Σαρωτικές είναι οι αλλαγές που προβλέπει το τρίτο Μνημόνιο σε ότι αφορά την φορολογία των αγροτών. Αύξηση φορολογικών συντελεστών, αύξηση προκαταβολής φόρου, αύξηση ασφαλιστικών φορών και φορολογία στις επιδοτήσεις είναι μόνο μερικά από τα όσα καλείται να εφαρμόσει η ελληνική κυβέρνηση, τα οποία χαρακτηρίζονται από τον αγροτικό κόσμο ταφόπλακα για τον κλάδο τους. Εκτός και αν καταφέρει για κάποια από αυτά να βρει ισοδύναμα, ώστε να αποφύγει την εφαρμογή τους, σε μια περίοδο που ο πρωτογενής τομέας θα έπρεπε κανονικά να στηριχθεί.
Η HuffPost Greece παρουσιάζει αναλυτικά τόσο τις επερχόμενες αλλαγές που επιφέρει το τρίτο μνημόνιο στην φορολόγηση των αγροτών, όσο και το πως έχουν φορολογηθεί οι αγρότες εδώ και 800 χρόνια περίπου. Ένα επάγγελμα που θεωρείται από τα πιο σκληρά και απρόβλεπτα, δεδομένου ότι λαμβάνονται υπ’ όψιν και οι καιρικές συνθήκες.
Έξι αιώνες βαριάς φορολογίας
Για τα αγροτικά στρώματα υπήρξε μια μακρά περίοδο βαριάς φορολόγησης, η οποία κράτησε για έξι αιώνες περίπου. Από τα τα βυζαντινά χρόνια, την Οθωμανική περίοδο μέχρι και την πτώση της βαυαρικής δυναστείας στην Ελλάδα τα αγροτικά στρώματα κλήθηκαν να πληρώσουν δυσβάσταχτους φόρους.
Η κατάσταση αυτή άρχισε να ανατρέπεται σταδιακά από το 1843 μέχρι και το 1864. Ήταν η απαρχή ενός ευνοϊκού ρεύματος σε ότι αφορά την φορολόγηση των αγροτών, το οποίο και θα διαρκούσε για πάνω από έναν αιώνα. Την περίοδο εκείνη οι αγρότες ήταν η πολυπληθέστερη κοινωνική ομάδα.
Κάτι που σημαίνει ότι αποτελούσε και την πλειοψηφία του εκλογικού σώματος. Η τότε κυβέρνηση αποφάσισε να απαλλάξει τον αγροτικό πληθυσμό από την άμεση φορολογία. Σταδιακά και καθόλη τη χρονική περίοδο από το 1833 έως και το 1940, το μάρμαρο της φορολόγησης κλήθηκαν να σηκώσουν κατά κύριο λόγο τα αστικά στρώματα με χαμηλό εισόδημα. Αυτό επετεύχθη αρχικά με τη διόγκωση των έμμεσων φόρων, οι οποίοι επιβάλλουν αναλογικά μεγαλύτερο βάρος στα χαμηλά εισοδήματα και μετά το 1920 με την ολοένα μεγαλύτερη επιβάρυνση των μισθωτών.
Σε ότι αφορά τα αστικά στρώματα με υψηλό εισόδημα μάλλον είναι οι ευνοημένοι της νεότερης ελληνικής ιστορίας. Είναι χαρακτηριστικό ότι μέχρι και το 1910 - 1912 οι αστοί με υψηλό εισόδημα πλήρωναν υψηλούς έμμεσους φόρους, δασμούς και φόρους καταναλώσεως, οι οποίοι ωστόσο αποτελούσαν ασήμαντο ποσό των εισοδημάτων τους. Ορισμένοι «άξιοι» φόροι εισοδήματος άρχισαν να επιβάλλονται μετά το 1920. Η προοδευτική τους όμως φορολόγηση θα πραγματοποιηθεί μετά το 1955.
Όπως περιγράφει στο βιβλίο του, «Ιστορία του Eλληνικού Kράτους (1830-1920). 8η έκδοση αναθεωρημένη και συμπληρωμένη, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2014», ο ομότιμος καθηγητής Ιστορίας του Πανεπιστημίου Αθηνών, Γιώργος Δερτιλής, η συμμετοχή τους στα φορολογικά βάρη ήταν περιορισμένη. Η συστηματική τους φοροδιαφυγή θα τους δώσει τη δυνατότητα να γλιτώσουν από την καταβολή σημαντικών φόρων, μέχρι και τα τέλη του 20ου αιώνα.
Ο μύθος της βαριάς φορολόγησης των αγροτών
Σε ότι αφορά τους αγρότες η επί έξι αιώνες βαριά τους φορολόγηση είχε ως αποτέλεσμα να καλλιεργηθεί η εντύπωση ότι σε μεγάλο βαθμό ήταν από τις πιο αδικημένες κοινωνικές τάξεις. Ωστόσο ο κ. Δερτιλής στο βιβλίο του χαρακτηρίζει την βαριά φορολογία των αγροτών ως μύθο.
«Η βαρύτατη φορολόγηση των χωρικών είναι στην Ελλάδα ένας από τους κοινότερους μύθους της ιστοριογραφίας, της ηθογραφικής πεζογραφίας, ακόμη και της πολιτικής ζωής. Ο μύθος στηρίζεται κυρίως στο παλιό οθωμανικό παρελθόν. Ακόμη και τότε, ναι μεν το βάρος υπήρξε μεγάλο "αλλά όχι όσο υπήρξε κατά καιρούς σε ορισμένες δυτικές κοινωνίες", αναφέρεται χαρακτηριστικά στο βιβλίο.
«Οι αναχρονισμοί και η έλλειψη συγκρίσεων εξακολουθούν να τροφοδοτούν τον μύθο επί ένα και πλέον αιώνα και να καλλιεργούν την ηθογραφική, την πολιτική ακόμη και την ιστορική του λειτουργία», επισημαίνεται επίσης. Εδώ βέβαια θα πρέπει να σημειωθεί ότι το αγροτικό επάγγελμα είναι ένα σκληρό και δύσκολο επάγγελμα που διαφέρει αρκετά σε σχέση με πολλά άλλα.
Οι πρώτες σημαντικές μεταβολές μετά το 1821
Οι πρώτες σημαντικές βολές στην φορολόγηση των αγροτών επήλθαν το 1821 με την κατάργηση του φόρου για το τμήμα παραγωγής που κατανάλωνε η ίδια. Η κατάργηση της αυτοκατανάλωσης ήταν ο μόνος τρόπος για να αντιμετωπίσουν οι αγρότες την απειλή του λιμού, η οποία ήταν απόρροια του πολέμου και της εκστρατείας του Ιμπραήμ.
Παρά τις ελαφρύνσεις ωστόσο η φορολογία υπήρξε υψηλή. Κάτι το οποίο συνεχίστηκε και επί την περίοδο της διακυβέρνησης Καποδίστρια και της Αντιβασιλείας. Οι κυβερνήσεις της τότε περιόδου φορολογούσαν τα πάντα: Εισαγωγές, εξαγωγές, καταναλωτικά αγαθά, πρώτες ύλες και την αγροτική παραγωγή.
Η φορολόγηση της υπαίθρου άρχισε να μειώνεται μετά το 1843 και με πιο σταθερό ρυθμό μετά το 1862. Μάλιστα, η πρώτη υπόσχεση για κατάργηση των εγγείων φόρων ακούστηκε από τα χείλη του Γεωργίου Α΄στη Βουλή το 1871. Όπως ήταν αναμενόμενο ξεσήκωσε κύματα ενθουσιασμού στις τάξεις των αγροτών. Κάτι τέτοιο όμως δεν έγινε ποτέ. Οι κυβερνήσεις της εποχής προτίμησαν κάτι πολύ πιο αποδοτικό: Την διανομή των εθνικών γαιών.
Το 1880 καταργήθηκε μετά από αιώνες η δεκάτη, ένας από τους πιο σκληρούς και συμβολικούς φόρους. Η κατάργηση προκάλεσε ντελίριο ενθουσιασμού και θεωρήθηκε μεγάλη τομή για την εποχή. Χαρακτηριστική είναι μία βία βρετανική μαρτυρία της εποχής που περιλαμβάνει στο βιβλίο του ο κ. Δερτιλής:
«Η φορολογία στην Ελλάδα δεν είναι βαριά...Μετά την κατάργηση της δεκάτης από τον Τρικούπη οι αγροτικές τάξεις είναι είναι σε εξαιρετικά ευνοημένη θέση». Από τη δεκαετία του 1880 έως και το 1918 οι μεταρρυθμίσεις του φορολογικού συστήματος συνεχίστηκαν.
Οι πρώτες βενιζελικές κυβερνήσεις είτε μείωσαν είτε κατάργησαν ορισμένους άμεσους φόρους που επιβάρυναν ακόμη τον αγροτικό πληθυσμό. Οι φορολογικές μεταρρυθμίσεις συνεχίστηκαν και κατά την περίοδο του Μεσοπολέμου. Κάτι ανάλογο συνέβη και μετά τον Β΄Παγκόσμιο Πόλεμο, μέχρι που τελικά επήλθε η πλήρη απαλλαγή των αγροτικών στρωμάτων από κάθε άμεσο φόρο.
Επιβάρυνση αστικών στρωμάτων
Από το 1833 έως και το 1930 αυξήθηκαν σημαντικά οι έμμεσοι φόροι τόσο για τους κατοίκους της υπαίθρου όσο και γι αυτούς των πόλεων. Η επιβάρυνση αυτή επηρέασε κυρίως τα φτωχότερα στρώματα τόσο των πόλεων όσο και της υπαίθρου, σε σχέση με τα ανώτερα στρώματα. Μεταξύ των φτωχότερων στρωμάτων, αυτοί της υπαίθρου ήταν σε σαφώς καλύτερη μοίρα. Και αυτό διότι, αγόραζαν πολύ λιγότερα είδη πρώτης ανάγκης από όσα οι φτωχοί των πόλεων, καθώς πολλές από τις ανάγκες τους τις κάλυπταν με ιδιοκατανάλωση και ανταλλαγές προϊόντων. Με τον τρόπο αυτό απέφευγαν ένα σημαντικό μέρος των έμμεσων φόρων, όπως επίσης απέφευγαν και με το λαθρεμπόριο το οποίο ανθούσε.
«Η εξέλιξη του φορολογικού συστήματος στην περίοδο 1833-1933 ήταν δυσμενής για τους φτωχούς των πόλεων, ευνοϊκή για τους αγρότες και εξαιρετικά ευνοϊκή για τους ευπόρους των πόλεων, υπογραμμίζει στο βιβλίο του ο κ. Δερτιλής.
Ευνοϊκή φορολόγηση και μετά το 1955
Η ευνοϊκή φορολόγηση των αγροτών συνεχίστηκε όμως και μετά την περίοδο του Μεσοπολέμου. Την διάρκεια της κατοχής για παράδειγμα και του εμφυλίου πολέμου καταργήθηκαν όλοι οι άμεσοι και σχεδόν όλοι οι έμμεσοι φόροι επί της αγροτικής παραγωγής που μέχρι τότε δεν είχαν καταργηθεί. Οι εξελίξεις αυτές επισημοποιήθηκαν και με τη φορολογική μεταρρύθμιση του 1955. Η νομοθεσία αυτή έφερε δύο σημαντικές αλλαγές. Καθιέρωσε την φορολόγηση των εισοδημάτων από αγροτικές εκμεταλλεύσεις και όρισε ένα υψηλό αφορολόγητο όριο που απάλλαξε από το φόρο σχεδόν όλα τα αγροτικά εισοδήματα.
Με λίγα λόγια η «συμμετοχή των αγροτικών στρωμάτων στα φορολογικά βάρη θα ήταν στο εξής μηδαμινή, έως την δεκαετία του 1990 θα διατηρείται συνεχώς χαμηλότερη από το 1% των ολικών φορολογικών εισπράξεων του κράτους», όπως αναφέρει στο βιβλίο του ο κ. Δερτιλής.
Μέτρα «ταφόπλακα» για τον αγροτικό τομέα
Σε ότι αφορά το τρίτο Μνημόνιο και τις αλλαγές που φέρνει στην φορολόγηση των αγροτών, αυτές συνοψίζονται σε τρία σημεία. Το πρώτο έχει να κάνει με την αύξηση των φορολογικών συντελεστών από το 13 στο 20% και από το 17 στο 26%. Κάτι που σημαίνει επιπλέον επιβάρυνση για χιλιάδες αγρότες.
Το δεύτερο σημείο έχει να κάνει με την αύξηση της προκαταβολής φόρου από το 27 στο 55%, κάτι που επίσης θα σημάνει υψηλότερη επιβάρυνση. Ωστόσο το σημείο αυτό δεν είναι και τελείως ξεκάθαρο και περιέχει ψιλά γράμματα τα οποία ίσως κρύβουν και επιπλέον επιβάρυνση για τους αγρότες, καθώς αφήνει ανοικτό το ενδεχόμενο η προκαταβολή φόρου να ανέλθει στο 100% από το 2017 και μετά.
Το τρίτο σημείο έχει να κάνει με την κατάργηση της επιστροφής φόρου στο πετρέλαιο, ενώ ένα ακόμη βασικό σημείο έχει να κάνει και με την φορολόγηση των αγροτικών επιδοτήσεων. Μέχρι στιγμής για τις επιδοτήσεις υπήρχε ένα αφορολόγητο όριο που άγγιζε τις 12.000 ευρώ. Πλέον όμως τα πράγματα αλλάζουν. Στους σχεδιασμούς της κυβέρνησης σε συνεννόηση πάντα με τους δανειστές συμπεριλαμβάνεται η ενσωμάτωση των επιδοτήσεων μέσα στο εισόδημα ενός αγρότη. Για παράδειγμα εάν ένας αγρότης διαθέτει εισόδημα 10.000 ευρώ και λάβει επιδότηση 4.000 ευρώ τότε η επιδότηση θα φορολογηθεί για το ποσό που υπερβαίνει αθροιστικά τα 12.000 ευρώ. Με λίγα λόγια, θα λάβει την επιδότησή του «πετσοκομένη».
Ένα ακόμη σημείο το οποίο αναμένεται να επιβαρύνει τους αγρότες είναι η εξίσωση των εισφορών του ΟΓΑ με αυτές του ΙΚΑ. Μέχρι και σήμερα οι εισφορές που καλείται να πληρώσει ένας ασφαλισμένος του ΟΓΑ που βρίσκεται στην χαμηλότερη βαθμίδα αγγίζει τα 700 ευρώ. Σε περίπτωση εξίσωσης με αυτές του ΙΚΑ, τότε θα ανέλθει σε 2.500 ευρώ.
Εκπρόσωποι του αγροτικού κόσμου αντιδρούν έντονα στις αλλαγές αυτές στην φορολογία των αγροτών. Όπως επισημαίνει στην HuffPost Greece, ο πρόεδρος της ΠΑΣΕΓΕΣ, Τζανέτος Καραμίχας «πρόκειται για μέτρα ταφόπλακα του αγροτικού τομέα που θα εξοντώσουν τον αγροτικό κόσμο».
Παρόμοια είναι και η άποψη και του αντιπροέδρου της ΠΑΣΕΓΕΣ, Γιώργου Ανέστη. Ο ίδιος σημειώνει στην HuffPost Greece:
«Η φορολόγηση αυτή είναι υπέρμετρη και ότι περίσσευε με τον αγρότη ως εισόδημα πλέον φορολογείται. Με τα μέτρα αυτά ουσιαστικά βάλλεται και η επάρκεια και η αυτάρκεια των αγαθών προκειμένου να βελτιωθούν οι οικονομικοί δείκτες. Πιστεύω ότι η μεταρρύθμιση του 2013 ήταν βαθιά τομή στο φορολογικό. Όσοι φόροι και να μπουν δεν έχουν καμία αξία εάν σταματήσουν να αποδίδονται μετά τον Δεκέμβρη».
Αύξηση αγροτικών εξόδων κατά 2 δισ. ευρώ
Την ίδια ώρα οι εκπρόσωποι του αγροτικού κόσμου δίνουν στη δημοσιότητα στοιχεία, τα οποία δείχνουν κοστολογημένα τις επιπτώσεις που θα έχουν στην αγροτική παραγωγή οι φορολογικές μεταρρυθμίσεις του τρίτου Μνημονίου.
Πιο αναλυτικά σύμφωνα με στοιχεία της ΠΑΣΕΓΕΣ τα οποία βασίζονται σε αυτά της ΕΛΣΤΑΤ, της Eurostat και του συστήματος ΕΡΓΑΝΗ, τα νέα μέτρα να αναμένεται να αυξήσουν κατακόρυφα το κόστος παραγωγής αλλά και διαβίωσης για τους αγρότες. Δεδομένου ότι σε αυτά θα συμπεριλάβει τα λιπάσματα, φυτοπροστατευτικό υλικό, πολλαπλασιαστικό υλικό κτλ, τη ΔΕΗ, τα ασφάλιστρα του ΟΓΑ, τα ασφάλιστρα για τον ΕΛΓΑ, τον ΕΝΦΙΑ κτλ. Συγκεκριμένα, το συνολικό κόστος από τα 6 δισ. ευρώ αναμένεται να αγγίξει σχεδόν τα 8 δισ. ευρώ. Μία διαφορά που φτάνει τα 2 δισ. ευρώ.
Την ίδια ώρα το καθαρό αγροτικό εισόδημα από 4,418 αναμένεται να αγγίξει το 2,528 δισ.. Από αυτά εάν κανείς αναλογιστεί και την φορολόγηση με 26% τότε το αγροτικό καθαρό εισόδημα θα φτάσει τα 1,864 δισ. ευρώ.
Αντιλαμβάνεται κανείς τις δυσμενείς επιπτώσεις που θα υπάρξουν στον αγροτικό κόσμο σε μια περίοδο που μία μεγάλη μερίδα αγροτών δυσκολεύεται να τα βγάλει πέρα. Σύμφωνα με τον πρόεδρο της ΠΑΣΕΓΕΣ, η συντριπτική πλειοψηφία των αγροτών διαθέτει εισόδημα που δεν ξεπερνά τα 10.000 ευρώ ετησίως. Από αυτούς ήδη αρκετοί δυσκολεύονται να αντεπεξέλθουν και να ανταποκριθούν στην καταβολή για παράδειγμα των ασφαλιστικών τους εισφορών. Είναι χαρακτηριστικό ότι σύμφωνα με στοιχεία της ΠΑΣΕΓΕΣ, μέχρι και τον Ιούλιο οι ληξιπρόθεσμες ασφαλιστικές εισφορές ανέρχονταν σε 370, 83 εκατ. ευρώ.