Υπάρχουν κάποιες ιστορικές φυσιογνωμίες που, διαβάζοντας την ιστορία τους, διαπιστώνει κανείς ότι η πραγματικότητα, κάποιες φορές, ξεπερνά και την πιο ξέφρενη ηρωική φαντασία: Ακόμα και λαμβάνοντας υπόψιν την αναμενόμενη υπερβολή που συνεπάγεται το πέρασμα των χρόνων, κάποιες φιγούρες είναι αυτό που οι Αγγλοσάξωνες χαρακτηρίζουν «larger than life»: εξωπραγματικές, με κατορθώματα και βίο που θεωρεί κανείς ότι θα ταίριαζαν περισσότερο σε ιστορίες του «Κόναν» ή του «Καλ του Κατακτητή» (και τα δύο του «πατέρα» της ηρωικής φαντασίας, Ρόμπερτ Χάουαρντ), παρά στην πραγματική ιστορία.
Η ελληνική ιστορία δεν έχει έλλειψη τέτοιων φυσιογνωμιών: από την αρχαιότητα μέχρι το Βυζάντιο αλλά και τη σύγχρονη ιστορία, ιστορικές προσωπικότητες όπως ο Μέγας Αλέξανδρος, ο Ξενοφών, ο Αντίγονος ο Μονόφθαλμος, ο φοβερός και τρομερός Μιθριδάτης ο ΣΤ΄Ευπάτωρ του Πόντου (ο «μεγαλύτερος εχθρός της Ρώμης»), ο Βελισσάριος ή ο αμφιλεγόμενος Ανδρόνικος Κομνηνός (για τον οποίον δεν θα ήταν ανακριβής ο χαρακτηρισμός «Βυζαντινός Κόναν») είχαν ζωές περιπετειώδεις και πολυτάραχες, με ταξίδια και εκστρατείες σε κάθε γωνιά του ορίζοντα, μηχανορραφίες και αιματοβαμμένους αγώνες για τον θρόνο, θριάμβους, πτώσεις και τρομερές επιστροφές, ακόμα και σε ηλικίες όπου οι περισσότεροι «κοινοί θνητοί» θα είχαν αποτραβηχτεί να μεγαλώνουν...εγγόνια.
Η περίπτωση του Χάραλντ Χαρντράντα (το κανονικό του επώνυμο ήταν Σίγκουρντσον, ωστόσο του δόθηκε το προσωνύμιο «Hardrada», που μεταφράζεται «σκληρός ηγεμών») είναι ιδιαίτερου ενδιαφέροντος: Από βασιλική γενιά, χωρίς υπερβολή, αξίζει τον χαρακτηρισμό ενός από τους μεγαλύτερους τυχοδιώκτες του Μεσαίωνα, που έκανε το πέρασμά του από τη βυζαντινή ιστορία, καθώς εντάχθηκε στη Φρουρά των Βαράγγων και μάλιστα έγινε και επικεφαλής της: επρόκειτο για τη θρυλική σωματοφυλακή του Βυζαντινού Αυτοκράτορα, η οποία απαρτιζόταν κυρίως από Γερμανούς, Σκανδιναβούς και αργότερα Αγγλοσάξωνες. Οι «πελεκυφόροι βάρβαροι», όπως ήταν γνωστοί στους Βυζαντινούς, ήταν θρυλικοί τόσο για το θηριώδες παράστημά τους και τις επιδόσεις τους στη μάχη, αλλά και για την αίσθηση τιμής και υπακοής τους στο πρόσωπο του αυτοκράτορα, που τους καθιστούσε συχνά πιο έμπιστους από τα «κανονικά» βυζαντινά στρατεύματα, ειδικά τις περιόδους των εμφυλίων αντιπαραθέσεων για τον αυτοκρατορικό θρόνο της Κωνσταντινούπολης.
Τα νεανικά χρόνια: Πολεμώντας για τον θρόνο της Νορβηγίας
Ο γιος του Σίγκουρντ Σιρ, βασιλιά του Ρινγκερίκε, και της Άστα Γκουντμπραντσντάτιρ γεννήθηκε το 1015 ή το 1016. Ο Σίγκουρντ (εξού και το επώνυμο Σίγκουρντσον, «γιος του Σίγκουρντ») ήταν ένας από τους ισχυρότερους και πλουσιότερους πολεμάρχους της ευρύτερης περιοχής, ενώ ο Χάραλντ, μέσω της μάνας του, ήταν ο νεότερος από τους τρεις ετεροθαλείς αδελφούς του βασιλιά Όλαφ Χάραλντσον. Από νεαρή ηλικία φάνηκε η τυχοδιωκτική φύση και οι φιλοδοξίες του- ωστόσο θαύμαζε τον Όλαφ.
Το 1028 ο Όλαφ εξορίστηκε μετά από στάση εναντίον του, για να επιστρέψει εκ νέου στη Νορβηγια για να διεκδικήσει τον θρόνο. Ο Χάραλντ συγκέντρωσε ένα σώμα 600 ανδρών και συνάντησε τον ετεροθαλή αδελφό του με το που έφτασε στη Νορβηγία, ακολουθώντας τον στη μάχη για τον θρόνο, που κορυφώθηκε στη μάχη του Στίκλεσταντ, στις 29 Ιουλίου 1030. Ωστόσο, οι αδελφοί ηττήθηκαν από τον Κνουτ τον Μέγα και ο Όλαφ σκοτώθηκε, ενώ ο Χάραλντ τραυματίστηκε.
Όπως γίνεται εύκολα αντιληπτό, δεν μπορούσε να παραμείνει στη Νορβηγία- αλλά πλέον είχε αποδείξει τις υψηλές δεξιότητές του στην τέχνη του πολέμου. Αφού συνήλθε από τα τραύματά του διέφυγε στη Σουηδία και στη συνέχεια πέρασε στα χιονισμένα εδάφη των Ρως του Κιέβου, όπου έγινε δεκτός με τιμές από τον Μεγάλο Πρίγκιπα Γιάροσλαβ τον Σοφό- η σύζυγος του οποίου ήταν μακρινή συγγενής του Χάραλντ. Ο Γιάροσλαβ χρειαζόταν ικανούς πολεμάρχους, και στον νεαρό Νορβηγό αριστοκράτη είδε ένα ταλέντο, κάνοντάς τον αξιωματικό του στρατού του. Στην υπηρεσία του Γιάροσλαβ, ο Χάραλντ πολέμησε εναντίον των Πολωνών, καθώς και άλλων εχθρών του- από τα φύλα των Τσουντ στην Εσθονία μέχρι τους Πετσενέγους, αλλά και τους Βυζαντινούς.
Στη Φρουρά των Βαράγγων
Η τυχοδιωκτική του φύση όμως δεν θα τον άφηνε να ησυχάσει: Ο Χάραλντ, με ένα σώμα 500 πολεμιστών πιστών στον ίδιο, άφησε πίσω τους Ρως για τον απόλυτο προορισμό: Την Πόλη των Πόλεων, τη φημισμένη σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της Οικουμένης «Miklagard». Πρόκειται για το όνομα («Μεγάλη Πόλη») που χρησιμοποιούσαν οι Σκανδιναβοί για την Κωνσταντινούπολη, έχοντας δημιουργήσει ήδη παράδοση υπηρεσίας στη Φρουρά των Βαράγγων, η οποία μάλιστα θεωρούνταν μεγάλη τιμή: αξίζει να σημειωθεί η ύπαρξη των 30 «Ρουνικών λίθων της Ελλάδας» (Greklandsstenarna) στη Σκανδιναβία, χαραγμένων στη σκανδιναβική γλώσσα, που μνημονεύουν τα ταξίδια των αρχαίων Σκανδιναβών και Βίκινγκ πολεμιστών στην «Ελλάδα» και τα «Ελληνικά λιμάνια», στην «υπηρεσία των Ελλήνων», όπως αναφέρονταν στην Αυτοκρατορία.
Σύμφωνα με κάποια συγγράμματα, ο Χάραλντ αρχικά προσπάθησε να κρατήσει κρυφή τη βασιλική καταγωγή του, ωστόσο οι περισσότερες πηγές συγκλίνουν στο ότι η φήμη του είχε φτάσει ήδη στην αυτοκρατορία. Ο Χάραλντ εντάχθηκε στη Φρουρά των Βαράγγων, ωστόσο, αν και σωματοφύλακας του αυτοκράτορα, είδε δράση σε κάθε γωνιά της Αυτοκρατορίας, πολεμώντας αρχικά Άραβες πειρατές στη Μεσόγειο και στη Μικρά Ασία- με τα ανδραγαθήματά του να τον αναδεικνύουν στη θέση του επικεφαλής των Βαράγγων, σύμφωνα με κάποιες πηγές, Το 1035 οι Βυζαντινοί είχαν εκδιώξει τους Άραβες από τη Μικρά Ασία, και ο Χάραλντ είδε δράση πιο ανατολικά, φτάνοντας μέχρι τον Ευφράτη, όπου φέρεται να κυρίευσε 80 αραβικά οχυρά. Επίσης, κατά τα χρόνια αυτά, υπό τη βασιλεία του Μιχαήλ του 4ου, θεωρείται ότι πολέμησε και εναντίον των Πετσενέγων.
Αρχηγός των Βαράγγων πλέον, φέρεται να ταξίδεψε (δεν είναι γνωστό αν ήταν με στρατιωτικούς ή ειρηνικού σκοπούς) στην Ιερουσαλήμ, ενώ συμμετείχε και σε βυζαντινές εκστρατείες στη Σικελία, το 1038, όταν ο Γεώργιος Μανιάκης προσπάθησε να την καταλάβει από τους Σαρακηνούς. Ο Χάραλντ φέρεται να κατέλαβε τέσσερις πόλεις. Το 1014, ηγήθηκε της φρουράς σε μάχες στη νότια Ιταλία εναντίον των εξεγερμένων Λομβαρδών. Πολεμώντας με τον κατεπάνω της Ιταλίας, Μιχαήλ Δοκειανό, σημείωσαν επιτυχίες αρχικά, αλλά ο ρους του πολέμου άλλαξε λόγω των Νορμανδών μισθοφόρων του Ουίλιαμ του Σιδεροχέρη (που προηγούμενως είχε πολεμήσει στο πλευρό των Βυζαντινών). Τα βυζαντινά στρατεύματα ηττήθηκαν στο Ολιβέντο και το Μοντεματζιόρε, οπότε και ο Χάραλντ με τη φρουρά ανακλήθηκαν στην Κωνσταντινούπολη, ενώ ο Μανιάκης φυλακίστηκε κατόπιν εντολής του αυτοκράτορα. Στη συνέχεια, ο Χάραλντ και οι Βαράγγοι απεστάλησαν στη Βουλγαρία, όπου κατέπνιξαν την εξέγερση του Πέτρου Ντελιάν- με τον πολέμαρχο από τον μακρινό Βορρά να κερδίζει το προσωνύμιο Bolgara brennir (αυτός που καίει Βούλγαρους).
Γυρνώντας στην Πόλη έγινε δεκτός με τιμές, έχοντας κερδίσει την εύνοια του Μιχαήλ, σύμφωνα με το «Στρατηγικόν Κεκαυμένου». Στο βιβλίο αναφέρεται ότι του δόθηκε το αξίωμα του «μαγκλαβίτη», που αντιστοιχεί στον πρωτοσπαθάριο, ενώ στη συνέχεια έγινε σπαθαροκανδιδάτος (υψηλό βυζαντινό αξίωμα). Σύμφωνα με τον «σκάλδο» του, μέχρι τότε είχε συμμετάσχει σε 18 μεγάλες μάχες στην υπηρεσία του Βυζαντίου.
Ωστόσο, ο θάνατος του Μιχαήλ του 4ου (1041) είχε αποτέλεσμα να πέσει δυσμένεια. Σύμφωνα με τις σχετικές σκανδιναβικές sagas, ο Χάραλντ συνελήφθη για υπεξαίρεση, καθώς και για αίτημά του να παντρευτεί την (ανύπαρκτη) ανιψιά της αυτοκράτειρας Ζωής, Μαρία, - ενώ κάποιες πηγές θεωρούν ότι το αίτημα δεν έγινε δεκτό επειδή η ίδια η αυτοκράτειρα ήθελε να τον παντρευτεί). Σύμφωνα με τον Ουίλιαμ του Μάλμσμπερι, ο Χάραλντ συνελήφθη για «βεβήλωση» μια αριστοκράτισσας, ενώ άλλος χρονικογράφος κάνει λόγο για φόνο. Ωστόσο, θεωρείται ότι ο νέος αυτοκράτορας πιθανότατα τον φοβόταν λόγω της πίστης του στον Μιχαήλ τον 4ο. Σε κάθε περίπωση, ο Χάραλντ απέδρασε εν μέσω εξέγερσης κατά του αυτοκράτορα. Εκεί σημειώθηκε σχίσμα στις τάξεις των Βαράγγων, καθώς κάποιοι από αυτούς προστάτεψαν τον Μιχαήλ τον 5ο, ενώ ο Χάραλντ ηγήθηκε αυτών που πολέμησαν εναντίον του. Εν τέλει ο νέος αυτοκράτορας τυφλώθηκε (κάποιοι λένε ότι το έκανε ο ίδιος ο Χάραλντ) και εξορίστηκε σε μοναστήρι.
Επιστροφή στη Ρωσία
Ο Χάραλντ είχε γίνει πάμπλουτος μέχρι τότε, ενώ είχε διατηρήσει τις σχέσεις του με τον Γιάροσλαβ, ο οποίος λειτουργούσε ως «θησαυροφύλακάς» του. Με αυτό τον πλούτο φαίνεται ότι σχεδίαζε να χρηματοδοτήσει την επιστροφή του στη Νορβηγία, αποσκοπώντας αυτή τη φορά στον θρόνο.
Το 1042 ζήτησε από τον Κωνσταντίνο τον 9ο την άδεια να επιστρέψει στη Σκανδιναβία. Το αίτημά του απορρίφθηκε, ωστόσο ο τολμηρός Βαράγγος δεν θα άφηνε να τον σταματήσει κάτι τέτοιο, και διέφυγε νύχτα μέσω θάλασσας, περνώντας τον Βόσπορο- με το ένα από τα δύο πλοία να καταστρέφεται, αλλά το άλλο να...περνιέται πάνω από την αλυσίδα του Κερατίου, σε ένα παράτολμο εγχείρημα. Ο Χάραλντ γύρισε στους Ρως και παντρεύτηκε την Ελισάβετ, κόρη του Γιάροσλαβ και εγγονή του Σουηδού βασιλιά Όλοφ Σκότκονουνγκ.
Πίσω στη Νορβηγία με στόχο το στέμμα
Επιδιώκοντας να ανακτήσει το βασίλειο που είχε χάσει ο ετεροθαλής αδελφός του, Όλαφ, έφυγε από το Νόβγκοροντ («Χόλμγκαρντ») το 1045 και, με ένα πλοίο φορτωμένο με χρυσάφι και μερικούς άνδρες, βγήκε στη Βαλτική, αποβιβαζόμενος στο Σίγκτουνα της Σουηδίας. Όσο έλειπε, στον θρόνο είχε ανεβεί ο Μάγκνους ο Καλός, νόθος γιος του Όλαφ, ενώ οι γιοι του Κνουτ είχαν αναγκαστεί να εγκαταλείψουν τη Νορβηγία, επιδιώκοντας να κατακτήσουν τον θρόνο της Αγγλίας. Ο Μάγκνους δεν ήταν εύκολος αντίπαλος, καθώς ήταν πλέον και βασιλιάς της Δανίας, έχοντας νικήσει τον Σβέιν Έτστριντσον- ο οποίος όμως ήταν επίσης ανηψιός του Χάραλντ, ο οποίος των συνάντησε στη Σουηδία και με τη βοήθεια του Σουηδού βασιλιά Ανούντ Τζάκομπ, άρχισαν την εκστρατεία κατά του Μάγκνους, με επιδρομές στις ακτές της Δανίας αρχικά.
Μετά από μια σειρά μηχανορραφιών και διπλωματικών ελιγμών και συγκρούσεων που θα έστελναν τον Τζορτζ Μάρτιν του «Game of Thrones» στο σπίτι του, συμφωνήθηκε ότι ο Χάραλντ θα κυβερνούσε την Νορβηγία (αλλά όχι τη Δανία) μαζί με τον Μάγκνους, ενώ ο ίδιος θα έπρεπε να μοιραστεί τον πλούτο του μαζί του. Ο Μάγκνους τότε ήταν πρακτικά χρεοκοπημένος, οπότε αποδέχτηκε. Στο μικρό διάστημα της συμβασιλείας οι δύο τους είχαν χωριστές αυλές, και οι λίγες συναντήσεις τους κατέληγαν σε καυγάδες.
Ο Μάγκνους πέθανε χωρίς κληρονόμο το 1047, χρίζοντας διάδοχό του στη Δανία τον Σβέιν και τον Χάραλντ στη Νορβηγία. Με το που το έμαθε ο Χάραλντ μάζεψε τους τοπικούς ηγεμόνες στη Νορβηγία και αυτοανακηρύχθηκε βασιλιάς και της Δανίας- ωστόσο υπήρξε σύγκρουση με τους ευγενείς και τον στρατό σε εκείνη τη φάση. Ωστόσο, δεν είχε σκοπό να εγκαταλείψει τα σχέδιά του, θέλοντας να αναδημιουργήσει το βασίλειο του Κνουτ. Άρχισε συνεχή πόλεμο με τον Σβέιν (παλιό σύμμαχό του), που κορυφώθηκε στη ναυμαχία της Νισά, το 1062, όταν τσάκισε τον στόλο του αντιπάλου του, με τον Χάραλντ να συμμετέχει ενεργά στη ναυμαχία ως τοξότης. Ωστόσο, ο Σβέιν επέζησε και ο Χάραλντ ζήτησε ειρήνη το 1064.
Η βασιλεία του ήταν σε γενικές γραμμές σκληρή, αξιοποιώντας το στρατιωτικό του υπόβαθρο: Όσοι ήταν τάσσονταν εναντίον του, αντιμετωπίζονταν με βία – και το 1065 είχε συντρίψει όλους όσους ήταν σε θέση να προκαλέσουν την εξουσία του, Σημειώνεται πάντως ότι προώθησε τον χριστιανισμό στη Νορβηγία, λαμβάνοντας προσωπική μέριμνα (κάποιες αναφορές τον παρομοιάζουν με «βυζαντινό δεσπότη», κάτι που προκάλεσε τριβές με την εξουσία του Πάπα)ενώ θεωρείται πως διατήρησε επαφές με τους αυτοκράτορες της Κωνσταντινούπολης.
Εισβολή στην Αγγλία
Αναγνωρίζοντας ότι δεν θα μπορούσε να κατακτήσει τη Δανία, έστρεψε την προσοχή του στην Αγγλία, που ανήκε πλέον στον Χάρθακνουτ, γιο του Κνουτ του Μεγάλου, μέχρι τον θάνατό του χωρίς διάδοχο (1042). Οι αξιώσεις του Χάραλντ βασίζονταν σε συμφωνία μεταξύ του Μάγκνους και του Χάρθακνουτ, πως όταν ο ένας πέθαινε, ο άλλος θα κληρονομούσε το βασίλειό του.
Με το «παιχνίδι του στέμματος» να είναι σε πλήρη εξέλιξη, (και τον γιο του, Μάγκνους, να έχει ηγηθεί μιας εκστρατείας το 1058, δοκιμάζοντας τις αντοχές του αντιπάλου βασιλείου, ο Χάραλντ άρχισε την εισβολή τον Μάρτιο ή Απρίλιο του 1066. Αποβιβάστηκε στο Σέτλαντ και το Όρκνεϊ, όπου πήρε με το μέρος του ντόπιους αριστοκράτες και οπλαρχηγούς. Η ισχύς της δύναμής του εκτιμάται στους 10-15.000 άνδρες και 240-300 πλοία.
Απέναντί του είχε τον Χάρολντ Γκόντβινσον, και η κρίσιμη μάχη της εκστρατείας δόθηκε στη Γέφυρα του Στάμφορντ, πριν από ακριβώς 950 χρόνια (25 Σεπτεμβρίου 1066), όπου οι Νορβηγοί και οι σύμμαχοί τους ηττήθηκαν. Ο Χάραλντ σκοτώθηκε από ένα βέλος στον λαιμό, ενώ βρισκόταν σε «berserkergang»: την κατάσταση της πολεμικής μανίας των Βίκινγκ, χωρίς πανοπλία. Ωστόσο, ο Γκόντβινσον δεν έμελλε να χαρεί τη νίκη του, καθώς λίγες εβδομάδες μετά ηττήθηκε από τον Γουλιέλμο τον Κατακτητή στη μάχη του Άστινγκς- έχοντας πραγματοποιήσει ένα διόλου αμελητέο στρατιωτικό επίτευγμα, φτάνοντας τον στρατό του από το Στάμφορντ στο Άστινγκς μέσα σε τρεις εβδομάδες, για να αντιμετωπίσει τους Νορμανδούς εισβολείς.
Το προφίλ του
Ο Χάραλντ έχει περιγραφτεί σαν γιγαντόσωμος και με μεγάλη μυϊκή δύναμη, καθώς και ανοιχτόχρωμα μαλλιά και γένια. Όλως παραδόξως, πέραν του πολέμου και του «παιχνιδιού του στέμματος», είχε ασχοληθεί με την σκαλδική ποίηση, δείχνοντας μάλιστα ταλέντο σε αυτήν. Ακόμη, όσο ήταν στους Βαράγγους είχε δείξει έντονο ενδιαφέρον για τον αθλητισμό.
Η πρώτη του σύζυγος ήταν η Ελισάβετ του Κιέβου, με την οποία έκανε άγνωστο αριθμό παιδιών (δύο κόρες, σύμφωνα με κάποιες πηγές). Επίσης, κατά το 1048 φέρεται να παντρεύτηκε την Τόρα Τορμπεργκσντάτερ (με την οποία θεωρείται πως έκανε τουλάχιστον δύο παιδιά), ωστόσο αυτό αμφισβητείται καθώς κάτι τέτοιο θα τον καθιστούσε δίγαμο- αν και αυτά δεν ήταν τόσο σπάνια στη Νορβηγία του 11ου αιώνα. Μόνο η Ελισάβετ είχε τον τίτλο της βασίλισσας.