Στα 4,3 δισ. ευρώ εκτιμά το Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο Πειραιώς το κόστος που θα έχει το Brexit στην ελληνική οικονομία.
Όπως αναφέρεται στη σχετική ανακοίνωση του ΕΒΕΠ, από το Brexit, ελλοχεύει ο κίνδυνος απώλειας μεγάλου μέρους των συναλλαγών 2,3 δις ευρώ από το διμερές εμπόριο με τη Μ. Βρετανία και άλλων 2 δις ευρώ από τον τουρισμό.
Κρίσιμοι παράγοντες είναι η ισοτιμία της στερλίνας και η πιθανότητα επιβολής δασμών, επηρεάζοντας σαφώς και το εξωτερικό εμπόριο της Ελλάδας, ειδικά σε διμερές επίπεδο, μετά την απόφαση υπέρ του «Brexit». Η βρετανική αγορά αποτελεί τον 7ο κυριότερο προορισμό για τα ελληνικά προϊόντα, ενώ η Βρετανία αποτελεί τον 14ο μεγαλύτερο προμηθευτή της Ελλάδας. Σύμφωνα με ανάλυση του Κέντρου Εξαγωγικών Ερευνών και Μελετών (ΚΕΕΜ), η συνολική αξία των ελληνικών εξαγωγών προς τη Μ. Βρετανία ανήλθε το 2015 στο 1,07 δισ. ευρώ, ακολουθώντας θετικούς ρυθμούς αύξησης της τάξης του 2,1%, σε επίπεδο τελευταίας 5ετίας (2011-2015).
Μάλιστα, πέρυσι οι ελληνικές εξαγωγές κατέγραψαν αύξηση, κατά 10,8%, σε σχέση με το 2014. Στον αντίποδα, οι ελληνικές εισαγωγές από τη Βρετανία ακολούθησαν πτωτικούς ρυθμούς (-2,3% σε μέσο όρο 5ετίας) και διαμορφώνονται στα επίπεδα των 1,19 δισ. ευρώ.
Με το «Brexit» καθίσταται σαφές, ότι επίκειται ακόμη μεγαλύτερη υποτίμηση της στερλίνας και τάση εξίσωσής της με το ευρώ μεσοπρόθεσμα, γεγονός που θα καταστήσει τα ευρωπαϊκά προϊόντα και άρα και τα ελληνικά, ακριβότερα και λιγότερο ελκυστικά στην βρετανική αγορά. Αντίθετα, θα καταστούν φθηνότερα τα βρετανικά προϊόντα, με άμεση συνέπεια την πρόκληση νέας ανισορροπίας στο διμερές εμπορικό ισοζύγιο.
Ωστόσο, οι πιέσεις προς τη στερλίνα ενδέχεται να συμπαρασύρουν και το ευρώ, έναντι του δολαρίου, γεγονός που θα απορροφήσει ένα μέρος των αρνητικών πιέσεων και θα επιτρέψει διέξοδο των ευρωπαϊκών και ελληνικών προϊόντων προς Τρίτες Χώρες. Σε διμερές επίπεδο, η κατάσταση ασφαλώς θα γίνει ακόμη πιο δυσχερής, ειδικά, αν επιβληθούν και δασμοί στο διασυνοριακό εμπόριο Ε.Ε.-Βρετανίας και δεν υπάρξει μία «ενδιάμεση» λύση, τύπου ειδικού καθεστώτος, στα πρότυπα των σχέσεων με τη Νορβηγία, την Ελβετία και το Λιχτενστάιν.