ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΕΙΔΟΜΕΝΗ- ΓΕΥΓΕΛΗ. Φωτογραφίες Κωνσταντίνος Τσακαλίδης
Η Γευγελή όπως και η Ειδομένη είναι δυο περιοχές ελάχιστα γνωστές, για όσους τουλάχιστον δεν γνωρίζουν καλά τη βόρεια Ελλάδα. Η προσφυγική κρίση όμως τους χάρισε παγκόσμια...φήμη. Έξω από την πόλη των 15.000 κατοίκων της πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας και κοντά στα σύνορα με την Ελλάδα, έχει στηθεί ένας προσφυγικός καταυλισμός. Εκεί οδηγούνται όσοι καταφθάνουν κατά χιλιάδες κάθε μέρα στην Ειδομένη, περνώντας έξω από το ομώνυμο χωριουδάκι, και θέλουν να κάνουν το βήμα από τη μια πλευρά στην άλλη.
Οι αυθαίρετες αποφάσεις χωρών να μπλοκάρουν τη διέλευση προσφύγων μη συριακής, αφγανικής και ιρακινής καταγωγής από το δυτικό βαλκανικό «πέρασμα» και στη συνέχεια η ανέγερση του συρμάτινου φράχτη άλλαξαν διαδοχικά την δυναμική και στις δύο περιοχές. Στρατός και συνοριακή αστυνομία της πΓΔΜ επικρίθηκαν σφόδρα όταν δημοσιοποιήθηκαν εικόνες ξυλοδαρμού προσφύγων, χρήσης δακρυγόνων κοκ σε βάρος προσφύγων που παρακαλούσαν τους ένστολους να τους επιτραπεί η διέλευση. Μετά όμως από την ανέγερση του φράχτη, που πλέον έχει μήκος άνω των 7χιλ., η Ειδομένη έγινε ξανά το επίκεντρο. Οι όροι αντιστράφηκαν και το πρόβλημα επέστρεψε στην ελληνική πλευρά με μεγαλύτερη ένταση.
Τη στιγμή που οι οι έλληνες αστυνομικοί προσπαθούν να επιβάλουν την τάξη σε ένα ταλαιπωρημένο και αγανακτισμένο πλήθος που θέλει να περάσει τα σύνορα, οι συνάδελφοί τους πίσω από το φράχτη έκαναν ήρεμα πλέον τη δουλειά τους. Ανοιγοκλείνουν την πόρτα του συρματένιου φράχτη, πέντε με έξι άτομα περνούν -αφού ελεγχθούν τα έγγραφά που έχουν στην κατοχή της- και οι ίδιοι επαναλαμβάνουν με τάξη την ίδια διαδικασία ξανά και ξανά.
Διαβάστε επίσης: Τι συμβαίνει στην Ειδομένη. Σε ένα μικρό κομμάτι γης όπου χιλιάδες πρόσφυγες προσπαθούν να περάσουν από ένα μικρό άνοιγμα στον φράχτη
Η ίδια τάξη όμως επικρατεί και στον καταυλισμό της Γευγελής; Ορατότητα στο camp από την πίσω πλευρά του φράχτη δεν υπήρχε. Oι προσφυγές που περνούσαν στην πΓΔΜ έπρεπε να περπατήσουν αρκετά για να το προσεγγίσουν και οι φιγούρες τους χάνονταν.
Mαζί με τον φωτογράφο, Κωνσταντίνο Τσακαλίδη περάσαμε οδικώς τα σύνορα και, έχοντας λάβει τη σχετική άδεια επισκεφθήκαμε τον καταυλισμό των γειτόνων για να διαπιστώσουμε πως η εικόνα στην «άλλη πλευρά» είναι αισθητά διαφορετική. Από την πρώτη κιόλας ματιά. Το έδαφος στρωμένο με χοντρό χαλίκι για να μην αναγκάζεσαι τα τσαλαβουτάς στη λάσπη που δημιουργεί η υγρασία και η βροχή. Τα κοντέινερ της συνοριακής αστυνομίας και των διεθνών οργανισμών τοποθετημένα κοντά την είσοδο και κάθετα σε αυτά στοιχισμένες αλφαδιά οι σκηνές και τα κοντέινερ ΜΚΟ με πινακίδες που ενημέρωναν σε διάφορες γλώσσες τι μπορούν οι φιλοξενούμενοι να προμηθευτούν σε κάθε ένα από αυτά. Στο βάθος ξεχώριζαν δύο μεγάλες σκηνές, γεμάτες στασίδια που λειτουργούσαν ως πρόχειροι σιδηροδρομικοί σταθμοί για όσους περίμεναν να έρθει το τρένο που θα τους μετέφερε στο Ταμπανόβτσε, στα σύνορα με τη Σερβία.
«Τα πράγματα εδώ σίγουρα είναι καλύτερα αλλά», όπως προσέθεσε καλοπροαίρετα ανώτερος αξιωματικός της αστυνομίας της πΓΔΜ και υπεύθυνος στον καταυλισμό «ο χώρος φτιάχτηκε για πρόσφυγες που περνούν τράνζιτ. Μένουν κατά μέσο όρο οκτώ ώρες και εάν δεν υπάρξει κάποιο πρόβλημα επιβιβάζονται στα τρένα για τα σύνορα». Βέβαια το γεγονός πως η αστυνομία συνόρων της γείτονος έχει τη δυνατότητα να ελέγξει τους ρυθμούς διέλευσης από την Ειδομένη στη Γευγελή είναι ένα μεγάλο ατού. «Μπορεί. Αλλά τι να κάνουμε; Και πάλι όμως περνούν χιλιάδες άνθρωποι καθημερινά και έχουμε να κάνουμε και με ένα σωρό προβλήματα όπως τα πλαστά χαρτιά που μας φέρνουν. Και εσείς τους αφήνετε να περνάνε με αυτά τα χαρτιά και μετά πρέπει εμείς να δούμε τι θα κάνουμε», μου απαντά με κάπως αυστηρό και δασκαλίστικο ύφος. Όταν δε ξεκινά η συζήτηση για τον φράχτη είναι κατηγορηματικός. «Δεν πήραμε εμείς τις αποφάσεις για το ποιος περνά και ποιος όχι. Η Ευρώπη τις πήρε και εσείς είστε μέλος της. Θα πρέπει να κάνετε εκεί τα παράπονά σας». Χαιρετά στα ελληνικά με ένα «γεια σου» και βάζει τις φωνές σε έναν αστυνομικό.
Περπατώντας στον καταυλισμό όλα φαίνεται να λειτουργούν αρμονικά. Μητέρες βγαίνουν από τους παιδικούς σταθμούς που έχει στήσει σε σκηνές η Unicef, άνδρες σχηματίζουν ουρές σε μια άλλη σκηνή περιμένοντας να πάρουν τσάι ή καφέ και τα μέλη των ΜΚΟ φαίνεται να τα έχουν όλα υπό έλεγχο. Στο τέρμα του καταυλισμού όσοι δεν είναι στις μεγάλες σκηνές να περιμένουν το τρένο κάθονται έξω από αυτές και μπροστά από τα κάγκελα που αργότερα θα ανοίξουν για τη διέλευση προς τις αποβάθρες.
Εκεί ήταν και η Μαργκουά. Μια γλυκιά και ευαίσθητη γυναίκα νεαρή γυναίκα 29 ετών που κρατούσε στην αγκαλιά της τον εννέα μηνών γιος της, Αλι, ενώ ήταν περιστοιχισμένη από τα τρία παιδιά της φίλης που έκανε κατά τη διάρκεια του ταξιδιού. Η Μαρκουά είναι από το Ιράκ όπου εκείνη δούλευε για ένα διάστημα στο βρετανικό ινστιτούτο και ο σύζυγός της, που είναι διερμηνέας, εργαζόταν για μια αμερικανική εταιρεία. «Φυσικά δεν ήθελα να φύγω. Αλλά δεν μας άφησαν άλλη επιλογή. Είχαν προειδοποιήσει τον άντρα μου αρκετές φορές πως θα τον σκοτώσουν επειδή συνεργαζόταν με τους Αμερικανούς. Δεν ήταν εύκολο όμως και να τα παρατήσει και να βρει άλλη δουλειά. Εγώ είχα μόλις γεννήσει και έπρεπε να μείνω σπίτι μέχρι να μεγαλώσει λίγο ο μικρός». Όταν τη ρωτάω για το ταξίδι μέχρι την Ειδομένη και εκείνη, όπως και οι περισσότεροι, δεν θέλει να πει πολλά. «Δεν είχαμε τα προβλήματα που ακούγαμε πως είχαν άλλοι που πέρασαν από την Τουρκία στα νησιά. Όλα πήγαν καλά. Απλά στενοχωρήθηκα πολύ γιατί όταν περιμέναμε τη βάρκα στην παραλία, ακούσαμε πως ερχόταν η αστυνομία και αναγκαστήκαμε να αφήσουμε σχεδόν όλα τα πράγματά μας και να μπούμε βιαστικά σε ένα άλλο μικρός σκάφος για να μην προλάβουν να μας συλλάβουν».
Και εκείνη όπως τόσοι άλλοι, θέλει να πάει στη Γερμανία. «Δεν θέλω πολλά. Αλλά ανησυχώ για το πότε θα φτάσουμε. Βλέπεις είμαι έγκυος, τεσσάρων μηνών. Δεν θέλω να γεννήσω στο δρόμο. Ας έχουμε τουλάχιστον μέχρι τότε ένα δωμάτιο, μια κουζίνα και ένα μπάνιο. Και όλα θα πάνε καλά».
Όταν όμως τη ρωτάω αν έχει άλλη οικογένεια πίσω στο Ιράκ δείχνει να συννεφιάζει. Ενώ όση ώρα μιλάμε προσπαθεί να θηλάσει τον Αλι, τον δίνει σε ένα από τα κορίτσια της φίλης της. «Έχω τη μητέρα μου. Είναι δασκάλα και πολύ καλή γυναίκα. Μου έμαθε πολλά. Αλλά ο αδελφός μου πέθανε από ηλεκτροπληξία ενώ μάλιστα η γυναίκα του ήταν στις μέρες της να γεννήσει. Η μητέρα μου αν και έχουν περάσει αρκετοί μήνες πηγαίνει στον τάφο του κάθε μέρα. Δεν μπορεί να συνέλθει. Της ζήτησα να μας ακολουθήσει αλλά δεν μπορούσε να σταματήσει να πηγαίνει στον τάφο του. Τελικά έμεινε πίσω με την αδερφή μου», λέει σκουπίζοντας τα δάκρυα της. «Ξέρεις, έχω πολλές ενοχές που την άφησα. Δεν ξέρω αν θα με συγχωρέσει ποτέ, αν και λέει πως έκανα καλά που έφυγα. Εσύ τι λες; Θα με συγχωρέσει;». Εκείνη την ώρα έρχεται και ο άντρας της που μας καλωσορίζει ενώ παίρνει αγκαλιά τον γιο του.
Λίγη ώρα μετά, έχει πέσει σκοτάδι και ο φωτισμός είναι ανεπαρκής. Το πλήθος μέσα και έξω από τις σκηνές έχει μεγαλώσει. Όλοι περιμένουν το τρένο που οι υπεύθυνοι έχουν ενημερώσει πως φτάνει σε λίγα λεπτά. Αλλά κανείς δεν ξέρει εάν θα ανοίξει μόνο η εξωτερική πύλη ή και αυτές που υπάρχουν στις σκηνές και «βλέπουν» προς την αποβάθρα. Επείγονται όμως να μάθουν γιατί ανάλογα με το πόσο καλή θέση θα πιάσουν θα είναι και πιο σίγουρο πως θα μπορέσουν να επιβιβαστούν. Και περισσότερο αγωνιούν όσοι δεν κατάφεραν να πάρουν το προηγούμενο τρένο. Κάποιοι μάλιστα, βλέποντας πως το πλήθος που περιμένει μεγαλώνει, αναζητούν εναλλακτικές λύσεις, όπως λεωφορεία και ταξί αλλά οι αστυνομικοί δεν τους ενημερώνουν πως σε μικρή απόσταση από τον καταυλισμό μπορούν να βρουν και τα δύο. Για αρκετή ώρα επικρατεί ένας πανζουρλισμός και κάποια στιγμή επιτέλους το τρένο καταφθάνει και όσοι είχαν απομακρυνθεί για λίγο, τρέχουν να προλάβουν.
Αρχίζουν τα σπρωξίματα και τα παρακάλια ηλικιωμένων και γονιών με μικρά παιδιά για να περάσουν κατά προτεραιότητα. Αλλά οι αστυνομικοί δεν υποχωρούν. Σε ομάδες των πέντε - έξι ατόμων και πάλι περνούν στο χώρο προς τις αποβάθρες. Αφού πρώτα πληρώσουν 25 ευρώ για το κάθε εισιτήριο. Ποσό δηλαδή υψηλό για τα δεδομένα της πΓΔΜ και υπερδιπλάσιο των 10 ευρώ που κόστιζε μέχρι πριν μερικούς μήνες.
Η επιβίβαση αρχίζει, πάντα υπό το βλέμμα των αστυνομικών. Μόνο που κάποιοι δεν έχουν χρήματα για τα εισιτήρια. Μια πενταμελής οικογένεια, με ένα άρρωστο αγοράκι, προσπέρασε τον κισσέ έκδοσης και στάθηκε κοντά στον ελεγκτή των εισιτηρίων. Μετά από αρκετή ώρα οι αστυνομικοί τους ρώτησαν τι συμβαίνει. Όπως τους εξήγησε η μητέρα, κυρίως με νοήματα, ήταν από το Αφγανιστάν και ό,τι χρήματα είχαν τους είχαν τελειώσει. Τελικά της ζήτησαν να περιμένει να επιβιβαστούν πρώτα όλοι οι επιβάτες και εάν υπήρχε δυνατότητα ίσως να μπορούσαν να τους βολέψουν κάπου σε ένα βαγόνι.
Ενώ η επιβίβαση συνεχίζεται, και αναμενόταν να κρατήσει για αρκετή ώρα, βγαίνουμε από τον καταυλισμό και ακολουθούμε την αντίθετη πορεία από αυτή που διαγράφουν οι πρόσφυγες για να φτάσουν από τον φράχτη στις εγκαταστάσεις που αφήναμε πια πίσω μας.
Μια ακόμη μεγάλη σκηνή ορθώνεται μπροστά στην έξω πλευρά του ενός ακόμη συρματένιου φράχτη. Εκεί παραμένουν για αρκετές ώρες όσοι δεν γίνεται να περάσουν στο καταυλισμό, προς αποφυγή συνωστισμού. Η σκηνή όμως δεν φτάνει για να εξυπηρετήσει το πλήθος που έχει συγκεντρωθεί. Πολλοί βρίσκονται έξω ενώ αν και απόγευμα, όλα γύρω είναι σκοτεινά. Το κρύο πια είναι δυνατό και κάποιοι έχουν ανάψει τις πρώτες φωτιές για να ζεσταθούν.
Συνεχίζοντας το περπάτημα, στην ουδέτερη πια ζώνη, φτάνουμε μπροστά σε ένα μικρό κτίριο όπου στεγάζεται ένα market, όπως φαίνεται και στη φωτεινή επιγραφή. Όσο πλησιάζουμε νομίζουμε πως ακούμε κάποιον να μιλά ελληνικά, κάτι που δεν είναι παράδοξο στην πΓΔΜ. Προς μεγάλη μας έκπληξη όμως ο ιδιοκτήτης αποδείχθηκε πως είναι ένας Έλληνας, ο κ.Σάκης, όμως μας συστήνεται. «Τι κάνετε εσείς εδώ πέρα;» ρωτάει και κάπως έτσι ξεκινά η συζήτηση για να μας εξηγήσει πως είναι από την Έδεσσα αλλά έχει παντρευτεί μια Σκοπιανή. Μαζί του είναι και η κόρη του η οποία πηγαίνει σχολείο στην Ελλάδα. Όπως υποστηρίζει το συγκεκριμένο οικοδόμημα- που πέρα από την καντίνα διαθέτει και βοηθητικούς χώρους- είναι δικό του και πρόσφατα του έκανε και ανακαίνιση. Το πως βέβαια έχτισε στην ουδέτερη ζώνη στα σύνορα είναι κάτι που δεν διευκρινίστηκε…Πίνουμε δυο γουλιές από τον καφέ που μας πρόσφερε και ξεκινά πάλι.
Η απόσταση από την καντίνα, που βρίσκεται στη μέση του πουθενά, μέχρι τον στον φράχτη που χωρίζει την Γευγελή από την Ειδομένη είναι ακόμη ένα δεκάλεπτο με τα πόδια. Μόνο που πρέπει να περπατήσεις ανάμεσα στο δάσος και στα χωράφια μέσα στη μαύρη νύχτα. Όταν ξαφνικά ακούω κάτι σαν κλάμα μωρό, «παγώνω» φοβούμενη πως είναι κάποιο ο μωρό που μπορεί η μητέρα του να είχε χτυπήσει και να ήταν μόνο. Βέβαια ήταν αδύνατον να δούμε κάτι αλλά ευτυχώς γρήγορα διαπιστώσαμε πως ήταν γάτες...
Φτάνοντας τελικά στο φράχτη διαπιστώσαμε πως η κατάσταση και στην πλευρά της Ειδομένης είχε κάπως ομαλοποιηθεί και ο κόσμος ήταν λιγότερος από το Σάββατο το πρωί αφού -όπως μάθαμε αργότερα - η αστυνομία είχε ξεκινήσει να σταματά χιλιόμετρα μακριά τα πούλμαν, ενώ ανάλογα με τη ροή διέλευσης, έδινε άδεια να προσεγγίσουν την Ειδομένη.
Λίγο πριν φτάσουμε τελικά στον φράχτη άλλη μια έκπληξη. Βλέπουμε κάτι μικρές κουκίδες φωτός και πλησιάζοντας αντικρίζουμε δύο πλανόδιους πωλητές τσιγάρων που περίμεναν τους πρόσφυγες που έρχονταν!
Τελικά φτάνουμε μπροστά από την πόρτα του συρματένιου φράχτη και παρακολουθούμε δεκάδες πρόσφυγες να περνούν σε μικρά γκρούπ, υπό το αυστηρό βλέμμα των αστυνομικών που μάλλον δεν τους καλοάρεσε η ιδέα να μας έχουν εκεί. Και ξαφνικά, ανάμεσα σε αυτούς περνούν βλέπω τη φιγούρα Σουλεϊμάν. Του 21χρονου Σύριου που είχαμε γνωρίσει νωρίς το πρωί της ίδια ημέρας και ενώ περίμενε στην Ειδομένη για να μπει και αυτός στην ουρά για να διασχίσει τα σύνορα. «Είναι ωραίο να βλέπεις ξαφνικά σε έναν ξένο τόπο κάποιον που γνωρίζεις». Του ευχόμαστε καλή τύχη και σε λίγο χάθηκε και αυτός μέσα στο σκοτάδι…
Το ταξίδι συνεχίζεται ενώ για κάποιους άλλους, ακόμη και αυτή τη στιγμή μπορεί να ξεκινά.