Ο Δημήτρης Παπαϊωάννου έχει κάθε λόγο να θεωρείται ο Έλληνας καλλιτέχνης που άλλαξε δραστικά το τοπίο των παραστατικών τεχνών της χώρας.
«Έχω καταλάβει ότι η εργασία μας φέρνει στο φως», έχει πει ο Δημήτρης Παπαϊωάννου, και αυτό το φως φαίνεται όχι μόνο στις δουλειές του αλλά και στην ίδια του την οντότητα και το «φωτεινό» πρόσωπο που επιδεικνύει σε κάθε λέξη και κάθε πράξη του τα τελευταία 30 χρόνια.
Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1964 και από πολύ νωρίς ένιωσε πως τον «διαπερνούσε ένα ρεύμα που δεν μπορούσε να αναχαιτιστεί και να μην εκφραστεί». Ο άνθρωπος αυτός, είχε κάτι το διαφορετικό.
Όπως έχει παραδεχτεί, η διαφορετικότητά του δεν είχε να κάνει μόνο με το σεξουαλικό του προσανατολισμό, τον οποίο δεν έκρυψε ποτέ. "Είχε να κάνει και με την καλλιτεχνική μου φύση". Η επίσημη αρχή της καριέρας του έγινε λίγο πριν την ενηλικίωσή του. Ο Δημήτρης Παπαϊωάννου είχε την τύχη να γνωρίσει τον κατάλληλο άνθρωπο, την κατάλληλη στιγμή. Ήταν 17 χρονών όταν ήρθε για πρώτη φορά σε επαφή με τον ζωγράφο και σκηνογράφο Γιάννη Τσαρούχη ο οποίος τον προέτρεψε να ακολουθήσει το όνειρό του: να ζήσει με και για την τέχνη.
«Στα 17 μου ζωγράφιζα μανιωδώς και το κολλέγιο έκανε μια έκθεση ζωγραφικής με τα έργα μου στη βιβλιοθήκη του σχολείου. Κάλεσα τον Τσαρούχη και ήρθε. Πήγα μόνος μου με φωτογραφίες από τα έργα μου και του χτύπησα την πόρτα. Ήμουν τυχερός γιατί έτυχε να είναι μόνος του, πράγμα σπάνιο. Ήταν ιδιαίτερα επιφυλακτικός για το ποιος του χτυπά την πόρτα. Ήταν ευγενικός με το έργο μου, αν και ξέρω ότι δεν ήταν καλό, αλλά μάλλον τον ενδιέφερε κάτι και ήρθε να δει τα έργα μου από κοντά. Την επομένη με πήρε τηλέφωνο και από τότε ξεκίνησε η μαθητεία μου πλάι του», έχει παραδεχτεί.
Ξεκινά σπουδές στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών στο εργαστήρι του Δημήτρη Μυταρά και γρήγορα γίνεται γνωστός χάρη στα κόμικς και τη ζωγραφική του. Παράλληλα,σπουδάζει χορό στη σχολή της Μαίρης Τσούτη, ώσπου χάρη στο ταλέντο του βρίσκεται στη σχολή του Έρικ Χόκινς στην Νέα Υόρκη, μια εμπειρία που του αλλάζει τη ζωή.«Εκεί εμβολιάστηκα με τη σύγχρονη αντίληψη των πραγμάτων και όταν επέστρεψα τα 1986 ίδρυσα την Ομάδα Εδάφους», έχει δηλώσει.
Η Ομάδα Εδάφους είναι ο λόγος που ο Δημήτρης Παπαϊωάννου κατάφερε να κερδίσει το σεβασμό της εγχώριας καλλιτεχνικής κοινωνίας και να αποκτήσει το πρώτο του φανατικό κοινό. Πρόκειται για μία από τις θρυλικότερες ομάδες χορού της Ελλάδας, η οποία στα 16 χρόνια παρουσίας της «γέννησε» 17 μοναδικά έργα αποσπώντας κρατικά βραβεία χορού και παραγωγής.
Το 2004 το όνομά του συνδέεται άρρητα με το γεγονός που εξύψωσε την χώρα μας στο παγκόσμιο καλλιτεχνικό στερέωμα. Τους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας. Η σύλληψη, η χορογραφία και η σκηνοθεσία των τελετών έναρξης και λήξης απέσπασαν ενθουσιώδεις κριτικές από τον ελληνικό και διεθνή Τύπο, ενώ το μοναδικό συναίσθημα συγκίνησης και υπερηφάνειας που χάρισε μέσα από αυτήν στους θεατές και, κυρίως, στους Έλληνες ήταν κάτι το μοναδικό.
Το 2006 δημιουργεί την παράσταση «2». Ο Δημήτρης Παπαϊωάννου έχει έναν ακόμη λόγο να ξεχωρίσει μαζί της, μιας και καταφέρνει κάτι ανεπανάληπτο για τα ελληνικά δεδομένα: να φέρει τον κόσμο πιο κοντά στο χορό, στην πειραματική σκηνή, στην τέχνη. Σε ένα είδος τέχνης, για την ακρίβεια, με το οποίο ίσως κάποιοι να μην ασχολούνταν ποτέ αν δεν έβλεπαν την υπογραφή του ανθρώπου που δημιούργησε το αριστούργημα των Ολυμπιακών Αγώνων. Το ελληνικό κοινό άφησε την ιδιαίτερη, πολυσύνθετη ματιά του Παπαϊωάννου να το οδηγήσει σε μια νέα εμπειρία που αποτέλεσε την αφορμή για πολλούς από αυτούς να ασχοληθούν εκτενέστερα με την τέχνη και να την κάνουν αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής τους.
Λίγο καιρό μετά, το 2009, ο Παπαϊωάννου ξεκινά μια νέα ερευνητική πορεία προς τη μεγαλύτερη δυνατή απλότητα και τον επαναπροσδιορισμό των πρωταρχικών σκηνικών υλικών. Το 2014, με τη νέα παράσταση του «Still Life» επιστρέφει σωματικά στην σκηνή μετά από 10 χρόνια, χωρίς μεγαλεπήβολα σκηνικά, φανταχτερά κοστούμια ή εντυπωσιακούς φωτισμούς, για να υπενθυμίσει στο κοινό πως δεν χρειάζονται πολλά για να δημιουργηθεί η μαγεία της τέχνης. Την οποία, άλλωστε, μας δίδαξε ο ίδιος καλύτερα από τον καθένα.
Μετά τους Ολυμπιακούς Αγώνες πολλοί ήταν εκείνοι που περίμεναν να «πέσει» και να μην καταφέρει να «ξανασηκωθεί». Εκείνος καταφέρνει εδώ και τρεις δεκαετίες να αφήνει ανεξίτηλο το σημάδι του με όποια πτυχή της τέχνης κι αν καταπιάνεται: ζωγραφική, κόμικς, εικαστικά, χορό, τελετές Ολυμπιακών Αγώνων. Τίποτα από όλα αυτά δεν θα είχε συμβεί αν ζούσε μία ζωή χωρίς να παραδέχεται το ποιος πραγματικά είναι, αν δεν είχε επιλέξει να ζήσει στα 18 του χρόνια μακριά από την οικογένειά του, ανεξάρτητος, αν δεν είχε πιστέψει στα όνειρά του κι αν, για χάρη τους, δεν είχε ρισκάρει τα πάντα για να ζήσει αποκλειστικά για (και από) αυτό που αγαπά όσο τίποτα: την τέχνη. Και όταν κάποιος δίνεται τόσο ολοκληρωτικά σε αυτό που πιστεύει, το μόνο σίγουρο είναι πως θα πετύχει σε ό,τι κι αν κάνει. Αν αυτός δεν είναι ο απόλυτος λόγος για να θαυμάζεις κάποιον, δεν ξέρουμε ποιος άλλος μπορεί να είναι.