Την παρακμή ενός κλάδου που άλλοτε ήταν πραγματικά πανίσχυρος σηματοδοτεί η αφαίρεση των μετοχών της Deutsche Bank και της Credit Suisse από τον χρηματιστηριακό δείκτη Stoxx Europe 50, όπως αναφέρεται σε δημοσίευμα της Deutsche Welle.
Η Deutsche Bank κάποτε ήταν θεσμός επιφανής, μέχρι αυτό που η ZEIT Online είχε χαρακτηρίσει κάποτε «τραπεζική ληστεία εκ των έσω». Μία «ληστεία» που, όπως σημειώνει η DW, άρχισε το 1989, όταν το διοικητικό συμβούλιο της Deutsche Bank, υπό τον τότε επικεφαλής Άλφρεντ Χέρχαουζεν, εξαγόρασε τη βρετανική επενδυτική τράπεζα Morgan Greenfell. Ακολούθησε η αγορά της αμερικανικής Bankers Trust το 1999. Μέσα σε δέκα χρόνια η Deutsche Bank είχε αναδειχθεί μεγαλύτερη τράπεζα παγκοσμίως. Όμως η ταυτότητά της είχε αλλάξει: από υγιές πιστωτικό ίδρυμα που εξασφάλιζε κέρδη με την παροχή ρευστότητας στην ιδιωτική οικονομία, η Deutsche Bank μετατράπηκε σε «ναό του τζόγου».
Μακροπρόθεσμα η επενδυτική τραπεζική υψηλού κινδύνου δεν απέφερε κέρδη. Αντιθέτως, στην κατάταξη των μεγαλύτερων τραπεζών παγκοσμίως η Deutsche Bank κατρακύλησε στην 40ή θέση, μέσα σε έναν χρόνο η μετοχή της έπεσε στα 33 ευρώ καταγράφοντας απώλειες 66%, ενώ σημαντικά μερίδιά της σε βιομηχανικές επιχειρήσεις βγήκαν στο «σφυρί».
Η Deutsche Bank βρίσκεται αντιμέτωπη με 7.000 δικαστικές προσφυγές παγκοσμίως, κατηγορούμενη για ξέπλυμα χρήματος, χειραγώγηση επιτοκίων ή φοροδιαφυγή. Πέρσι τα αυξημένα δικαστικά έξοδα προκάλεσαν ζημίες 6,8 δισεκατομμυρίων στην τράπεζα, ενώ φέτος έχουν ήδη δεσμευθεί 5,4 δισεκατομμύρια για τον ίδιο σκοπό. Την άνοιξη του 2016 ο επικεφαλής της τράπεζας Τζον Κράιαν διαβεβαίωνε ότι η Deutsche Bank είναι σε θέση να πληρώσει τα επιτόκια για ιδιαίτερα επισφαλή δάνεια. «Όποιος αισθάνεται υποχρεωμένος να προβεί σε μία τέτοια δημόσια δήλωση, συνήθως βρίσκεται μπροστά σε μία ομολογία αποτυχίας» αναφέρει η DW, συμπληρώνοντας πως όλα αυτά έχουν συνέπειες: συνταξιοδοτικά ταμεία και επενδυτές με μακροχρόνιο ορίζοντα αρχίζουν να αφαιρούν μετοχές της Deutsche Bank από το χαρτοφυλάκιό τους, ενώ η Moody´s υποβαθμίζει την πιστοληπτική ικανότητα της τράπεζας, κάτι που αυξάνει εκ νέου το κόστος για τη χρηματοδότησή της.
Και άλλες ευρωπαϊκές τράπεζες δεν φαίνεται να βρίσκονται σε καλύτερη μοίρα: Καθώς γνωστοποιούνται τα αποτελέσματα των τελευταίων ευρωπαϊκών stress test, η ιταλική UniCredit με τη γερμανική θυγατρική της Hypo-Vereinsbank καταγράφουν απώλειες 7,2%, οι δύο μεγάλες ισπανικές τράπεζες Santander και BBVA χάνουν 5,3% και 4,8% αντιστοίχως, ενώ ο ολλανδικός όμιλος ING, στον οποίο ανήκει και η γερμανική ING Diba, έχει απώλειες 4,6%. Επιπλέον, τα ευρωπαϊκά stress test υποδεικνύουν ότι πολλές τράπεζες- μεταξύ αυτών οι γερμανικές Deutsche Bank και Commerzbank- διαθέτουν σχετικά χαμηλή κεφαλαιακή επάρκεια. Και σαν να μη φτάνει αυτό, όλα τα τραπεζικά ιδρύματα υποφέρουν από τη σημερινή πολιτική χαμηλών επιτοκίων, η οποία μάλλον θα συνεχιστεί με το Brexit προ των θυρών. Η αποδυνάμωση των ευρωπαϊκών τραπεζών αποτυπώνεται με χαρακτηριστικό τρόπο στο βαρόμετρο των χρηματαγορών: οι μετοχές της Deutsche Bank και της Credit Suisse αφαιρούνται από τον δείκτη Stoxx Europe 50, ο οποίος περιλαμβάνει τις 50 ευρωπαϊκές μετοχές με την καλύτερη απόδοση.