Οι μακεδονικές φάλαγγες στις όχθες του Δούναβη: Ο αγώνας για τον θρόνο και η εκστρατεία του Αλεξάνδρου στα Βαλκάνια

Οι μακεδονικές φάλαγγες στις όχθες του Δούναβη: Ο αγώνας για τον θρόνο και η εκστρατεία του Αλεξάνδρου στα Βαλκάνια

Αλέξανδροι στην ιστορία υπήρξαν πολλοί, αλλά «Ο Αλέξανδρος» ήταν μόνο ένας, και ήταν αυτός ο οποίος απέκτησε το προσωνύμιο «Μέγας». Ο νεαρός Μακεδόνας βασιλιάς, εκπαιδευμένος στην τέχνη του πολέμου από ένα από τα πιο κοφτερά πολιτικά και στρατιωτικά μυαλά της αρχαίας Ελλάδας, τον Φίλιππο τον Β', και μαθητής του Αριστοτέλη, έπρεπε πρώτα να επιβιώσει και να επικρατήσει σε ένα ανελέητο «παιχνίδι του στέμματος» πριν αρχίσει την εκστρατεία που έφερε τον Ελληνισμό στα πέρατα του κόσμου.

Ο Αλέξανδρος ανέδειξε την οικουμενικού χαρακτήρα φύση του Ελληνικού πολιτισμού, φέρνοντάς τον στο ζενίθ του: Ποτέ ξανά ο Ελληνισμός δεν έφτασε τόσο ψηλά όσο κατά την Ελληνιστική Περίοδο, η οποία μπορεί να ακολουθήθηκε από τη ρωμαϊκή κατάκτηση, αλλά τα επιτεύγματα και η λάμψη της συνέχισαν να υπάρχουν και να επηρεάζουν την πορεία του ανθρώπινου πολιτισμού για αιώνες μετά.

Την ιστορία του Μεγάλου Αλεξάνδρου την γνωρίζουν σε γενικές γραμμές όλοι, ωστόσο κατά κανόνα η έμφαση δίνεται στην περίοδο της εκστρατείας στην Περσία – και αυτό σημαίνει πως υπάρχουν πτυχές της δράσης του Έλληνα στρατηλάτη οι οποίες είναι μάλλον άγνωστες, με χαρακτηριστικό παράδειγμα την εκστρατεία του στα Βαλκάνια, αμέσως μετά την άνοδό του στον θρόνο της Μακεδονίας.

Το «παιχνίδι του στέμματος» και η δοκιμασία ενός νεαρού βασιλιά

Όλοι γνωρίζουν ότι ο Φίλιππος ο Β' δολοφονήθηκε από τον Παυσανία εκ της Ορεστίδος κατά τον γάμο της κόρης του, Κλεοπάτρας, αλλά ουδείς μπορεί να ξέρει με βεβαιότητα ποιοι ήταν οι λόγοι που κρύβονταν πίσω από την ενέργεια αυτή. Η θεωρία περί προσωπικών θεμάτων/ διαφορών μεταξύ των δύο ανδρών δεν μπορεί να απορριφθεί ελαφρά τη καρδία, ωστόσο η θέση του Παυσανία ως επικεφαλής της σωματοφυλακής του Φιλίππου, καθώς και το ότι σκοτώθηκε με συνοπτικές διαδικασίες από τον Λεοννάτο και τον Περδίκκα (προσωπικούς φίλους του Αλεξάνδρου) κατά την καταδίωξή του, χωρίς να ανακριθεί, προκαλούν ερωτηματικά. Ο Φίλιππος, ειδικά μετά την πολιτική ένωση της Ελλάδας και το «Κοινό των Ελλήνων», είχε πολλούς εχθρούς, τόσο εκτός της μακεδονικής αυλής (οι Πέρσες οι νότιοι Έλληνες δυσκολεύονταν να ξεπεράσουν και αποδεχτούν τη συντριβή τους στη Μάχη της Χαιρώνειας από τον Φίλιππο και τον Αλέξανδρο, ενώ πολλοί ήταν αυτοί που θεωρούσαν τους Μακεδόνες βάρβαρους – σε μεγάλο βαθμό αποτέλεσμα των λυσσωδών «φιλιππικών» λόγων του Δημοσθένη) όσο και εντός της.

Κάποιοι μάλιστα αποδίδουν την ενορχήστρωση της δολοφονίας του Φιλίππου στη σύζυγό του και μητέρα του Αλεξάνδρου, Ολυμπιάδα, μια δυναμική γυναίκα με την οποία βρίσκονταν σε διάσταση, καθώς είχε φύγει από τη Μακεδονία και επιστρέψει στην πατρίδα της (Ήπειρο). Στο πλαίσιο αυτών των θεωριών, κάποιοι εμπλέκουν ακόμα και τον ίδιο τον Αλέξανδρο, καθώς ισχυροί «παίκτες» της μακεδονικής αυλής αμφισβητούσαν το δικαίωμά του στη διαδοχή, ως «μη γνήσιου» Μακεδόνα (λόγω της Ηπειρώτισσας μάνας του). Άσπονδος εχθρός της Ολυμπιάδας και του Αλεξάνδρου ήταν ο Άτταλος, την ανιψιά του οποίου ο Φίλιππος παντρεύτηκε, ων σε διάσταση με την Ολυμπιάδα. Κατά το συμπόσιο, στο οποίο παρευρισκόταν και ο Αλέξανδρος, ως πρωτότοκος και διάδοχος, ο Άτταλος, μεθυσμένος (ή όχι) ευχήθηκε στο ζευγάρι να αποκτήσει «γνήσιο διάδοχο», προκαλώντας την οργισμένη αντίδραση του Αλεξάνδρου. Ακολούθησε καυγάς και επήλθε οριστική ρήξη μεταξύ του Αλεξάνδρου και του Φιλίππου, με τον πρώτο να σηκώνεται να φεύγει και να πηγαίνει στη μάνα του στην Ήπειρο- το επόμενο σημαντικό «κεφάλαιο» της ιστορίας είναι η δολοφονία του Φιλίππου, και ως εκ τούτου, είναι δόκιμο να προκύπτουν ερωτηματικά.

Σε κάθε περίπτωση, η δολοφονία του Φιλίππου ήταν το εναρκτήριο λάκτισμα μιας αντιπαράθεσης που θα θύμιζε την αιματηρή πάλη για τη δύναμη του «Game of Thrones»- αλλά ο Αλέξανδρος δεν είχε τον χρόνο για κάτι τέτοιο. Ο διάδοχος επέστρεψε ταχύτατα και ανέλαβε τον θρόνο, εξοντώνοντας με συνοπτικές διαδικασίες τη φράξια του Αττάλου, ο οποίος συνωμοτούσε για να αρπάξει τον θρόνο, ως συγγενής της νέας συζύγου του Φιλίππου (Κλεοπάτρα Ευρυδίκη) ενώ παράλληλα προέτρεπε σε αποστασία τους νότιους Έλληνες και τους Θράκες. Ο Άτταλος καταδικάστηκε και εκτελέστηκε για εσχάτη προδοσία, αλλά η αποστασία είχε αρχίσει. Ο Αλέξανδρος έπρεπε να δράσει γρήγορα για να σταματήσει την κατάρρευση του οικοδομήματος που είχε δημιουργήσει ο Φίλιππος, καθώς οι νότιοι αποστατούσαν.

Παρά τις συμβουλές περί χρήσης διπλωματίας, ο Αλέξανδρος επέλεξε να χρησιμοποιήσει το όπλο που ήξερε να χειρίζεται καλύτερα: Τη στρατιωτική ισχύ. Προελαύνοντας κεραυνοβόλα προς τον νότο, αιφνιδίασε τους Θεσσαλούς, παραταγμένους ανάμεσα στον Όλυμπο και την Όσσα, περνώντας μέσα από το βουνό και εμφανιζόμενος στα μετόπισθέν τους, με αποτέλεσμα την παράδοσή τους. Η πορεία του προς το νότο συνεχίστηκε, περνώντας από τις Θερμοπύλες, αιφνιδιάζοντας τους πάντες με την ταχύτατη προέλασή του και δεχόμενος τις παραδόσεις τους (μεταξύ των οποίων και των Αθηναίων). Στην Κόρινθο έλαβε τον τίτλο του ηγεμόνα της συμμαχίας, ενώ παράλληλα ενημερώθηκε για προβλήματα στα βόρεια: Οι Θράκες είχαν εξεγερθεί.

Η εκστρατεία στον Βορρά

Ο Αλέξανδρος ξεκίνησε άμεσα για τη Θράκη και τον Βορρά για να καταστείλει την εξέγερση, της οποίας ηγούνταν οι Ιλλυριοί και οι Τριβαλλοί – σημειώνεται ότι Κατά την εκστρατεία αυτή στον βορρά, στον στρατό του εντάχθηκε και μια δύναμη η οποία έμελλε αργότερα να διακριθεί κατά την εκστρατεία στην Ασία: Οι πολεμιστές της πολεμικής φυλής των Αγριάνων, έξοχοι ακοντιστές και «ψιλοί» (ελαφρύ πεζικό), βασιλιάς των οποίων ήταν ο Λάγγαρος, προσωπικός φίλος του Αλεξάνδρου.

Ο μακεδονικός στρατός πέρασε στον Αίμο το 335 π.Χ, όπου συγκρούστηκε με μια καλά οχυρωμένη θρακική φρουρά, η οποία προσπάθησε να σταματήσει την προέλαση του βαρέος πεζικού αφήνοντας στην κατηφόρα άμαξες/ κάρα- αλλά ο Αλέξανδρος απλά έδωσε εντολή να διασκορπίζονται οι σχηματισμοί ή να πέφτουν πρηνηδόν, με ασπίδες από πάνω, οι στρατιώτες. Όταν εν τέλει οι μακεδονικές δυνάμεις έφτασαν στην κορυφή, έτρεψαν με ευκολία σε φυγή τους Θράκες.

Ωστόσο, η μεγαλύτερη απειλή προερχόταν από τα μετόπισθεν, και ήταν ο στρατός του Σύρμου, βασιλιά των Τριβαλλών, που επεδίωξε σύγκρουση σε φαράγγι, αλλά παρασύρθηκε να βγει εκτός της οχυρής του θέσης λόγω συνεχούς παρενόχλησης από το ελαφρύ πεζικό- με αποτέλεσμα να συντριβεί στα ανοιχτά από τα άριστα οργανωμένα και πειθαρχημένα τακτικά στρατεύματα του Αλεξάνδρου, με τον Σύρμο να καταφεύγει στον Δούναβη.

Συνολικά, ο μακεδονικός στρατός χρειάστηκε τρεις μάχες για να διαλύσει τα άγρια, εξεγερμένα φύλα του βορρά (Μάχες του Αίμου, του Λύγινου Ποταμού και της Πεύκης), απωθώντας τα ως τον Δούναβη – και τα κύρια επιτεύγματα αυτής της κεραυνοβόλας εκστρατείας αποτελούν η διάβαση του φυλασσόμενου περάσματος της Σίπκας χωρίς απώλειες , η συντριβή των Τριβαλλών στον Λυγινό ποταμό και η διάβαση εν μία νυκτί (κυριολεκτικά) του Δούναβη, με 4.000 πεζούς και 1.500 ιππείς, που αποτέλεσε (επιτυχή) επίδειξη δύναμης ώστε να τρομάξουν οι Γέτες οι οποίοι είχαν στρατό 14.000 ανδρών: Οι Γέτες υποχώρησαν μετά την πρώτη εμπλοκή με το βαρύ μακεδονικό ιππικό και τράπηκαν σε φυγή.

Το «blitzkrieg» του Αλεξάνδρου είχε τις επιπτώσεις στις οποίες προσέβλεπε ο νεαρός βασιλιάς: Τον αιφνιδιασμό και την τρομοκράτηση των βόρειων φύλων μέσω μιας επίδειξης ισχύος που θα ήταν επαρκώς μεγάλη ώστε να διασφαλιστεί πως δεν θα απειλούσαν την ασφάλεια της βόρειας Ελλάδας κατά την εκστρατεία στην Ασία. Οι φυλές αυτές δήλωσαν φιλία, με τον Αλέξανδρο να κινείται προς τα δυτικά, περνώντας από την Παιονία (σημερινά Σκόπια) και να κατευθύνεται εναντίον του βασιλιά Κλείτου των Ιλλυριών, στη σημερινή Αλβανία, ο οποίος είχε αποστατήσει από τη συμμαχία με τη Μακεδονία με τη συνδρομή των Ταυλαντίων, βασιλιάς των οποίων ήταν ο Γλαυκίας. Η σύγκρουση έλαβε χώρα στο οχυρωμένο Πέλιο, στρατηγικής σημασίας θέση, καθώς παρείχε εύκολη πρόσβαση στην Ιλλυρία και τη Μακεδονία- και μάλιστα η αξία του ήταν ακόμα μεγαλύτερη από τη στιγμή που ο Αλέξανδρος έπρεπε να μπορεί να επιστρέψει στη νότια Ελλάδα γρήγορα, καθώς οι Αθηναίοι και οι Θηβαίοι αποστατούσαν από τη συμμαχία ξανά λόγω φημών ότι είχε σκοτωθεί στον Δούναβη.

Ο Αλέξανδρος – βασικό χαρακτηριστικό της τακτικής του οποίου ήταν οι ταχείες, αιφνιδιαστικές κινήσεις, να χτυπά ξαφνικά εκεί που δεν τον περίμεναν- κατέφθασε με δύναμη 15.000 ανδρών, πιάνοντας τον Κλείτο να περιμένει τη δύναμη του Γλαυκία. Το πρώτο που έκανε ήταν να χτυπήσει τις δυνάμεις των Ιλλυριών που ήταν στα γύρω υψώματα, αναγκάζοντάς τες να κλειστούν στην οχυρωμένη πόλη, την οποία προσπάθησε να καταλάβει με άμεση έφοδο, χωρίς επιτυχία, με αποτέλεσμα να αρχίσει πολιορκία. Ωστόσο, ο Μακεδόνας διοικητής αναγκάστηκε να αποτραβηχτεί προσωρινά λόγω άφιξης της δύναμης του Γλαυκία, ευρισκόμενος σε μειονεκτική θέση αριθμητικά, και πιεζόμενος από τον χρόνο λόγω της εξέγερσης στη νότια Ελλάδα: Η εχθρική δύναμη έπρεπε να καταστραφεί το συντομότερο δυνατόν.

Αποκλείοντας το Πέλιο με μια δύναμη, ώστε να αποφύγει έξοδο του Κλείτου, κατευθύνθηκε προς τα υψώματα, που ήταν πλέον υπό τον έλεγχο της δύναμης του Γλαυκία, με τη φάλαγγα, την οποία έβαλε να κάνει γυμνάσια, προκαλώντας την έκπληξη των Ταυλάντιων. Ξαφνικά, εν μέσω των γυμνασίων, έθεσε ταχέως τη φάλαγγα σε σχηματισμό και προέλασε κατά των υψωμάτων, αιφνιδιάζοντας τον εχθρό και εκμηδενίζοντάς τον χωρίς απώλειες. Ακολούθησε μια σειρά μικρότερων και μεγαλύτερων συγκρούσεων με τις γύρω ιλλυρικές δυνάμεις, με τον μακεδονικό στρατό να καταφέρνει να περάσει στην άλλη πλευρά του ποταμού (με έναν παραπλανητικό ελιγμό κατά τον οποίο ο στρατός του προσποιήθηκε ότι έκανε επίθεση εναντίον των Ιλλυριών που απειλούσαν από πίσω) και να διασφαλίζει τις γραμμές ανεφοδιασμού του, ετοιμαζόμενος για πολιορκία.

Ωστόσο τα πράγματα αποδείχτηκαν πιο εύκολα από ό,τι περίμενε, καθώς έφτασαν στο μακεδονικό στρατόπεδο πληροφορίες ότι στο Πέλιο οι Ιλλυριοί είχαν αρχίσει να παραμελούν την άμυνα, καθώς είχαν πιστέψει πως ο Αλέξανδρος υποχωρούσε. Χωρίς να περιμένει την άφιξη ενισχύσεων, ο νεαρός διοικητής (μόλις 21 ετών τότε) σχεδίασε και πραγματοποίησε μια παράτολμη νυκτερινή επίθεση αφήνοντας πίσω τον όγκο του στρατού του, με μια ευκίνητη επίλεκτη δύναμη, που περιελάμβανε τη φρουρά του (η οποία έφερε ασπίδες, εν αντιθέσει με την πιο δυσκίνητη μακεδονική φάλαγγα), Αγριάνες, τοξότες και τη δύναμη του Κοίνου. Ο αιφνιδιασμός ήταν απόλυτος και ακολούθησε σφαγή, με πολλούς Ιλλυριούς να πιάνονται αιχμάλωτοι.

Ακολούθως, ο Αλέξανδρος έστησε νέο φυλάκιο στην περιοχή και δέχτηκε την παράδοση των Ιλλυριών, επιθυμώντας να κερδίσει χρόνο.

Επιστροφή στη νότια Ελλάδα: Η τιμωρία της Θήβας

Έχοντας ολοκληρώσει την εκστρατεία στον βορρά, ήταν ελεύθερος να κατευθυνθεί στον νότο για να καταστείλει την αποστασία των Θηβών και της Αθήνας, οι ηγεσίες των οποίων σε καμία περίπτωση δεν περίμεναν μια τόσο γρήγορη επιστροφή του μακεδονικού στρατού, ειδικά από τη στιγμή που θεωρούσαν πως ο Μακεδόνας βασιλιάς ήταν είτε νεκρός, είτε απλά πολύ άπειρος για να καταφέρει να τα βγάλει πέρα με μια σειρά αποστασιών- και αυτό μπορεί να ήταν σωστή εκτίμηση για κάποιον άλλο διοικητή, αλλά όχι για τον Αλέξανδρο, που έφτασε από τη λίμνη Οχρίδα, στα σημερινά Σκόπια, στον Ογχηστό της Βοιωτίας, έξω από τη Θήβα (όπου βρισκόταν ακόμα, πολιορκημένη στην Καδμεία, η μακεδονική φρουρά που είχε αφήσει ο Αλέξανδρος στην πόλη), μέσα σε επτά (!) ημέρες, με δύναμη περίπου 30.000 πεζών και 3.000 ιππέων.

Παρά τον αιφνιδιασμό, οι Θηβαίοι απέρριψαν την πρόταση του Αλεξάνδρου, που ζήτησε την παράδοση της πόλης και των δύο αρχηγών της αντιμακεδονικής φράξιας (Φοίνικας και Προθύτης), υποσχόμενος αμνηστία για τους Θηβαίους και τήρηση της συνθήκης της Κορίνθου. Αντ'αυτού, τον έβρισαν από τα τείχη, με τον ίδιο να ορκίζεται ότι θα επιβάλει την έσχατη τιμωρία.

Η κύρια θηβαϊκή δύναμη αντιμετώπισε τους Μακεδόνες μπροστά από την πόλη, αφήνοντας τα τείχη σε απελευθερωμένους δούλους. Σε πρώτη φάση φάνηκαν να αντέχουν απέναντι στη μακεδονική επίθεση (άλλωστε το μακεδονικό στράτευμα ήταν καταπονημένο από τη μακρά πορεία), με τον Αλέξανδρο να ρίχνει στη μάχη την εφεδρική του δύναμη. Ωστόσο αυτό δεν κράτησε πολύ: Κατά τη διάρκεια της σύγκρουσης, ο Μακεδόνας διοικητής πληροφορήθηκε ότι μια πύλη ήταν εγκαταλειμμένη από τους φρουρούς τους, και έστειλε σε αυτήν δύναμη υπό τον Περδίκκα. Το μακεδονικό σώμα γλίστρησε μέσα στην πόλη και οι Θηβαίοι πανικοβλήθηκαν, τρεπόμενοι άτακτα σε φυγή και επιστρέφοντας στο εσωτερικό της, με πολλούς εξ αυτών να σκοτώνονται λόγω του συνωστισμού στους στενούς δρόμους. Παράλληλα, έξοδο πραγματοποιούσε η μακεδονική φρουρά της Καδμείας.

Ακολούθησε η ολοκληρωτική καταστροφή και λεηλασία της Θήβας από τον μακεδονικό στρατό και τους συμμάχους του (Φωκείς, Πλαταιείς και άλλοι Βοιωτοί, που είχαν αντιπαλότητα με τη Θήβα). Η πόλη ισοπεδώθηκε – πλην του σπιτιού του ποιητή Πινδάρου και των ναών- και οι κάτοικοί της πουλήθηκαν ως δούλοι, εκτός από τους ιερείς, τα μέλη της φιλομακεδονικής παράταξης και την οικογένεια του Πινδάρου. Ο Αλέξανδρος ήθελε να τη χρησιμοποιήσει ως παράδειγμα, για να διασφαλιστεί η εξαφάνιση κάθε πιθανότητας νέας αποστασίας όσο αυτός θα ήταν στην Ασία- και φαίνεται ότι είχε δίκιο, καθώς η Αθήνα και οι άλλοι αποστάτες μετά έσπευσαν γρήγορα να συνθηκολογήσουν, αφού είχαν χάσει κάθε θέληση για περαιτέρω σύγκρουση.

Ο Αλέξανδρος είχε εδραιώσει την εξουσία του μέσα από μια σειρά αποφασιστικών χτυπημάτων, κατανικώντας κάθε αντίπαλο. Είχε τελειώσει με την Ευρώπη. Ήταν η ώρα της Ασίας.

Μην χάσετε το Αφιέρωμα στον Μ. Αλέξανδρο στο OTE HISTORY, στον ΟΤΕ ΤV, το ντοκιμαντέρ «Ελλάδα - Χτίζοντας μια Αυτοκρατορία: Η εποχή του Μ. Αλεξάνδρου», την Κυριακή 29 Μαΐου στις 9μμ.

Πηγές

|

Δημοφιλή