Μία διαδρομή 40 χρόνων του Γιάννη Μιχαηλίδη στα εικαστικά πράγματα του τόπου παρουσιάζει το Μ.Ι.Ε.Τ. στο Μέγαρο Εϋνάρδου.
Γεννημένος το 1940, ο ζωγράφος δεν έκανε τυπικές ακαδημαϊκές σπουδές, αλλά μελέτησε από μικρός την τέχνη των παλαιοτέρων και των συγχρόνων του, λάτρεψε, όπως λέει ο ίδιος, «τη μεγάλη ζωγραφική». Με τον ίδιο τρόπο που έχει λατρέψει τα μέρη όπου έζησε και μεγάλωσε και από τις εικόνες των οποίων έχει τις καταβολές του το έργο του: «Από παιδί μεγάλωσα στους ταρσανάδες της Σκιάθου, ένα τοπίο όπου η φθορά, η σκουριά και η γέννηση του καινούργιου συνυπάρχουν. Στον Βόλο μετά βρήκα μια βιομηχανική πόλη η οποία παρήκμαζε. Το τοπίο της Αθήνας στη συνέχεια, με τις σκισμένες αφίσες στους τοίχους, με τους ατέλειωτους ακάλυπτους χώρους και τα ερείπια, από τα οποία η χώρα μας βρίθει, ήταν μιαν ανάλογη εικόνα. Όλα αυτά τα στοιχεία βγαίνουν μέσα από τη δουλειά μου, για την οποία πιστεύω ότι είναι βαθιά ελληνική» αποκαλύπτει ο ίδιος. Το εργαστήρι του ζωγράφου είναι στην όμορφη γειτονιά στου Μακρυγιάννη, κάτω από τον βράχο της Ακρόπολης. Ο ομότεχνός του Νίκος Χουλιαράς το έχει ονομάσει βαθυσκάφος, που ταξιδεύει μ’ αυτό τις νύχτες.
ακάλυπτος χώρος 101,5-73
Δίνετε την εικόνα του παλιού μάστορα. Μοιάζει να έχετε εμμονή στα παλιά υλικά και τις μεθόδους τους. Ωστόσο, στα τελευταία έργα σας αναδεικνύετε νέους τρόπους γραφής.
Έχω μία πολύ καλή σχέση με τα υλικά και με τον τρόπο που μπορείς να τα διαπραγματευτείς κι αυτό είναι κάτι που μπορώ να το παινευτώ. Πιστεύω ότι το έχω κατακτήσει, όχι μόνο μέσα από έργα που επίμονα προσπαθώ να διαβάσω, αλλά κι από ταπεινές χειρονομίες, δηλαδή από μαστόρους που κάνουν πράγματα εντελώς άσχετα με τη ζωγραφική. Αν αυτό το αποτέλεσμα, μπορώ να το επαναλάβω, να το αξιοποιήσω και να το φέρω πιο κοντά στο εικαστικό, αυτό για εμένα είναι μια επιτυχία.
Τα τελευταία χρόνια υπάρχει και μια πρόοδος στη συνείδηση του κοινού, δηλαδή δεν εννοούμε ζωγραφική μόνο την ελαιογραφία και το τελαρωμένο έργο. Έχουμε καλής ποιότητας χαρτιά και καινούργια υλικά, τα οποία ξεφεύγουν από την παραδοσιακή λογική. Αυτή η ζωγραφική στα σπήλαια για παράδειγμα, δεν είναι υψηλή τέχνη; Και ποιος δε θα ήθελε να έχει ένα τέτοιο έργο; Η ζωγραφική γίνεται παντού, δεν είναι ανάγκη να υπάρχει μόνο επάνω στο μουσαμά.
Αλλά, εκείνο που θέλω να πω είναι το εξής: τα τελευταία δέκα χρόνια αξιοποιώ στο έπακρο την επιφάνεια που ζωγραφίζω. Παλιότερα, θεωρούσα ότι αυτή η επιφάνεια που δουλεύω είναι καθοριστική και πρέπει μ’ αυτήν ν’ αρχίσω και με αυτήν να τελειώσω. Δεν υπήρχε καθόλου περιθώριο μιας άλλης ανάγνωσης. Έλεγε ο Πικάσο ότι το καλύτερό του πινέλο είναι το ψαλίδι, αλλά δεν το επιχειρούσα. Κι εκείνο που έχει μεγάλη σημασία, πέρα από τη γνώση των υλικών, είναι και η άλλη προσέγγιση του έργου. Τα έργα δηλαδή στη μεγάλη διάσταση που κάνω, δεν είναι αυτά που απολαμβάνω να δημιουργώ κατά την ώρα της διαδικασίας, αλλά είναι ένα είδος κατάλοιπου. Αυτό το οποίο βιώνω την ώρα που γίνεται η πάλη με το χρώμα, είναι αυτό το οποίο έλεγε ο Τσαρούχης «δε ξέρω αν πατάω ή πετάω».
Κι αυτή η πάλη με το χρώμα είναι κατά κάποιο τρόπο «προμελετημένη» ή προκύπτει από τη διαδικασία;
Όλη αυτή η επιφάνεια, όταν αρχίζει ν’ αποκτά ενδιαφέρον, ο ίδιος ο δημιουργός προσπαθεί κάπου να την κατευθύνει. Όσο μπορεί, γιατί τα υλικά δεν πειθαρχούν. Αφήνω, λοιπόν, την εικόνα να πει αυτό που θέλει κι αν κάνω κάποιες σκέψεις, τις κάνω κατόπιν εορτής. Από την στιγμή που τελειώνει δηλαδή μια δουλειά, τότε αρχίζω να σκέφτομαι πώς θα το βαφτίσω. Την ώρα της δουλειάς αφήνω τον εαυτό μου ελεύθερο να βγάλει ό, τι βγάλει.
Με τους τίτλους άλλωστε, έχω έναν άλλο τρόπο να βαφτίζω τα έργα. Για να γίνω κατανοητός, δανείζομαι τις φιγούρες του Καραγκιόζη. Κάθε φορά δηλαδή μία φιγούρα παίζει κι έναν άλλο ρόλο. Έτσι και το έργο ανάλογα με τον χώρο που θα δημιουργήσω, μπορεί να πάρει την ονομασία που θα του δώσω. Παραμένω ακόμη λάτρης των μορφών, ένας εικαστικός που λατρεύει αυτό που δημιουργείται μέσα στην επιφάνεια.
ακάλυπτος χώρος 2 101,5-73, ένθετο έγχρωμο έργο σε καρτέλα
Kάτι που σας χαρακτηρίζει είναι μια μεθοδικότητα στην οργάνωση θέματος και εικόνας.
Τα τελευταία τουλάχιστον 15 χρόνια ξέρω τι θέλω να κάνω, αλλά δεν είμαι τόσο μεθοδικός κι οργανωτικός, όπως παλιότερα: δηλαδή, ξεκινάω να κάνω μια αυτόματη γραφή κι αφήνω το ίδιο το υλικό να μου χαρίσει μορφές, που δεν έχω κάνει καμία προσπάθεια να τις ζωγραφίσω. Κι αυτό είναι μια λατρεία που έχω για τον αμερικάνικο αφηρημένο εξπρεσιονισμό. Δηλαδή, αυτή η ζωγραφική, με την οποία οι Αμερικανοί κατάφεραν ν’ απεξαρτηθούν από την Ευρώπη, και να πάρουν έναν άλλο δρόμο – για παράδειγμα ο Πόλοκ. Βλέπεις ότι αυτή η γραφή είναι πολλές φορές πιο περιγραφική απ’ ότι επιχειρεί ένας ζωγράφος με ένα σχέδιο, μια προοπτική, μια θεματογραφία η οποία έχει μια σαφή εικόνα. Αυτή η ασάφεια του ανεικονικού σε βάζει σε άλλους κόσμους και το περίεργο είναι ότι αν πάρεις ένα έργο από έναν abstrait καλλιτέχνη και προσπαθήσεις να το ταυτοποιήσεις με κάτι άλλο που η φύση έχει δημιουργήσει, οπωσδήποτε θα το βρεις αυτό.
Σε πλήρη αντίθεση όμως με τον αμερικανικό εξπρεσιονισμό, εσείς δεν αποκόπτεστε από τη φύση και την εικόνα.
Μ’ ενδιαφέρει να καλύπτω κάποιες επιθυμίες των ανθρώπων, όμως, αν θέλω να πατώ στέρεα στα πόδια μου, δεν κάνω τίποτε άλλο, παρά ν’ ανατρέχω στη φύση. Έχω μια σειρά από φωτογραφίες, που έπονται των έργων μου. Έχω ένα συγκεκριμένο χώρο, όπου αντλώ αυτές τις ιδέες, ξέρω πολύ καλά πού θα βρω αυτά τα πράγματα, ακόμη και σε ένα περιβάλλον αστικό. Πόσες φορές κατεδαφίζουμε ένα σπίτι κι έχουμε επιφάνειες εκπληκτικής ωραιότητας! Τα γκράφιτι που κάνουν τα παιδιά στο δρόμο, κάποιες τυχαίες πινελιές, τα στοιχεία τη φύσης έξω… αν αντιπαραβάλλεις το έργο με το περιβάλλον, βλέπεις ότι θα επιβεβαιωθείς. Είμαι απόλυτα βέβαιος γι’ αυτό!
Δείγμα γραφής
Πολλοί συνάδελφοί σας χρησιμοποιούν πια ψηφιακές εφαρμογές. Ποια η γνώμη σας για τη χρήση του υπολογιστή στην εικαστική δημιουργία;
Ψηφιακά δεν αντιλαμβάνομαι το έργο, γιατί εγώ παλεύω με τα υλικά, οσμίζομαι τα υλικά, εγώ τα δημιουργώ, τα ζυμώνω, κάτι κάνω εκεί πέρα μέσα. Ακόμη και κάτι τυχαίο που μπορεί να πέσει, από μόνο του μπορεί να δώσει λύση, ενώ αυτό δε συμβαίνει ψηφιακά. Είναι σαν τη γάτα που περνάει από το πλάνο και λες «δεν το χαλάει το πλάνο, απεναντίας… το έσωσε!».
Η ψηφιακή εφαρμογή είναι πολύ σπουδαίο εργαλείο, αλλά δε θα φτάσει ποτέ τη μαγεία των χρωμάτων που μπορείς να πάρεις από μία επιφάνεια. Σίγουρα υπάρχει μία άλλη δημιουργία εκεί πέρα και συναντάς εκπλήξεις. Θυμάμαι που μου άρεσε η φωτογραφία και είχα μάλιστα σκοτεινό θάλαμο, όπου έβλεπα τί τυπώνω. Άλλη μαγεία! Κι εκεί μπορούσες να απομονώσεις μια λεπτομέρεια και να κάνεις abstrait πράγματα. Η μαγεία όμως του χαρτιού και του χρώματος δεν ξεπερνιέται με τίποτα! Αν δεν έχεις άλλωστε, ας πούμε εκπαίδευση σε μία καθαρά χειρωνακτική διαχείριση του υλικού της δουλειάς, πώς μπορείς να ζητήσεις να στο δώσει ο υπολογιστής αυτό; Ή πως μπορείς να εκτιμήσεις αλήθεια αυτό που σου δίνει ο υπολογιστής; Για παράδειγμα, δίνουν εντολή στον υπολογιστή να κάνει ακουαρέλα κι έχει όλη τη συμπεριφορά. Η μυρωδιά; Η απορροφητικότητα του χαρτιού με τα παιχνίδια που κάνει; Η ροή του νερού με το χρώμα, όπως χωνεύεται το ένα στο άλλο; Αυτά είναι πράγματα ερωτικά και δεν τα βλέπεις εκεί μέσα.
Πιθανώς να υπάρχει μία άλλη μαγεία, που εγώ αγνοώ. Πιστεύω πάντως ότι ακόμη και η φωτογραφία με την ψηφιακή δεν μπορεί να σταθεί δίπλα στις παλιές φωτογραφίες. Τώρα ακόμη και στα χρώματα καταργούνται τα ονόματα και παίρνουν κωδικούς. Αυτό εμένα μ’ ενοχλεί.
Δείγμα γραφής
Θεωρείτε τον εαυτό σας «αιρετικό» της ζωγραφικής;
Θεωρώ τον εαυτό μου αιρετικό υπό την έννοια ότι δε ζωγραφίζω, όπως ένας καλλιτέχνης που οργανώνεται σε ένα χώρο και συγκεντρώνεται σε ένα θέμα, κάνοντας προσχέδια ή μελέτες. Προκύπτουν τα έργα «παίζοντας», γιατί και η ίδια μου η ζωή έτσι είναι. Είμαι ένας άνθρωπος που μπορεί να πηγαίνει συνέχεια σε ένα μέρος, αλλά κρατώ πράγματα για την επόμενη φορά. Δεν τα καταναλώνω αμέσως… περιμένω να πάω, να ζήσω, και να τα χαρώ. Και ελαχιστοποιώ ή μεγιστοποιώ τα πράγματα, δεν έχω κανένα πρόβλημα σε αυτό, γιατί έτσι περνάω καλά. Και επειδή αυτά έχουν μία επιτυχία πολύ περιορισμένη, δηλαδή πολλά κομμάτια έχουν καταστραφεί, έχω μιαν απάντηση, αφελή μεν, αλλά πειστική: μήπως το είχα και από χθες; και τελειώνει η ιστορία!
Η έκθεση του Γιάννη Μιχαηλίδη στο Μέγαρο Εϋνάρδου (Αγίου Κωνσταντίνου 20 και Μενάνδρου, Αθήνα) διαρκεί έως τις 18 Φεβρουαρίου.