Μια μέρα στο λιμάνι του Πειραιά. Οι πρόσφυγες που περιμένουν ακόμη πούλμαν για την Ειδομένη και το κράτος που δεν βρήκε το δρόμο για την E1

Μια μέρα στο λιμάνι του Πειραιά. Οι πρόσφυγες που περιμένουν ακόμη πούλμαν για την Ειδομένη και το κράτος που δεν βρήκε το δρόμο για την E1

«Ξέρετε που είναι η πύλη Ε1; Εκεί που είναι οι πρόσφυγες;», ρωτάει μια κοπέλα μέσα σε ένα παλιό κόκκινο φιατάκι ενώ κινείται κοντά στον Άγιο Διονύση. Μέσα σε λίγη ώρα ακούω την ίδια ερώτηση ακόμη δύο φορές. Και όσοι κινούνται πέριξ του λιμανιού μάλλον θα την ακούν εξίσου συχνά. Όλοι ψάχνουν να βρουν τους τέσσερις σταθμούς επιβατών του Οργανισμού Λιμένος Πειραιά που έχουν μετατραπεί σε χώρους φιλοξενίας προσφύγων. Σύριων και Ιρακινών που εδώ και περίπου τρεις εβδομάδες και μέσα σε μόλις λίγα 24ωρα έφτασαν να στεγάζουν ακόμη και 5.000 άτομα. Το πρώτο λιμάνι έγινε ξαφνικά το πιο πολυάριθμό παράτυπο κέντρο παραμονής προσφύγων μετά την Ειδομένη.

Το σκηνικό επαναλαμβάνεται, ίδιο σε όλους τους σταθμούς με μόνο τα πρόσωπα να αλλάζουν Μέσα στον αφιλόξενο χώρο που έχει σχεδιαστεί για την παραμονή ανέμελων ταξιδιωτών και για διάστημα μόνο ολίγων ωρών, προσπαθούν να βολευτούν επί μέρες εκατοντάδες άτομα. Όλων των ηλικιών. Με ανάγκες κοινές αλλά συχνά και διαφορετικές. Έγκυες ή λεχώνες, νεογέννητα, ηλικιωμένοι, άτομα σε αναπηρικά καροτσάκια ή με πατερίτσες. Όπως και να έχει, κάθε οικογένεια ή παρέα ορίζει μόλις λίγα εκατοστά από αυτό το χώρο. Όσα δηλαδή και η κουβέρτα που έχει απλώσει στο μαρμάρινο πάτωμα που είναι χώρος ξεκούρασης, εναπόθεσης προσωπικών αντικειμένων ή χώρος παιχνιδιού για τα πιτσιρίκια και τραπέζι για την ώρα του φαγητού.

"Μέχρι στιγμής τα καταφέρνουμε αλλά πάντα σκέφτεσαι: και αν αύριο τα τρόφιμα δεν φτάσουν; Αλλά πιστεύω πως δεν θα έρθει αυτή η στιγμή γιατί ο κόσμος εδώ δεν σταματά να έρχεται ούτε λεπτό"

Πολλοί, κυρίως νέοι, συγκεντρώνονται στο σημείο που είναι οι πρίζες και φορτίζουν τα κινητά τους, άλλοι ξεκουράζονται- μη έχοντας και πολλά να κάνουν- και οι γυναίκες περιμένουν στη σειρά για να κάνουν μπουγάδα στους νιπτήρες της κοινόχρηστης τουαλέτας.

Έξω κάποιες άλλες απλώνουν πάνω σε κλαδιά λιγοστών δέντρων, σε σκοινιά που μόλις έβαλαν ή σε κιγκλιδώματα. Άλλοι πάλι προσπαθούν να βολευτούν κάτω από τα κιόσκια ή περπατούν πάνω κάτω και όπως σε τόσους άλλους χώρους φιλοξενίας προσφύγων ανά την Ελλάδα τα παιδιά δίνουν ζωή σε στο αλλοπρόσαλλο σκηνικό. Παίζουν μπάλα, ή κυνηγούν τις σκιές τους, δοκιμάζουν ένα παιχνίδι που τους έφερε ένας άγνωστος ή ανακαλύπτουν όλη την ευτυχία του κόσμου σε ένα παγωτό ξυλάκι που απολαμβάνουν δίπλα σε έναν ενήλικα που έχει στραφεί προς τη Μέκκα και προσεύχεται.

Κάθε μέρα ή και ώρα οι αριθμοί αλλάζουν. Μερικά πούλμαν μπορεί να έρθουν για να επιβιβάσουν κόσμο ή ένα πλοίο να αποβιβάσει εκατοντάδες προερχόμενους από τα νησιά. Χιλιάδες όμως συνεχίζουν να μένουν σε αυτούς τους χώρους. Ακόμη και μετά τους περιορισμούς του Υπουργείου Εμπορικής Ναυτιλίας προς τις πλοιοκτήτριες εταιρίες ώστε να μεταφέρουν μικρότερο αριθμό επιβατών - προσφύγων από τα κέντρα καταγραφής των νησιών (hot spots). Αυτό στο πλαίσιο της έκτακτης λύσης που επιλέχθηκε από την κυβέρνηση για την επιβράδυνση της προώθησης προσφύγων προς την Ειδομένη μετά την αιφνίδια αλλαγή πολιτικής της πΓΔΜ στα σύνορα.

Και πράγματι, όλα «φωνάζουν» πως η λύση αυτή είναι πρόχειρη, ελλιπής και προβληματική. Και όσο κανείς παρατηρεί γύρω του, έκπληκτος, η αλήθεια από όσα έχουν καταφέρει ομάδες εθελοντών, πρωτίστως, με τη διαρκή βοήθεια πολιτών που δεν σταματούν να προσφέρουν, δεν γίνεται να μην αναρωτηθείς. Εάν όλοι αυτοί που τρέχουν πάνω κάτω, ενίοτε σαν τρελοί, δεν ήταν εδώ τι θα γινόταν αυτές οι χιλιάδες άνθρωποι; Ή μήπως η προσφορά και ο εθελοντισμός είναι το άλλοθι των αρμόδιων κρατικών φορέων για να μην βρίσκεται στο λιμάνι...

Πρώτη επίσκεψη στο ιατρείο που λειτουργεί κυρίως για ενήλικες σε έναν από τους σταθμούς επιβατών και στον ίδιο, περιορισμένο χώρο που λειτουργούσε μέχρι προσφάτως ένα στοιχειώδες κέντρο πρώτων βοηθειών για τους τουρίστες. Απ’ έξω δεκάδες άτομα περιμένουν να εξεταστούν. Μια γυναίκα με πατερίτσα έχοντας δίπλα την κόρη και τον γιο της, κλαίει. Μόλις της εξήγησαν πως θα πρέπει να πάει στο νοσοκομείο ενώ ήδη έχει φθάσει ένα ασθενοφόρο του ΕΚΑΒ να την παραλάβει. Δεν θέλει να πάει. Φοβάται πως μπορεί να έρθει το πούλμαν για Ειδομένη και να το χάσει, ή να χωριστεί από τα παιδιά της. Ένας γιατρός βγαίνει για λίγο, βιαστικός αλλά δεν προλαβαίνει να πει πολλά. «Πριν λίγο ήρθα και γω. Πρώτη μέρα. Είμαι ειδικευόμενος σε δημόσιο νοσοκομείο και ήρθα να βοηθήσω. Ρώτησα τι χρειάζονται και μου είπαν να μείνω…» λέει και μπαίνει ξανά στο ιατρείο.

Η φαρμακοποιός κ.Ελένη Λούρδα, βγαίνει λίγο αργότερα και αν και βιαστική δέχεται να μιλήσει για το πως στήθηκε και λειτουργεί το ιατρείο. «Τι να σας πω βρε παιδιά; Κοιτάξτε γύρω σας. Από εδώ μέσα περνούν μωρά 12 ημερών όταν εμείς δεν αφήναμε ούτε από μακριά να σας δουν μέχρι να σαραντίσετε…».

Εμφανώς φορτισμένη και σε υπερένταση-περνά μέχρι και 12ωρα σε αυτό το χώρο προσπαθώντας να βοηθήσει όσο αντέχει- αρχίζει να μας εξιστορεί κάποιες στιγμές που έχει ζήσει αυτές τις μέρες.

«Εμείς ξεκινήσαμε εδώ και μήνες να μαζεύουμε φάρμακα με τη βοήθεια των κοινωνικών φαρμακείων. Αλλά αυτό που έγινε δεν το περιμέναμε. Από το υπουργείο Υγείας μέχρι τώρα δεν έχουμε βοήθεια. Έχουμε ζητήσει τόσο καιρό να υπάρχει μόνιμα ασθενοφόρο στο σημείο αλλά μόλις σήμερα πήραν απόφαση να μας στείλουν. Ευτυχώς έρχονται γιατροί και προσφέρονται να βοηθήσουν. Όταν τελειώνουν τη βάρδια στο νοσοκομείο, όταν κλείνουν το ιατρείο. Φέρνουν μαζί τους και ό,τι μπορούν. Βοηθούν και οι Γιατροί του Κόσμου, ο Ερυθρός Σταυρός και άλλες οργανώσεις αλλά η κατάσταση είναι δύσκολη».

"Τι να πως βρε παιδιά; Κοιτάξτε γύρω σας. Από εδώ μέσα περνούν μωρά 12 ημερών όταν εμείς δεν αφήναμε ούτε από μακριά να σας δουν μέχρι να σαραντίσετε…"

Εκείνη τη στιγμή φτάνει μια νοσηλεύτρια από το Ωνάσειο. «Έχω κάποιες ώρες ελεύθερες και μπορώ να βοηθήσω. Έχω φέρει και κάποια πράγματα. Πείτε μου. Τι πρέπει να κάνω;». Στο πλαίσιο της αυτοδιαχείρισης και αυτοοργάνωσης- αφού κρατικός εκπρόσωπος που να συντονίζει, δεν υπάρχει- η κ. Λούρδα της εξηγεί πως πρέπει να αφήσει τα στοιχεία της και να δηλώσει τις ώρες που είναι διαθέσιμη για την ενημερώσουν ανάλογα με τις ανάγκες και τα κενά.

Ξαναπιάνουμε την κουβέντα από εκεί που την αφήσαμε. «Φανταστείτε πως πρέπει να καλύψουμε τις ανάγκες ακόμη χιλιάδων ανθρώπων που είναι σε τέσσερα διαφορετικά σημεία. Τα παιδιά πηγαίνουν στους ιατρούς του Χαμόγελου του Παιδιού. Κάποιοι ενήλικες έρχονται εδώ αλλά άλλες φορές πρέπει να πάμε εμείς. Όποιος γιατρός είναι εδώ αρπάζει τα απαραίτητα και τρέχει. Βλέπετε ακόμη και οι ΜΚΟ δεν έχουν προλάβει ακόμη να οργανωθούν καλά καλά…», λέει η κ.Λούρδα.

Όπως μας εξηγεί ένας μεγάλος αριθμός περιστατικών αφορά παιδιά που είναι υποσιτισμένα καθώς όμως και άλλα περιστατικά, συνηθισμένα ίσως αλλά που είναι δύσκολο να αντιμετωπιστούν εύκολα υπό αυτές τις συνθήκες. «Στο νοσοκομείο δεν θέλουν να πάνε με τίποτα. Φοβούνται. Δίνουμε αγώνα να τους πείσουμε. Διερμηνείς δεν έχουμε τις περισσότερες φορές και αυτό κάνει τα πράγματα ακόμη πιο δύσκολα. Τους δίνουμε φάρμακα και ελπίζουμε πως τηρούν τις οδηγίες. Επίσης όμως υπάρχουν και άλλα ζητήματα που πρέπει να λύσεις. Είδαμε και πάθαμε να πείσουμε μια γυναίκα να εξεταστεί από άνδρα ιατρό. Ή να έχει γεννήσει γυναίκα σε βάρκα και το μωρό να χρειαστεί να μπει στη θερμοκοιτίδα και να πρέπει να βρίσκουμε τρόπο να την πηγαινοφέρνουμε για να το δει και να το θηλάσει».

Και μετά έρχεται η στιγμή που κάποιοι φεύγουν και όλοι αυτοί που ήταν κοντά τους αυτές τις μέρες εύχονται να πάνε όλα καλά. «Της δώσαμε μπιμπερό, θηλές, βραστήρες αλλά δεν τα πήρε τελικά. Που να τα κουβαλήσει κιόλας. Ένα μπιμπερό για το δρόμο μόνο και έφυγε».

Λίγο αργότερα έμαθα πως με σχεδόν τρεις εβδομάδες καθυστέρηση, συνεδρίαζαν αρμόδιες υπηρεσίες του Υπ.Υγείας για το πως θα συντονίσουν το σκέλος της ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης...

Όσο συζητούσαμε με την κ.Λούρδα στην τέντα που έχει στηθεί πίσω από το επιβατικό σταθμό, συνεχίζεται η διανομή φαγητού. Άνδρες και γυναίκες μοιράζουν σούπα και μακαρόνια αλλά το μενού έχει εκτάκτως και ντομάτες γιατί λίγο πιο πριν κάποιος είχε φέρει δεκάδες τελάρα. Όλοι περιμένουν υπομονετικά στην ουρά ενώ αυτοκίνητα πάνε και έρχονται. Άνδρες και γυναίκες, νέοι, ηλικιωμένοι, μόνοι τους ή με παρέα παρκάρουν και ανοίγουν τα πορτ-μπαγκάζ. Άλλοι φέρνουν τρόφιμα, άλλοι ρούχα, φορτώνονται τις τσάντες και αρχίζουν να ρωτούν που πρέπει να τα αφήσουν.

Εκεί ακούσαμε τη φωνή της κ.Χριστίνας. «Έχω φέρει ζεστές φραντζόλες ψωμί. Τις θέλετε;. Όπως μάθαμε στη συνέχεια όσο η παρέα της ξεφόρτωνε τα ψωμιά, διατηρεί φούρνο στο Κουκάκι. «Κάνω αυτή τη δουλειά κοντά 30 χρόνια. Και είπαμε στα παιδιά στα μαγαζί: ‘"Βάζω τα υλικά. Θέλετε να βάλετε τη δουλειά και να τα πάμε στους πρόσφυγες στον Πειραιά;’". Μου είπαν πως θέλουν και να μαστε εδώ».

Όση ώρα μιλάμε κάθεται μέσα στο αυτοκίνητό και καπνίζει. «Μην με νομίζεις για καμία ψηλομύτα που δεν βγαίνω να βοηθήσω. Απλά, πίστεψέ με δεν αντέχω άλλο. Βλέπω κάθε βράδυ αυτές τις εικόνες και μου ανεβαίνει ένας κόμπος στο λαιμό. Να με πνίξει. Τα βράδια είναι φορές που δεν μπορώ να ησυχάσω». Και ρωτά, όπως όλοι μας αυτές τις μέρες: «Πες μου εσύ που είσαι δημοσιογράφος. Τι θα γίνει; Οι άνθρωποι δεν έρχονται εδώ επειδή το θέλουν. Κανείς δεν θέλει να αφήσει το σπίτι του. Έφτασαν όπως έφτασαν εδώ και εμείς δεν μπορούμε να κάνουμε όσα πρέπει».

Δεν είναι όμως η πρώτη φορά που η κ.Χριστίνα είναι αγανακτισμένη.«Πάντα ψάχνω να προσφέρω ό,τι μπορώ σε όποιον το δέχεται. Κάθε μέρα υπάρχουν προϊόντα του φούρνου που είναι καλής ποιότητας αλλά δεν μπορείς να τα κρατήσεις. Παρακάλεσα την εκκλησία στην περιοχή μας να έρχονται να τα παίρνουν. Το πιστεύεις πως δεν ήρθαν; Τώρα ήρθα εδώ αλλά ψάχνω να βρω μια οργάνωση να τα δίνω σε τακτική βάση».

Η κ.Χριστίνα δεν θέλησε δημοσιοποιηθεί το επώνυμό της ούτε να φωτογραφηθεί. Όπως και αρκετοί ακόμη άνθρωποι που έφεραν είδη πρώτης ανάγκης και τρόφιμα, ήθελαν να περάσουν απαρατήρητοι όπως ένας καλοντυμένος κύριος που όταν το πλησίασα είπε μόνο δύο φράσεις. «Αγάπη παιδιά. Αγάπη».

Τα ψωμιά της κ.Χριστίνας και των εργαζόμενων στο φούρνο της, βρήκαν τη θέση τους στο χώρο πίσω από τον πάγκο διανομής τροφίμων όπου βρίσκεται και μια από τις αποθήκες που έχει παραχωρήσει ο ΟΛΠ. Συγκεντρώνονται τρόφιμα, όπως τα καφάσια με τις ντομάτες, και τα δέματα που είχε στείλει η Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες, ψήνεται το φαγητό, τακτοποιούνται κούτες με ρούχα και νερό.

Εκεί συνάντησα και τον κ. Norman Hering. Έναν μεσήλικα Αμερικανό που πλέον ζει στην Ολλανδία και εδώ και δύο εβδομάδες βρίσκεται στην Ελλάδα για να βοηθήσει τους πρόσφυγες με την εθελοντική ομάδα Aid Caravan to Greece (Καραβάνι βοήθειας για την Ελλάδα). «Φέρνουμε εννέα κοντέινερ με είδη πρώτης ανάγκης και εδώ τώρα συνεργάζομαι με την ομάδα των Σουηδών εθελοντών που έχουν αναλάβει το μαγείρεμα». Προσφέρουν δύο κύρια γεύματα την ημέρα κυρίως σούπες και όσπρια και πρωινό που αποτελείται από τσάι, γάλα για τα παιδιά, μπισκότα και ξηρούς καρπούς.

«Αλλά ο κόσμος είναι πολύς. Μέχρι στιγμής τα καταφέρνουμε αλλά πάντα σκέφτεσαι: και αν αύριο δεν φτάσουν; Αλλά πιστεύω πως δεν θα έρθει αυτή η στιγμή γιατί ο κόσμος εδώ δεν σταματά να έρχεται ούτε λεπτό. Άλλοι φέρνουν μόνο πράγματα και φεύγουν άλλοι θέλουν να μείνουν να βοηθήσουν. Και πάντα υπάρχει ανάγκη από χέρια. Πολλές φορές δεν προλαβαίνω να μάθω ούτε τα ονόματά αυτών που μας βοηθούν. Αλλά αυτό που βλέπω με συγκινεί…» λέει και χαμογελάει.

Mου προτείνει να φωτογραφίσουμε τον κόσμο που έρχεται. Όταν το εξηγώ πως οι περισσότεροι δεν θέλουν γιατί νιώθουν πως έτσι θα κομπάσουν για κάτι που δεν πρέπει, δείχνει να μην το καταλαβαίνει. «Μα γιατί; Κάνετε κάτι υπέροχο. Πρέπει να μιλάτε. Να το λέτε και εσείς τα ΜΜΕ να το δείχνετε».

Και τότε μου εξηγεί γιατί έφυγε από τις ΗΠΑ. «Ένα κίνητρο ήταν για να είμαι και κάπως πιο κοντά στην κόρη μου που ζει μόνιμα στην Αίγυπτο. Αλλά τώρα πια είμαι σίγουρος πως δεν γυρίσω στις ΗΠΑ. Έχω τελειώσει με την Αμερική». Φυσικά η ερώτηση είναι «γιατί;». «Γιατί είμαι αρκετά μεγάλος για να έχω καταλάβει πως ευθυνόμαστε για πολλούς πολέμους. Έχουμε βομβαρδίσει πολύ κόσμο. Όλα συνδέονται μεταξύ τους. Ακόμη και όσα γίνονται στη Συρία. Δεν θέλω να έχω σχέση με όλο αυτό και πολύ περισσότερο με την Αμερική του Donald Trump. Ακόμη και εάν δεν βγει πρόεδρος υπάρχει αυτή τη στιγμή τόσος κόσμος που τον στηρίζει. Πως να γυρίσω πίσω σε αυτό;».

Μέσα στον κόσμο ακούγεται μια δυνατή φωνή. Ένας λιμενικός, που έχει τελειώσει τη βάρδιά του αλλά φορά ακόμη τη στολή του, μιλάει στο τηλέφωνο δυνατά και εξηγεί πως ψάχνει να βρει ένα φορτηγό για να μεταφέρουν πράγματα που έχουν συγκεντρωθεί. Υπόσχεται σε μια κυρία που βρίσκεται στο σημείο πως κάτι θα γίνει και θα βρεθεί λύση.

Λίγο πιο δίπλα μερικά παιδιά παίζουν, έχοντας πλήρη άγνοια για όλα όσα λέγονται γι’ αυτά, για τους γονείς τους, για τους συμπατριώτες και συνταξιδιώτες τους. Μπροστά από την πόρτα της πλαϊνής εισόδου του σταθμού ένα αγοράκι δίνει ένα παιχνίδι σε μια φίλη του ενώ γυναίκες βγαίνουν έξω να τα μαζέψουν.

Στον εσωτερικό χώρο, νεολαίοι έχουν μαζευτεί σε μια γωνιά και κουβεντιάζουν. Οι περισσότεροι μιλάνε με τον Μοχάμεντ Άλι, ένα 18χρονο, ψηλό αγόρι. Είναι από τη Συρία, όπως και οι περισσότεροι που βρίσκονται στον σταθμό επιβατών, και έμενε κοντά στο Άφριν που η πλειοψηφία του πληθυσμού είναι Κούρδοι.

«Ο πατέρας μου και εγώ πήραμε την απόφαση να φύγουμε. Ήταν αδύνατον να μείνουμε άλλο στη Συρία. Τώρα είμαι εδώ με τους γονείς μου και τα δύο μου αδέρφια. Περιμένουμε πέντε μέρες να μας πουν πότε θα έρθουν πούλμαν για την Ειδομένη». Βέβαια ο Μοχάμεντ ακόμη και εάν είχαν έρθει τα πούλμαν δεν θα είχε φύγει. «Περιμένω το κορίτσι μου, την Νομπαχάρ. Πριν φύγω από τη Συρία τη ζήτησα από τους γονείς της σε γάμο. Είμαστε από το σχολείο μαζί. Επτά χρόνια. Δεν μπορούσα να την αφήσω πίσω. Αλλά χωριστήκαμε στο Λέσβο. Έμαθα όμως πως αύριο θα έρθει Πειραιά», λέει χαρούμενος.

«Νόμιζα πως στη Συρία οι περισσότεροι γάμοι γίνονται με προξενείο όχι από έρωτα…». Του είπα για μου απαντήσουν με μια φωνή όλοι οι φίλοι του αλλά και κάποιοι ενήλικες στη διπλανή παρέα. «Όχι. Ερωτευόμαστε και ζητάμε σε γάμο τις γυναίκες μας. Κάποιοι γονείς μπορεί να κανονίζουν ποιον θα πάρει η κόρη τους αλλά γενικά δεν είναι έτσι». «We have many love stories» επεμβαίνει χαμογελαστός ένας μεσήλικας γνωστός του Μοχάμεντ που βιάζεται να μου πει πως όταν φτάσει στη Γερμανία θα σπουδάσει προγραμματιστής και η μέλλουσα σύζυγός του ψυχολογία. «Θέλω να είναι ανεξάρτητη και την κάνω υπερήφανη για μένα».

Όσο για την κατάσταση που επικρατεί στον Πειραιά, και όσα προηγήθηκαν δεν θέλει να πει πολλά. «Για πολλές μέρες εδώ δεν αντέχεις να μείνεις. Αλλά τουλάχιστον νιώθεις ασφαλής και οι άνθρωποι προσπαθούν να μας βοηθήσουν. Προσπαθούν πολύ».

"Με με νομίζεις για ψηλομητα που δεν βγαίνω να δώσω τα ψωμιά. Απλά δεν αντέχω. Τα βλέπω όλα αυτά κάθε μέρα στην τηλεόραση και μου ανεβαίνει ένα κόμπος στο λαιμό. Να με πνίξει"

Στο μεταξύ, συνεχίζω να αναζητώ κάποιον «υπεύθυνο» ελπίζοντας, ανοήτως, πως κάπου θα υπάρχει κάποιος από κάποια κρατική υπηρεσία που θα έχει αναλάβει έστω την καταγραφή των αναγκών και τον συντονισμό της προσπάθειας που γίνεται και μοιάζει με ένα ορμητικό ποτάμι που όλο και φουσκώνει.

Ξεχωρίζω μια κυρία που από το λαιμό της κρέμεται ένα ταμπελάκι. «Refugees Welcome. Piraeus». Είναι η κ. Φωτεινή Σέρβου από την Παμπειραϊκή Πρωτοβουλία Υποστήριξης Προσφύγων και Μεταναστών. Φαίνεται να έχει κάποιο λόγο για όσα συμβαίνουν. «Όλο αυτό το διάστημα και μέχρι τώρα που μιλάμε, εμείς τουλάχιστον που είμαστε τόσο καιρό εδώ δεν είδαμε κανένα από τα υπουργεία που έχουν αρμοδιότητα να έρχεται εδώ να καταγράψει τις ανάγκες, ούτε ερωτηθήκαμε τι χρειαζόμαστε. Προσπαθούμε μόνοι μας να συντονιστούμε. Άρα είμαστε όλοι υπεύθυνοι», μου απαντά όταν τη ρωτάω ποιος συντονίζει όσα βλέπω να γίνονται γύρω μου.

Όπως μας εξήγησε τα περί τα 100 μέλη της πρωτοβουλίας βρίσκονται καθημερινά στο λιμάνι εδώ και μήνες. «Όταν ο κόσμος απλά έβγαινε από τα πλοία και έφευγε αμέσως για Ειδομένη, τους δίναμε ό,τι είχαμε συγκεντρώσει και ό,τι εκτιμούσαμε πως είχαν ανάγκη για να συνεχίσουν το ταξίδι τους….». Τώρα πια όμως η κατάσταση έχει αλλάξει. «Οι απαιτήσεις είναι τεράστιες. Συγκεντρώνουμε ό,τι μπορούμε, μιλάμε με γιατρούς, με φαρμακοποιούς, έχουμε κάποιους διερμηνείς που βοηθούν εθελοντικά και αυτοί. Δεν μπορούμε να προβλέψουμε με σιγουριά τις ανάγκες που προκύπτουν αλλά το καλό είναι πως υπάρχει συνεχής ροή από τον κόσμο».

Στο διπλανό επιβατικό σταθμό οι «ένοικοι» έχουν βγει έξω. Όπως διαπιστώνω, μέσα γίνεται γενική καθαριότητα ενώ κάποιοι από τους πρόσφυγες έχουν πάει και αυτοί να βοηθήσουν. Εξάλλου για κάθε έναν από τους τέσσερις σταθμούς που φιλοξενούν από εκατοντάδες άτομα, διατίθενται μόνο δύο υπάλληλοι καθαριότητας. Γύρω από τους σταθμούς οι κάδοι είναι λιγοστοί και υπερχειλισμένοι, τα απορρίμματα κάτω κάνουν βουναλάκια στις γωνίες ενώ οι χημικές τουαλέτες δεν φτάνουν αφού απ’ έξω σχηματίζονται ουρές.

Ελάχιστα μέτρα πιο πέρα μοιράζουν και εδώ φαγητό. Άνδρες και γυναίκες έχουν σχηματίσει ξεχωριστές ουρές και όλοι φεύγουν με ένα κεσεδάκι φαγητό. Κριθαράκι, μακαρόνια, ρεβίθια, μια φέτα ψωμί και ένα μπουκαλάκι νερό. Άνδρες και γυναίκες επιβλέπουν για να τηρείται η σειριά προτεραιότητας και μια άλλη ομάδα ,με τη βοήθεια και ενός διερμηνέα, μοιράζει το φαγητό. Και εδώ απάντηση στο εάν υπάρχει κάποιος υπεύθυνος δεν υπήρχε.

Όπως εξηγούσαν, ήταν εθελοντές, κυρίως γυναίκες που έχουν τη διάθεση να μαγειρεύουν και χαίρονται να φροντίζουν για τη σίτιση εκατοντάδων που κυριολεκτικά εξαρτώνται από αυτή τη μερίδα. Κάποιοι, όπως συνειδητοποίησα, δεν γνωρίζονται καν μεταξύ τους καλά καλά. «Ήρθα να φέρω κάποια πράγματα και τελικά έμεινα».

Παρά τον συνωστισμό πάντως, την κούραση, την ταλαιπωρία και την αγωνία, τα σπασμένα νεύρα και την αναμονή, προβλήματα και φασαρίες δεν έχουν υπάρξει. Τις πρωινές ώρες επιτηρούν άνδρες και γυναίκες του Λιμενικού Σώματος και μετά το μεσημέρι μέχρι το άλλο πρωί δύο βάρδιες ιδιωτικής εταιρείας παροχής υπηρεσιών ασφαλείας. Η κάθε βάρδια έχει ένα μόνο άτομο και εάν προκύψει κάποιο ζήτημα έχει εντολή να ενημερώσει το Λιμεναρχείο.

Πριν φύγω συναντώ την Μπαχάν. 18 χρονών και αυτή και νιόπαντρη με έναν 21χρονο. Η φίλη της έχει μόλις ανοίξει ένα κουτί μπισκότα να δώσει στα παιδιά της αλλά τα πρώτα θέλει να μας κεράσει. Και αν και δεν καταλαβαίνω αραβικά όπως ούτε και εκείνη αγγλικά, είναι σαφές πως δεν πρόκειται να δεχτεί να μην το πάρω. Στο μεταξύ η Μπαχάν ζητά της εξηγήσω τι συμβαίνει στα σύνορα και όσο μιλάμε τη βλέπω να «συννεφιάζει». Αλλά για λίγο. Μετά χαμογελά και πάλι. «Πιστεύω πως θα τα καταφέρουμε. Πως θα φτάσουμε στη Γερμανία ή στην Ολλανδία που θέλουμε…Έχω σχέδια. Θέλω να γίνω νοσοκόμα. Μου αρέσει πολύ. Να βρούμε ένα σπίτι και να είμαστε ασφαλείς. Στη Συρία και στην Τουρκία όπου και να πήγαινες φοβόσουν. Τους βομβαρδισμούς ή τους ανθρώπους που έδειχναν πως δεν σε ήθελαν εκεί. Θέλω να τα ξεχάσω αυτά».

«Και τη Συρία;». «Όχι. Όταν κλείνω τα μάτια μου βλέπω τη Δαμασκό που μεγάλωσα. Ήταν πολύ όμορφα αλλά τώρα εάν πας κάποια στιγμή δεν θα μπορέσεις να το δεις».

|

Δημοφιλή