Η Μεγάλη Βρετανία δεν εξάντλησε όλες τις ειρηνικές επιλογές πριν προχωρήσει σε συμμετοχή στην εισβολή στο Ιράκ, δήλωσε ο επικεφαλής της επίσημης έρευνας πάνω σχετικά με τον συγκεκριμένο πόλεμο.
Όπως μετέδωσε το BBC, ο σερ Τζων Τσίλκοτ είπε πως η στρατιωτική δράση εκείνη τη στιγμή «δεν ήταν η έσχατη επιλογή». Επίσης, πρόσθεσε ότι οι εκτιμήσεις για τα όπλα μαζικής καταστροφής του Ιράκ «παρουσιάστηκαν με βεβαιότητα που δεν μπορούσε να δικαιολογηθεί» και πως οι σχεδιασμοί για την περίοδο μετά τον πόλεμο ήταν ανεπαρκείς.
Όπως είπε, μιλώντας εν όψει της δημοσίευσης της αναφοράς του, ελπίζει η στρατιωτική δράση σε τέτοια κλίμακα να ήταν δυνατή μόνο με πιο προσεκτική ανάλυση και πολιτική κρίση.
«Η Joint Intelligence Committee θα έπρεπε να είχε ξεκαθαρίσει στον κ. Μπλερ ότι οι πληροφορίες που αξιολογήθηκαν δεν υποδείκνυαν "πέρα από κάθε αμφιβολία" είτε ότι το Ιράκ συνέχιζε να αναπτύσσει χημικά και βιολογικά όπλα, είτε ότι συνεχίζονταν οι προσπάθειες ανάπτυξης πυρηνικών όπλων».
«Ο κ. Μπλερ, ωστόσο, είχε προειδοποιηθεί πως στρατιωτική δράση θα αύξανε την απειλή από την αλ Κάιντα σε βάρος του Ηνωμένου Βασιλείου και των συμφερόντων του. Επίσης είχε προειδοποιηθεί πως μια εισβολή μπορεί να είχε ως αποτέλεσμα οπλισμός και δυνατότητες του Ιράκ να περάσουν στα χέρια τρομοκρατών».
«Είναι τώρα ξεκάθαρο πως η πολιτική μας στο Ιράκ βασίστηκε σε λάθος πληροφορίες και εκτιμήσεις. Δεν αμφισβητήθηκαν, ενώ θα έπρεπε...ο κ. Μπλερ μας είπε ότι οι δυσκολίες με τις οποίες ήρθαμε αντιμέτωποι στο Ιράκ μετά την εισβολή δεν ήταν δυνατόν να είναι γνωστές εκ των προτέρων. Οι κίνδυνοι εσωτερικών συγκρούσεων στο Ιράκ, οι ενεργητικές ιρανικές επιδιώξεις υπέρ των συμφερόντων του, η περιφερειακή αστάθεια και η δραστηριότητα της αλ Κάιντα στο Ιράκ υποδείχθηκαν ξεκάθαρα πριν την εισβολή».
Συνεχίζοντας την παρουσίαση των πορισμάτων, είπε πως οι υπουργοί ήταν ενήμεροι της ανεπάρκειας των αμερικανικών σχεδίων και προβληματισμένοι σχετικά με την ανικανότητα άσκησης επαρκούς επιρροής στους αμερικανικούς σχεδιασμούς. Επίσης, «δεν εδραίωσε ξεκάθαρη υπουργική επίβλεψη των βρετανικών σχεδιασμών και προετοιμασιών. Δεν διασφάλισε πως υπήρχε ένα ευέλικτο, ρεαλιστικό και επαρκώς υποστηριζόμενο σχέδιο, που ενσωμάτωνε βρετανικές στρατιωτικές και πολιτικές συμμετοχές, και αντιμετώπιζε τους γνωστούς κινδύνους. Οι αποτυχίες στους σχεδιασμούς και τις προετοιμασίες συνέχισαν να έχουν επιπτώσεις και μετά την εισβολή».
Όσον αφορά στο υπουργείο Άμυνας, ο σερ Τζων άσκησε κριτική για τις αργές αντιδράσεις απέναντι στην απειλή των αυτοσχέδιων εκρηκτικών μηχανισμών, ενώ χαρακτήρισε «ταπεινωτικό» το ότι το 2007 η Βρετανία αναγκάστηκε να διαπραγματευτεί με αντάρτικες οργανώσεις στη Βάσρα για να διασφαλίσει πως δεν θα στοχεύονταν οι δυνάμεις της, με αντάλλαγμα απελευθερώσεις κρατουμένων. «Ο στρατιωτικός ρόλος της Βρετανίας στο Ιράκ έλαβε τέλος απέχοντας πολύ από την επιτυχία».
«Η στρατιωτική δράση στο Ιράκ μπορεί να ήταν απαραίτητη σε κάποια φάση. Αλλά τον Μάρτιο του 2003 δεν υπήρχε επικείμενη απειλή από τον Σαντάμ Χουσεΐν, η στρατηγική περιορισμού θα έπρεπε να είχε προσαρμοστεί ανάλογα και να συνεχιστεί για καιρό, η πλειοψηφία του Συμβουλίου Ασφαλείας υποστήριζε τη συνέχιση των επιθεωρήσεων και της παρακολούθησης από τον ΟΗΕ».
Η άμυνα Μπλερ
Απαντώντας στην αναφορά Τσίλκοτ, ο Βρετανός πρώην πρωθυπουργός, Τόνι Μπλερ, απάντησε πως «δεν πιστεύω ότι η απομάκρυνση του Σαντάμ Χουσεΐν από την εξουσία είναι η αιτία της τρομοκρατίας που βλέπουμε σήμερα στη Μέση Ανατολή ή αλλού». Επίσης, ισχυρίστηκε πως η απόφασή του για στρατιωτική δράση εναντίον του Σαντάμ ελήφθη «με καλή πίστη και υπέρ αυτών που θεώρησα ως τα καλύτερα συμφέροντα της χώρας».
O πρώην πρωθυπουργός της Βρετανίας τη λύπη του και ζήτησε συγγνώμη για τον πόλεμο στο Ιράκ, ωστόσο μπροστά στις σφοδρές επικρίσεις μετά τη δημοσιοποίηση της σχετικής έκθεσης για τη σύρραξη στην χώρα αυτή, υπερασπίστηκε την απόφασή του περί εμπλοκής του Λονδίνου στις στρατιωτικές επιχειρήσεις και την εισβολή του 2003.
«Ήταν η δυσκολότερη απόφαση που έλαβα ποτέ (…) την έλαβα καλή τη πίστει. Αναλαμβάνω πλήρως την ευθύνη. Εκφράζω τη λύπη μου, διατυπώνω τη μεταμέλειά μου και ζητάω συγγνώμη» υπογράμμισε ο πρώην επικεφαλής της βρετανικής κυβέρνησης, εμφανώς καταβεβλημένος, κατά τη διάρκεια συνέντευξης Τύπου που παραχώρησε στο Λονδίνο.
«Η αξιολόγηση που έγινε εκείνη την εποχή βάσει των πληροφοριών των μυστικών υπηρεσιών, η οποία οδήγησε στον πόλεμο, αποδείχθηκε εσφαλμένη. Η επόμενη ημέρα αποδείχθηκε πιο εχθρική, με μεγαλύτερη διάρκεια και περισσότερο αιματηρή απ’ όσο φανταζόμασταν», επισήμανε ενώπιον δημοσιογράφων.
Ο Τόνι Μπλερ απέρριψε εντούτοις το επιχείρημα ότι η τρομοκρατία που συνταράσσει την υφήλιο σήμερα έχει τις ρίζες της στην επέμβαση στο Ιράκ.
Ο ίδιος τόνισε ότι πιστεύει πως ο κόσμος είναι καλύτερος χωρίς τον δικτάτορα του Ιράκ Σαντάμ Χουσέιν, ο οποίος εκδιώχθηκε από τις δυνάμεις που εισέβαλαν στην χώρα.
Κάμερον: Πρέπει να πάρουμε μαθήματα
«Πρέπει ξεκάθαρα να πάρουμε μαθήματα από την αναφορά» είπε ο πρωθυπουργός, Ντέιβιντ Κάμερον, πριν τα σχόλιά του στο Γουέστμινστερ, όπου σημείωσε πως ο πόλεμος πρέπει πάντα να είναι η έσχατη επιλογή, και να λαμβάνεται αν όλες οι άλλες εναλλακτικές έχουν εξαντληθεί.
Παρόλα αυτά, πρόσθεσε ότι η αναφορά δεν θέτει ζήτημα νομιμότητας του πολέμου, αλλά «ο σερ Τζων είναι επικριτικός ως προς τις διαδικασίες», ενώ συμπληρώνει πως πουθενά στην αναφορά δεν λέγεται πως υπήρξε σκόπιμη προσπάθεια παραπλάνησης.
Από πλευράς του, ο Τζέρεμι Κόρμπιν, των Εργατικών, τόνισε ότι «από κάθε άποψη, η εισβολή και κατάληψη του Ιράκ ήταν, για πολλούς, καταστροφή».
«Ο πόλεμος δεν ήταν επ' ουδενί, όπως λέει ο σερ Τζων, ύστατη λύση», δήλωσε ο Κόρμπιν. «Ειλικρινά ήταν μια πράξη στρατιωτικής επίθεσης που εξαπολύθηκε με ψεύτικο πρόσχημα, όπως δέχεται η έρευνα, και από καιρό θεωρούνταν παράνομη από συντριπτικά μεγάλο μέρος των νομικών διεθνώς».
«Υπάρχουν πολλά διδάγματα που πρέπει να αντληθούν από τον πόλεμο στο Ιράκ ... Περιλαμβάνουν την ανάγκη για μια πιο ανοικτή και ανεξάρτητη σχέση με τις Ηνωμένες Πολιτείες και για μια εξωτερική πολιτική που να βασίζεται στην υπεράσπιση του διεθνούς δικαίου και στην εξουσία των Ηνωμένων Εθνών».