Σε πολύ χαμηλά επίπεδα βρίσκεται η γεννητικότητα στην Ελλάδα, σύμφωνα με μελέτη του Εθνικού Κέντρου Κοινωνικών Ερευνών (ΕΚΚΕ). To 2009 o δείκτης γονιμότητας ανέκοψε την πορεία του, καθώς οι Ελληνίδες άρχισαν να αποκτούν 1,1 έως 1,3 παιδιά σε μεγάλη ηλικία. Σύμφωνα με τον δημογράφο Διονύση Μπαλούρδο, ο κίνδυνος της φτώχειας αποτελεί αποθαρρυντικό παράγοντα για τα ζευγάρια. Ταυτόχρονα όμως παρατηρείται ότι τα ποσοστά γεννήσεων στη χώρα μας δεν έχουν μεταβληθεί ιδιαιτέρως από την χρονική περίοδο πριν το 2008, όταν οι ελληνικές οικογένειες δεν είχαν έρθει ακόμα αντιμέτωπες με την οικονομική κρίση.
Όπως τόνισε στην Huffpost Greece ο δημογράφος και καθηγητής στο Εθνικό Πανεπιστήμιο της Αυστραλίας, Peter McDonald, το πρόβλημα της υπογεννητικότητας στην Ελλάδα δεν σχετίζεται τόσο με την ανέχεια, όσο με την ανεργία των γυναικών. Ακόμα και στις προ κρίσης εποχές, η χώρα μας ανήκε στην ομάδα των χωρών με ποσοστά γεννήσεων κάτω του 1,5 ανά γυναίκα. Άλλα έθνη που ανήκουν στην ίδια ομάδα είναι οι υπόλοιπες χώρες του Ευρωπαϊκού Νότου, όπως η Ισπανία και η Ιταλία, όλα τα γερμανόφωνα έθνη, όπως η Γερμανία και η Αυστρία, καθώς και πλούσιες χώρες της ανατολικής Ασίας, όπως η Κίνα και η Ταϊλάνδη. Η ομάδα των χωρών με περισσότερες από 1,7 γεννήσεις ανά γυναίκα συμπεριλαμβάνει τις Σκανδιναβικές χώρες, τα γαλλόφωνα και αγγλόφωνα έθνη.
Το πρόβλημα με την ανεργία των γυναικών
Όπως εξηγεί ο καθηγητής McDonald, η μεγαλύτερη διαφορά μεταξύ των δύο αυτών ομάδων βρίσκεται όχι τόσο στην οικονομική κατάσταση των χωρών, όσο στη συμμετοχή των γυναικών στην αγορά εργασίας. Πιο συγκεκριμένα, σε αντίθεση με όσα πιστεύουν πολλοί, όσο υψηλότερα είναι τα ποσοστά ανεργίας των γυναικών σε μια χώρα, τόσο χαμηλότερα είναι τα ποσοστά γεννήσεων, ενώ όσο περισσότερες γυναίκες εργάζονται, τόσο περισσότερα παιδιά γεννιούνται. Αυτό έρχεται σε αντίθεση με ερμηνείες της υπογεννητικότητας στο παρελθόν, σύμφωνα με τις οποίες τα εργασιακά καθήκοντα των γυναικών αποτελούν τροχοπέδη στα σχέδια για δημιουργία οικογένειας. Με λίγα λόγια, η οικονομική ανεξαρτησία και η επαγγελματική σταθερότητα ευνοούν σε μεγάλο βαθμό τις γεννήσεις.
«Μια πιο δίκαιη κατανομή του πληθυσμού στην αγορά εργασίας οδηγεί σε μεγαλύτερο ΑΕΠ και ενισχυμένη γεννητικότητα», τόνισε.
Διαβάστε ακόμα:
Πράγματι, σύμφωνα με έρευνα των Γιατρών του Κόσμου, το 2014 τέσσερις στις δέκα γυναίκες στην χώρα μας αποφάσισαν να κάνουν ένα παιδί λιγότερο ή κανένα για να μην χάσουν την δουλειά τους. Όπως δείχνουν τα τελευταία στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, οι άνεργοι τον Ιούλιο ανήλθαν σε 1.196.736 άτοµα. Στις γυναίκες, η ανεργία είναι ακόμα μεγαλύτερη, αγγίζοντας το 29,4%. Επομένως η «δημογραφική βόμβα» στη χώρα μας, όπως αποκαλούν κατά καιρούς τη μείωση της γεννητικότητας, αποτελεί αποτέλεσμα ενός συνδυασμού παραγόντων, με την άνιση συμμετοχή των γυναικών στην αγορά εργασίας να είναι η σημαντικότερη.
Άλλοι παράγοντες
Άλλοι σημαντικοί παράγοντες είναι η παρατεταμένη παραμονή των παιδιών στην οικογενειακή εστία, αλλά και η φυγή πολλών νέων στο εξωτερικό. Στοιχεία της Eurostat έδειξαν ότι στον ευρωπαϊκό νότο οι νέοι φεύγουν από το σπίτι των γονιών τους σε πολύ μεγαλύτερη ηλικία σε σχέση με τους νέους του βορρά. Στην Ελλάδα, το 57% των νέων (18-34)δεν έχει αποχωριστεί την οικογενειακή εστία. Όσον αφορά τον δεύτερο παράγοντα, σύμφωνα με μελέτη του κ. Λόη Λαμπριανίδη, καθηγητή στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας, υπάρχουν σήμερα 190.000 Έλληνες επιστήμονες οι οποίοι εργάζονται στο εξωτερικό, κυρίως λόγω της περιορισμένης ζήτησης της ελληνικής οικονομίας για πτυχιούχους.
Ένα ακόμα πρόβλημα είναι η δυσκολία πρόσβασης των ανασφάλιστων εγκύων, γυναικών και παιδιών στο Εθνικό Σύστημα Υγείας (ΕΣΥ). Σύμφωνα με το ιατρικό δίκτυο iatronetgr, υπάρχουν σημαντικά εμπόδια στην πρόσβαση των εγκύων γυναικών, στον ιατρικό έλεγχο της εγκυμοσύνης τους, καθώς και των παιδιών στις υπηρεσίες Υγείας, με τις ανασφάλιστες έγκυες γυναίκες να καλούνται να καλύψουν τη δαπάνη όλων των ιατρικών εξετάσεων.
Στο σημείο αυτό να αναφέρουμε ότι, σύμφωνα με στοιχεία της World Bank, η Ελλάδα βρίσκεται στην τέταρτη θέση στην κατάταξη των χωρών με την μεγαλύτερη πληθυσμιακή συρρίκνωση. Πιο συγκεκριμένα, η χώρα μας έχει σημειώσει πληθυσμιακή συρρίκνωση -0,6%, ποσοστό ίσο με αυτό της Πορτογαλίας. Στην κατάταξη βρίσκονται κυρίως χώρες που αντιμετωπίζουν οικονομικά προβλήματα, όπως η Ισπανία και το Πουέρτο Ρίκο, επιβεβαιώνοντας την σύνδεση οικονομικής κρίσης και υπογεννητικότητας.
«Baby boom» και «Baby deart»
Αξίζει να σημειωθεί ότι η καλύτερη περίοδος για την γεννητικότητα στην Ελλάδα σημειώθηκε την περίοδο μεταξύ 1946 και 1964. Εκείνη την περίοδο οι γάμοι γίνονταν σε μικρότερες ηλικίες, η δημιουργία οικογένειας ήταν στις πρώτες προτεραιότητες και οι γυναίκες άρχισαν ταυτόχρονα να μπαίνουν ενεργά στην αγορά εργασίας. Υπενθυμίζουμε ότι κατά την περίοδο του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου ολοένα και περισσότερες γυναίκες άρχισαν να εργάζονται, καθώς οι άνδρες εκτελούσαν τα στρατιωτικά τους καθήκοντα. Παρόλα αυτά, οι γεννήσεις μετά τη λήξη του πολέμου όχι μόνο δεν μειώθηκαν, αλλά αυξήθηκαν. Οι δημογράφοι αποκαλούν μάλιστα την περίοδο 1946 με 1964 «baby boom», λόγω των... συνεχών αφίξεων νέων μωρών.
Στο σημείο αυτό να υπενθυμίσουμε ότι μια από τις μεγαλύτερες χρονικές περιόδους με αυξημένη υπογεννητικότητα (ή baby dearth όπως αποκαλείται) έλαβε χώρα την περίοδο 1965 και 1976, με λίγα λόγια την εποχή του Πολυτεχνείου. Η συγκεκριμένη περίοδος ήταν γεμάτη οικονομικές και πολιτικές αναταραχές και ανατροπές, γεγονός που επηρέασε σε μεγάλο βαθμό τις γεννήσεις.
Η λύση
Πως μπορεί λοιπόν να ανατραπεί το φαινόμενο στην Ελλάδα; Σύμφωνα με τον καθηγητή McDonald, η δημιουργία κατάλληλων συνθηκών, όπως η ενίσχυση των δημόσιων βρεφοκομείων και νηπιαγωγείων, για την προτροπή των γυναικών να εισέλθουν στην αγορά εργασίας, μπορούν να αυξήσουν τις γεννήσεις. Αύξηση εξάλλου των γεννήσεων σημαίνει ενίσχυση του ΑΕΠ. Aυτό συμβαίνει γιατί, όχι μόνο δεν υπάρχουν αρκετά εργατικά χέρια, αλλά επειδή ένας γερασμένος πληθυσμός επιβαρύνει το ασφαλιστικό σύστημα.
«Με το πέρασμα του χρόνου, τα χαμηλά ποσοστά γεννήσεων ενισχύουν το πρόβλημα. Όταν ο πληθυσμός γερνάει γρήγορα, το εργατικό δυναμικό πέφτει. Αυτό δημιουργεί ένα μεγαλύτερο οικονομικό πρόβλημα», εξηγεί.
H δημιουργία δομών που να δίνει την δυνατότητα στις νέες μητέρες να πηγαίνουν στο χώρο εργασίας τους είναι ένα σημαντικό βήμα για την αντιμετώπιση του προβλήματος. Οι συνθήκες σήμερα είναι έτσι που ευνοούν την δημιουργία οικογένειας όταν εργάζονται και οι δύο γονείς. Σήμερα, μια εργαζόμενη γυναίκα έχει περισσότερες πιθανότητες να γίνει μητέρα από ότι μια σύζυγος που μένει στο σπίτι, σύμφωνα με τα δεδομένα που παρουσιάζει ο καθηγητής McDonald.
«Αυτό σημαίνει ότι τα κοινωνικά ιδρύματα πρέπει να στηρίξουν την προσπάθεια συνδυασμού εργασίας και οικογένειας για τις μητέρες. Αυτό περιλαμβάνει υποστηρικτικές συμφωνίες πρόσληψης από μέρους των εργοδοτών, βοήθεια στις εργασίες του σπιτιού από μέρους των συζύγων και την στήριξη του κράτους μέσω βρεφοκομείων και γονεϊκών αδειών», καταλήγει.