Το κιμονό -το οποίο μεταφράζεται επακριβώς ως “αυτό που φοριέται”- είναι ένα παραδοσιακό ένδυμα της Ιαπωνίας που ορίζεται από τις ευθείες ραφές του, το σχήμα “Τ” και τις έντονες διακοσμητικές του λεπτομέρειες. Παρά το γεγονός πως υπάρχει από τα τέλη του όγδοου αιώνα, δεν ήταν παρά μέχρι τα τέλη του 16ου αιώνα που τα είδη ένδυσης άρχισαν να μοιάζουν με τα μακριά, κρεμαστά σύνολα που αναγνωρίζουμε σήμερα.
Πρόσφατα κυκλοφόρησε ένας καινούργιος, τεράστιος τόμος με τον απλό τίτλο «Kimono», ο οποίος βουτά βαθιά στην ιστορία αυτής της πολυτελούς ρόμπας, από τις απαρχές της στην περίοδο Edo μέχρι τις σύγχρονες εκδοχές της στον 20ο αιώνα. Το λεύκωμα περιλαμβάνει επίσης λεπτομερείς φωτογραφίες των κεκορεσμένων επιφανειών και των μαγευτικών οπτικών κεντημάτων που γοητεύουν τους ξένους εδώ και αιώνες.
Πριν γίνουν γνωστά ως «κιμονό», αυτές οι ιαπωνικές στολές είχαν αρχικά την ονομασία «kosode», δηλαδή «μικρά μανίκια» και «osode», δηλαδή «μεγάλα μανίκια». Αυτές οι διακρίσεις δεν αναφέρονταν στα μανίκια τους αλλά στο μέγεθος της μασχάλης. Στην πορεία το kosode υπερίσχυσε του του osode ως το κύριο ένδυμα που φοριόταν από τους πλούσιους και ισχυρούς ενώ, αρκετά σύντομα, έγινε το βασικό κομμάτι ρουχισμού για όλες τις τάξεις, και για τα δύο φύλα, στην ιαπωνική κοινωνία.
Προς το τέλος του 19ου αιώνα η επιρροή του δυτικού πολιτισμού αυξήθηκε σημαντικά στην ιαπωνική ζωή, διαμορφώνοντας τις δημοφιλείς επιλογές στα ρούχα ώστε να μοιάζουν περισσότερο με την ευρωπαϊκή και αμερικανική ενδυμασία. Ωστόσο, καθώς όλο και περισσότεροι Ιάπωνες επέλεγαν «δυτικά» ρούχα, οι πολιτισμοί της Δύσης καθηλώθηκαν από τις παραδοσιακές πτυχές της ιαπωνικής τέχνης, του πολιτισμού και του στυλ -συμπεριλαμβανομένου και του κιμονό. Χάρη σε αυτή την εμμονή -η οποία ονομάστηκε Ιαπωνισμός (Japonisme) και προσέλκυσε καλλιτέχνες όπως ο Van Gogh, ο Monet και ο Renoir- η λατρεία για το κιμονό εξαπλώθηκε σε όλο τον κόσμο και, ευτυχώς ή δυστυχώς, δεν έχασε ποτέ την ισχύ της.
Στο μεγαλύτερο μέρος της ιστορίας τους, τα κιμονό παρέμειναν σχετικά συνεπή στη δομή και τη σιλουέτα τους. Σε αντίθεση με πολλές δυτικές μόδες, τα κιμονό δεν ασχολούνται ιδιαίτερα με το σώμα αυτού που τα φορά. Αντίθετα, κρέμονται χαλαρά, καλύπτοντας τη φιγούρα που βρίσκεται από κάτω. Αυτό το σχήμα σπάνια αλλάζει, ανεξάρτητα από την κοινωνική θέση του χρήστη, το φύλο ή το επάγγελμα. Όλα τα προσωπικά στοιχεία και οι παράγοντες αναγνωρισιμότητας εμφανίζονται στην επιφάνεια του φορέματος, στα υφάσματα, τα χρώματα, τα μοτίβα και τις λεπτομέρειες που κοσμούν την πλούσια επιφάνεια του κιμονό.
Όπως εξηγείται σε βάθος μέσα στο βιβλίο, το κιμονό εξελίχθηκε στο να γίνει ένα τρισδιάστατο έργο τέχνης, ένας ζωντανός καμβάς ριγμένος πάνω στον χρήστη του που γίνεται τόσο αναπόσπαστο κομμάτι της προσωπικότητάς του όσο οι φυσικές του ιδιότητες. «Μια γυναίκα δεν θα κριθεί από την εξωτερική της εμφάνιση, αλλά από το φόρεμά της», γράφει η συγγραφέας Anna Jackson, «όπως είναι εμφανές σε έργα ζωγραφικής και χαρακτικής, όπου η λεπτομερής απεικόνιση του κιμονό και όχι του προσώπου είναι αυτό που δίνει στο θεατή μια αίσθηση της προσωπικότητας».
Παρακάτω μπορείτε να διαβάσετε (και να θαυμάσετε) μια πολύ σύντομη ιστορία του θρυλικού αυτού ιαπωνικού ρούχου.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε αρχικά στην Huffington Post US.