«Αναδιάρθρωση light» για το ελληνικό χρέος είναι πρόθυμο να δεχτεί το Βερολίνο, αναφέρει το περιοδικό «Der Spiegel», επικαλούμενο εσωτερικό έγγραφο του γερμανικού υπουργείου Οικονομικών στο οποίο προβλέπεται επέκταση των ελληνικών δανείων για δεκαετίες και σταθεροποίηση των επιτοκίων σε χαμηλό επίπεδο.
Στην περίπτωση που οι Έλληνες συμφωνούσαν στην απόφαση να λάβουν προληπτικά μέτρα, «το Eurogroup θα μπορούσε να δώσει τη δυνατότητα για ένα πρόσθετο στοιχείο για το χρέος»: Στόχος θα ήταν και σε αυτή την ιδέα να σταθεροποιηθούν οι τόκοι για το ελληνικό χρέος σε χαμηλό επίπεδο για δεκαετίες, αναφέρει το περιοδικό και διευκρινίζει ότι, αντίθετα με σχετική πρόταση που υπέβαλε το ΔΝΤ και προέβλεπε επιβάρυνση των εταίρων, με τη γερμανική πρόταση δεν θα πληρώσει κανείς.
«Η ιδέα των ανθρώπων του Σόιμπλε: Ως τώρα ο ESM προσφέρει ομόλογα με διαφορετικούς χρόνους αποπληρωμής και με τα κέρδη συντηρεί την Ελλάδα. Επειδή ο ESM απολαμβάνει πολύ καλή αξιολόγηση, μπορεί να πουλά στην Ελλάδα φθηνό χρήμα. Να επεκταθούν λοιπόν οι χρόνοι αποπληρωμής αυτών των ομολόγων ώστε η Ελλάδα να μπορεί να απολαμβάνει όσο το δυνατόν περισσότερο διάστημα τα χαμηλά επιτόκια», επισημαίνεται και αναφέρεται το εξής παράδειγμα: «Αν ο ESM επεκτείνει ένα ομόλογο που έχει τώρα 10 χρόνια και το κάνει 30 χρόνια, η Ελλάδα θα εξοικονομήσει πολλά χρήματα. Για αυτό το ομόλογο μεγάλης διάρκειας ο ESM θα χρέωνε την ελληνική κυβέρνηση ως το 2045 με 1,5% επιτόκιο. Αν η ελληνική κυβέρνηση έπρεπε να βρει αυτά τα χρήματα στις αγορές, ανάλογα με το επιτόκιο, θα έπρεπε να πληρώσει 4 ή 5% ή και παραπάνω σε τόκους. Με το χρέος πάνω από 300 δισεκατομμύρια ευρώ, κάθε ποσοστιαία μονάδα που θα μειωνόταν το μέσο επιτόκιο, θα έφερνε εξοικονόμηση 3 δισεκατομμυρίων τον χρόνο, που αντιστοιχεί σε 2% του ελληνικού ΑΕΠ».
Σύμφωνα με τις πληροφορίες του Spiegel, το μειονέκτημα αυτής της διαδικασίας είναι ότι η Ελλάδα θα παρέμενε εξαρτημένη από τον ESM για πολύ μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, ωστόσο για το Βερολίνο υπερτερούν τα πλεονεκτήματα: «Αυτό δεν μας κοστίζει τίποτε», λένε συνεργάτες του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε και επισημαίνουν ότι για ένα τέτοιο μέτρο η κυβέρνηση δεν θα χρειαζόταν έγκριση του Ομοσπονδιακού Κοινοβουλίου, διότι δε θα αφορούσε πρόγραμμα βοήθειας, αλλά «απλή οικονομική διαχείριση του ESM». Το στοιχείο αυτό θεωρείται ιδιαίτερα σημαντικό για την Άγγελα Μέρκελ και τον Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, αναφέρεται, καθώς, όσο πλησιάζει το εκλογικό έτος 2017, τόσο μικρότερη είναι και η διάθεση να απασχολήσουν τους βουλευτές, οι οποίοι «είναι ήδη ενοχλημένοι για άλλη μια φορά με το θέμα της Ελλάδας».
Περαιτέρω ελάφρυνση, συνεχίζει το δημοσίευμα αναφερόμενο στη γερμανική πρόταση, θα μπορούσε να συνεισφέρει και η ΕΚΤ, η οποία διακρατεί πολλά ελληνικά ομόλογα που είχε αγοράσει στην έναρξη της κρίσης χρέους, σημαντικά κάτω από την ονομαστική τους αξία. «Η ΕΚΤ και οι κεντρικές τράπεζες είναι διατεθειμένοι να παραιτηθούν από τα κέρδη και να δοθούν όλα στην Ελλάδα. Αυτό είχε ήδη συμφωνηθεί, αλλά είχε ανακληθεί, όταν ο Τσίπρας και ο Βαρουφάκης μετά την πρώτη εκλογική νίκη θεωρούσαν ότι δεν δεσμεύονται από καμία συμφωνία. Από πλευράς των δανειστών λέγεται τώρα ότι θα μπορούσε να αλλάξει, απέναντι σε μια ελληνική κυβέρνηση που σέβεται τα συμφωνηθέντα», σημειώνεται και αναφέρεται ότι θα απέφερε περίπου 10 δισεκατομμύρια ευρώ. Τονίζεται πάντως ότι ο χρόνος για αποφάσεις είναι περιορισμένος, όχι μόνο διότι εκπνέουν οι προθεσμίες για την εξόφληση κάποιων δανείων, αλλά κυρίως λόγω του βρετανικού δημοψηφίσματος, τον Ιούνιο: «Οι διαπραγματευτές της ΕΕ έχουν καταστήσει σαφές στην Αθήνα ότι είτε θα υπάρξει συμφωνία ως τέλος Μαΐου ή θα συνεχιστούν οι διαπραγματεύσεις μετά τις 24 Ιουνίου. Και τότε πραγματικά υπάρχει ο κίνδυνος για ένα κρίσιμο φινάλε, διότι στις 20 Ιουλίου λήγει η καταβολή 2 δισεκατομμυρίων ευρώ στην ΕΚΤ».
Σύμφωνα με το ίδιο δημοσίευμα, μεταξύ των πιστωτών υπάρχει αντιπαράθεση, καθώς, από τη μία πλευρά ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε έχει δώσει ως βασική γραμμή ότι οι παραχωρήσεις δεν θα πρέπει να γίνουν σε βάρος των πιστωτών, ενώ το ΔΝΤ παρουσίασε ιδέα, με βάση την οποία οι Ευρωπαίοι θα έπρεπε να εγγυηθούν, μέσω ESM, ένα χαμηλό επιτόκιο, ακόμη και στην περίπτωση που τα επιτόκια ανεβούν τα επόμενα χρόνια. «Ο ESM τότε θα έπαιρνε χρήματα με ακριβότερους όρους, πχ με 2 ή 3%, αλλά θα τα έδινε στην ελληνική κυβέρνηση με τους σημερινούς όρους, δηλαδή με περίπου 1% επιτόκιο. Η συνέπεια: Ο ESM θα κατέγραφε ζημιά που θα έπρεπε να καλύψουν τα κράτη - μέλη». Το γερμανικό υπουργείο Οικονομικών απαντά σε αυτή την πρόταση: «Ούτε συζήτηση!» αναφέρει το Spiegel και υποστηρίζει ότι ο κ. Σόιμπλε είναι θυμωμένος με την ελληνική κυβέρνηση, αλλά και με το ΔΝΤ. «Ο θυμός τού Σόιμπλε είναι για άλλη μια φορά εναντίον του Τσίπρα, διότι αυτές τις μέρες έκανε περιοδεία στην Ευρώπη αναζητώντας στήριξη έναντι των δανειστών. Ειδικά η επίσκεψη στον Ολάντ θύμωσε περισσότερο τον Σόιμπλε, διότι ήταν μόνο η γερμανική κυβέρνηση, η οποία κατά την προσφυγική κρίση απέτρεψε εκδίωξη της Ελλάδας από την Σένγκεν. Ως "ευχαριστώ" δεν είχε να κάνει κάτι άλλο από το να πάει στο Παρίσι για το πακέτο διάσωσης», σημειώνεται, ενώ σχετικά με το ΔΝΤ αναφέρεται: «Ο Σόιμπλε είναι όμως θυμωμένος και με το ΔΝΤ, από τότε που υπήρξε η διαρροή της υποκλοπής συνομιλίας (...) Το θεωρεί ανόητο να συζητάς εμπιστευτικά θέματα στο τηλέφωνο, αλλά θύμωσε και με το περιεχόμενο, δηλαδή την εξαγγελία ότι το ΔΝΤ, αν χρειαστεί, θα πιέσει την Μέρκελ για την Ελλάδα. Θεωρεί ότι πρόκειται για προσπάθεια εκβιασμού».
Σημειώνεται επίσης πως ο Μάρτσελ Φράτσερ, επικεφαλής του Γερμανικού Ινστιτούτου Οικονομικών Ερευνών (DIW) και άτυπος σύμβουλος της καγκελαρίου Μέρκελ, δήλωσε στις εφημερίδες του δημοσιογραφικού συγκροτήματος Funke ότι «ο κίνδυνος του Grexit έχει σαφώς μειωθεί και εν τω μεταξύ είναι πολύ απίθανο να συμβεί, διότι η μεγάλη πλειοψηφία στην Ευρώπη αντιλαμβάνεται, ολοένα και περισσότερο και στη Γερμανία, ότι το ευρώ είναι δύναμη και άγκυρα σταθερότητας στην Ελλάδα και όχι αδυναμία».
O Γερμανός οικονομολόγος θεωρεί επίσης τo «κούρεμα» του χρέους αναπόφευκτο: «Το ελληνικό χρέος δεν είναι βιώσιμο και θα γίνει "κούρεμα", έστω και αν δεν το ονομάσουν έτσι. Το θέμα είναι μάλλον αν αυτό το "κούρεμα" θα αποφασισθεί ήδη στους επόμενους μήνες ή αργότερα», είπε ο διακεκριμένος οικονομολόγος, ο οποίος τάχθηκε επίσης υπέρ της σύνδεσης των επιτοκίων με την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας, ώστε να δοθούν στην ελληνική κυβέρνηση ισχυρότερα κίνητρα για μεταρρυθμίσεις.
(με πληροφορίες από ΑΠΕ-ΜΠΕ)