Πώς θα σας φαινόταν εάν ως παιδί πηγαίνατε στο σπίτι του παππού σας και μερικοί από τους διασημότερους πίνακες στην ιστορία της τέχνης βρισκόταν κρεμασμένοι στους τοίχους; Ή εάν είχατε και μερικά από αυτά έργα στο δικό σας σαλόνι;
Αυτή ήταν η μοναδική παιδική ηλικία του Γούιλεμ Βαν Γκογκ, ο οποίος – όπως θα έχετε ήδη καταλάβει- είναι συγγενής του διάσημου ζωγράφου Βίνσεντ Βαν Γκογκ, καθώς ήταν ο θείος του παππού του.
Αν και ο Γουίλεμ δεν ασχολήθηκε ποτέ εξειδικευμένα με τον συγγενή του, έγινε τελικά μέρος της «οικογενειακής επιχείρησης» όταν μπήκε στο συμβούλιο του Ιδρύματος Vincent van Gogh, το οποίο ίδρυσε η οικογένειά του μαζί με την Ολλανδική κυβέρνηση.
Ως μέρος των τιμητικών εορτασμών αυτού του χρόνου για τον Βαν Γκογκ, το Van Gogh Museum παρουσιάζει την έκθεση «Munch: Van Gogh», η οποία έχει ως στόχο να τονίσει τις ομοιότητες ανάμεσα στον Ολλανδό και τον Νορβηγό καλλιτέχνη. Εν αναμονή λοιπόν αυτής της έκθεσης, το μουσείο επέτρεψε στη HuffPost να μιλήσει με πολλούς υπαλλήλους, όπως και στον ίδιο τον Γουίλεμ. Η HuffPost θα εκδώσει μία σειρά από άρθρα βασισμένη σε αυτές τις συνεντεύξεις. Δείτε το δεύτερο μέρος παρακάτω.
1.Μέχρι τη δεκαετία του '60, οι απόγονοι του Βαν Γκογκ είχαν τα μισά από τα έργα του – όπως το «Potato Eaters» - κρεμασμένα στους τοίχους τους.
BERNARD F. EILERS (1878 - 1951). VAN GOGH MUSEUM, AMSTERDAM (VINCENT VAN GOGH FOUNDATION).
Ο Γουίλεμ είχε στενή σχέση με τον παππού του, ο οποίος κατείχε την ιδιωτική συλλογή του Βαν Γκογκ τότε. Αριστουργήματα του διάσημου ζωγράφου, όπως τα «Yellow House» και «Almond Blossom», βρισκόταν απλώς κρεμασμένα στους τοίχους και όλοι μπορούσαν να τους δουν.
Όταν ο Γουίλεμ ήταν 10 το 1962, ο παππούς του μετέφερε τη συλλογή στην οικογένεια και στο Ίδρυμα «Vincent van Gogh».
2.Ο Βαν Γκογκ αφιέρωσε τον πίνακα «Almond Blossom» στον γιο του αδερφού του. Ο ανιψιός του είχε το έργο επάνω από το κρεβάτι του, αν και συχνά έπαιζε... μαξιλαροπόλεμο.
VAN GOGH MUSEUM
Ο ανιψιός είναι στην ουσία ο παππούς του Γουίλεμ, Βίνσεντ Γουίλεμ. Μόλις ο Βαν Γκογκ έμαθε ότι το παιδί γεννήθηκε και θα πάρει το όνομά του, χάρηκε πολύ με τα νέα. Έτσι, αποφάσισε να ζωγραφίσει τον πίνακα και τον κάνει δώρο στο νεογέννητο.
Όσο το παιδί μεγάλωνε και άρχισε να μοιράζεται το δωμάτιο με τους αδερφούς του, είναι πραγματικά θαύμα πώς το αριστούργημα επέζησε από τους μαξιλαροπόλεμους και τις υπόλοιπες αταξίες των παιδιών.
3.Η οικογένεια δεν είχε καμία ιδιαίτερη ασφάλεια στο σπίτι και οι γονείς του Γουίλεμ άφηναν συχνά την πόρτα της κουζίνας ξεκλείδωτη.
THIJS QUISPEL. VAN GOGH MUSEUM, AMSTERDAM (VINCENT VAN GOGH FOUNDATION).
Ο Γουίλεμ θυμάται ότι υπήρχαν «δύο ή τρεις» πίνακες στο σαλόνι, τους οποίους είχε δανείσει ο παππούς του στους γονείς του. Το ότι δεν θυμάται πόσοι ακριβώς ήταν οι πίνακες, αποδεικνύει την ιδιαίτερη και χαλαρή στάση που υιοθετούσε η οικογένεια απέναντι στο γεγονός ότι είχαν αυτά τα αριστουργήματα στον χώρο τους.
Και το κυριότερο; Δεν είχαν καν κάποια ιδιαίτερη ασφάλεια!
«Δεν είχα κλειδιά για το σπίτι μας και έτσι όταν ερχόμουν πίσω και οι γονείς μου δεν ήταν σπίτι, άφηναν την πόρτα της κουζίνας ξεκλείδωτη,» θυμάται. Για εμάς αυτό ακούγεται αδιανόητο, αλλά τότε ήταν διαφορετικές εποχές. Ο Βαν Γκογκ ήταν διάσημος, αλλά οι τιμές για τα έργα τέχνης δεν ήταν τόσο αστρονομικές όσο σήμερα.
4.Οι απόγονοι του Βαν Γκογκ είχαν ένα σύστημα με το οποίο δάνειζαν ο ένας στον άλλο τους πίνακες.
BERNARD F. EILERS (1878 - 1951). VAN GOGH MUSEUM, AMSTERDAM (VINCENT VAN GOGH FOUNDATION).
Όπως έχει αναφερθεί, οι γονείς του Γούιλεμ είχαν πίνακες που τους δανείστηκαν από τον παππού του, αλλά αυτή η πρακτική ήταν κοινή και στην υπόλοιπη οικογένεια.
5.Αν και ήταν περικυκλωμένη από τους πίνακές του, η οικογένειά του σπάνια μιλούσε για τον Βαν Γκογκ. Υπάρχει ωστόσο μία ιστορία σχετικά με το τι προκάλεσε την αυτοκτονία του καλλιτέχνη.
BART MAAT VIA GETTY IMAGES
Ο Γούιλεμ λέει ότι ήταν σημαντικό για την οικογένεια να χαράξει τη δική της πορεία και να μην μείνει στην ιστορία μόνο ως «η οικογένεια του Βαν Γκογκ».
Θυμάται ωστόσο κάτι που είχε ο παππούς του, αφότου πέθανε ο διάσημος ζωγράφος: ότι δηλαδή ο Βαν Γκογκ έπινε πολύ αψέντι και ότι αυτό «τον είχε τρελάνει τις τελευταίες μέρες της ζωής τους».