Είναι 1943, και η Ευρώπη είναι οχυρωμένη στο Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Οι Σύμμαχοι ετοιμάζονται να εισβάλουν στην κατεχόμενη από τους Ναζί Σικελία, αλλά χρειάζονται έναν αντιπερισπασμό. Κάτι που να παραπλανήσει τους Γερμανούς και να δώσει πλεονέκτημα στα συμμαχικά στρατεύματα. Μια ομάδα της βρετανικής αντικατασκοπείας σκέφτεται ένα σχέδιο: θα δημιουργήσουν ένα περίτεχνο δόλωμα για να κάνουν τους Ναζί να πιστεύουν ότι η εισβολή θα γίνει στην Ελλάδα.
Επιχείρηση Κιμάς (Operation Mincemeat) ονομάστηκε μια επιτυχημένη βρετανική επιχείρηση αποπροσανατολισμού κατά την διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου που είχε ως αντικειμενικό σκοπό να πείσει τη γερμανική Ανώτατη Στρατιωτική Διοίκηση της Βέρμαχτ, ότι οι Σύμμαχοι επρόκειτο να εισβάλλουν στην Σαρδηνία και την Ελλάδα αντί για τη Σικελία που ήταν ο πραγματικός τόπος της απόβασης. Σκοπός της επιχείρησης ήταν να τοποθετηθούν παραπλανητικά έγγραφα σε ένα πτώμα που θα ξεβραζόταν σε μια ακτή της Ισπανίας. Η επιχείρηση περιγράφτηκε σε βιβλίο και αργότερα έγινε ταινία με τον τίτλο The Man Who Never Was («Ο άνθρωπος που δεν υπήρξε ποτέ»).
Προς το τέλος του 1942 η επικείμενη νίκη των Συμμαχικών δυνάμεων στη Βόρεια Αφρική και η επιτυχία του «Σχεδίου Πυρσός» με την απόβαση των Συμμάχων στη Γαλλική Βόρεια Αφρική φαινόταν ολοένα και περισσότερο βέβαιη. Το πρόβλημα που ανέκυπτε ήταν τι θα έπρεπε να κάνουν οι Σύμμαχοι στη συνέχεια. Ο Στάλιν πίεζε συνεχώς για τη δημιουργία δεύτερου μετώπου. Τον Ιανουάριο του 1943 πραγματοποιήθηκε μια διάσκεψη στην Καζαμπλάνκα προκειμένου να παρθούν οι σχετικές αποφάσεις. Εκεί έγινε περισσότερο από σαφές ότι το επόμενο βήμα έπρεπε να είναι η κατάληψη της Σικελίας, καθώς με τον τρόπο αυτό θα ελεγχόταν ολόκληρη η Μεσόγειος. Ο Ουίνστον Τσώρτσιλ σχολίασε σχετικά: «Οποιοσδήποτε, εκτός από έναν ηλίθιο, θα μπορέσει να δει ότι ο επόμενος στόχος μας πρέπει να είναι η Σικελία», την οποία είχε επονομάσει «το μαλακό υπογάστριο της Ευρώπης».Αυτό φυσικά ήταν εξίσου εμφανές και στα υψηλά κλιμάκια της γερμανικής διοίκησης και στον ίδιο το Χίτλερ. Έπρεπε να ληφθούν κάποια μέτρα ώστε οι γερμανικές και ιταλικές δυνάμεις να απομακρυνθούν όσο το δυνατό περισσότερο από τη Σικελία, ώστε να εξασφαλιστεί η επιτυχία της απόβασης στο νησία, που είχε επονομαστεί «Επιχείρηση Χάσκι» (Operation Husky).
Το αρχικό ευρύ σχέδιο, που προέβλεπε παραπλανητικές κινήσεις των Συμμάχων για να εξαπατηθούν -ως προς το στόχο- οι δυνάμεις του Άξονα, ονομάστηκε «Επιχείρηση Μπέρκλεϊ». Στα πλαίσια αυτής της επιχείρησης άρχισαν να συστήνονται εικονικές μονάδες (21 εικονικές μεραρχίες «συστάθηκαν» στη Βόρεια Αφρική), άρχισε η ανταλλαγή ψευδών μηνυμάτων μεταξύ διοικήσεων και μονάδων, η προμήθεια χαρτών των Βαλκανίων, και κυρίως της Ελλάδας, η πρόσληψη Ελλήνων διερμηνέων στο Λονδίνο. Όλα αυτά ασφαλώς δεν ήταν δυνατό να ξεγελάσουν την Άμπβερ σε τέτοιο βαθμό ώστε να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η απόβαση θα γίνει στην Ελλάδα. Η συγκέντρωση δυνάμεων δεν ήταν φυσικά δυνατό να αποκρυβεί. Για την ουσιαστική παραπλάνηση των Γερμανών χρειαζόταν κάτι πολύ πιο πειστικό. Πάνω σε αυτή την ανάγκη επινοήθηκε η «Επιχείρηση Κιμάς». Οι επιφορτισμένοι με την επιχείρηση Μπέρκλεϊ αξιωματικοί έλαβαν κατηγορηματική διαταγή από τους επικεφαλής των βρετανικών επιτελείων, στις 29 Ιανουαρίου 1943: Έπρεπε να πειστεί ο Άξονας ότι επίκειται απόβαση και μάλιστα όχι στη Σικελία, αλλά σε τέτοιες τοποθεσίες που να είναι αδύνατη η εσπευσμένη μεταφορά δυνάμεων προς τον πραγματικό στόχο.
Η γέννηση του ταγματάρχη Μάρτιν των Βασιλικών Πεζοναυτών
Η αρχική ιδέα ανήκε στον σμηναγό Τσαρλς Κολμόλντλεϊ (Charles Cholmondeley) του τμήματος B1(a) της MI5. Ο Κολμόλντλεϊ συνέλαβε την ιδέα της ρίψης ενός πτώματος με αλεξίπτωτο (που θα είχε τάχα μισανοίξει) μαζί με έναν ασύρματο, μέσω του οποίο θα διαβιβάζονταν οι εσφαλμένες πληροφορίες στους Γερμανούς. Η πρόταση αυτή, σύμφωνα με τον ιστορικό Μπεν Μακιντάιρ (Ben Macintyre), προερχόταν από ένα υπόμνημα που είχε συντάξει το 1939 ο Σερ Ίαν Φλέμινγκ, μετέπειτα συγγραφέας των μυθιστορημάτων του Τζέιμς Μποντ. Ο Φλέμινγκ με τη σειρά του υποστήριξε ότι την ιδέα είχε πάρει από ένα μυθιστόρημα της δεκαετίας του '30 του Μπέιζιλ Τόμσον (Basil Thomson). Όμως την ιδέα υιοθέτησε αργότερα η Επιτροπή των Είκοσι.
Σύμφωνα με την περιγραφή του πλωτάρχη του βρετανικού ναυτικού Γιούεν Μόνταγκιου (Ewen Montagu), που συμμετείχε στην Επιτροπή των Είκοσι και ήταν μέλος της αντικατασκοπείας, το αρχικό σχέδιο του Κολμόλντλεϊ μετατράπηκε σε ένα πιο πρακτικό σχήμα: Οι δυο μαζί, ο Μόνταγκιου και ο Κολμόλντλεϊ, τροποποίησαν και τελειοποίησαν το αρχικό σχέδιο. Αρχικά επανήλθε η ιδέα της ρίψης του πτώματος με αλεξίπτωτο, όπως είχε προτείνει ο Κολμόλντλεϊ. Επειδή όμως οι Γερμανοί γνώριζαν την πολιτική των συμμάχων για απαγόρευση μεταφοράς διαβαθμισμένων εγγράφων πάνω από εχθρικό έδαφος, προκρίθηκε η ιδέα της υποτιθέμενης πτώσης αεροσκάφους. Αυτό θα εξηγούσε τόσο την πολυήμερη παραμονή του πτώματος στο νερό όσο και την ύπαρξη εγγράφων επάνω του. Το μόνο που έλειπε πλέον ήταν μια κωδική ονομασία για την επιχείρηση. Ο Μόνταγκιου την ονόμασε «Κιμάς» (Mincemeat), επειδή απλούστατα ο κωδικός είχε χρησιμοποιηθεί παλιά και ήταν και πάλι διαθέσιμος στη λίστα αναμονής.
Ο Μόνταγκιου κατάφερε να βρει έναν διάσημο παθολόγο, τον Σερ Μπέρναρντ Σπίλσμπερι (Sir Bernard Spilsbury) και μαζί άρχισαν να αναζητούν το πτώμα που θα παρείχε τα εχέγγυα της επιτυχίας της επιχείρησης. Με διακριτικότητα εντόπισαν ένα πτώμα ανδρός 30 ετών που είχε πεθάνει σε νοσοκομείο του Λονδίνου από πνευμονία. Ενημερώθηκε η οικογένεια του, της ζητήθηκε η άδεια και της επισημάνθηκε η επιτακτική ανάγκη τήρησης κάθε μυστικότητας. Το πτώμα πλησίαζε πολύ τις προδιαγραφές της επιχείρησης χάρη στη σημαντική ποσότητα υγρού που βρίσκονταν στους πνεύμονές του. Η οικογένεια δέχτηκε, θέτοντας ως όρο να μην αποκαλυφθεί ποτέ η ταυτότητα του πτώματος.
Το επόμενο βήμα ήταν η δημιουργία μιας ψεύτικης ταυτότητας για τον νεκρό. Ονομάστηκε ταγματάρχης Ουίλλιαμ Μάρτιν (William Martin) του Σώματος των Βασιλικών Πεζοναυτών, γεννημένος στο Κάρντιφ (Cardiff) της Ουαλίας το 1907 και αποσπασμένος στο Γενικό Επιτελείο των Συνδυασμένων Επιχειρήσεων. Ο βαθμός του ταγματάρχη αντιστοιχούσε στην ηλικία του και ταυτόχρονα εξηγούσε την πιθανότητα να συνοδεύει έγγραφα τέτοιας σημασίας.
Για να γίνει η ιστορία ακόμα πιο πιστευτή του επινοήθηκε μια μνηστή, η Παμ (υπάλληλος της MI5 και γραμματέας του Μόνταγκιου), και του «δόθηκαν» φωτογραφίες της και ερωτικές της επιστολές. Του δόθηκαν επίσης μια αρμαθιά κλειδιά, ένα χρησιμοποιημένο εισιτήριο για ένα θεατρικό έργο πρόσφατα ανεβασμένο, ένα δικαιολογητικό διαμονής σε μια λονδρέζικη λέσχη, σπίρτα και άλλα μικροαντικείμενα. Του προμήθευσαν επίσης μια βεβαίωση για μια απολεσθείσα ταυτότητα, ένα ληγμένο δελτίο ελευθέρας διόδου για το Γενικό Επιτελείο (που τάχα είχε ξεχάσει να ανανεώσει) και μια αυστηρή επιστολή του διευθυντή ενός υποκαταστήματος της Lloyds Bank για έλλειμμα 17,19 λιρών από το λογαριασμό του. Αυτά τα τελευταία ενείχαν τον κίνδυνο να αναρωτηθεί η Άμπβερ πώς μπόρεσαν να εμπιστευθούν σε ένα τόσο άστατο άνθρωπο έγγραφα τέτοιας σημασίας. Όμως ο Μόνταγκιου υπολόγισε ότι οι Γερμανοί θα ενδιαφέρονταν για τις πληροφορίες αυτές ακόμα και αν τις υποψιάζονταν.
Υπήρχε ακόμα ο κίνδυνος τα έγγραφα να αποσπαστούν από το πτώμα και να φθάσουν ξεχωριστά. Γι' αυτό το λόγο προκρίθηκε ως λύση η επίδεση του χαρτοφύλακα στη ζώνη της καμπαρντίνας του «ταγματάρχη» με χειροπέδη (όχι στον καρπό του, καθώς κάτι τέτοιο δε συνηθιζόταν σε μεγάλης διάρκειας ταξίδια).
Όσο ο Μόνταγκιου και η ομάδα του έφτιαχναν τα αντικείμενα και την ταυτότητα, η υπόλοιπη ομάδα κατασκεύαζε τα έγγραφα. Αντικειμενικός σκοπός ήταν να πιστέψει ο εχθρός ότι η απόβαση θα γινόταν αλλού και όχι στη Σικελία. Προωθήθηκε η ιδέα ότι η απόβαση θα γινόταν στην Σαρδηνία ως προγεφύρωμα για την κατάληψη της Προβηγκίας και ότι αργότερα θα γινόταν απόβαση και στην νότια Ελλάδα. Προετοίμασε επίσης επιμελώς το χαρτοφύλακα του «ταγματάρχη» με τα πλαστά σχέδια των επιχειρήσεων (που μιλούσαν για τη Σαρδηνία και την Ελλάδα) χωρίς να ξεχάσει να βάλει και μια αυθεντικά ψευδή προσωπική επιστολή του ναυάρχου Σερ Άρτσιμπαλντ Νάι (Sir Archibald Nye) προς το διοικητή των δυνάμεων της Αλγερίας και Τυνησίας Σερ Χάρολντ Αλεξάντερ: Το περιεχόμενο της επιστολής ήταν ψευδές, η υπογραφή όμως του ναυάρχου στο τέλος της ήταν αυθεντική. Σύμφωνα με αυτή ο αντικειμενικός στόχος ήταν η Σαρδηνία, ως αντιπερισπασμός από τις αμερικανικές δυνάμεις, και η κύρια απόβαση θα γινόταν από βρετανικά στρατεύματα στην Πελοπόννησο και συγκεκριμένα στην Καλαμάτα. Ταυτόχρονα ο στρατηγός Σερ Χένρι Μέτλαντ Ουίλσον (Sir Henry Maitland Wilson) θα ηγείτο του μετώπου της Ελλάδος (στο μέτωπο αυτό δόθηκε το όνομα Husky, το πραγματικό δηλαδή όνομα της επίθεσης στην Σικελία). Επιπλέον διευκρινιζόταν ότι θα έπρεπε να πιστέψουν οι Γερμανοί με κάθε τρόπο ότι η επίθεση θα γινόταν στην Σικελία. Με τον τρόπον αυτό οι Γερμανοί θα πίστευαν ότι θα είχαν να αντιμετωπίσουν μια ισχυρή δύναμη, ικανή να μάχεται σε δύο μέτωπα ταυτόχρονα και θα αναγκάζονταν να διασπείρουν τις δυνάμεις τους και κατά τέτοιο τρόπο ώστε να είναι πολύ δύσκολη η επαναφορά τους στο πραγματικό σημείο της απόβασης.
Για να εξηγηθεί το ταξίδι του Μάρτιν στη Βόρειο Αφρική, ο Μόνταγκιου προμηθεύθηκε μια επιστολή του Λόρδου Λούις Μαουντμπάτεν, αρχηγού του Επιτελείου Συνδυασμένων Επιχειρήσεων, προς τον ναύαρχο Άντριου Κάνινγκαμ, αρχιστράτηγο των δυνάμεων της Μεσογείου. Στην επιστολή αυτή ο Μανουντμπατεν διέτασσε τον «ταγματάρχη Μάρτιν» να εκτελέσει αυτοψία των αμφιβίων επιχειρήσεων. Εξηγούσε επίσης στον Κάνινγκαμ ότι η επιστολή ήταν πολύ σημαντική για να ταξιδέψει με τους συνηθισμένους τρόπους, δικαιολογώντας έτσι την ανάγκη του Μάρτιν να ταξιδέψει με αεροσκάφος. Τέλος, η επιστολή διευκρίνιζε ότι η Σαρδηνία αποτελούσε τον πραγματικό στόχο της απόβασης.
Εκτέλεση της επιχείρησης
Το πτώμα του υποτιθέμενου ταγματάρχη Μάρτιν, ντυμένο με τη στολή των Βασιλικών Πεζοναυτών, τοποθετήθηκε σε ένα ατσάλινο κιβώτιο μαζί με ξηρό πάγο για τη διατήρησή του.[8] Ο Κολμόντλεϊ και ο Μόνταγκιου νοίκιασαν ένα αυτοκίνητο για να το μεταφέρουν στο Χόλι Λοχ (Holy Loch) στη Σκωτία. Εκεί φορτώθηκε στο υποβρύχιο HMS Seraph. Ο Μόνταγκιου μίλησε και συνεννοήθηκε με τον επικεφαλής των υποβρυχίων ναύαρχο Μπάρι (Barry). Ο Μπάρι υπέδειξε το υποβρύχιο Seraph, που την εποχή εκείνη ήταν διαθέσιμο. Επρόκειτο για μια σωστή επιλογή, δεδομένου ότι ο κυβερνήτης του, πλωτάρχης Νόρμαν Τζούελ (Norman L.A. (Bill) Jewell), και το πλήρωμά του είχαν προηγούμενη πείρα από ειδικές επιχειρήσεις.
Στις 19 Απριλίου του 1943 το Σέραφ απέπλευσε με πορεία ένα σημείο ανοιχτά της Χουέλβα (Huelva), στην ισπανική ακτή. Η επιλογή αυτή έγινε γιατί οι Βρετανοί γνώριζαν ότι η Ισπανία, παρά την ουδετερότητά της, διέκειτο φιλικά προς τις δυνάμεις του Άξονα. Έβριθε από πράκτορες της Άμπβερ, της γερμανικής κατασκοπείας, και έτσι οι πιθανότητες εντοπισμού του πτώματος ήσαν μεγαλύτερες. Οι Βρετανοί είχαν ήδη εντοπίσει στη Χουέλβα ένα Γερμανό πράκτορα με εξαιρετικές σχέσεις με τις ισπανικές αρχές.
Στις 04.30 της 30ής Απριλίου το Σέραφ αναδύθηκε και ο κυβερνήτης διέταξε να φέρουν το κιβώτιο στο κατάστρωμα.
Προηγουμένως απευθύνθηκε στο πλήρωμα και εξήγησε ότι επρόκειτο να αφήσουν στη θάλασσα κάποια μετεωρολογική συσκευή. Στους αξιωματικούς όμως εξήγησε την μυστική αποστολή. Ανοίχτηκε το κιβώτιο, φόρεσαν στον ταγματάρχη Μάρτιν ένα σωσίβιο και του κρέμασαν ένα χαρτοφύλακα με τα μυστικά σχέδια. Διαβάστηκε ο 39ος Ψαλμός -αν και αυτό δεν είχε προβλεφθεί από το σχέδιο- και το πτώμα ρίχτηκε στη θάλασσα για να το σύρει η φουσκοθαλασσιά προς την ακτή. Ο Τζούελ απέστειλε το μήνυμα προς την Επιτροπή: «ΚΙΜΑΣ ολοκληρώθηκε» («MINCEMEAT completed»).
Το πτώμα εντοπίστηκε στις 9:30 το πρωί από έναν ντόπιο ψαρά, τον Χοσέ Αντόνιο Ρέυ Μαρία. Η ανακάλυψη αναφέρθηκε στο τοπικό κλιμάκιο της γερμανικής αντικατασκοπείας, της οποίας ηγείτο ο Άντολφ Κλάους (Adolf Clauss), γιος του Γερμανού προξένου που δρούσε παριστάνοντας τον τεχνικό γεωργικής παραγωγής.
Τρεις μέρες αργότερα η Επιτροπή των Είκοσι έλαβε ένα τηλεγράφημα από τον Βρετανό ναυτικό ακόλουθο στην Μαδρίτη. Σύμφωνα με αυτό, το πτώμα ενός ταγματάρχη Μάρτιν είχε ήδη παραδοθεί στον Βρετανό υποπρόξενο Φράνσις Χέιζελντεν και είχε ήδη γίνει η ταφή του στην Χουέλβα, στις 4 Μαΐου, με πλήρεις στρατιωτικές τιμές.
Οι ισπανικές αρχές πράγματι ειδοποίησαν τον Βρετανό υποπρόξενο της περιοχής Φράνσις Χέιζελντεν (Francis Haselden). Παρουσία του ανοίχθηκε ο χαρτοφύλακας, ο οποίος περιείχε ένα διαβαθμισμένο στρατιωτικό φάκελο. Οι Ισπανοί πρότειναν στον Χέιζελντεν να πάρει τον χαρτοφύλακα, αλλά ο υποπρόξενος αρνήθηκε, αντιτείνοντας ότι όλα τα αντικείμενα του «ταγματάρχη Μάρτιν» έπρεπε να αποσταλούν μέσω της επίσημης υπηρεσιακής οδού στις βρετανικές αρχές. Αντίθετα, ειδοποίησε τον τοπικό ιατροδικαστή, προκειμένου να διαπιστωθεί η αιτία θανάτου του «ταγματάρχη». Ο ιατροδικαστής πιστοποίησε ότι ο άνδρας είχε πέσει στο νερό ζωντανός, δεν έφερε εκδορές ή αμυχές, είχε πεθάνει από πνιγμό και πρέπει να είχε παραμείνει στο νερό από τρεις έως πέντε ημέρες. Περαιτέρω εξετάσεις δεν έγιναν, γιατί ο παθολόγος βρήκε ένα ασημένιο σταυρουδάκι στο λαιμό του πτώματος και τον Άγιο Χριστόφορο στο πορτοφόλι του, συμπέρανε δε εξ αυτού ότι ο νεκρός ήταν Καθολικός και απέκλεισε έτσι κάθε περαιτέρω έρευνα. Τον σταυρό και τον Άγιο Χριστόφορο είχε προνοήσει να τοποθετήσει στο πτώμα η Επιτροπή των Είκοσι. Τις επόμενες ημέρες οι Βρετανοί κυριολεκτικά βομβάρδισαν τους Ισπανούς με μηνύματα, ζητώντας να μάθουν τι είχε απογίνει ο χαρτοφύλακας που μετέφερε ο «ταγματάρχης».
Παράλληλα ο Μόνταγκιου φρόντισε να περιλάβει το όνομα του ταγματάρχη Μάρτιν στην επόμενη επετηρίδα πεσόντων του βρετανικού στρατού και έτσι ένα μήνα αργότερα η αγγελία του θανάτου του δημοσιεύθηκε στους Τάιμς, γνωρίζοντας πολύ καλά ότι οι Γερμανοί θα έλεγχαν την ταυτότητα του θύματος. Παράλληλα τα ονόματα δύο πιλότων που είχαν όντως σκοτωθεί την ίδια μέρα σε κατάρριψη αεροσκάφους δημοσιεύτηκαν ταυτόχρονα, προσδίδοντας ακόμα περισσότερο κύρος στην όλη υπόθεση. Για να γίνει η ιστορία ακόμα πιο πιστευτή, απεστάλησαν επείγοντα τηλεγραφήματα στον ναυτικό ακόλουθο στην Μαδρίτη ζητώντας του να φροντίσει να περισωθούν τα διαβαθμισμένα έγγραφα χωρίς αυτό να γίνει αντιληπτό από τις ισπανικές αρχές. Τα έγγραφα επεστράφησαν στις 13 Μαΐου με την την ένδειξη «όλα ήσαν στη θέση τους».
Ο τοπικός πράκτορας της γερμανικής αντικατασκοπείας (της Άμπβερ [Abwehr]) κατάφερε με κάποια δυσκολία να προμηθευθεί τα επίμαχα έγγραφα: Ο Άντολφ Κλάους δεν άργησε να βρει έναν Ισπανό αξιωματικό πρόθυμο να συνεργαστεί μαζί του. Με τη βοήθειά του οι πράκτορες μπήκαν στο χώρο που φυλασσόταν ο φάκελος και χρησιμοποιώντας έναν λεπτό χαρτοκόπτη αποκόλλησαν μια πλευρά του φακέλου χωρίς να σπάσουν τις σφραγίδες του. Από το διάκενο έβγαλαν τα έγγραφα που περιείχε και έμειναν έκπληκτοι από το περιεχόμενο που αντίκρυσαν. Όπως ήταν φυσικό, ενημέρωσαν σχετικά τα ανώτερα κλιμάκια με αποτέλεσμα η πληροφορία να φθάσει και στον ίδιο τον Χίτλερ στις 12 Μαΐου. Οι ληφθείσες φωτογραφίες απεστάλησαν στην γερμανική αντικατασκοπεία στο Βερολίνο, για μια προσεκτική εκτίμηση.
Πίσω στην Αγγλία τα επιστραφέντα έγγραφα εξετάστηκαν προσεκτικά και διαπιστώθηκε ότι ο φάκελος είχε ανοιχτεί και ξανακλειστεί. Η Ultra το επιβεβαίωσε και έτσι απεστάλη ένα τηλεγράφημα στον Ουίνστον Τσώρτσιλ που έγραφε «Κιμάς φαγώθηκε ολάκερος» («Mincemeat Swallowed Whole»). Το τηλεγράφημα εν συνεχεία προωθήθηκε στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Οι συνέπειες
Η γερμανική πλευρά τελικά εξαπατήθηκε. Ο Χίτλερ, την ίδια ημέρα που πληροφορήθηκε το περιεχόμενο των εγγράφων του «Μάρτιν», εξέδωσε μια διαταγή σύμφωνα με την οποία τα «μέτρα σχετικά με τη Σαρδηνία και την Πελοπόννησο θα έχουν άμεση προτεραιότητα απέναντι σε κάθε άλλο ανάλογο» (αν και οι πληροφορίες αυτές δεν έπεισαν απόλυτα κάποιους από τους στρατηγούς του). Αποκορύφωμα της παραπλάνησης αυτής αποτέλεσε η μεταφορά δύο θωρακισμένων μεραρχιών από το ανατολικό μέτωπο στην Ελλάδα, ένα μόλις μήνα πριν τη μεγαλύτερη μάχη θωρακισμένων του πολέμου, τη μάχη του Κουρσκ.
Το βασικό επίτευγμα ήταν ότι δεν ήταν πλέον απαραίτητο οι συμμαχικές ετοιμασίες να γίνονται εν κρυπτώ. Η παρακολούθησή τους από τις δυνάμεις του Άξονα δεν είχε καμία σημασία, εφόσον ήταν πλέον γνωστό προς τα πού θα κατευθύνονταν. Λίγο αργότερα, προς τις αρχές Ιουνίου 1943, η Σαρδηνία και η νότια Ιταλία άρχισαν να δέχονται σφοδρούς βομβαρδισμούς από συμμαχικά αεροσκάφη και στις 9 Ιουλίου 1943 οι Σύμμαχοι πραγματοποίησαν την «Επιχείρηση Χάσκι», την απόβαση στη Σικελία. Την ίδια ημέρα ο στρατάρχης Βίλχελμ Κάιτελ εξέδωσε οδηγία σχετική με τα αμυντικά μέτρα στη Νοτιοδυτική Ευρώπη, αν και σε αυτή περιλάμβανε και το ενδεχόμενο οι Σύμμαχοι να αποβιβαστούν τελικά στη Σικελία.