Όποιο και να είναι το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος της 23ης Ιουνίου στη Μ. Βρετανία, οι Βρυξέλλες βρίσκονται προ μεγάλων προκλήσεων. Νευρικότητα δεν επικρατεί μόνο στις διεθνείς αγορές, αλλά και στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες. Εκπονούνται σενάρια και σχέδια για το πώς θα μπορούσε κανείς να εκπέμψει μηνύματα ενότητας, γράφει η Frankfurter Allgemeine Zeitung.
Μια συμβολική συνάντηση θα γίνει μία μέρα ακριβώς μετά το δημοψήφισμα. Οι υπουργοί Εξωτερικών των έξι ιδρυτικών μελών της ενωμένης Ευρώπης, της Γερμανίας, της Γαλλίας, της Ιταλίας, του Βελγίου, του Λουξεμβούργου και της Ολλανδία, προτίθενται να συναντηθούν για να διατρανώσουν την ιστορική ευθύνη που έχουν για το ευρωπαϊκό εγχείρημα.
Παράλληλα θα συναντηθούν ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Ντόναλντ Τουσκ, ο πρόεδρος της Κομισιόν Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ, ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Μάρτιν Σούλτς και ο Ολλανδός πρωθυπουργός Μαρκ Ρούτε ως εκπρόσωπος της τρέχουσας ευρωπαϊκής προεδρίας. Σύμφωνα με τον προγραμματισμό αυτό, θα συναντηθούν στις 28 Ιουνίου και οι αρχηγοί των κρατών μελών της Ε.Ε. για να εκτιμήσουν το αποτέλεσμα του βρετανικού δημοψηφίσματος. Στις Βρυξέλλες εν τούτοις λέγεται πως τα καλώδια επικοινωνίας μεταξύ των πρωτευουσών έχουν πάρει φωτιά.
Στόχος είναι, όποιο και να είναι το αποτέλεσμα, η «συντονισμένη επικοινωνία». Η καγκελάριος Μέρκελ και ο Γάλλος πρόεδρος Ολάντ προτίθενται μάλιστα να συναντηθούν πριν από τη σύνοδο κορυφής της Ε.Ε.
Επειδή παίζονται πολλά και όλοι εκτιμούν ότι η διαφορά μεταξύ του «Όχι» και του «Ναι» θα είναι μικρή, οι αρμόδιοι προτιμούν να σιωπούν. Κανείς δεν θέλει να του καταλογισθεί ότι κινητοποίησε το στρατόπεδο του Brexit. Παρόλο που όλοι συμφωνούν ότι η έξοδος της δεύτερης μεγάλης οικονομίας από την Ε.Ε. είναι μια μεγάλη απώλεια και πολιτικά και οικονομικά, υπάρχουν ορισμένοι οι οποίοι βλέπουν μια ευκαιρία στην κρίση, αφού έτσι θα καταστεί δυνατή η ενίσχυση της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, αλλά και άλλοι οι οποίοι πιστεύουν ότι τόσο το Brexit όσο και οι αλλαγές των συνθηκών, τις οποίες έχει διαπραγματευτεί ο Ντέιβιντ Κάμερον, θα ενισχύσουν τις διαλυτικές τάσεις στην Ευρώπη.
Πέραν της πολιτικής των συμβολισμών, ορισμένες εξελίξεις θεωρούνται πάντως βέβαιες: στην περίπτωση του Brexit το μήνυμα θα είναι «παραμένουμε φίλοι. έστω και όχι τόσο στενοί». Νέες διαπραγματεύσεις με το Λονδίνο οι οποίες να οδηγήσουν σε δεύτερο δημοψήφισμα απορρίπτονται όμως κατηγορηματικά.
«Τότε θα έχουμε φτάσει πια σε ένα σημείο από το οποίο δεν μπορεί να υπάρξει επιστροφή», όπως λένε στις Βρυξέλλες. Το Λονδίνο όμως αποκλείεται να θέσει τέτοιο αίτημα, αλλά και οι Βρυξέλλες δεν θα το αποδέχονταν: «Eξοδος σημαίνει έξοδος», λένε.
Η Πορτογαλία και το Βέλγιο μάλιστα, όταν ψήφισαν τους ειδικούς όρους για τη Βρετανία για μια «μεταρρυθμισμένη Ευρώπη», είχαν ζητήσει να καταγραφεί στα πρακτικά ότι δεν είναι σε καμιά περίπτωση διατεθειμένες να επαναδιαπραγματευθούν. Η Ευρώπη θα πρέπει να απορρίψει νέες διαπραγματεύσεις προκειμένου να προστατέψει τον εαυτό της και να μην ενθαρρύνει άλλες ευρωσκεπτικιστικές χώρες, οι οποίες θα φλέρταραν με την ιδέα της εξόδου από την Ευρώπη παραμένοντας όμως στην εσωτερική αγορά.
Παράλληλα υπάρχουν και κάποια τεχνικά θέματα τα οποία θα προκύψουν από την έξοδο τη Βρετανίας δεδομένου ότι δεν υπάρχει η σχετική εμπειρία. Η βρετανική κυβέρνηση θα πρέπει επίσης να επικυρώσει την έξοδο και στη συνέχεια να ξεκινήσει η διαδικασία αποχωρήσεως η οποία σύμφωνα με το άρθρο 50 της Ευρωπαϊκής Συνθήκης διαρκεί τουλάχιστον 2 χρόνια.
Κατά το διάστημα αυτό θα πρέπει οι υπόλοιπες χώρες να προχωρήσουν σε άλλες κινήσεις ενίσχυσης της συνοχής, κάτι το οποίο ούτε η Μέρκελ, ούτε ο Ολάντ, ούτε ο Ρούτε θα επιθυμούσαν, δεδομένου ότι το 2017 γίνονται εκλογές στη Γερμανία, τη Γαλλία και την Ολλανδία και κανένας δεν θέλει να ενισχύσει τους ευρωσκεπτικιστές ακόμα περισσότερο σε αυτές τις χώρες.
(Με πληροφορίες από ΑΠΕ - ΜΠΕ)