500, 600, 700, σε πολλές φορές 900 ευρώ. Έχουμε ακούσει διάφορα ποσά για τον μηνιαίο μισθό του Έλληνα εργαζομένου. Τι όμως ισχύει από όλα αυτά στην χώρα των 1.196.736 ανέργων;
Μιλήσαμε με απασχολούμενους από διάφορους εργασιακούς τομείς, οι οποίοι, σε συνδυασμό με πληροφορίες που αποκομίσαμε από εμπιστευτικά αρχεία αλλά και στοιχεία του Δημοσίου, μας βοήθησαν να σχηματίσουμε μια πιο καθαρή εικόνα για τις απολαβές των Ελλήνων.
Σερβιτόροι, ντελιβεράδες, φύλακες, πωλητές, κομμωτές, οδηγοί ταξί, διαφημιστές, τραγουδιστές, εργαζόμενοι σε πολυεθνικές, ιερείς, γιατροί, εκπαιδευτικοί, δικηγόροι, συμβολαιογράφοι. Όλοι δήλωσαν τυχεροί που έχουν δουλειά, αλλά ταυτόχρονα απογοητευμένοι με τις απολαβές τους.
Σύμφωνα με το ρεπορτάζ, οι περισσότεροι νέοι εργαζόμενοι λαμβάνουν κατά μέσο όρο 600 ευρώ μηνιαίως, ενώ ακόμα και μετά από χρόνια εργασίας, σπανίως αμείβονται με περισσότερα από 1.500 ευρώ. Εξαίρεση αποτελούν τα ανώτατα στελέχη πολυεθνικών εταιρειών, οι οποίοι, σύμφωνα με εμπιστευτικά αρχεία από το Τμήμα Ανθρωπίνου Δυναμικού γνωστής εταιρείας, βγάζουν τα τετραπλάσια ή και πενταπλάσια χρήματα σε σχέση με τους ανειδίκευτους εργάτες του εργοστασίου της ίδιας εταιρείας.
Οι δικηγόροι και οι γιατροί σε καμία περίπτωση δεν αμείβονται με τα αστρονομικά ποσά που ακούμε κατά καιρούς για τα συγκεκριμένα επαγγέλματα. Για να πλουτίσει ένας γιατρός ή δικηγόρος θα πρέπει να ανοίξει το δικό του γραφείο και να κάνει πολλές διασυνδέσεις, ώστε να αποκτήσει φήμη και περισσότερους πελάτες. Ένας αυτοδημιούργητος γιατρός ή δικηγόρος θα χρειαστεί πολλά χρόνια για να το καταφέρει αυτό, επομένως ένα καλό πτυχίο δεν ισοδυναμεί πάντοτε με ένα καλό μισθό.
Σε γενικές γραμμές, οι εργαζόμενοι που ανταμείβονται μετά από χρόνια εργασίας είναι οι αυτοαπασχολούμενοι και εκείνοι που εργάζονται σε μεγάλες εταιρείες, όπου κάθε βαθμίδα ισούται με διαφορετικό μισθολόγιο. Όπως δήλωσαν χαρακτηριστικά άτομα με τα οποία μιλήσαμε, «πρέπει να κυνηγήσεις τον πελάτη με το τυφέκιο» και να «σου στύψουν την ζωή» για να βγάλεις ένα αξιοπρεπή μισθό στην Ελλάδα του σήμερα.
Στο σημείο αυτό να υπενθυμίσουμε ότι αποδοχές των Ελλήνων μετά την κρίση γύρισαν πολλά χρόνια πίσω. Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής, το επίπεδο των μισθών το 2014 υποχώρησε κάτω από τα επίπεδα που βρισκόταν το 2006. Ο σχετικός δείκτης βρίσκεται στις 82,4 μονάδες, όταν το 2006 ήταν 88 μονάδες. Κατά τις εκτιμήσεις, οι μισθοί στο σύνολο της οικονομίας πέρυσι βρίσκονταν στα επίπεδα του 2004, γυρνώντας μια δεκαετία πίσω.
Οι μισθοί στην παροχή υπηρεσιών στους χώρους εστίασης ποικίλλουν ανάλογα με την περιοχή και την πελατεία της κάθε επιχείρησης. Στην Αθήνα, οι σερβιτόροι βγάζουν συνήθως από 30 έως 55 ευρώ την ημέρα, με τα μεγαλύτερα ημερομίσθια να δίνονται σε μπαρ-εστιατόρια. Όπως και σε κάθε δουλειά, έτσι και στο σέρβις, η εμπειρία είναι το παν. Όσους περισσότερους δίσκους έχεις κουβαλήσει, τόσο μεγαλύτερο είναι το μεροκάματο. Όπως ανέφερε η Μ.Σ., με εμπειρία σε αρκετούς χώρους εστίασης, οι πρωτάρηδες αμείβονται με 30 με 35 ευρώ ημερησίως, ενώ οι πιο έμπειροι πολλές φορές βγάζουν 50 με 55 ευρώ.
Τα φιλοδωρήματα αποτελούν μια μεγάλη πηγή εσόδων για τους σερβιτόρους, με αυτά να κυμαίνονται γύρω στα 15 με 30 ευρώ ημερησίως στα δυτικά προάστια και ορισμένες περιοχές του Πειραιά. Αντιθέτως, στο κέντρο της Αθήνας, τα βόρεια και νότια προάστια, τα τιπς σε πολλές περιπτώσεις ξεπερνούν τα 100 ευρώ για τον κάθε σερβιτόρο ξεχωριστά. Όπως εξηγούν δύο εργαζόμενες σε μπαρ εστιατόρια του Κολωνακίου, τα περισσότερα μαγαζιά φυλάσσουν τα φιλοδωρήματα σε ένα κοινό ταμείο και τα μοιράζουν στους σερβιτόρους κάθε εβδομάδα. Σε πολλές περιπτώσεις οι ιδιοκτήτες των καταστημάτων κρατούν ένα μερίδιο για τους ίδιους.
Σε γενικές γραμμές πρόκειται για ένα επικερδές επάγγελμα για τα δεδομένα της Ελλάδας, αν αναλογιστεί μάλιστα κανείς ότι δεν προαπαιτεί κάποια εξειδίκευση. Βέβαια, την ίδια στιγμή υπάρχει μεγάλη εργασιακή εκμετάλλευση, καθώς στην επαρχία, αλλά και σε λιγότερο πολυσύχναστες περιοχές της Αθήνας, πολλοί σερβιτόροι δουλεύουν ανασφάλιστοι και δεν πληρώνονται τις υπερωρίες.
Στο σημείο αυτό να υπενθυμίσουμε ότι οι αποδοχές των Ελλήνων μετά την κρίση γύρισαν πολλά χρόνια πίσω.
Παρόλη την επικινδυνότητα του επαγγέλματος, οι μισθοί των ντελιβεράδων στην Ελλάδα της κρίσης κυμαίνονται στα 500 με 700 ευρώ το μήνα, με τους περισσότερους να είναι ανασφάλιστοι ή να δηλώνονται ως ημιαπασχολούμενοι. Στις περισσότερες περιπτώσεις οι εργοδότες δεν εξασφαλίζουν το μεταφορικό μέσο στους απασχολούμενους, ζητώντας τους να καλύπτουν τις αποστάσεις με τα δικά τους μηχανάκια. Τα φιλοδωρήματα είναι πολύ σημαντικά και σε αυτή την περίπτωση, μόνο που είναι πολύ λιγότερα από εκείνα των σερβιτόρων. Όπως εξηγεί ο Νίκος, ντελιβεράς σε προάστιο του Πειραιά, τις περισσότερες φορές χρειάζεται να κάνει τουλάχιστον 50 παραδόσεις για να συγκεντρώσει 5 ευρώ πουρμπουάρ.
«Κάποτε σε 15 παραδόσεις έπαιρνα πέντε ευρώ. Τώρα θέλω τουλάχιστον 50».
Στο σημείο αυτό να αναφέρουμε πως οι ίδιοι μισθοί ισχύουν για τις περισσότερες εξωτερικές εργασίες. Επί παραδείγματι, οι κούριερ αμείβονται συνήθως με 550 ευρώ το μήνα, χρησιμοποιώντας το δικό τους μεταφορικό μέσο και καλύπτοντας πολλές φορές τα έξοδα της βενζίνης.
Ο μισθός των πωλητών σε καταστήματα κυμαίνεται στα 500 με 700 ευρώ. Σε κάποιες μεγάλες αλυσίδες από το εξωτερικό, δίνονται κάποια μπόνους σε εκείνους που κάνουν τις περισσότερες πωλήσεις, ενώ σε ορισμένες περιπτώσεις οι απολαβές εξαρτώνται αποκλειστικά από αυτό τον τομέα.
«Έχουμε πολλές καθυστερήσεις με τους μισθούς», αναφέρει η Υβόννη, πωλήτρια σε κατάστημα παιδικών επίπλων στα βόρεια προάστια.
Οι μισθοί του προσωπικού ασφαλείας κυμαίνονται στα 650 ευρώ. Δεν ζητείται πάντοτε κάποια πιστοποίηση φύλαξης, με το απολυτήριο γυμνασίου να είναι αρκετό στις περισσότερες περιπτώσεις. Οι εργαζόμενοι με τους οποίους μίλησα δηλώνουν αρκετά ευχαριστημένοι με τον μισθό τους, παρόλο που σε πολλές περιπτώσεις εργάζονται καθ’ όλη την διάρκεια της νύχτας.
Σε αυτού του τύπου οι εταιρείες, οι μισθοί προσαρμόζονται ανάλογα με το επίπεδο στο οποίο βρίσκεται κανείς, με τους ανειδίκευτους εργάτες να βρίσκονται στην βάση της πυραμίδας (επίπεδο 0-5) και τα διευθυντικά στελέχη στην κορυφή (20+). Σύμφωνα με εμπιστευτικά στοιχεία από το Τμήμα Ανθρώπινου Δυναμικού μεγάλης πολυεθνικής εταιρείας, οι ανειδίκευτοι εργάτες αμείβονται με καθαρό μισθό 650 με 1.100 ευρώ, ανάλογα με το πόσα χρόνια εργάζονται στην εταιρεία.
Οι ρεσεψιονίστ λαμβάνουν μηνιαίο μισθό 850 ευρώ, οι hr administrators γύρω στα 1.900 ευρώ, ενώ οι προϊστάμενοι κάθε τμήματος λαμβάνουν 2.000 με 6.000 ευρώ. Οι hr managers αμείβονται επίσης ανάλογα με το επίπεδο στο οποίο βρίσκονται, ξεκινώντας από τα 3.000 ευρώ. Στο Τμήμα Πωλήσεων, κάποιος που ξεκινά να εργάζεται στην συγκεκριμένη εταιρεία λαμβάνει 1.500 ευρώ, ενώ όσοι εργάζονται για περισσότερα από οχτώ χρόνια αμείβονται με περισσότερα από 3.500 χιλιάρικα. Οι marketing managers λαμβάνουν περισσότερα από 5.000 ευρώ και τα διευθυντικά στελέχη κυμαίνονται στα 15.000 ευρώ το μήνα.
Οι διαφημιστές, marketers και υπεύθυνοι δημοσίων σχέσεων εργάζονται συχνά κάτω από μεγάλη πίεση, σε ένα χώρο με μεγάλη ανταγωνιστικότητα, για λίγα χρήματα. Στον καιρό της κρίσης, τα budget που διαθέτουν τα μεγάλα brands για διαφημιστικές καμπάνιες και events είναι πολύ μικρότερα σε σχέση με το παρελθόν. Οι περισσότερες εταιρείες στηρίζονται στην δουλειά εκπαιδευόμενων, οι οποίοι συνήθως δεν αμείβονται.
Σε μια από τις πιο γνωστές εταιρείες δημοσίων σχέσεων, κάποιος που ξεκινά να εργάζεται χωρίς προϋπηρεσία (ακόμα και στις περιπτώσεις που έχει κάνει πρακτική άσκηση) αμείβεται με 500-700 ευρώ το μήνα, με τους μισθούς να ανεβαίνουν ανάλογα με το εκάστοτε επίπεδο στο οποίο βρίσκεται κανείς. Ακόμα και οι executive managers σπανίως βγάζουν περισσότερα από 1.000 ευρώ το μήνα. Σε γνωστή διαφημιστική εταιρεία, oι μισθοί όσων ξεκινούν να εργάζονται χωρίς επαγγελματική εμπειρία κυμαίνονται στα ίδια επίπεδα. Σε αντίθεση με την εταιρεία δημοσίων σχέσεων, όσοι βρίσκονται σε ανώτερα επίπεδα λαμβάνουν περισσότερα από 1.000 ευρώ το μήνα. Όσον αφορά τους marketers που εργάζονται σε brands και όχι σε διαφημιστικές εταιρείες, οι απολαβές είναι πολύ μεγαλύτερες (δείτε «Εργαζόμενοι σε Πολυεθνικές Εταιρείες»).
Κατά καιρούς ακούμε ότι τα «πρώτα ονόματα» στα μαγαζιά με ζωντανή μουσική αμείβονται με τετραψήφια ποσά την βραδιά, γεγονός που δεν απέχει κατά πολύ από την πραγματικότητα. Σύμφωνα με τραγουδίστρια που δουλεύει σε γνωστά κέντρα διασκέδασης της Αθήνας, τα μικρότερα ονόματα παίρνουν 200 με 300 ευρώ την βραδιά, ανάλογα πάντοτε με το μαγαζί. Συνήθως πρόκειται για διήμερα, επομένως τον μήνα ένας τραγουδιστής βγάζει 1.600 με 2.400 ευρώ το μήνα.
«Αν ήταν η νύχτα όπως παλιά που π.χ οι σεζόν στα μαγαζιά ήταν ένας ολόκληρος χειμώνας, θα ήταν αρκετή αυτή η δουλειά για να τα βγάλεις πέρα. Στην περίπτωση που μιλάμε για οικογένειες ούτε αυτό είναι αρκετό βέβαια. Τώρα όμως οι σεζόν διαρκούν δύο μήνες με αποτέλεσμα τίποτα να μην είναι αρκετό, να μην ξέρεις πότε θα ξανά δουλέψεις και να καταλήξει αυτή η δουλειά να είναι χόμπι. Οπωσδήποτε ψάχνω για κάτι άλλο παράλληλα, είτε αυτό είναι live σε μικρά μαγαζιά τις καθημερινές, είτε εντελώς διαφορετική δουλειά».
Στις ταβέρνες, τα ρακάδικα και τα μικρότερα μαγαζιά με ζωντανή μουσική, τα χρήματα είναι πολύ λιγότερα. Όπως ανέφερε τραγουδίστρια που μένει μόνιμα στον Βόλο, τα μεροκάματα είναι 50 με 60 ευρώ την βραδιά. Πολλοί τραγουδιστές και μουσικοί στην επαρχία συνηθίζουν να παίζουν σε πανηγύρια, όπου μπορούν να βγάλουν ακόμα και 500 ευρώ την βραδιά.
Ο μηνιαίος μισθός των ταξιτζήδων κυμαίνεται στα 1.200 με 1.500 ευρώ καθαρά, από τα οποία όμως ξοδεύουν ένα μεγάλο ποσό στα καύσιμα, στις ανάγκες του αυτοκινήτου, στις ασφάλειες κλπ. Σύμφωνα όμως με οδηγό που έχει περάσει χρόνια στους δρόμους της Αθήνας, για να βγουν αυτά τα χρήματα πρέπει κάποιος να δουλέψει για 10 και 12 ώρες την μέρα.
«Προτιμώ να κάνω 12 ώρες με τα διαλείμματά μου, παρά να έχω ένα αφεντικό όλη την ώρα πάνω από το κεφάλι μου»
Oι εργαζόμενοι που ανταμείβονται μετά από χρόνια εργασίας είναι οι αυτοαπασχολούμενοι και εκείνοι που εργάζονται σε μεγάλες εταιρείες, όπου κάθε βαθμίδα ισούται με διαφορετικό μισθολόγιο.
Ο μηνιαίος μισθός ενός κομμωτή/τριας βρίσκεται στα 600 ευρώ, με ελάχιστες εξαιρέσεις. Για όσους έχουν τα δικά τους κομμωτήρια, οι απολαβές ποικίλλουν, ανάλογα με την πελατεία που έχει κάποιος, το κόστος του ενοικίου (εάν ο επαγγελματικός χώρος δεν τους ανήκει), την ανταγωνιστικότητα της περιοχής, τις αμοιβές των εργαζομένων (εάν δεν δουλεύουν μόνοι τους) και το κόστος των προϊόντων που χρησιμοποιεί. Σε πολλές περιπτώσεις λαμβάνουν χρήματα για την διαφήμιση ενός προϊόντος, τα οποία συμβάλλουν σημαντικά στα έσοδά τους.
Κομμώτρια στο κέντρο της Αθήνας αποκάλυψε ότι κατά μέσο όρο εξυπηρετεί 300 πελάτες το μήνα, λαμβάνοντας μηνιαία έσοδα που αγγίζουν κατά μέσο όρο τα 9.000 ευρώ. Από αυτό το ποσό πρέπει να καλύψει τα έξοδα του κομμωτηρίου, με αποτέλεσμα να βγάζει καθαρό κέρδος 3.000 ευρώ (ή και λιγότερα). Κομμωτής σε προάστιο του Πειραιά που δεν πληρώνει ενοίκιο και διαθέτει μόνο ένα βοηθό, βγάζει 3.000 ευρώ το μήνα, όμως τα έξοδά του είναι ελάχιστα.
«Πολλοί πελάτες μου νομίζουν ότι αυτοί που κάνουν επισκέψεις κατ' οίκον βγάζουν περισσότερα χρήματα. Δεν νομίζω να ισχύει. Η κομμώτρια της γειτονιάς εξυπηρετεί 5-10 πελάτισσες την εβδομάδα για 10 ευρώ. Εμείς δεν χρειάζεται να κυνηγάμε τον πελάτη, ο πελάτης έρχεται και μας βρίσκει».
Σύμφωνα με Υπουργική Απόφαση του 2012, για την κατάρτιση των πράξεων συμβολαίων, το αντικείμενο των οποίων αποτιμάται σε χρήμα, ο συμβολαιογράφος εισπράττει πάγια αμοιβή 20 ευρώ και αναλογική αμοιβή, η οποία υπολογίζεται με βάση τη συνολική αξία που δηλώνεται στο συμβόλαιο ή τη μεγαλύτερη αξία που καθορίζεται από την αρμόδια αρχή, προσωρινά ή οριστικά.
Υπολογίζεται πως ο μέσος συμβολαιογράφος στην Αθήνα βγάζει 15.000 ευρώ τον χρόνο, όμως στην επαρχία οι ετήσιες απολαβές τους μπορεί να φτάσουν ακόμα και τα 40.000 ευρώ.
Το 2012 το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους δημοσίευσε ένα πίνακα με τους μηνιαίους μισθούς των ιερέων. Σύμφωνα με αυτόν, ένας κληρικός χωρίς προϋπηρεσία λαμβάνει καθαρά 770 ευρώ (το πρώτο έτος 678). Μετά από μια δεκαετία ο μισθός ανέρχεται στα 1.032 ευρώ, ενώ στα 30 χρόνια ο καθαρός μηνιαίος μισθός βρίσκεται στα 1.410. Οι μητροπολίτες με 30 έτη προϋπηρεσίας λαμβάνουν καθαρά 1.750 ευρώ, ενώ ο Αρχιεπίσκοπος έχει 2.213 καθαρές μηνιαίες αποδοχές.
Σε αυτά τα ποσά δεν συγκαταλέγονται οι αμοιβές που λαμβάνουν οι ιερείς για την τέλεση μυστηρίων. Κατά μέσο όρο, ένας παπάς ζητά από τους κουμπάρους 150 ευρώ για την τέλεση ενός γάμου, γιατί «έτσι γίνεται χρόνια τώρα», τα οποία φυσικά είναι «μαύρα». Πολλές φορές γίνονται παζάρια, με τις τιμές να πέφτουν ή να ανεβαίνουν ανάλογα με τις «υπηρεσίες» που προσφέρονται. Σε αυτές περιλαμβάνεται ο φωτισμός της εκκλησίας, ο κλιματισμός του χώρου, αλλά και το πόσο χρονικό διάστημα θα διαρκέσει το μυστήριο.
Στον Δημόσιο τομέα οι μισθοί των εκπαιδευτικών κυμαίνονται από 780 έως 2097 ευρώ, ανάλογα με την προϋπηρεσία και τις κατηγορίες στις οποίες ανήκουν (ΥΕ, ΔΕ, ΤΕ, ΠΕ). Όσον αφορά τους μισθούς των καθηγητών σε φροντιστήρια, οι μισθοί είναι πολύ μικρότεροι, καθώς οι ώρες διδασκαλίας είναι λίγες. Για παράδειγμα, ένας καθηγητής αγγλικών με προϋπηρεσία που ξεπερνά τα έξι έτη και με 18 ώρες διδασκαλίας την εβδομάδα, λαμβάνει 475 ευρώ. Γι' αυτό τον λόγο οι περισσότεροι καθηγητές παραδίδουν και ιδιαίτερα μαθήματα, τα οποία χρεώνουν κατά μέσο όρο από 10 έως 30 ευρώ την ώρα. Τα έσοδα αυτά συνήθως δεν δηλώνονται.
Σήμερα οι ειδικευόμενοι νοσοκομειακοί γιατροί λαμβάνουν 1.007 ευρώ μηνιαίως, οι επιμελητές Β' 1.321 ευρώ, οι Επιμελητές Α' 1.513 ευρώ, οι Διευθυντές 1.580 ευρώ και οι Συντονιστές Διευθυντές 1.665 ευρώ. Οι γιατροί λαμβάνουν αποζημιώσεις για συμμετοχή σε σεμινάρια που υπολογίζονται στα 123 με 195 ευρώ. Ακόμα, το ωρομίσθιο των εφημεριών υπολογίζεται με συντελεστή 0,0042 επί του βασικού μισθού που κατέχει ο δικαιούχος. Μιλώντας με ειδικευόμενους γιατρούς από το Γενικό Κρατικό Νίκαιας, εξέφρασαν την απογοήτευσή τους από τους μισθούς.
Κανένας δεν παραδέχτηκε ότι παίρνει φακελάκια.
«Νομίζουν πως επειδή είμαστε γιατροί, βγάζουμε πολλά χρήματα, όμως αυτό είναι μύθος. Εάν έχεις το δικό σου ιατρείο και κάνεις εξετάσεις, τα πράγματα είναι διαφορετικά».
Πράγματι, οι γιατροί που έχουν τα δικά τους ιατρεία βγάζουν πολύ περισσότερα χρήματα, ακόμα και 300 ευρώ ημερησίως.
Όπως και στην περίπτωση των γιατρών, οι δικηγόροι δεν λαμβάνουν τα αστρονομικά ποσά που νομίζουμε. Σύμφωνα με πρώην δικηγόρο, οι μισθοί κυμαίνονται από... 600 ευρώ και «στις περιπτώσεις που σου στύβουν τη ζωή» μπορεί να φτάσουν τα 1.600 ή και τα 2.500 μεικτά. Ο μέσος μισθός σήμερα κυμαίνεται στα 900 ευρώ. Όλα εξαρτώνται από την εμπειρία που έχει κάποιος και τον αριθμό των υποθέσεων που έχει αναλάβει το συγκεκριμένο γραφείο. Ακόμα και εκείνοι που έχουν τα δικά τους γραφεία δεν βγάζουν πάντοτε τα πενταψήφια ποσά που ακούμε κατά καιρούς για γνωστούς μεγαλοδικηγόρους.
«Μπορεί να κυνηγάς τον πελάτη με το τουφέκι, μπορεί να ξεσκίζεσαι και να βγάζεις καλά λεφτά. Έχουν όμως πολλά έξοδα συντήρησης του γραφείου, πάγια, γραφική ύλη και τα ταμεία τους, οπότε δηλώνουν μαύρα για να γλιτώνουν».
Όπως εξήγησε εκπρόσωπος μεσιτικού γραφείου στην Αθήνα τα γραφεία στην Ελλάδα λαμβάνουν το 2% επί της τελικής τιμής αγοράς ακινήτου και το 2% επί της πραγματικής τιμής πώλησης του ακινήτου. Από αυτό το ποσό, το 50% (ή και λιγότερο) δίνεται στον μεσίτη. Για την εκμίσθωση και μίσθωση ενός ακινήτου, δίνεται προμήθεια ίση με ένα μηνιαίο ποσό μισθώματος συμπεριλαμβανομένου ΦΠΑ. Για παράδειγμα, για μια πώληση 100.000 ευρώ, η αμοιβή είναι 4.000 ευρώ, από τα οποία ο μεσίτης λαμβάνει 1.000 έως 2.000 ευρώ. Για την ενοικίαση ενός διαμερίσματος 300 ευρώ το μήνα, ο μεσίτης συνήθως λαμβάνει 150 με 300 ευρώ.
Αυτό σημαίνει ότι τα έσοδα ενός μεσίτη εξαρτώνται από το γραφείο στο οποίο δουλεύει, το πόσο μεγάλες είναι οι αγοραπωλησίες τις οποίες καθοδηγεί και την κατάσταση της αγοράς ακινήτων στην κάθε πόλη. Με τις αγοραπωλησίες να έχουν μειωθεί στην Ελλάδα λόγω κρίσης, τα έσοδα των μεσιτών έχουν επίσης μειωθεί.
***
Σκίτσα - Credits: Γιώργος Γούσης