Η πλατεία Βικτωρίας έχει κατακλυστεί από Αφγανούς πρόσφυγες- είναι το μοναδικό σημείο της Αθήνας όπου η παρουσία των ανθρώπων που «ψυχή και σώματι» συνιστούν τις αυξημένες προσφυγικές ροές των στατιστικών στοιχείων και δεικτών είναι έντονη. Επιμερισμένοι είτε σε πολυμελείς οικογένειες είτε σε μεγάλες παρέες ανδρών περνούν την ώρα τους καθισμένοι στο γρασίδι και στα παγκάκια της πλατείας.
Η ατμόσφαιρα είναι πολύβουη αλλά ήρεμη, ειρηνική και ασφαλής σαν σε πλήρη αντίθεση με τις μνήμες που οι άνθρωποι αυτοί κουβαλάνε εντός τους. Επί της Γ΄ Σεπτεμβρίου δύο περιπολικά της ΕΛ.ΑΣ. είναι σταθμευμένα- η παρουσία των αστυνομικών σαφής αλλά διακριτική. Δυο μέρες πριν ορισμένοι «αγανακτισμένοι κάτοικοι» είχαν πετύχει κάνοντας φασαρία να ακυρώσουν ένα συσσίτιο του Ερυθρού Σταυρού στην πλατεία- την επόμενη το συσσίτιο έγινε κανονικά. Δεν παρατηρώ οτιδήποτε ανάλογο- αντιθέτως. Δύο ηλικιωμένοι συζητούν στο «παγκάκι τους, χρόνια τώρα» με πρόσφυγες- η καλή διάθεση και η νοηματική υπερνικούν το εμπόδιο της γλώσσας.
Ο Αράς είναι δραστήριο μέλος της Αφγανικής κοινότητας της Αθήνας.
«Κανένα πρόβλημα δεν υπάρχει με τους κατοίκους», μου λέει. «Έρχονται κυρίες με φαγητά και ρούχα και τα μοιράζουν στους ανθρώπους- μόνο τότε μπορεί να δημιουργηθεί ένταση γιατί πέφτουν πολλοί πάνω τους, να πάρει ο καθένας ότι μπορεί, είναι σε μεγάλη ανάγκη οι άνθρωποι. Αιφνιδιάζονται οι κυρίες αλλά κατανοούν».
Ενώ μιλάμε μια μεσήλικας τον πλησιάζει. Ελληνίδα. Τα χαρακτηριστικά του προσώπου της συγκινημένα. Ρωτάει πως μπορεί να βοηθήσει, θα μπορούσε, λέει, να πάρει μια οικογένεια σπίτι της, να τους φιλοξενήσει, «αν θέλουν οι άνθρωποι». Ο Αράς την ευχαριστεί, της εξηγεί όμως ότι όλοι όσοι βλέπει στην πλατεία τώρα, σε δυο, τρεις μέρες το πολύ θα έχουν φύγει. Και αυτό είναι το πρώτο κρίσιμο σημείο για την κατανόηση του προσφυγικού φαινομένου όπως αυτό αντανακλάται στα λιμάνια και τις πλατείες της Ελλάδας. Όλοι θέλουν να φύγουν.
Βορειότερα. Οι Αφγανοί της πλατείας Βικτωρίας περιμένουν να τους στείλουν χρήματα οι δικοί τους, από το Αφγανιστάν, την Ευρώπη, τον Καναδά- από την πατρίδα που άφησαν πίσω ή τον τελικό τους προορισμό όπου θα τους συναντήσουν. Τα χρήματα στέλνονται ή μέσω των ανταλλακτηρίων συναλλάγματος ή, άτυπα, μέσω αφγανικών μαγαζιών της περιοχής που κρατάνε και την ανάλογη προμήθεια για την «εξυπηρέτηση» που προσφέρουν.
Στην πλατεία υπάρχουν μόνο Αφγανοί. «Γιατί;», τον ρωτάω. Μου λέει ότι οι Αφγανοί επειδή το ταξίδι είναι μεγάλο, για λόγους ασφάλειας, αλλά και επειδή είναι φτωχότεροι από τους Σύριους, δεν κουβαλάνε μαζί τους όλο το χρηματικό ποσό που θα τους χρειαστεί και για αυτό οι στάσεις τους σε κάθε χώρα διαρκούν περισσότερο από ότι των Σύριων.
«Αυτοί έχουν μαζί τους τα χρήματα από την αρχή και προωθούνται αμέσως».
Ένα ποσοστό από τα χρήματα αυτά αντιστοιχεί φυσικά στα έξοδα διαβίωσης και μεταφοράς- αλλά το μεγαλύτερο μέρος το καρπώνονται οι διακινητές. Στην πλατεία Βικτωρίας η παρουσία τους γίνεται πιο έντονη το βράδυ, τότε θα δεις ανθρώπους να «σκανάρουν» το χώρο, να προσεγγίζουν οικογένειες, να καθοδηγούν και να παζαρεύουν. «Κάθε εθνικότητα έχει τους δικούς της διακινητές, οργανωμένους σε κυκλώματα. Ο τύπος στην Αθήνα θα τους βάλει λεωφορείο ή τρένο για Θεσσαλονίκη. Θα τους δώσει βασικές οδηγίες και το τηλ. του συνεργάτη του εκεί- αυτός θα τους παραλάβει από το σταθμό, θα τους φτάσει στα σύνορα και εκεί θα τους δώσει την επαφή με τον επόμενο κρίκο αυτής της αλυσίδας στη FYROM. Έτσι πάει… Μέχρι τη Γερμανία».
«Κοίτα τους Σύριους που έρχονται…», μου λέει. Μια μεγάλη ομάδα Σύριων , 30- 40 άνθρωποι περνάνε μέσα από την πλατεία, σχεδόν στοιχισμένοι σε μια μακριά σειρά, ο ένας πίσω από τον άλλο, με τις αποσκευές τους στα χέρια και τις πλάτες. Τα πρόσωπά τους κουρασμένα, ούτε μεταξύ τους δε μιλάνε- άνθρωποι που βιάζονται να φτάσουν κάπου. Προπορεύεται, στην κεφαλή αυτής της γρήγορης, σχεδόν σιωπηλής πορείας, ένας συμπατριώτης τους που φαίνεται να ξέρει τα κατατόπια. Ηγέτης: σωτήρας και εκμεταλλευτής των «δικών του» απελπισμένων. Τον παρατηρώ- μεσήλικας, ντυμένος φτωχικά κι αυτός, μου δίνει την εντύπωση ότι κάποτε βρέθηκε στη θέση τους. Ακολουθώ την «ουρά» της «πορείας» τους- δυο νέοι άνθρωποι, ο ένας με πατερίτσες και το πόδι του δεμένο με γάζες, και ένα κοριτσάκι, 7-8 χρονών με το φαγητό, μια σακούλα ψωμιά στα χέρια του. Προσπαθώ να τους μιλήσω. Χαμογελούν- δε ξέρουν αγγλικά. Και βιάζονται. Ο άντρας με την πατερίτσα και το μπανταρισμένο πόδι κάνει υπεράνθρωπη προσπάθεια να ακολουθήσει την ομάδα. Σε ένα σημείο σταματά, ιδρώτας κυλάει από το πρόσωπό του, απογοήτευση από το βλέμμα του. Ο φίλος του τον παίρνει στην πλάτη, θα τον κουβαλήσει αυτός. Σκηνή από τα πεδία των μαχών στο κέντρο της Αθήνας, κάθετα στην Αχαρνών.
Σταματούν σε ένα αραβικό καφενείο της περιοχής. Ένα λεωφορείο είναι παρκαρισμένο ακριβώς μπροστά του. Μια μικρή στάση, ίσα να απελευθερωθούν τα χέρια και οι πλάτες τους από το φορτίο, να πιούνε νερό, να τσεκάρουν τα «χαρτιά» και τα χρήματά τους. Ένα παιδί μου λέει ότι είναι 14 χρονών και ταξιδεύει μόνο του, «ασυνόδευτος ανήλικος» είναι ο επίσημος όρος αυτής της περιπέτειας ζωής για έναν έφηβο. Την ίδια στιγμή ένας κύριος τσεκάρει τα «χαρτιά» των προσφύγων- είναι η προσωρινή άδεια διαμονής που πήραν από τις ελληνικές αρχές, ίσως και κάποιο έγγραφο/ αίτηση ασύλου.
Ελέγχει τα «χαρτιά» και τους τα επιστρέφει μαζί με εισιτήρια. Δε θέλουν φωτογραφίες, σηκώνουν τα χέρια τους. Όταν λέω στον πιτσιρικά ότι είμαι δημοσιογράφος, “press”, χαμηλώνοντας την κάμερα, χαμογελάει και μου λέει ότι ο κύριος στο τσεκάρισμα είναι θείος του…
Πίσω στην πλατεία ο Αράς μου καταθέτει το παράπονό του, όπως και όλων των Αφγανών- «οι συνάδελφοί σου αποκαλούν τους Σύριους πρόσφυγες, όπως και είναι, αλλά τους Αφγανούς μετανάστες». Όντως, τυπικά το Αφγανιστάν έχει κυβέρνηση, ο εμφύλιος, όπως και η αμερικανική παρουσία, έχουν πάψει. Αλλά στην πραγματικότητα παραμένει μια εμπόλεμη ζώνη, μια περιοχή επικίνδυνη για να ζήσεις. Η βία, οι συγκρούσεις και τα φονικά με θύματα αμάχους από τοπικούς πολέμαρχους και φατρίες, ακόμα και τον στρατό, είναι στην ημερήσια διάταξη. «Υπάρχουν μέρες, ή και περίοδοι ακόμα, όπου οι νεκροί άμαχοι στο Αφγανιστάν είναι περισσότεροι από ότι στη Συρία», μου λέει. Οι Σύριοι είναι πιο επιθυμητοί στην Ευρώπη, όχι μόνο γιατί η προσφυγική τους ιδιότητα λόγω του πολέμου είναι τυπικά κατοχυρωμένη ή λόγω των ωμοτήτων που διαπράττει ο ISIS αλλά και γιατί (ή κυρίως) είναι ένα ανθρώπινο δυναμικό περισσότερο ειδικευμένο επαγγελματικά. Σε «βαριές» δουλειές, που όμως απαιτούν τεχνογνωσία, για παράδειγμα στις πλατφόρμες πετρελαίου της βόρειας θάλασσας, είναι περιζήτητοι.
Δίπλα μας οι οικογένειες και οι παρέες συνεχίζουν να περνάνε την ώρα τους, στις ίδιες θέσεις, εκατοντάδες άνθρωποι που περιμένουν το εισιτήριο τους για να εξαφανιστούν, μαζί με όλα τους τα υπάρχοντα, από την ελληνική πλατεία με το ξενόφερτο όνομα, μέσα σε ελάχιστα λεπτά. Μένουν εκεί για να είναι «απίκο», κοντά στους διακινητές, στα μαγαζιά με το συνάλλαγμα στους σταθμούς των τρένων και των λεωφορείων. Όσοι θα χρειαστούν παραπάνω μέρες για να μαζέψουν το ποσό, ή είναι πολύ κουρασμένοι «ψυχή και σώματι», ζούνε στον καταυλισμό του Ελαιώνα, την ανοιχτή δομή προσωρινής φιλοξενίας στην ομώνυμη περιοχή της Αθήνας.