Υπάρχει μια βασική παρεξήγηση σχετικά με την κουλτούρα του σερφ. Αυτή η αρκετά διαδεδομένη -ανάμεσα σε αυτούς που δεν ασχολούνται με το άθλημα- παρεξήγηση θέλει τους σέρφερ να είναι οι πλέον cool άνθρωποι, άνετοι, χαλαροί, ακομπλεξάριστοι, απαλλαγμένοι από τα άγχη και τις σκοτούρες της ζωής, άτομα που «ζουν στη κοσμάρα τους» και το μόνο που τους νοιάζει είναι να εντοπίσουν το κατάλληλο κύμα.
Γνωρίζοντας τον Γιάννη Βιδάλη, τον ιδρυτή και ιδιοκτήτη του Tinos Surf Lessons, και μιλώντας για αρκετή ώρα μαζί του καταλαβαίνεις αμέσως γιατί αυτή η άποψη, παρά τα ψήγματα αλήθειας που περιέχει, είναι τόσο λανθασμένη. Αφενός, για να είσαι cool, χαλαρός και ακομπλεξάριστος ως σέρφερ, πρέπει να είσαι cool, χαλαρός και ακομπλεξάριστος ως άνθρωπος από τη φύση σου -χαρακτηριστικά που δεν συναντάς πολύ συχνά πλέον στους ανθρώπους γύρω σου. Αφετέρου, για να γίνεις σωστός σέρφερ πρέπει να αφοσιωθείς σωματικά και ψυχικά σε αυτό. Γιατί το σερφ δεν είναι απλά ένα χόμπι. Είναι μια στάση ζωής, ένας τρόπος ζωής, μια ολόκληρη φιλοσοφία η οποία σε ορίζει ως άτομο και καθοδηγεί τις σκέψεις και τις πράξεις σου. Και, κάπου στην πορεία, σε κάνει και καλύτερο άνθρωπο.
Το Tinos Surf Lessons είναι μία από τις πρώτες σχολές σερφ που άνοιξαν στην Ελλάδα και ένας από τους πλέον δημοφιλείς προορισμούς ταξιδιωτών από όλο τον κόσμο που θέλουν να καβαλήσουν τα κύματα του Αιγαίου με τη σανίδα τους. Ο Γιάννης Βιδάλης είναι ο ιθύνων νους πίσω από τη σχολή, αυτός που είχε την αρχική ιδέα για τη δημιουργία της και ένας από τους πιο παθιασμένους ανθρώπους που έχεις γνωρίσει ποτέ. Γιατί, είπαμε, το σερφ δεν είναι απλά ένα χόμπι.
Διαβάστε επίσης: Αφιέρωμα Τήνος: Τα μαρμάρινα καραβάκια του Πέτρου Μαρμαρινού έχουν ταξιδέψει σε όλη την Ελλάδα
Ο Γιάννης έχει καταγωγή από την Τήνο, και πιο συγκεκριμένα από τον Τριπόταμο, αλλά γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αθήνα. Ήρθε στο νησί το 2007 για κάποιες δουλειές και τελικά δεν έφυγε ποτέ. Τον συνάντησα στην παραλία της Κολυμπήθρας, μία από τις ομορφότερες και πιο εντυπωσιακές παραλίες της Τήνου, στην οποία και έστησε το 2010 το (θρυλικό πλέον) DIY βαν-μπαρ του, τις σανίδες του και ένα μικρό beach bar και δημιούργησε την πρώτη σχολή σερφ, καθιερώνοντας σταδιακά το άθλημα στο νησί. Σέρφερ υπήρχαν στην Τήνο από τα τέλη των '90s, χάρη στον Γιάννη όμως απέκτησαν το δικό τους καταφύγιο και σημείο συνάντησης ομοϊδεατών τους από κάθε γωνιά του κόσμου, το δικό τους κομμάτι τηνιακής γης. Και θάλασσας, φυσικά.
«Η πρώτη φορά που ανέβηκα σε σανίδα ήταν το 2008 στην Αυστραλία, όπου είχα πάει για ένα επαγγελματικό ταξίδι. Δοκίμασα, τρελάθηκα και όταν επέστρεψα στην Τήνο είδα πως υπάρχει προοπτική για τη δημιουργία μιας σχολής σερφ. Το 2010 πήγα στην Αγγλία, στην Κορνουάλη, και πήρα το δίπλωμα του surf instructor και του ναυαγοσώστη, γύρισα στο νησί, έφτιαξα το Tinos Surf Lessons και δεν έχω σταματήσει να σερφάρω από τότε».
Η σχολή προέκυψε, εν μέρει, και λόγω της οικονομικής κρίσης, όσο παράλογο κι αν ακούγεται αυτό. Η προηγούμενη δουλειά του Γιάννη, με την οποία ασχολείται ακόμα περιστασιακά, ήταν η δουλειά που έκανε και ο πατέρας του -απόφοιτος της Σχολής Καλών Τεχνών του Πύργου: το μάρμαρο και οι απανταχού χρήσεις του. Με την κρίση όμως οι δουλειές μειώθηκαν κατακόρυφα. Ο Γιάννης δεν ήθελε να φύγει από το νησί για κανένα λόγο και άρχισε να ψάχνει μια εναλλακτική που τον κάλυπτε πρακτικά και συναισθηματικά. Και αυτή η εναλλακτική ήρθε με τη μορφή του σερφ.
Είδε κι ένα όνειρο που τον βοήθησε να το πάρει απόφαση, αλλά κάποια πράγματα που λέγονται στην Κολυμπήθρα, μένουν στην Κολυμπήθρα.
«Στην Κολυμπήθρα ερχόμουν επί δύο χρόνια σερί πριν ανοίξω τη σχολή, για αυτό και τη διάλεξα. Έχει μια μικρή σπηλιά στο τέρμα της όπου και είχα φτιάξει κάτι σαν κατασκήνωση και πηγαίναμε με τους φίλους μου και καθόμασταν και κάναμε σερφ. Έχει πολύ καλό κύμα και είναι φιλική παραλία γιατί έχει άμμο κάτω και δεν υπάρχει φόβος τραυματισμών. Η παραλία ήταν γνωστή μόνο σε αυτούς που ασχολούνταν με το σερφ, που το 2008 ήταν μετρημένοι στα δάχτυλα και γνωριζόμασταν όλοι μεταξύ μας. Μέχρι το 2010 ήξερα όλους τους σερφάδες στην Ελλάδα, οι οποίοι δεν είναι πάνω από 100. Αυτοί που ασχολούνται σοβαρά με το σερφ, δηλαδή, γιατί στην πορεία η κουλτούρα του σερφ έγινε λίγο “μόδα”, λίγο “ποζεριά”. Οι 100 πραγματικοί σερφάδες που ήταν κάποτε, 100 παραμένουν ακόμα, άντε να έχουν προστεθεί άλλοι 50 που έμαθαν και κόλλησαν».
Δίπλα στον Γιάννη, από τα πρώτα κιόλας βήματα της σχολής, βρίσκεται ο Δημήτρης Καραΐσκος. Ο Δημήτρης είναι γραφίστας (μεταξύ πολλών άλλων ιδιοτήτων) και δημιουργός του περιοδικού «Κύμα», ένα από τα πιο καλοστημένα, προσεγμένα και πραγματικά όμορφα έντυπα που κυκλοφορούν στη χώρα, με την Τήνο πάντα στο επίκεντρό του. Πρόσφατα μάλιστα κέρδισε και την ανώτερη διάκριση στην κατηγορία «Σχεδιασμός Περιοδικού» στα Ελληνικά Βραβεία Γραφιστικής και Εικονογράφησης (ΕΒΓΕ). Οι δυο τους έστησαν μαζί την παρουσίαση που έκαναν στο Δήμο Τήνου για να τους δοθεί άδεια για τη σχολή και έκτοτε ο Δημήτρης ανέλαβε το επικοινωνιακό κομμάτι του TSL και ο Γιάννης το οργανωτικό-εκπαιδευτικό.
«Η σχολή έγινε γνωστή από στόμα σε στόμα και από κάποιες τυχερές συγκυρίες. Έτυχε, ας πούμε, να έρθει στο νησί ένας δημοσιογράφος από το Surfer Magazine το 2010, με το που είχαμε ανοίξει, και μας έβαλε στο περιοδικό. Την ίδια χρονιά ήρθε κι ένας δημοσιογράφος από τους New York Times και μας έκανε θέμα. Επίσης την ίδια περίοδο μας έβαλαν σε περιοδικά και εφημερίδες στην Ελλάδα. Γενικά το 2010 ήταν μια χρονιά που ασχολήθηκαν όλοι μαζί μας, από το πουθενά. Από τη πρώτη χρονιά κιόλας άρχισαν να μας έρχονται άνθρωποι από όλο τον κόσμο. Από Καλιφόρνια, που δεν έχουν ανάγκη από κύματα, από Νέα Ζηλανδία, από Αυστραλία, από Ευρώπη, από Αφρική, από Σαουδική Αραβία, από Ρωσία. Μας έχουν μάθει όλες οι φυλές πλέον (γέλια)».
Η σχολή σερφ του Γιάννη Βιδάλη έφερε ένα νέο είδος τουρισμού στο νησί, τον λεγόμενο και εναλλακτικό τουρισμό. Ο Γιάννης ανήκει σε αυτή τη νέα γενιά κατοίκων της Τήνου που αποφάσισαν να φύγουν από την πόλη και να εγκατασταθούν μόνιμα στο αγαπημένο τους νησί, προσπαθώντας ταυτόχρονα να το εξελίξουν και να το φέρουν στη σύγχρονη εποχή. Άλλοι έχουν καταγωγή από την Τήνο, όπως ο Γιάννης, και άλλοι απλά «κόλλησαν» μαζί της και επέλεξαν να την κάνουν τόπο τους.
«Αυτοί που κάνουν πραγματική προσπάθεια για να πάει το νησί μπροστά δεν είναι οι ντόπιοι αλλά παιδιά σαν κι εμένα, που μεγάλωσαν στην πόλη και αποφάσισαν να αφήσουν την Αθήνα και να γυρίσουν στην Τήνο. Γιατί έχουν δει πολλά περισσότερα πράγματα από έναν ντόπιο και έχουν ταξιδέψει περισσότερο από έναν ντόπιο. Όταν άνοιξα το 2010 ήρθαν ελάχιστοι ντόπιοι να δουν τη σχολή. Ξεκίνησαν να έρχονται το 2014 γιατί μέχρι τότε δεν θεωρούσαν πως κάνουμε κάτι αξιόλογο εδώ πέρα. Τα τελευταία τρία χρόνια όμως, από όταν μεταφερθήκαμε σε αυτό το κομμάτι της παραλίας, άρχισαν να συνειδητοποιούν το έργο που έχουμε κάνει και άλλαξαν στάση απέναντί μας. Τους πήρε μια δεκαετία περίπου αλλά πλέον έχουμε σχετικά καλές σχέσεις, τα έχουμε βρει».
Μέχρι το 2013, η σχολή βρισκόταν στην αριστερή άκρη της Κολυμπήθρας, εκεί που ήταν και το πρώτο άτυπο στέκι των σέρφερ της Τήνου. Ο ιδιοκτήτης όμως του οικοπέδου στο οποίο περιλαμβανόταν και η παραλία δεν ήθελε σέρφερ στην περιοχή του.
«Δεν του άρεσε το ότι μαζεύαμε κόσμο και έλεγε πως ρυπαίναμε την παραλία -ενώ συνέβαινε το ακριβώς αντίθετο. Η παραλία ήταν ένας σκουπιδότοπος πριν έρθουμε εμείς, έχουμε φωτογραφίες από τότε. Δεν μπορείς να καταλάβεις αν δεν δεις τις εικόνες. Κάναμε άπειρη χειρωνακτική δουλειά, πληρώσαμε μπουλντόζες να έρθουν να μαζέψουν σκουπίδια που δεν μπορούσαμε να μεταφέρουμε -πλυντήρια, τηλεοράσεις, νεκρά ζώα που ξέβραζε το κύμα και κανείς δεν μάζευε- και συνεχίζουμε μέχρι σήμερα να καταβάλουμε υπέρ-προσπάθεια για να τη διατηρούμε σε άριστη κατάσταση. Αλλά αυτός ήθελε να μας διώξει και το κατάφερε στην επόμενη δημοπρασία της παραλίας. Και έτσι τα πήραμε όλα και μεταφερθήκαμε εδώ που είμαστε σήμερα. Έπρεπε να κάνουμε δουλειά δύο ετών μέσα σε λιγότερο από ένα μήνα. Αλλά δεν θα το βάζαμε κάτω, αυτό ήταν το μόνο σίγουρο».
Γιάννης Βιδάλης
Ο Γιάννης, γενικότερα, δεν είναι ο τύπος του ανθρώπου που θα το βάλει εύκολα κάτω, πόσο μάλλον όταν διακυβεύεται το μέλλον της σχολής του. Κι εδώ έρχεται πάλι αυτή η παρεξήγηση που λέγαμε στην αρχή σχετικά με τους σέρφερ. Όταν σου μιλάνε για κάποιον που ασχολείται σχεδόν εξ ολοκλήρου με το σερφ, δεν σκέφτεσαι ένα άτομο που τρέχει συνεχώς σε δημόσιες υπηρεσίες, ούτε κάποιον που είναι όλη μέρα στο πόδι για να διευθετήσει πρακτικά θέματα οικονομικής και επιχειρηματικής φύσης. Και μετά, συναντάς τον Γιάννη, έναν ηλιοκαμένο 30άρη με ξανθιές μπούκλες και πολύχρωμες βερμούδες που όσο «παιδί» κι αν σου μοιάζει με μια πρώτη ματιά, είναι άλλο τόσο ικανός επαγγελματίας που παλεύει για να διεκδικήσει το καλύτερο για την επιχείρησή του. Απλά η επιχείρησή του τυχαίνει να είναι και η μεγαλύτερη αγάπη του, το σερφ.
«Θέλω η παραλία να είναι πεντακάθαρη και όλα να τρέχουν άψογα. Να έρχονται άνθρωποι από όλο τον κόσμο και να το απολαμβάνουν, να κάνουν σερφ, να κολυμπούν, να πίνουν, να τρώνε, να περνάνε όμορφα. Αυτή είναι η ζωή μου, αυτό θέλω να κάνω και δε θέλω να φύγω ποτέ από το νησί. Δυστυχώς όμως, με τον παραλογισμό και τη κερδοσκοπία που επικρατεί στην Ελλάδα, ειδικά τα τελευταία χρόνια, ξέρω πως κάποια στιγμή θα μας διώξουν από την παραλία για να αναλάβουν άλλοι, με μεγαλύτερες βλέψεις. Σε κάθε περίπτωση εμείς περνάμε καλά και ό,τι και να γίνει, εδώ θα είμαστε. Και να μην είμαστε εδώ ακριβώς, θα είμαστε κάπου εδώ γύρω. Το σίγουρο είναι πως δε θα φύγουμε ποτέ από την Τήνο. Η Τήνος είναι υπέροχο νησί, ένα από τα καλύτερα της Ελλάδας. Δεν είναι Το Καλύτερο αλλά μπορεί να γίνει, αν αλλάξουν μερικά πράγματα. Εδώ θα είμαστε να φροντίσουμε να συμβεί αυτό».