Η επίσκεψη του Ρώσου προέδρου, Βλάντιμιρ Πούτιν, στη χώρα μας- η πρώτη εδώ και χρόνια- επαναφέρει στην επικαιρότητα το ζήτημα της κατάστασης των ελληνορωσικών σχέσεων, εν μέσω της πλέον «ψυχροπολεμικής» περιόδου των τελευταίων ετών. Η ρήξη της Ρωσίας με τη Δύση που άρχισε το 2008, με τη σύγκρουση Ρωσίας- Γεωργίας, κορυφώθηκε με τα γεγονότα της ουκρανικής κρίσης και την προσάρτηση της Κριμαίας, που ακολουθήθηκε από αντίποινα υπό τη μορφή οικονομικών κυρώσεων από πλευράς της Δύσης. Το ιδιόμορφο αυτό γεωπολιτικό σκηνικό της αντιπαράθεσης μεταξύ της Ρωσίας του Βλάντιμιρ Πούτιν έγινε ακόμα πιο σύνθετο λόγω μιας σειράς παραγόντων και εξελίξεων όπως η ρωσική επέμβαση στη Συρία υπέρ του προέδρου Άσαντ – την ανατροπή του οποίου επιδιώκει η Δύση-, η επιδείνωση των σχέσεων της Ρωσίας με την Τουρκία μετά την κατάρριψη ρωσικού μαχητικού στα τουρκοσυριακά σύνορα, αλλά και το αέναο «ενεργειακό σκάκι», με τη Δύση να επιδιώκει μείωση της εξάρτησης της Ευρώπης από τη ρωσική ενέργεια και τη ρωσική οικονομία να περνά δύσκολες ώρες ως αποτέλεσμα της πτώσης των τιμών του πετρελαίου.
Διαβάστε επίσης:
Μέσα σε αυτόν τον γεωπολιτικό/ οικονομικό λαβύρινθο βρίσκεται μια Ελλάδα σε οικονομική, πολιτική και κοινωνική κρίση. Εντός μιας περιόδου που έχει χαρακτηρίζεται από την άνοδο του ευρωσκεπτικισμού και από την αμφισβήτηση – σε διάφορα μέτωπα- της θέσης της χώρας μας στην Ευρωζώνη, ή ακόμα και στην Ε.Ε., αλλά και από τον (διαφαινόμενης) αυξανόμενης σημασίας ρόλο της Ελλάδας στα ενεργειακά δρώμενα, λόγω του αγωγού ΤΑΡ και των ερευνών για υδρογονάνθρακες στην ανατολική Μεσόγειο και αλλού, είναι αναπόφευκτο να τίθεται το ερώτημα ποιες είναι οι συμμαχίες που θα έπρεπε να επιδιώξει η Ελλάδα καθώς τα γεωπολιτικά δεδομένα αλλάζουν.
Το «ρωσικό χαρτί» αποτελεί πολύ παλιά ιστορία στην ελληνική πολιτική σκηνή. Οι ιστορικοί δεσμοί μεταξύ των δύο χωρών διαμορφώνονται σε μεγάλο βαθμό από τον παράγοντα «Ορθοδοξία», και οι εξελίξεις των τελευταίων μηνών έχουν καταστήσει ιδιαίτερα δημοφιλείς σε μεγάλη μερίδα της κοινής γνώμης τις θεωρίες περί πιθανής «στροφής προς τη Ρωσία» αντί της Δύσης- τάση η οποία, εν μέρει, φαίνεται να έχει ενίοτε υποδαυλιστεί και από τις κυβερνήσεις ΣΥΡΙΖΑ- ΑΝΕΛ, στο ευρύτερο πλαίσιο της επιδίωξης για πιο «πολυσχιδή εξωτερική πολιτική», αλλά και της όλης διαπραγματευτικής στρατηγικής που ακολουθήθηκε κατά την πρώτη κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, ως μοχλός άσκησης πίεσης προς τους δανειστές.
Πόσο ρεαλιστικά είναι όμως στα αλήθεια όλα αυτά; Ποια είναι τα περιθώρια ελιγμών και σύσφιξης των σχέσεων μεταξύ των δύο χωρών;
Οι στόχοι της Ελλάδας
Τους στόχους και τις επιδιώξεις της ελληνικής πλευράς περιγράφει στη HuffPost Greece ο Διευθυντής Ερευνών του Ινστιτούτου Διεθνών Σχέσεων, , Κωνσταντίνος Φίλης, ο οποίος εκτιμά ότι αυτό που θέλει να δείξει η ελληνική πλευρά είναι ότι έχει τη διάθεση και τη δυνατότητα να προωθήσει μια πολυσχιδή εξωτερική πολιτική – κάτι που σημαίνει ότι δεν περιορίζεται στα στενά όρια της σχέσης και των υποχρεώσεων που απορρέουν από τη θέση μας στους ευρωατλαντικούς θεσμούς αλλά ότι υπάρχουν περιθώρια ανάπτυξης σχέσεων και με ανάπτυξη σχέσεων χωρών εκτός αυτών, όπως η Ρωσία η Κίνα και το Ιράν.
Κωνσταντίνος Φίλης: Κατά το παρελθόν το χαρτί της Ρωσίας έχει χρησιμοποιηθεί ως πυροτέχνημα (κατά την περίοδο της διακυβέρνησης του Κώστα Καραμανλή και το διάστημα Ιανουαρίου- Ιουνίου 2015) και ως μία προσπάθεια αντιπαραβολής της Ρωσίας έναντι των δυτικών μας εταίρων. Και στις δύο περιπτώσεις η περιρρέουσα ατμόσφαιρα δεν ευνοούσε μια τέτοια κίνηση πέραν του γεγονότος ότι εμπεριείχε στοιχεία οπορτουνισμού, εφόσον η Ρωσία δεν μπορεί παρά να αποτελεί συμπληρωματικό και μόνο εταίρο σε σχέση με τη Δύση και όχι εναλλακτική έναντι αυτής. Το αποτέλεσμα ήταν να κλονίσουμε την εμπιστοσύνη των δυτικών μας εταίρων, αλλά και να απογοητεύσουμε τον ρωσικό παράγοντα γιατί δεν ήμασταν σε θέση να ικανοποιήσουμε πλήρως τις επιδιώξεις της μίας ή της άλλης πλευράς - καθιστώντας επί της ουσίας τη δυνατότητα ανάπτυξης σχέσης με τη Ρωσία όμηρο μιας απόπειρας να δείξουμε στη Δύση ότι, αν δεν μας ικανοποιούσε, είχαμε και εναλλακτικό δρόμο». Παράλληλα, ο κ. Φίλης τονίζει ότι οι σχέσεις της Ελλάδας με τη Ρωσία πρέπει να τεθούν σε στέρεες βάσεις, με γνώμονα σχέδια τα οποία θα είναι αμοιβαία επωφελή, αλλά και συνυπολογίζοντας και τους περιορισμούς που προκύπτουν, δεδομένης της κρίσης στην Ουκρανία και της επιδείνωσης των σχέσεων Ρωσίας- Δύσης.
Σε κάθε περίπτωση, η επιδίωξη της Ελλάδας για επιπλέον συνεργασίες αποτελεί σοβαρό και δόκιμο στόχο, και η Ρωσία δεν αποτελεί εξαίρεση. Όπως διευκρινίζει ο Θάνος Ντόκος, Γενικός Διευθυντής του ΕΛΙΑΜΕΠ, η Αθήνα οφείλει να καταβάλλει σοβαρές προσπάθειες για την αξιοποίηση πρόσθετων «χαρτιών» στην εξωτερική της πολιτική, αναπτύσσοντας περαιτέρω τις σχέσεις της με μη-δυτικές μεγάλες δυνάμεις, - χωρίς βεβαίως αυτό να γίνει σε βάρος των ελληνοευρωπαϊκών και ελληνοαμερικανικών σχέσεων. «Η Ελλάδα –σε αντιστοιχία με το ειδικό βάρος και την επιρροή της- ίσως μπορέσει να παίξει ένα χρήσιμο [συμπληρωματικό] διαμεσολαβητικό ρόλο μεταξύ ΕΕ και Ρωσίας ως η φωνή της Ευρώπης προς τη Ρωσία (και όχι, βεβαίως, το αντίθετο)» προσθέτει ο κ. Ντόκος.
Θάνος Ντόκος: Είναι πλέον λίαν κατανοητό και στην Ευρώπη, και στις ΗΠΑ, ότι η σημερινή ελληνική κυβέρνηση δεν εξετάζει κάποιας μορφής προσέγγιση με τη Ρωσία που θα προκαλούσε σοβαρά προβλήματα στη θέση της Ελλάδας εντός ΕΕ και ΝΑΤΟ. Ωστόσο, υπάρχουν σημαντικά περιθώρια περαιτέρω βελτίωσης των σχέσεων με τη Ρωσία και σε ζητήματα οικονομικών σχέσεων και επενδύσεων, πολιτισμού, εξοπλισμών (καθώς στις ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις υπάρχουν αρκετά οπλικά συστήματα ρωσικής προέλευσης), ενέργειας, αλλά και ευρωπαϊκής και περιφερειακής ασφάλειας, όπου οι δύο πλευρές διαπιστώνουν συχνά εγγύτητα απόψεων. Βεβαίως, ο σχετικός σχεδιασμός θα πρέπει να χαρακτηρίζεται από ρεαλισμό, αφού υπερβολικές προσδοκίες μπορεί να οδηγήσουν σε απογοητεύσεις. Επιπλέον, θα πρέπει να προετοιμαστούμε, με πειστικά επιχειρήματα και κινήσεις εξισορρόπησης, για τη διαχείριση των, ηπιότερων πλέον αλλά συνεχιζόμενων, αναμενόμενων αντιδράσεων και πιέσεων, κυρίως από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού, με έμφαση στον τομέα της ενέργειας.
Σε κάθε περίπτωση, αξίζει να σημειωθεί ότι τα πεδία σύγκλισης μεταξύ των δύο κρατών είναι αρκετά, και αυτό είναι κάτι που πρέπει πάντοτε να λαμβάνεται σοβαρά υπόψιν όσον αφορά στη διαμόρφωση της ελληνικής πολιτικής όσον αφορά στις ελληνορωσικές σχέσεις. Ο Χρήστος Ζιώγας, μεταδιδακτορικός ερευνητής και διδάσκων Διεθνών Σχέσεων στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, τα συνοψίζει ως εξής: «Είναι γεγονός πως τα πεδία σύγκλισης μεταξύ των δύο κρατών είναι περισσότερα, ο οικονομικός και ο ενεργειακός τομέας, ο τουρκικός αναθεωρητισμός, το κυπριακό από τα αποκλίνοντα, που άπτονται κυρίως κανονιστικών ζητημάτων όσον αφορά το επίπεδο πολιτικών ελευθεριών και εν γένει την σχέση της Μόσχας με τις δυτικές χώρες. Το γεγονός που περιορίζει την περαιτέρω εμβάθυνση των ελληνορωσικών σχέσεων συνιστάται πως η Αθήνα ιεραρχεί ως σημαντικότερη την διασφάλιση των στρατηγικών σχέσεων με τους ατλαντικούς και ευρωπαίους συμμάχους εν σχέσει με τη Ρωσική Ομοσπονδία».
Οι στόχοι του Κρεμλίνου
Βεβαίως, πέραν τον ελληνικών στόχων και επιδιώξεων, στο «ψηφιδωτό» των ελληνορωσικών σχέσεων δεν γίνεται (προφανώς!) να παραβλέπονται οι στόχοι και οι επιδιώξεις του Κρεμλίνου: Εν ολίγοις, τι θέλει/ θα ήθελε η Ρωσία από την Ελλάδα; Όσο και αν το ερώτημα αυτό φαίνεται αυτονόητο, τείνει πολύ συχνά να παραβλέπεται στον (όποιο) δημόσιο διάλογο σχετικά με τις ελληνορωσικές σχέσεις στην Ελλάδα.
Μιλώντας στη HuffPost Greece, η Όλγα Κβοστούνοβα, πολιτική αναλύτρια και ερευνήτρια του Institute of Modern Russia και αρχισυντάκτρια του imrussia.org υπενθυμίζει το ζήτημα των δυτικών κυρώσεων προς τη Ρωσία για την κρίση στην Ουκρανία.
Όλγα Κβοστούνοβα: Στην περίπτωση της Ρωσίας, η ιδέα είναι να χρησιμοποιηθεί η Ελλάδα για να υπονομευθεί η στάση της Ε.Ε. όσον αφορά στις κυρώσεις...ιδεατά, το Κρεμλίνο θα ήθελε η Αθήνα να ψηφίσει εναντίον τους, κάτι που θα υπονόμευε την ενιαία στάση της Ε.Ε. Η ελληνική κυβέρνηση έχει ήδη εκφράσει τη δυσφορία της για την ανανέωση των κυρώσεων το 2015, οπότε ο απόλυτος στόχος του Κρεμλίνου θα ήταν μια ψήφος της Αθήνας κατά τους. Επίσης, σε πλαίσιο ευρύτερης στρατηγικής, ο Πούτιν βλέπει την Ελλάδα, (ορθόδοξη, όπως η Ρωσία, με παρόμοιες “πνευματικές ρίζες”) ως έναν πιθανό σύμμαχο σε μια συμμαχία την οποία προσπαθεί να δημιουργήσει για να αντιταχθεί στην “εχθρική” Δύση (στο πλαίσιο του οράματός του για τον Ευρασιατισμό)...για τον Πούτιν, η Ελλάδα θα μπορούσε να είναι μια “πίσω πόρτα” προς την Ευρώπη: Η επίσκεψή του στην Ελλάδα είναι μια από τις λίγες επισκέψεις που έχει πραγματοποιήσει στην Ε.Ε. από την προσάρτηση της Κριμαίας και μετά. Όχι ότι λαμβάνει και πολλές προσκλήσεις.
Γενικότερα, το στοιχείο της αντιπαράθεσης μεταξύ της Δύσης και της Ρωσίας- και ο ρόλος της Ελλάδας σε αυτό το κομμάτι – οφείλει να λαμβάνεται υπόψιν. Συστηματική τακτική διαφόρων μεγάλων δυνάμεων (Κίνα, ΗΠΑ, Ρωσία) απέναντι στην Ε.Ε. είναι το «διαίρει και βασίλευε» και η φύση της Ε.Ε. καθιστά την τακτική αυτή συχνά αποτελεσματική. Όπως υπογραμμίζει ο κ. Ντόκος, η Ελλάδα ακόμα και αν δεν μπορεί να θεωρηθεί «σύμμαχος χώρα» για τους Ρώσους, έχει μια πάγια θετική στάση έναντι της Ρωσίας, και αυτό έχει τη σημασία του: «Για τη Ρωσία, ο δυνητικός προσεταιρισμός μιας χώρας μέλους της ΕΕ και το ενδεχόμενο διάσπασης της Ενωσης σε ζητήματα σχέσεων με τη Ρωσία θα είχε πολύ μεγάλη σημασία. Βέβαια, κάτι τέτοιο δεν συνέβη με τη χώρα μας στο εγγύς παρελθόν, παρά τις δυσκολίες μας στις σχέσεις με ορισμένους Ευρωπαίους εταίρους, αλλά και τη διαφωνία μας με κάποια στοιχεία της Ευρωπαϊκής στρατηγικής έναντι της Ρωσίας, ούτε και είναι ιδιαίτερα πιθανό να συμβεί στο μέλλον».
Ωστόσο, σε πιο άμεσο/ βραχυπρόθεσμο επίπεδο, οι στόχοι της ρωσικής εξωτερικής πολιτικής όσον αφορά στην Ελλάδα είναι πιο «γήινοι». Περιγράφοντάς τους, ο Ιπποκράτης Δασκαλάκης, υποστράτηγος ε.α. και Διευθυντής Μελετών του Ελληνικού Ινστιτούτου Στρατηγικών Μελετών (ΕΛΙΣΜΕ), υπενθυμίζει πως σημαντικός στόχος της ρωσικής πολιτικής είναι η προβολή της δυνατότητας που έχει η χώρα για διείσδυση στην ανατολική Μεσόγειο και τα Βαλκάνια. «Είναι μια χώρα με σημαντικό ρόλο, συμφέροντα και ενδιαφέροντα και μπορεί να ασκήσει επιρροή. Αυτός είναι ο πρωταρχικός της στόχος. Οι Ρώσοι ξέρουν μέχρι πού τους παίρνει και τι μπορεί να θελήσουν- να δώσουν ένα μήνυμα προβολής/ ισχύος- ότι είμαστε εδώ, έχουμε δυνατότητες, οικονομική ισχύ (ενδιαφέρον για κάποια οικονομικά projects) αλλά και στρατιωτική».
Το Κρεμλίνο, υπογραμμίζει ο κ. Δασκαλάκης, επιθυμεί έναν σταθερό συνεργάτη- όχι σύμμαχο- όπου η Ρωσία θα μπορεί να κάνει κάποιες επενδύσεις στον οικονομικό τομέα. «Έναν συνέταιρο σε κάποια βασικά πρότζεκτ, κυρίως ενεργειακού προσανατολισμού, διότι έχει την πρώτη ύλη. Βέβαια, της λείπουν τα χρήματα, και για αυτό προσπαθεί να προσελκύσει και κάποιες ευρωπαϊκές χώρες, καθώς δεν έχει μόνη της τα κεφάλαια ούτε και τόσο τεχνογνωσία για μεγάλα ενεργειακά προγράμματα - ενώ θέλει και το lobbying στα διεθνή fora».
Σε κάθε περίπτωση πάντως, ο γεωπολιτικός παράγοντας και η σημασία του στα μάτια του Κρεμλίνου δεν είναι κάτι που πρέπει να παραβλέπεται. Όπως τονίζει ο κ. Ζιώγας, στο βαθμό που η Μόσχα επιθυμεί να επανακάμψει ως σημαντικός παράγων στην ανατολική Μεσόγειο η καλή σχέση με την Ελλάδα αποτελεί προϋπόθεση εκ των ων ουκ άνευ.
Χρήστος Ζιώγας:Αντικειμενικά ομιλώντας όμως, τουλάχιστον για τα επόμενα 20 έτη η ανατολική Μεσόγειος θα εξακολουθήσει να αποτελεί προνομιακό γεωπολιτικό χώρο των Ηνωμένων Πολιτειών, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την χώρα μας. Βέβαια η «επιστροφή» της Ρωσίας στην Μεσόγειο ενισχύει το ρόλο μας στην ατλαντική συμμαχία, όπως υπό προϋποθέσεις και της Τουρκίας, και τους αμερικανικούς σχεδιασμούς, προσφέροντας περισσότερα ερείσματα για να αποφύγουμε αλυσιτελείς διακανονισμούς στο κυπριακό. Η επανατοποθέτηση της Ρωσίας στην Μεσόγειο ίσως να αναδείξει και την αρνητική της θέση για την πρόθεση της χώρας μας να επεκτείνει τα χωρικά της ύδατα στα 12 ναυτικά μίλια.
Ωστόσο, αυτό σε καμία περίπτωση δεν σημαίνει ότι πρέπει να υπερεκτιμάται η σημασία και αξία της χώρας μας για το Κρεμλίνο. Κατά τον κ. Φίλη, η Ρωσία αντιλαμβάνεται ότι η Ελλάδα από μόνη της δεν έχει το «εκτόπισμα» για να επιβάλει τη θέλησή της στην Ευρώπη, κάτι το οποίο εν τέλει αποδείχτηκε από τις εξελίξεις που ακολούθησαν τα περί χρήσης του βέτο απέναντι στις κυρώσεις που έχει επιβάλει η Ε.Ε. στη Ρωσία. «Οι εξαγγελίες αυτές αποδείχτηκαν κενό γράμμα, κενές περιεχομένου. Από την άλλη ωστόσο, η υπερδραστηριοποίηση της Ρωσίας σε Μέση Ανατολή και ανατολική Μεσόγειο, και η ραγδαία επιδείνωση των σχέσεών της με την Τουρκία προϋποθέτει την εξεύρεση συνομιλητών στην ευρύτερη περιοχή ανεξάρτητα από την εμβέλειά τους. Ορισμένοι μπορεί να θεωρούν ότι το αρνητικό κλίμα στις σχέσεις Μόσχας - Άγκυρας μπορεί να γίνει προϊόν εκμετάλλευσης από το Κρεμλίνο ή να προσφέρει μια ευκαιρία στην Αθήνα. Αλλά και οι δύο πλευρές αντιλαμβάνονται (η Αθήνα και η Μόσχα) ότι επειδή μιλάμε για δύο κράτη- μέλη του ΝΑΤΟ, δεν είναι δυνατόν να συμπήξουν ενιαίο μέτωπο απέναντι στην Τουρκία. Ένα επιπλέον δεδομένο στην εξίσωση είναι βεβαίως και η αποστολή του ΝΑΤΟ στο Αιγαίο,η οποία ασφαλώς έχει ως κύριο γνώμονα την αναχαίτιση της ρωσικής κινητικότητας στην ευρύτερη περιοχή και λιγότερο την ανάσχεση των προσφυγικών ροών».
Κωνσταντίνος Φίλης: Σήμερα η ταύτιση της χώρα μας τόσο με τους Ευρωπαίους εταίρους και τον αμερικανικό παράγοντα, που μας έχει στηρίξει συστηματικά και με συνέπεια στα χρόνια της κρίσης είναι τόσο βαθιά και μεγάλη, ώστε αυτομάτως συρρικνώνονται και τα περιθώρια ενός γενναίου ανοίγματος απέναντι στη Ρωσία. Όπως από την άλλη, λόγω των κακών σχέσεων που έχει η Ρωσία με τη Δύση, είναι λογικό ότι η Ρωσία κάποια στιγμή επιθυμεί την αναθέρμανση ή τη μερική αποκατάστασή τους. Προφανώς δεν θα ρισκάρει αυτή τη διαδικασία για χάρη της Ελλάδας η οποία σε τελική ανάλυση δεν έχει και την εμβέλεια από μόνη της να αλλάξει τον ρου των πραγμάτων. Η Ελλάδα, αντιθέτως, έχει μια χρησιμότητα ως ένας θετικός εκφραστής υπέρ της ανάγκης διόρθωσης των σχέσεων με τη Ρωσία, επί παραδείγματι μέσα από μια χαλάρωση των κυρώσεων έναντι της Ρωσίας, αλλά αυτό η χώρα μας μπορεί να το κάνει μόνο συμμετέχοντας μέσα σε ένα ευρύτερο ενδοευρωπαϊκό μπλοκ που βρίσκεται σε αυτή την κατεύθυνση.
Οι κίνδυνοι για την Ελλάδα
Το σκάκι, ως γνωστόν, είναι δύσκολο παιχνίδι- και το «γεωπολιτικό» σκάκι, πολύ περισσότερο. Ατυχείς επιλογές και χειρισμοί από ελληνικής πλευράς θα μπορούσαν να έχουν δυσμενείς επιπτώσεις για τη χώρα μας, τόσο απέναντι στη Δύση, όσο και απέναντι στη Ρωσία, καθώς ένας «παίκτης» ο οποίος θα προσπαθήσει να «παίξει» και με τις δύο πλευρές θα μπορούσε να καταλήξει να τις δυσαρεστήσει και τις δύο- ειδικά εν μέσω μιας περιόδου εντάσεων.
Βασικός κίνδυνος για τη χώρα μας φαίνεται να είναι ο ερασιτεχνισμός και συχνά οι...συναισθηματικές/ ρομαντικές εξάρσεις. Ο κ. Δασκαλάκης περιγράφει γλαφυρά την κατάσταση, η οποία θα μπορούσε ίσως να χαρακτηριστεί το «σύνδρομο του “ξανθού γένους”»: «Νομίζω ότι οι Ρώσοι ξέρουν μέχρι πού τους παίρνει, και τι μπορεί να θελήσουν- και μέσα σε αυτό παίζουν και το πολιτιστικό χαρτί, δηλαδή την Ορθοδοξία. Έχουν κατορθώσει να περάσει μια τάση στην ελληνική κοινωνία ότι το “ξανθό γένος” είναι πιο κοντά σε εμάς. Μακάρι να ήταν, φοβάμαι ότι δεν είναι. Αλλά εμείς, καμιά φορά, ξεφεύγουμε, και ξεφεύγουμε γιατί μπαίνει μέσα και το πολιτικό και κομματικό συμφέρον, καθώς η κάθε κυβέρνηση επιδιώκει να δείξει ότι έχει ερείσματα. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να καλλιεργούνται από τα κόμματα και την κυβέρνηση μη ρεαλιστικές προσδοκίες. Και τότε και ο κόσμος αποκτά παραπάνω ελπίδες και μπορεί και η κυβέρνηση να αποκτήσει αυταπάτες. Ας μην ξεχνάμε ότι έχουμε επιλέξει τον δυτικό συνασπισμό. Κάνουμε κάποιους λεονταρισμούς, χωρίς σοβαρό σχέδιο, μετά τα παίρνουμε πίσω τρέχοντας και έχουμε καταφέρει να εκτεθούμε και στους Δυτικούς αλλά και στους Ρώσους».
Ιπποκράτης Δασκαλάκης: Θα έπρεπε σκοπός μας να είναι να δείξουμε ότι μπορούμε να αποτελέσουμε μια γέφυρα μεταξύ Δύσης και Ρωσίας. Είναι απαραίτητο αυτές οι δυνάμεις να προσεγγίσουν ξανά, να ξαναγυρίσουμε τον χρόνο πριν τη Γεωργία και την Κριμαία. Αλλά τουλάχιστον να φανεί και στις δύο πλευρές ότι αυτή είναι η επιδίωξή μας και όχι άλλες «πονηρές» σκοπιμότητες. Eλλοχεύει εδώ ο κίνδυνος να περάσουμε ηθελημένα ή αθέλητα, και άκομψα ένα μήνυμα, ότι “αν μας πάτε στο απροχώρητο, θα μας οδηγήσετε στην αγκαλιά της “Αρκούδας”. Όλοι γνωρίζουν ότι για οποιοδήποτε έθνος πάντα υπάρχει μια ακραία λύση απελπισίας/ σωτηρίας, αλλά δεν χρειάζεται αυτή να προβάλλεται άκομψα.
Σε αυτό το πλαίσιο, αξίζει να υπενθυμιστεί η δυσαρέσκεια που είχε προκληθεί στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού λόγω επιλογών της κυβέρνησης του Κώστα Καραμανλή, με στόχο την εμβάθυνση των ελληνορωσικών σχέσεων.
Χρήστος Ζιώγας: Προς υπενθύμιση ημών κατά την περίοδο 2004-9, που επιχειρήθηκε προσπάθεια εμβάθυνσης των ελληνορωσικών σχέσεων, υπήρξε έκδηλη δυσαρέσκεια των Ηνωμένων Πολιτειών και ορισμένων ευρωπαίων εταίρων. Η ελληνορωσική προσέγγιση συνιστά εξαρτημένη μεταβλητή των σχέσεων Δύσης- Ρωσίας, πόσο μάλλον στην τωρινή δύσκολη συγκυρία για την χώρα μας. Βασική μέριμνά μας οφείλει να είναι η αποτροπή του τουρκικού ηγεμονισμού στο Αιγαίο, την Θράκη, την Κύπρο και την ανατολική Μεσόγειο. Η περιφερειακή τάξη θα είναι απόρροια ενός ηγεμονικού διακανονισμού, που όπως σε όλα τα ηγεμονικά σχήματα, προϋποθέτει έναν αποδεκτό συσχετισμό ισχύος ανάμεσα στους κύριους δρώντες και μια ταυτόχρονη ανεκτή ιεραρχία μεταξύ ηγετικών και υποδεέστερων δυνάμεων. Η χώρα μας δεν έχει την πολυτέλεια να απόσχει από την συγκεκριμένη διαδικασία, αν απέχει οι διακανονισμοί θα γίνουν ερήμην της. Στην παρούσα συγκυρία δεν υπάρχουν δυνατότητες πειραματισμών αντίστοιχες με της περιόδου 2004-9, οι οποίες εν τέλει λειτούργησαν επιζήμια και για τις ελληνορωσικές σχέσεις.
Σε κάθε περίπτωση πάντως- και κλείνοντας το κεφάλαιο των κινδύνων- το ενδεχόμενο σήμερα επιλογών που θα αλλάξουν δραστικά τα δεδομένα με απρόβλεπτες συνέπειες φαντάζει εξαιρετικά μακρινό. Την άποψη αυτή υποστηρίζει ο κ. Φίλης, εκτιμώντας πως είναι πολύ δύσκολο να γίνουν «ατυχείς επιλογές» πλέον – και ότι, παρά τις εξαγγελίες περί πολυσχιδούς εξωτερικής πολιτικής και πολυδιάστατης ενεργειακής διπλωματίας, των πιθανών ρωσικών τοποθετήσεων για τις τουρκικές παραβιάσεις, τις διαβεβαιώσεις για παραδοσιακά καλό κλίμα, συμμετοχή της Ρωσίας στη νέα αρχιτεκτονική ασφαλείας και ούτω καθεξής, δεν αναμένεται κάτι «θεαματικό».
Ιδιωτικοποιήσεις και ενέργεια
Ιδιαίτερα υψηλού ενδιαφέροντος όσον αφορά στις πιθανές συνεργασίες μεταξύ των δύο χωρών είναι τα κεφάλαια των δρομολογούμενων ιδιωτικοποιήσεων και της ενέργειας. Η Ρωσία είχε επιδείξει ενδιαφέρον για την εξαγορά της ΔΕΠΑ από τη Gazprom, το οποίο αργότερα απέσυρε- ενώ επίσης, ύστερα από την τελευταία συμφωνία μεταξύ Ελλάδας και δανειστών, η συμμετοχή ρωσικών εταιρειών στις ιδιωτικοποιήσεις τελεί υπό την αίρεση ότι θα υπάρξει κάποιου είδους εξασφάλιση της έγκρισης εκ μέρους των δανειστών- «αυτό διότι με βάση το μοντέλο του νέου ταμείου οι εταίροι μας θα μπορούν να μπλοκάρουν τη διαδικασία ιδιωτικοποιήσεων. Αυτό θα είναι ένας αποτρεπτικός παράγοντας για μια ευρεία συμμετοχή της Ρωσίας στο ελληνικό πακέτο ιδιωτικοποιήσεων- ίσως να εστιάσει σε 1-2 περιπτώσεις και να επιχειρήσει να τεστάρει σε πρώτη φάση αν η Ευρώπη είναι διατεθειμένη να επιτρέψει επί ίσοις όροις - με βάση τις αρχές του ελεύθερου ανταγωνισμού και όχι με βάση την πολιτικοποίηση αυτών - να συμμετέχουν ρωσικές εταιρείες και αν κάνουν καλύτερη προσφορά να αποκτήσουν μερίδια εταιρειών και ακινήτων» εξηγεί ο κ. Φίλης.
Όσον αφορά στα ενεργειακά, ωστόσο, τα πράγματα είναι- όπως ήταν αναμενόμενο- πιο πολύπλοκα. Η υπόθεση του αγωγού ΤΑΡ σίγουρα έχει προκαλέσει στη χώρα μας την αίσθηση ότι πρόκειται για «game changer», που αλλάζει σημαντικά τη θέση της χώρας μας, και ότι πιθανώς να αλλάξει τα δεδομένα όσον αφορά στα ενεργειακά ζητήματα με τη Ρωσία, καθώς είναι ένας αγωγός που δεν «συμφωνεί» ακριβώς με τα πλάνα της Μόσχας. Αλλά είναι έτσι;
Θάνος Ντόκος: Στον τομέα της ενέργειας οι προοπτικές συνεργασίας είναι υπαρκτές μεν, δύσκολες δε. Η δε έναρξη κατασκευής του ΤΑΡ δεν άλλαξε σε μεγάλο βαθμό τα δεδομένα για τη Μόσχα. Η ρωσική ιδέα για τον TurkishStream/Greek Stream έχει μεταφερθεί στις ελληνικές καλένδες λόγω της κρίσης στις σχέσεις Ρωσίας-Τουρκίας μετά την κατάρριψη του ρωσικού μαχητικού αεροσκάφους. Μια πιο πρόσφατη ιδέα για έναν αγωγό που θα μεταφέρει ρωσικό φυσικό αέριο μέσω Βουλγαρίας και Ελλάδας στην Ιταλία συζητείται μεν σε επίπεδο αρμοδίων αξιωματούχων, αλλά οι πιέσεις που ασκούνται στη Βουλγαρία έχουν μειώσει τον ενθουσιασμό της για συμμετοχή στο εν λόγω έργο. Προς το παρόν, λοιπόν, η Ρωσία έχει επικεντρώσει τις προσπάθειες της στην κατασκευή του αγωγού Nord Stream 2 (προς τη Γερμανία), έχοντας βάλει σε δεύτερη προτεραιότητα την κατασκευή ενός νότιου αγωγού. Η Αθήνα, έχοντας ασφαλώς κατά νουν το γενικότερο πολιτικό κλίμα στις σχέσεις ΕΕ-Ρωσίας λόγω Ουκρανίας και τα νομικής φύσεως προβλήματα μεταξύ Ευρωπαϊκής Επιτροπής και Gazprom, θα συνεχίσει να παρακολουθεί τις ενεργειακές εξελίξεις κρατώντας ανοιχτό το ενδεχόμενο συμμετοχής της σε ένα «ρωσικό» αγωγό εφόσον το επιτρέψουν οι συνθήκες.
Αναλύοντας περαιτέρω την όλη υπόθεση, ο κ. Φίλης εξηγεί πως η Ρωσία δεν μπορεί να μπλοκάρει ή να αποτρέψει την υλοποίηση του ΤΑΡ παρά μόνο αν προκύψει μια μείζονα γεωπολιτική κρίση που και η ίδια θα προτιμούσε να αποφύγει, καθώς η επιδείνωση των σχέσεών της με τη Δύση την έχει πλήξει, μεταξύ άλλων, και οικονομικά. «Ο ΤΑΡ είναι ένα σχέδιο που ναι μεν ανοίγει τον νότιο διάδρομο που αποτελεί προτεραιότητα για την Ευρώπη αλλά από την άλλη δεν θα αποτελέσει καταλύτη ενεργειακών εξελίξεων, από τη στιγμή που οι μεταφορικές του δυνατότητες είναι έως και 20 δισ. κυβικά μέτρα ετησίως όταν η Ευρώπη θα καταναλώνει εκείντο το διάστημα περισσότερα από 500 δισ κυβικά μέτρα. Άρα ο ΤΑΡ δεν αποτελεί φόβητρο για τη Ρωσία - εν τούτοις η προσέλκυση πολλαπλών πηγών προμήθειας από την Ευρώπη μπορεί να θέσει σε σχετική αμφισβήτηση την πρωτοκαθεδρία της Ρωσίας, κυρίως μετά την επανάκαμψη του Ιράν στον ενεργειακό χάρτη. Αλλά για τα επόμενα 10-15 χρόνια η Ρωσία θα εξακολουθήσει να είναι ο βασικότερος προμηθευτής της ευρωπαϊκής αγοράς και απλά θα δούμε κάποιες αυξομειώσεις στο μερίδιό της».
Ενδιαφέρον για τη Ρωσία παρουσιάζει ο South Stream 2, τον οποίο η Ρωσία δείχνει να προωθήσει, αλλά οι προϋποθέσεις για να τεθεί αυτό το project πάνω σε ρεαλιστική βάση είναι πάρα πολλές. Από την άλλη πλευρά, ισχυρό φαίνεται να είναι το lobbying για την επέκταση του Nord Stream, που παρακάμπτει την Ουκρανία από τον βορρά, συνδέοντας τη Ρωσία με τη Γερμανία. «Μιλάμε για δημιουργία ενός δεύτερου Nord Stream που προωθείται παρά τις ενστάσεις ευρωπαϊκών κρατών (Πολωνία και χώρες της Βαλτικής) αλλά και της Κομισιόν. Συνεπώς αν τελικά προχωρήσει η επέκταση του Nord stream θα είναι δύσκολο να προωθηθεί ταυτόχρονα ένα άλλο σχέδιο που θα παρακάμπτει την Ουκρανία μέσω μιας νότιας όδευσης που συμπεριλαμβάνει τη χώρα μας» σημειώνει ο κ. Φίλης, τονίζοντας ότι εδώ υπάρχει κίνδυνος η όποια προώθηση του South Stream 2 να εντάσσεται στο πλαίσιο μιας απόπειρας «τακτικού ελιγμού» από το Κρεμλίνο. «Στο τέλος της ημέρας η Μόσχα μάλλον επιδιώκει την εξεύρεση μιας λύσης γύρω από την Ουκρανία που θα λαμβάνει σοβαρά υπόψιν της τις ρωσικές ευαισθησίες ώστε κατόπιν να αιτιολογήσει τη διατήρηση της χρήσης του ουκρανικού δικτύου έστω και σε αρκετά μικρότερες ποσότητες σε σχέση με σήμερα. Ας μην ξεχνάμε πως η Ρωσία έχει επενδύσει μεγάλα κεφάλαια στο ουκρανικό δίκτυο. Άρα λογικά δεν θα πρέπει να επιθυμεί την πλήρη εγκατάλειψή του».
Θα μπορούσε να υπάρξει «στροφή στη Ρωσία»;
Κλείνοντας, αξίζει να τεθεί το ερώτημα – ακόμα και αν, επί της ουσίας, έχει απαντηθεί άνωθεν- κατά πόσον θα ήταν ρεαλιστικά δυνατόν να υπάρξει πράγματι κάποια στιγμή στο κοντινό μέλλον μια «στροφή» της χώρας μας προς τη Ρωσία, εγκαταλείποντας τη Δύση. Και η απάντηση εδώ φαίνεται (ρεαλιστικά, λογικά και πρακτικά, πέρα από μύθους και ιδεολογικά φορτισμένα οράματα) να είναι ξεκάθαρη: Εκτός συγκλονιστικού απροόπτου, όχι. «Αυτή τη στιγμή δεν πιστεύω ότι η Ελλάδα θα γύριζε ποτέ την πλάτη της στη Δύση, παρά τη λιτότητα και τον ευρωσκεπτικισμό. Η κατάσταση δεν φαίνεται τόσο απελπιστική για την Ελλάδα ώστε να κάνει αυτό το άλμα, και η Ρωσία, παρά την προπαγάνδα της, τους πολιτικούς ελιγμούς και όλα αυτά, ασχολείται περισσότερο με τα δικά της, εσωτερικά προβλήματα- την οικονομική κρίση, τις βουλευτικές εκλογές τον Σεπτέμβριο και τις προεδρικές το 2018. Ο Πούτιν πιθανότατα θα περιορίσει τις περιπέτειές του στο εξωτερικό προς το παρόν, αλλά μετά το 2018, ποιος ξέρει;» λέει η κ. Κβοστούνοβα.
Κωνσταντίνος Φίλης:Ας αντιστρέψουμε το ερώτημα: Υπό ποίες συνθήκες θα επιθυμούσε η Ρωσία να εγκαταλείψουμε τη Δύση για χάρη της: Θα ήταν διατεθειμένη η Μόσχα να αναλάβει το οικονομικό βάρος της συντήρησής μας και βέβαια την πολιτική ευθύνη με όλες τις προεκτάσεις που θα είχε για τις σχέσεις της με τις πιο ισχυρές χώρες της Δύσης, με τις οποίες θα ήθελε να συνομιλεί ισότιμα- και για λόγους πρεστίζ; Θα ήταν διατεθειμένη για κάτι τέτοιο; Ασφαλώς και όχι, εκτός θεαματικού και συνταρακτικού απροόπτου που είναι τόσο απρόοπτο που δεν μπορούμε να προβλέψουμε. Επίσης, δεν νομίζω ότι η Ρωσία είναι πρόθυμη να αναλάβει και το κόστος προστασίας της ασφάλειας της χώρας μας ενώ βρισκόμαστε σε μια περιοχή που φλέγεται σχεδόν από παντού.
Σε παρόμοιο πλαίσιο κινούνται και οι απόψεις του κ. Ντόκου και του κ. Ζιώγα, που θεωρούν δεδομένο ότι η θέση της Ελλάδας είναι εντός της Ε.Ε. και της Δύσης γενικότερα- χωρίς αυτό βέβαια να σημαίνει πως δεν πρέπει να επιδιωχθεί μια πιο πολυσχιδής/ πολυμερής εξωτερικής πολιτική- με τις σχέσεις με άλλες σημαντικές δυνάμεις, πέραν της Ε.Ε., να πρέπει να αντιμετωπίζονται ως συμπληρωματικές και όχι εναλλακτικές επιλογές.
Θάνος Ντόκος: Παρότι ορισμένοι (ουσιαστικά μια πολύ μικρή μειοψηφία) αναλυτές και πολιτικοί διατύπωσαν την άποψη ότι η Ελλάδα θα έπρεπε να αλλάξει το γεωστρατηγικό της προσανατολισμό, κινούμενη εκτός Ευρώπης και Δύσης, και να συσφίγξει τις σχέσεις της με τη Ρωσία και την Κίνα, ουδέποτε υπήρξε σοβαρό ενδεχόμενο τέτοιας αλλαγής...Η ικανοποιητική διευθέτηση των σημαντικότερων ζητημάτων που απασχολούν την ελληνική εξωτερική πολιτική (ελληνοτουρκικές σχέσεις, Κυπριακό, ΠΓΔΜ, μετανάστευση), αλλά και η πορεία της ελληνικής οικονομίας, εξαρτώνται σε σημαντικό βαθμό από τις Βρυξέλλες και την Ουάσινγκτον (χωρίς φυσικά να θεωρείται ως δεδομένη η θετική στάση και στήριξη τους προς τις ελληνικές θέσεις), ενώ το ειδικό βάρος και η χρησιμότητα άλλων δυνάμεων (π.χ. της Ρωσίας) είναι αρκετά περιορισμένα στα ζητήματα αυτά (με την εξαίρεση, σε ένα βαθμό, του Κυπριακού).
Χρήστος Ζιώγας:Η θέση της Ελλάδος βρίσκεται εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του δυτικού κόσμου κυρίως λόγω εσωτερικών κοινωνικά προσδιορισμένων σκοπών και συμφερόντων κι όχι ιδεοληψιών διαφόρων αποχρώσεων. Παράλληλα όμως η στρατηγική απόφαση να συμμετέχουμε στους δυτικούς πολιτικούς και οικονομικούς θεσμούς δεν μας εμποδίζει a priori να αναπτύξουμε μια πιο πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική...το καίριο ζήτημα που ανακύπτει είναι κατά πόσο θα επηρεάσει τις ελληνοαμερικανικές σχέσεις, η διευρυμένη ατζέντα των ελληνορωσικών επαφών, σε μια περίοδο που η γεωπολιτική συγκυρία ωθεί σε σύγκλιση των συμφερόντων Αθήνας και Ουάσιγκτον. Απαντώντας στο θεωρητικό αυτό ερώτημα πιστεύω πως δε φαντάζει πιθανή μια τέτοιου μεγέθους στρατηγική αλλαγή. Ο μόνος λόγος που θα μπορούσε να δρομολογήσει ένα τέτοιο γεγονός είναι η επαναφορά των σχέσεων μεταξύ ΗΠΑ και Τουρκίας στη πρότερη κατάσταση, με ταυτόχρονες αξιώσεις του ατλαντικού παράγοντα για αποδοχή εκ μέρους μας των τουρκικών επιδιώξεων...πιστεύω πως θέμα »αντικατάστασης» των στρατηγικών συμμαχιών της Ελλάδας δεν τίθεται. Δίδεται όμως η δυνατότητα μίας πιο πολυδιάστατης αλλά σαφώς ιεραρχημένης εξωτερικής πολιτικής.