Στην ελληνική ιστορία λίγες είναι οι συγκρούσεις που έχουν τη σημασία και το ειδικό βάρος της ναυμαχίας του Ναυαρίνου: Η 20ή Οκτωβρίου 1827, 188 χρόνια πριν, αποτέλεσε μια εκ των τελικών πράξεων επίλυσης του «ελληνικού ζητήματος», που ήταν σε εξέλιξη από το 1821, με την ολοκληρωτική καταστροφή του τουρκοαιγυπτιακού στόλου από ναυτικές μοίρες της Βρετανίας, της Ρωσίας και της Γαλλίας, σηματοδοτώντας το οριστικό τέλος της εκστρατείας του Ιμπραήμ. Με τη ναυμαχία, η οποία έλαβε χώρα στον κόλπο του Ναυαρίνου στη δυτική ακτή της χερσονήσου της Πελοποννήσου στο Ιόνιο, άνοιξε ο δρόμος για τον εξαναγκασμό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στην αποδοχή της δημιουργίας του ελληνικού κράτους - αποτελώντας έτσι τον νικηφόρο επίλογο της Ελληνικής Επανάστασης και την ανατολή της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας.
Το υπόβαθρο και η πορεία προς τη ναυμαχία
Βασικός παράγων που οδήγησε στην επέμβαση των Μεγάλων Δυνάμεων ήταν η ρωσική επιδίωξη για επέκταση στη Μαύρη Θάλασσα και πέρα από αυτή σε βάρος της καταρρέουσας Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, σε συνδυασμό με τη στήριξη της κοινής γνώμης προς τους ορθόδοξους Έλληνες. Οι ρωσικές προθέσεις θεωρήθηκαν απειλή από τις ευρωπαϊκές δυνάμεις (ειδικότερα τη Βρετανία και την Αυστρία), οι οποίες σε πρώτη φάση ήλπιζαν στην καταστολή της ελληνικής εξέγερσης. Ωστόσο, η πίεση της κοινής γνώμης εντεινόταν με το πέρασμα του χρόνου, με το ρεύμα των φιλελλήνων εθελοντών να ενισχύεται, σε μεγάλο βαθμό λόγω των τουρκικών κτηνωδιών (ειδικά από το 1825 με την αιγυπτιακή εισβολή του, υποτελούς στην Υψηλή Πύλη, Ιμπραήμ Πασά και μετά), οι οποίες γίνονταν γνωστές στη Δύση. Επίσης, τα δεδομένα άλλαξαν σημαντικά όταν ανέβηκε στον ρωσικό θρόνο ο Νικόλαος Α', που ακολούθησε επιθετικότερη πολιτική όσον αφορά στο ζήτημα. Υπό τον φόβο μιας γενικευμένης ρωσικής παρέμβασης, η οποία θα ήταν αδύνατον να συγκρατηθεί, η Βρετανία επεδίωξε να επέμβει με τη σειρά της, ενώ παράλληλα η Γαλλία μεσολαβούσε για συντονισμένη ενέργεια, αποσκοπώντας και σε αναστήλωση της θέσης της στα ευρωπαϊκά δρώμενα μετά την ήττα της στους Ναπολεόντειους Πολέμους.
Οι τρεις δυνάμεις συμφώνησαν, στο πλαίσιο της Συνθήκης του Λονδίνου (1827) στον εξαναγκασμό της Υψηλής Πύλης (όπως ήταν γνωστή η οθωμανική κυβέρνηση) στο να παρέχει αυτονομία στους Έλληνες μέσω της άσκησης στρατιωτικής ισχύος, με αποστολή ναυτικών μοιρών στην ανατολική Μεσόγειο, υπό τη γενική διοίκηση του Βρετανού αντιναυάρχου Έντουαρντ Κόδριγκτον (διοικητές της ρωσικής και γαλλικής μοίρας ήταν αντίστοιχα οι Χέυδεν και Δεριγνύ). Η συμφωνία έγινε αποδεκτή από την ελληνική πλευρά, ωστόσο ο Ιμπραήμ κωλυσιεργούσε σκοπίμως, ζητώντας χρονικό περιθώριο για να λάβει εντολές από την Αίγυπτο και την Κωνσταντινούπολη- δεσμευόμενος παράλληλα ότι ο στόλος του δεν θα έβγαινε από την Πύλο, ενώ παράλληλα ήταν κανονικά σε εξέλιξη οι επιχειρήσεις του στην ξηρά.
Στις 6 Σεπτεμβρίου έλαβε χώρα επεισόδιο μεταξύ βρετανικών και τουρκοαιγυπτιακών πλοίων στα παράλια της Δωρίδας, με αποτέλεσμα την καταστροφή 6 μικρών τουρκικών και ενός αλγερινού σκάφους. Δύναμη του τουρκοαιγυπτιακού στόλου απέπλευσε από την Πύλο για αντίποινα, η οποία αναγκάστηκε να επιστρέψει στο λιμάνι κατόπιν επέμβασης του ίδιου του Κόδριγκτον από τη Ζάκυνθο, με δύο πλοία- ωστόσο οι τουρκοαιγυπτιακές δυνάμεις έστειλαν δύναμη στην ξηρά, όπου προέβη σε εμπρησμούς και καταστροφές καλλιεργειών. Σε αυτό το σημείο αξίζει να σημειωθείί αναφορά Βρετανού καπετάνιου ο οποίος κατέβηκε στην ξηρά και είδε την κατάσταση, εκτιμώντας ότι αν ο Ιμπραήμ παρέμενε στην Ελλάδα, πάνω από το 1/3 των κατοίκων θα λιμοκτονούσε- τέτοια ήταν η έκταση της καταστροφής που είχαν προκαλέσει τα τουρκοαιγυπτιακά στρατεύματα. Επιστολή διαμαρτυρίας από τους διοικητές της συμμαχικής δύναμης απεστάλη στον Ιμπραήμ, ο οποίος όμως ήταν άφαντος.
Οι τρεις διοικητές αποφάσισαν ότι θα ήταν ανεπίτρεπτο να παραμείνουν απλοί θεατές των τουρκικών θηριωδιών, ενώ είχε προηγηθεί προσωπική οδηγία του Στράτφορντ Κάνινγκ, Βρετανού πρεσβευτή στην Κωνσταντινούπολη, προς τον Κόδριγκτον: «αν χρειαστεί, επιβάλετε την ειρήνη με τα πυροβόλα σας». Οι συμμαχικές μοίρες εισήλθαν στην Πύλο στις 20 Οκτωβρίου, λαμβάνοντας θέσεις μάχης, με τον Κόδριγκτον να απαντά στις οθωμανικές αιτιάσεις - ότι ο Ιμπραήμ δεν είχε δώσει σχετική άδεια- πως δεν είχε καταφθάσει για να λάβει εντολές, αλλά για να δώσει, και ότι αν ο συμμαχικός στόλος δεχόταν πυρά, θα εξόντωνε τον τουρκικό- «και ότι δεν πρόκειται να λυπηθεί αν του δοθεί αυτή η ευκαιρία».
Οι δυνάμεις
Η ισχύς του τουρκοαιγυπτιακού στόλου του Ιμπραήμ ανερχόταν σε 89 πολεμικά και οπλιταγωγά, σε παράταξη πετάλου/ ημισελήνου, σε τρεις γραμμές, από το φρούριο του Ναυαρίνου μέχρι τη Σφακτηρία, υπό την κάλυψη των πυροβόλων των οχυρών. Η πρώτη γραμμή αποτελούνταν από βαριές μονάδες μάχης («πλοία της γραμμής (μάχης)», ships of the line), η δεύτερη από μικρές φρεγάτες και μεγαλύτερες κορβέτες και η τρίτη από τα μικρότερα υπόλοια πλοία. Στις άκρες ήταν παραταγμένα πυρπολικά και κορβέτες, με το σχέδιο να είναι τα μικρότερα σκάφη να ανοίγουν πυρ μέσα από τα κενά της παράταξης, υπό την κάλυψη των μεγαλυτέρων μονάδων.
Η συμμαχική δύναμη ήταν αριθμητικά αρκετά μικρότερη, με 27 πλοία (12 αγγλικά, 8 ρωσικά, 7 γαλλικά) και 1.324 πυροβόλα έναντι 2.240, ωστόσο διέθετε περισσότερες βαριές μονάδες (ships of the line- 10 έναντι 3), ενώ τα πληρώματα ήταν κατά πολύ ανώτερα των τουρκοαιγυπτιακών. Το σχέδιο ήταν η συμμαχική δύναμη να εισέλθει στο εσωτερικό της τουρκικής «ημισελήνου», με τη μοίρα του Κόδριγκτον να αντιμετωπίζει το οθωμανικό κέντρο και τους Γάλλους και τους Ρώσους απέναντι στην αριστερή και τη δεξιά πτέρυγα των Οθωμανών. Η θέση της γαλλικής μοίρας δεν ήταν τυχαία, καθώς είχε απέναντί της τις, εκπαιδευμένες από τους Γάλλους αιγυπτιακές δυνάμεις. Γενικότερα, η επιλογή του Κόδριγκτον θεωρείται ως παρακινδυνευμένη έως και λανθασμένη από τακτικής πλευράς, καθώς επέτρεψε στον στόλο του να περικυκλωθεί- ωστόσο θεωρείται ότι αυτό οφείλεται στην εξαιρετικά υψηλή εμπιστοσύνη των διοικητών της συμμαχικής δύναμης στην ανωτερότητα των σκαφών και πληρωμάτων τους έναντι των τουρκοαιγυπτιακών.
Η μάχη
Στις 1.30 μμ ο Κόδριγκτον έδωσε τη διαταγή στα πληρώματα της συμμαχικής δύναμης να ετοιμαστούν για δράση, με τους πυροβολητές σε ετοιμότητα και τις θυρίδες των πυροβόλων μισάνοιχτες- ωστόσο, οι εντολές ήταν να ανοίξουν πυρ μόνο σε περίπτωση που δέχονταν επίθεση. Στις 2.00 μμ άρχισε η είσοδος των συμμαχικών πλοίων στον κόλπο, με τον Κόδριγκτον στη ναυαρχίδα του, «Ασία», επικεφαλής. Ακολουθούσαν οι Γάλλοι και μετά τα ρωσικά σκάφη. Στις 2.15 τα τρία βρετανικά «πλοία γραμμής» είχαν λάβει τις θέσεις τους, ενώ τα οθωμανικά πληρώματα κινητοποιούνταν.
Κάπου εκεί άρχισε η σύγκρουση. Οι πρώτες βολές φαίνεται ότι προήλθαν από την τουρκική πλευρά: Από τη βρετανική φρεγάτα «Ντάρτμαουθ» έγινε αντιληπτή η προετοιμασία οθωμανικού πυρπολικού, και απεστάλη λέμβος για να ζητήσει παύση της. Οι Οθωμανοί άνοιξαν πυρ εναντίον της και έβαλαν φωτιά στο πυρπολικό. Δεύτερο σκάφος πλησίασε το πυρπολικό για να το απομακρύνει, ωστόσο οι Οθωμανοί άνοιξαν ξανά πυρ, προκαλώντας απώλειες. Το πλήρωμα του «Ντάρτμαουθ» άνοιξε πυρ με μουσκέτα, με το γαλλικό «Sirene», που μόλις έμπαινε στον κόλπο, να παρέχει επίσης πυρά υποστήριξης με ελαφρά όπλα. Η πρώτη χρήση πυροβόλου έγινε από τουρκική κορβέτα, εναντίον του γαλλικού σκάφους. Ακολούθησε αλυσιδωτή αντίδραση και κλιμάκωση της σύγκρουσης, πριν η συμμαχική δύναμη παραταχθεί πλήρως- ωστόσο αυτό αποδείχτηκε πλεονέκτημα, καθώς πολλά συμμαχικά σκάφη δεν είχαν προλάβει να ρίξουν άγκυρες, οπότε και διατηρούσαν ευελιξία κινήσεων – ακόμα και αν το περιθώριο ελιγμών στον κόλπο ήταν μικρό, και τα περισσότερα σκάφη πολέμησαν τελικά αγκυροβολημένα, σε πολύ μικρή απόσταση μεταξύ τους.
Το γαλλικό «Σκιπίων», πίσω από το «Sirene» του Δεριγνύ δέχτηκε την επίθεση αιγυπτιακών φρεγατών, καθώς και πυρά από την ξηρά και την έφοδο ενός πυρπολικού, που κατάφερε να προσκολληθεί προς στιγμήν, απειλώντας το πλοίο με καταστροφή. Ωστόσο απομακρύνθηκε από το αδελφό «Trident», με τη βοήθεια βρετανικών σκαφών. Το «Sirene» έδωσε μακρά μάχη με το «Ιχσάνια», μέχρι την ανατίναξη του δεύτερου, δεχόμενο παράλληλα πυκνά πυρά από το φρούριο του Ναυαρίνου- στα οποίο ανταπέδωσε, μαζί με τα «Trident» και «Σκιπίων», κάνοντας τις πυροβολαρχίες του να σιγάσουν. Ο πλοίαρχος του γαλλικού «Μπρεσλάου» αποσπάστηκε από τον σχηματισμό και κινήθηκε προς το κέντρο του κόλπου, ενισχύοντας το βρετανικό «Αλβιών» και το ρωσικό «Αζόφ». Το «Αλβιών» - που είχε αχρηστεύσει μια οθωμανική φρεγάτα- δεχόταν πυκνά πυρά από τρία οθωμανικά «πλοία της γραμμής» ταυτόχρονα, ωστόσο η ανικανότητα των Τούρκων πυροβολητών να στοχεύσουν αποτελεσματικά είχε ως αποτέλεσμα το γαλλικό σκάφος να προλάβει να καταφθάσει, υποστηρίζοντας το βρετανικό πολεμικό. Στη συνέχεια το «Μπρεσλάου» έπαιξε σημαντικό ρόλο στην καταστροφή της ναυαρχίδας του Οθωμανού ναυάρχου, Ταχίρ Πασά («Γκιουχ Ρεουάν») και άλλων 4 φρεγατών. Έντονη δράση είδε το «Ασία» του Κόδριγκτον, που ήταν ανάμεσα στο «Φαχτί Μπαρί», ναυαρχίδα του ναυάρχου Καπιτάν Μπέη και της φρεγάτας του Μοχάραμ Μπέη, «Guerriere»- ο οποίος έκανε σήμα στον Κόδριγκτον ότι δεν θα άνοιγε πυρ. Το «Ασία» συγκέντρωσε τα πυρά του στο «Φαχτί Μπαρί», τσακίζοντάς το. Ακολούθως ο Κόδριγκτον έστειλε έναν Έλληνα, τον Π. Μικέλη, στο «Guerriere» για συνομιλίες, ο οποίος όμως πυροβολήθηκε και σκοτώθηκε ενώ επιβιβαζόταν στο σκάφος, Το «Guerriere» άνοιξε πυρ, με το βρετανικό πολεμικό και το ρωσικό «Αζόφ» να ανταποδίδουν, καταστρέφοντας την εχθρική φρεγάτα εντός 20 λεπτών.
Η ρωσική δύναμη ήταν η τελευταία που έφτασε στις θέσεις της, όπως είχε προσχεδιαστεί. Η θέση της ήταν η πλέον εκτεθειμένη, και η μάχη ήταν ιδιαίτερα έντονη στο συγκεκριμένο σημείο, με το «Αζόφ» να βυθίζει και αχρηστεύει 3 μεγάλες τουρκικές φρεγάτες και μια κορβέτα. Στη δεξιά πτέρυγα των Οθωμανών, τα βρετανικά «Armide» και «Talbot» σε πρώτη φάση αντιμετώπισαν τις οθωμανικές φρεγάτες και τις επάκτιες πυροβολαρχίες μόνα τους, μέχρι που ενισχύθηκαν από ρωσικές φρεγάτες. Παράλληλα, μικρότερα βρετανικά και γαλλικά σκάφη υπό την εποπτεία του «Ντάρτμαουθ» απέτρεπαν τις επιθέσεις των πυρπολικών, που είχαν θεωρηθεί (δικαίως) ως η σημαντικότερη απειλή προς τον συμμαχικό στόλο. Πέραν της αρχικής επίθεσης στο «Σκιπίων», ούτε ένα οθωμανικό πυρπολικό κατάφερε να πλήξει συμμαχικό σκάφος κατά τη ναυμαχία.
Κατά τις 4.00 μμ, τα μεγαλύτερα οθωμανικά πολεμικά είχαν βυθιστεί, ανατιναχτεί ή αχρηστευθεί, αφήνοντας στο έλεος των συμμαχικών μοιρών – που, αν και είχαν υποστεί ζημιές και απώλειες στα πληρώματα, δεν είχαν χάσει ούτε ένα σκάφος- τα μικρότερα σκάφη του τουρκοαιγυπτιακού στόλου. Ακολούθησε ολοκληρωτικός εκμηδενισμός της τουρκοαιγυπτιακής δύναμης, που διήρκεσε περίπου δύο ώρες. Απο την οθωμανική αρμάδα γλίτωσαν μόλις οκτώ σκάφη, ενώ οι απώλειες εκτιμάται πως ανήλθαν σε 3.000 νεκρούς και 1.109 τραυματίες. Οι συμμαχικές απώλειες ήταν 181 νεκροί και 480 τραυματίες.
Ο απόηχος
Η καταστροφή του οθωμανικού στόλου πυροδότησε ξέφρενους πανηγυρισμούς στον ελλαδικό χώρο, ακόμα και αν τα τουρκοαιγυπτιακά στρατεύματα εξακολουθούσαν να επιχειρούν (θα αποσύρονταν αργότερα, καθώς το πλήγμα ήταν διπλό, τόσο στο ηθικό όσο και λόγω της στέρησης της ικανότητας θαλασσίου ανεφοδιασμού). Η ευρωπαϊκή κοινή γνώμη αντέδρασε με ενθουσιασμό, ενώ πολύ θετικές ήταν οι αντιδράσεις σε Γαλλία και Ρωσία, με τον βασιλιά Κάρολο Ι' της Γαλλίας να χαρακτηρίζει τη ναυμαχία «ημέρα δόξας» για το γαλλικό ναυτικό και τον τσάρο Νικόλαο να παρασημοφορεί τον Χέυδεν και να αποστέλλει συγχαρητήρια επιστολή στον Κόδριγκτον για το μαχητικό του πνεύμα. Ωστόσο, στη Μ. Βρετανία οι ενέργειες του Κόδριγκτον δέχτηκαν έντονη κριτική και διερευνήθηκαν ενδελεχώς, με τον αντιναύαρχο να τεκμηριώνει και στηρίζει τις επιλογές του, υποστηρίζοντας ότι, αν δεν είχε ενεργήσει όπως ενήργησε, ο Ιμπραήμ θα είχε καταστρέψει όλη την Πελοπόννησο. Γενικότερα, η βρετανική κυβέρνηση τήρησε αποστάσεις, χαρακτηρίζοντας τη ναυμαχία «απρόοπτο συμβάν». Ο Κόδριγκτον έπεσε σε δυσμένεια και απαλλάχθηκε από τα καθήκοντά του το 1828- ωστόσο είχε γίνει ήρωας στα μάτια της βρετανικής κοινής γνώμης, που τον είδε ως αρχιτέκτονα άλλης μιας μεγάλης νίκης του Βασιλικού Ναυτικού, και παρασημοφορήθηκε από τον βασιλιά.
Η καταστροφή του οθωμανικού στόλου, στην τελευταία μεγάλη ναυμαχία μεταξύ ιστιοφόρων σκαφών (που χαρακτηρίστηκε από άνευ προηγουμένου συγκέντρωση ισχύος πυρός σε μικρό χώρο) πρακτικά έσωσε την Ελληνική Επανάσταση. Σε συνδυασμό με τον ρωσοτουρκικό πόλεμο που ξέσπασε το 1828 και μια επιπλέον παρέμβαση, την «εκστρατεία του Μωριά», με αποστολή γαλλικού εκστρατευτικού σώματος στην Πελοπόννησο, άνοιξε τον δρόμο για την τελική απώθηση/ απομάκρυνση των οθωμανικών δυνάμεων από την κεντρική και νότια Ελλάδα, με τελικό αποτέλεσμα την ίδρυση του σύγχρονου ελληνικού κράτους.
Πηγές