Tranya sold separately." data-caption="Cuz sometimes you just want to...Screengrab from the original Star Trek episode, "The Corbomite Maneuver." Tranya sold separately." data-credit="Telstar Logistics/Flickr">
Η ιστορία της Επιστημονικής Φαντασίας είναι γεμάτη με σενάρια και ιστορίες πολέμων πέρα από τα όρια της Γης, από την εποχή του Λουκιανού ακόμα. Τον τελευταίο καιρό αυτό ισχύει ακόμα περισσότερο, καθώς έχουμε πρόσφατη την ανακοίνωση της νέας σειράς Star Trek και την κυκλοφορία του τρέιλερ του Star Trek: Beyond (αν θέλετε να φρεσκάρετε την μνήμη σας όσον αφορά στην ιστορία του διαστημικού αυτού έπους, μπορείτε να το κάνετε στο OTE Cinema 1HD, με 9 ταινίες Star Trek, κάθε Κυριακή, μέχρι το τέλος Ιανουαρίου από την «κλασική» εποχή, με πρωταγωνιστές τους Κερκ και Σποκ), αλλά φυσικά και το νέο Star Wars (The Force Awakens), και το νέο Independence Day.
Η εικόνα του διαστημικού πολέμου για τους περισσότερους παραπέμπει σε δεδομένα που αντιστοιχούν στις μάχες του Star Wars: Πελώρια, βαριά οπλισμένα και θωρακισμένα διαστημικά πολεμικά (τα επιβλητικά αυτοκρατορικά Star Destroyers αποτελούν χαρακτηριστικότατη εικόνα αυτής της προσέγγισης) που λειτουργούν ως θωρηκτά/ καταδρομικά (συμμετέχοντας στη μάχη με τα βαριά τους όπλα), αλλά και ως «αεροπλανοφόρα»/ carriers, δηλαδή μητρικά σκάφη για σμήνη από μονοθέσια αστρομαχητικά που δίνουν μάχες σε στυλ Δευτέρου Παγκοσμίου στο κενό του Διαστήματος.
Το συγκεκριμένο μοντέλο έγινε ιδιαίτερα δημοφιλές σε κινηματογράφο, τηλεόραση, (Babylon 5, Battlestar Galactica, Stargate SG-1/ Atlantis), αλλά και σε βιβλία/ κόμικ και βιντεοπαιχνίδια (Wing Commander, Elite, X-Wing, Freespace και πολλά πολλά άλλα), ωστόσο απέχει πολύ από την πραγματικότητα, καθώς, λόγω της Φυσικής, διαστημικά «καταδιωκτικά» θα ήταν μάλλον άχρηστα υπό πραγματικές συνθήκες (αν και δεν συμφωνούν όλοι απόλυτα επ'αυτού), ενώ οι αναμετρήσεις ανάμεσα σε μεγάλα πολεμικά θα είχαν να κάνουν περισσότερο με τους σωστούς συγχρονισμούς/ ταχύτητες/ επιταχύνσεις και πλήγματα σε μεγάλες αποστάσεις: Αναμετρήσεις μεγάλης συνολικής διάρκειας (ημερών και άνω), οι οποίες κρίνονται σε κλάσματα δευτερολέπτου, λόγω της φύσης των όπλων που εμπλέκονται και των αποστάσεων και τρομακτικών ταχυτήτων, αντί για μάχες που θυμίζουν θωρηκτά του πρώτου μισού του 20ού αιώνα.
Από αυτή την άποψη, το Star Trek ήταν κάπως πιο ρεαλιστικό, καθώς οι μάχες του ενέπλεκαν σχεδόν αποκλειστικά μεγάλα σκάφη – αλλά και πάλι, θεωρείται πως η πραγματικότητα (εάν μιλούσαμε για αστρόπλοια στο Βαθύ Διάστημα) θα ήταν αρκετά διαφορετική. Παραμένοντας πάντως σε πολύ ρεαλιστική βάση, το ενδεχόμενο πολεμικών επιχειρήσεων στο Διάστημα είχε εξεταστεί κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, στο πλαίσιο του προγράμματος του «Πολέμου των Άστρων» του Ρόναλντ Ρίγκαν (SDI- Strategic Defense Initiative), που περιελάμβανε τη χρήση λέιζερ για την αναχαίτιση σοβιετικών βαλλιστικών πυραύλων. Αυτό προκάλεσε πανικό στους Σοβιετικούς, καθώς θα ανέτρεπε την ισορροπία ισχύος, παρασύροντάς τους σε μια κούρσα για κάτι το οποίο κάποιοι θεωρούν ως την μεγαλύτερη και πιο επιτυχημένη στρατηγική μπλόφα των ΗΠΑ κατά τον Ψυχρό Πόλεμο (οι υπέρογκες στρατιωτικές δαπάνες θεωρούνται πολύ σημαντικός λόγος της κατάρρευσης της σοβιετικής οικονομίας γενικότερα), καθώς αργότερα υπήρξε παραδοχή από αμερικανικής πλευράς ότι το τεχνολογικό επίπεδο δεν βρισκόταν στο σημείο που θα επέτρεπε πραγματικά ένα τέτοιο σύστημα. Επίσης, σημειώνεται επίσης ότι από το 1966 είναι σε ισχύ η Outer Space Treaty, για τη μη τοποθέτηση πυρηνικών όπλων στο Διάστημα.
Σήμερα, τα δεδομένα διαφέρουν: Μπορεί να μην έχουμε (ακόμα) Star Destroyers και Death Stars, αλλά η τεχνολογία έχει προχωρήσει από τότε, με την ανθρωπότητα να εξαρτάται σε πολύ μεγάλο βαθμό από τηλεπικοινωνιακούς δορυφόρους για πάρα πολλές δραστηριότητές της- και ως εκ τούτου (και δεδομένης της έρευνας και ανάπτυξης που γίνεται στον τομέα των αντιδορυφορικών όπλων) θεωρείται εξαιρετικά πιθανό ότι, ακόμα και αν δεν φτάσουμε στο σημείο να μιλούμε για «στρατιωτικοποίηση» του Διαστήματος (με γενικευμένες πολεμικές επιχειρήσεις σε τροχιά), οι μελλοντικές συγκρούσεις θα περιλαμβάνουν το διαστημικό στοιχείο, υπό τη μορφή στόχευσης εχθρικών δορυφόρων με αντιδορυφορικά όπλα (πύραυλοι, λέιζερ αλλά και δορυφόροι – φονιάδες, που πλησιάζουν τον στόχο τους και ανατινάσσονται, καταστρέφοντάς τον).
Με την ισχυρότερη πολεμική μηχανή του κόσμου- τις ΗΠΑ- να εξαρτώνται από τις δορυφορικές επικοινωνίες για το 80% των επικοινωνιών τους (σύμφωνα με δημοσίευμα του BBC), περιλαμβανομένων των συστημάτων που έχουν να κάνουν με πυρηνικά όπλα, η σημασία του Διαστήματος ως πεδίου επιχειρήσεων γίνεται ιδιαίτερα αντιληπτή. Οι δορυφόροι για ασφαλείς επικοινωνίες που έχουν να κάνουν με το πυρηνικό οπλοστάσιο βρίσκονται σε γεωστατική τροχιά, σε ύψος που μέχρι πρότινος εθεωρείτο ασφαλές- αλλά αυτό άλλαξε το 2013, μετά από κινεζική πυραυλική δοκιμή όπου το βλήμα κινήθηκε κοντά σε τέτοιο ύψος (περίπου 36.000 χλμ). Ο πτέραρχος Τζον Χάιτεν της US Space Command εξέφρασε την ανησυχία του μέσα στο έτος, δηλώνοντας στο CBS News ότι οι Κινέζοι ενδεχομένως να είναι σε θέση να απειλήσουν κάθε τροχιά και τονίζοντας ότι «πρέπει να βρούμε πώς θα προστατέψουμε αυτούς τους δορυφόρους, και θα το κάνουμε».
Ωστόσο, όπως προαναφέρθηκε, τα πράγματα είναι όντως διαφορετικά σήμερα: Κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, ο «Πόλεμος των Άστρων» του Ρίγκαν μπορεί να παραπλάνησε τους Σοβιετικούς, ωστόσο τράβηξε την προσοχή τους στο θέμα των δορυφόρων, και το πώς θα μπορούσαν να τους εξουδετερώσουν. Ωστόσο, η εξουδετέρωση των δορυφόρων θα εθεωρείτο προφανές προοίμιο μιας πυρηνικής επίθεσης, οπότε από μόνη της θα ωθούσε την πλευρά που θα έβλεπε τους δορυφόρους της να πλήττονται σε μαζικό πυρηνικό πλήγμα/ αντεπίθεση, και ως εκ τούτου υπήρξε ένα άτυπο μορατόριουμ/ κατανόηση και από τις δύο πλευρές, από την άποψη ότι «δεν πειράζουμε ο ένας τους δορυφόρους του άλλου». Αυτό σήμερα έχει αλλάξει από πολλές απόψεις, καθώς περίπου 60 χώρες δραστηριοποιούνται στο Διάστημα, ενώ οι δυνάμει αντίπαλοι των ΗΠΑ σε επίπεδο στρατιωτικής αναμέτρησης «υπερδυνάμεων» (Κίνα, Ρωσία) έχουν περισσότερα κίνητρα για να πλήξουν αμερικανικούς δορυφόρους, καθώς γνωρίζουν ότι αποτελούν το «νευρικό σύστημα» των αμερικανικών δυνατοτήτων προβολής ισχύος.
Επίσης, εξακολουθεί να υφίσταται το ζήτημα του κυβερνοπολέμου: Πέρα από «υλικές» διαστημικές επιχειρήσεις (στις οποίες θα απαιτούνταν μεγέθη και τεχνογνωσίες επιπέδου ΗΠΑ, Ρωσίας, Κίνας, με λέιζερ, δορυφόρους-«φονιάδες»/ διαστημικές νάρκες και αντιδορυφορικούς πυραύλους), υπάρχει και το θέμα του κυβερνοπολέμου, όπου μπορούν να «παίξουν» και άλλες, μικρότερες δυνάμεις (κρατικές ή μη οντότητες- μέχρι και τρομοκρατικές οργανώσεις), στοχεύοντας τα δορυφορικά δίκτυα- «χακάροντας» δορυφόρους, για να το πούμε απλά, με επιπτώσεις πρακτικά αντίστοιχες της χρήσης ASAT (αντιδορυφορικών) όπλων.
ASAT όπλα
Παραμένοντας πάντως στη σφαίρα του «καθαρού» διαστημικού πολέμου, αξίζει κανείς να κοιτάξει λίγο καλύτερα τα σύγχρονα «διαστημικά όπλα»: Πέρα από το πυροβόλο «αυτοάμυνας» που φέρεται να έφερε ο διαστημικός σταθμός Almaz 2 (Salyut 3) επί Ψυχρού Πολέμου (1974), τα κινητικού χαρακτήρα όπλα για χρήση εναντίον δορυφόρων (ASAT) είναι σχεδιασμένα να χτυπούν τον στόχο τους ή να εκρήγνυνται κοντά του. Ιδιαίτερα ευάλωτοι σε αυτά τα βλήματα είναι οι δορυφόροι που βρίσκονται σε χαμηλή τροχιά (LEO- Low Earth Orbit), στην οποία κινούνται πολλοί imaging δορυφόροι. Γενικά, εκείνο το ύψος θεωρείται «εύκολο», καθώς οι δορυφόροι εκεί μπορούν να πληγούν από μέσα (βαλλιστικούς πυραύλους- για άμεσο πλήγμα, ή για τοποθέτηση μιας «νάρκης» σε τροχιά) που διαθέτουν αρκετές χώρες. Τα πράγματα αλλάζουν κάπως σε υψηλότερες τροχιές, καθώς είναι δυσκολότερο να φτάσει εκεί ένας πύραυλος, αλλά από την άλλη οι στρατιωτικοί δορυφόροι εκεί είναι πιο εξελιγμένοι και άρα μεγαλύτεροι, οπότε ευκολότερο να στοχευθούν, και σε αυτό το σημείο πρέπει να υπογραμμιστεί πως οι δορυφόροι, σαν γενικός κανόνας, δεν μπορούν να ελιχθούν ιδιαίτερα γρήγορα, οπότε και πρακτικά μιλώντας, θα ήταν δύσκολο ένας δορυφόρος να αποφύγει έναν πύραυλο που έχει «λοκάρει». Ωστόσο, όπως αναφέρεται σε σχετικό δημοσίευμα του Forbes, δεν είναι απαραίτητο ένας πόλεμος στο Διάστημα να διεξαχθεί κυρίως με κινητικά όπλα, καθώς η παραγωγή συντριμμιών/ θραυσμάτων (τα οποία δεν κάνουν διακρίσεις όσον αφορά στο ποιους στόχους χτυπούν) δημιουργεί προβλήματα.
Σε πιο «εξωτικό» πλαίσιο, τα όπλα που συναντά κανείς είναι μη κινητικού χαρακτήρα, όπως λέιζερ, μικροκύματα υψηλής ισχύος και παρεμβολές (ηλεκτρονικός πόλεμος), για «τύφλωση» δορυφόρων, φυσική φθορά τους (υπερθέρμανση), καταστροφή απροστάτευτων ηλεκτρονικών συστημάτων ή «απλά» παρεμπόδιση της εκπομπής/ λήψης δεδομένων, με αποτέλεσμα την αχρήστευση του δορυφόρου. Το πλεονέκτημα αυτών των μεθόδων είναι ότι δεν παράγουν συντρίμμια- ενώ σε αντίστοιχο δημοσίευμα του Scientific American αναφέρεται πως θα μπορούσαν επίσης να χρησιμοποιηθούν δορυφόροι που ψεκάζουν από κοντινή απόσταση με διάφορες χρωστικές ουσίες τα οπτικά συστήματα (κάμερες) των εχθρικών δορυφόρων, τυφλώνοντάς τους πρακτικά- ή ακόμη και κόβοντας με ρομποτικούς βραχίονες τις κεραίες του.
Σε κάθε περίπτωση πάντως, στο δημοσίευμα υπογραμμίζεται ότι σε περίπτωση που οι δορυφόροι μιας δύναμης δεχτούν επίθεση από ASAT όπλα, η καλύτερη απάντηση/ αντίποινα δεν θα ήταν στο Διάστημα, αλλά στη Γη: όλα τα ASAT συστήματα εδρεύουν, με τον έναν ή με τον άλλο τρόπο, στη Γη, οπότε και η βέλτιστη απάντηση θα ήταν η εξουδετέρωσή τους από τη «ρίζα», μέσω καταστροφής των ραντάρ που παρακολουθούν δορυφόρους, βάσεις εκτόξευσης κ.α, ή η δημιουργία ζωνών απαγόρευσης πτήσεων μέσω αντιπυραυλικών συστημάτων, ώστε να καταρρίπτεται ό,τι εκτοξεύεται στο Διάστημα.