το Πάσχα του 1978 ο καλλιτέχνης Άγγελος Σφακιανάκης μαζί με δύο ακόμη φίλους του έχουν πάει στη Ζάκυνθο και εκεί, όπως γράφει ο πρώτος, γνωρίζουν μια «ξεχωριστή ύπαρξη». Τη Ρενέ. Ένα κορίτσι τόσο γοητευτικό που τελικά έγινε τραγούδι και μάλιστα τόσο αγαπημένο ώστε φαν και μη των αδερφών Κατσιμίχα να το έχουμε σιγοψυθυρίσει ουκ ολίγες φορές.
Πρόκειται για το «Μια βραδιά στο Λούκι» και εάν ο τίτλος δεν σας θυμίζει κάτι τότε ίσως να σας θυμίσουν κάτι οι στίχοι: «Προχτές εκεί που τα `πινα με κάποιο κολλητό μου, κοιτώ και βλέπω πίσω μου δυο μάτια δυο ματάκια» ή «εγώ για κείνη χάνομαι και κείνη ούτε με ξέρει, αχ, να 'μουνα αεράκι, καπνός από τσιγάρο στα στήθια της να μπαίνω και κείνη ας μη με θέλει».
Αυτό το κορίτσι λοιπόν, που οι γυναίκες ζηλέψαμε και θαυμάσαμε και οι άντρες ερωτεύτηκαν, δυστυχώς έφυγε από τη ζωή και ο Άγγελος Σφακιανάκης που τη γνώρισε στον Χάρη Κατσιμίχα ο οποίος και έγραψε για εκείνη αυτό το τραγούδι, την αποχαιρετά με ένα νοσταλγικό κείμενο το οποίο δημοσιεύτηκε στο musicpaper.gr:
«Την Κυριακή πριν το Πάσχα του '78 ο Αντώνης Βεζυρτζής, ο Εμμανουήλ Κουτσουρέλης κι εγώ, αποφασίσαμε να περάσουμε την Μεγάλη Εβδομάδα και την Ανάσταση τελείως μόνοι στο άδειο πατρικό του Αντώνη στην Ζάκυνθο. Όμως ήταν άλλες οι βουλές του Σύμπαντος . Η πληροφορία διέρρευσε, και τα σχέδια ανατράπηκαν. Από την Μεγάλη Τετάρτη άρχισαν να έρχονται πρώην, νυν και επόμενες και μαζί με τους παλιούς φίλους του Αντώνη που πέρναγαν για ένα γεια, το πατρικό γρήγορα έγινε youth hostel.
Την Μεγάλη Παρασκευή πέρασε απ το σπίτι με κάτι φίλους του οικοδεσπότη μια ξεχωριστή ύπαρξη. Αδύνατη, τρυφερή, πρόσχαρη με μακριά δάχτυλα και κομμένα τα μαλλιά της αλά γκαρσόν. Μας την σύστησε ο συνοδός της, από δω η «Ρενέ» . Η χάρη της και μια γλυκιά καλοσύνη τυλιγμένη με την αστική της ευγένεια απλώθηκε σε όλη την παρέα. Κάναμε συντροφιά και η Ρενέ ξανά ήρθε την επομένη μόνη.
Το βράδυ με τον Αντώνη γοητευμένοι και οι δύο από την νέα γνωριμία πίναμε και συζητούσαμε ως μύστες του ωραίου προσπαθώντας να προσδιορίσουμε την γοητεία της . Ο Αντώνης που ήταν εικαστικός , εκείνα τα χρόνια δούλευε κάτι σχεδιαστικές φόρμες που ήταν πότε κοίλες και πότε κυρτές ανάλογα στο φως και την εσωτερική διάθεση του παρατηρητή.
Μ’ αρέσει γιατί είναι «ήτο δεν ήτο» δήλωσε.
Είναι θελκτική αλλά χωρίς σεξισμό. Είναι κορίτσι με την αθωότητα αγοριού. Είναι άφυλα ερωτική. Είναι νεράιδα αλλά και του κόσμου τούτου συμπλήρωσα εγώ.
Η Ρενέ είχε βαφτιστεί πλέον από τον Βεζυρτζή ως «ήτο δεν ήτο». Έτσι δεν έμαθα ποτέ το επίθετό της.
Η Πασχαλιάτικη Ζάκυνθος τελείωσε και συνεχίσαμε να βλεπόμαστε στην Αθήνα.
Ένα βράδυ πήγα την Ρενέ στο Λούκυ, ένα μπαρ στη Χάρητος.
Συνάντησα γνωστούς και φίλους. Ο Αλέξης, ο Νίκος, ο Γιώργος, η Τούλα, ο Θωμάς. Το Λούκυ ήταν στέκι. Ήταν κι ο Χάρης Κατσιμίχας με τον Ζιώγαλα εκεί. Με τον καιρό με τη Ρενέ χαθήκαμε.
Μετά από χρόνια ο Χάρης μου εκμυστηρεύτηκε εγκάρδια πως το κορίτσι που περιγράφει στο τραγούδι «Μιά βραδιά στο Λούκυ» ήταν το κορίτσι που συνόδευα εκείνο το βράδυ. Το «Μιά βραδιά στο Λούκυ» γράφτηκε με αφορμή την Ρενέ.
Είμαι βέβαιος πως γράφτηκαν κι άλλα τραγούδια για κείνη, απλώς δεν τα έμαθα ποτέ.
Καλό ταξίδι Ρενέ».
Και θυμηθείτε τους στίχους:
«Προχτές εκεί που τα `πινα με κάποιο κολλητό μου
κοιτώ και βλέπω πίσω μου δυο μάτια δυο ματάκια
γυρίζω στον δικό μου, ο τύπος μου, Νικόλα
και μένα, μ’ απαντάει, και εκεί αρχίσαν όλα
Εγώ αυτοσυγκεντρώθηκα για να τη μαγνητίσω
αυτά είναι κόλπα ζόρικα που κάνουν στην Ινδία
αλήθεια σας το λέω, απότυχα τελείως
δε μου `δινε καμία, μα καμία σημασία.
Όπως καταλαβαίνετε δε μ’ έπαιρνε καθόλου
αλλά εξακολούθησα ερήμην να κοιτάω
ο φίλος μου εγκρίνιαζε, βρε Χάρη, σου μιλάω
για πες μου, σε κοιτάει; καθόλου τ’ απαντάω
Σε μια στιγμή το βλέμμα της πλανήθηκε στο χώρο
κι απάνω μου σταμάτησε σαν κάτι να ζητούσε
ταράχτηκα και σκέφτηκα, Θεέ μου, εμένανε κοιτάει
όμως εκείνη κοίταγε να βρει τον σερβιτόρο
Βοήθεια, Χριστιανοί, κοντεύω να φλιπάρω
εγώ για κείνη χάνομαι και κείνη ούτε με ξέρει
αχ, να `μουνα αεράκι, καπνός από τσιγάρο
στα στήθια της να μπαίνω και κείνη ας μη με θέλει
Βοήθεια, Χριστιανοί, κοντεύω να φλιπάρω
ζηλεύω όποιον της μιλά και όποιον την κοιτάει
μα πιο πολύ ζηλεύω εκείνον π’ αγαπάει
σαν τρέμει το κορμάκι της και σαν λιγοθυμάει»