Καθώς οι δυνατότητες των κινεζικών ενόπλων δυνάμεων αυξάνονται, οι ΗΠΑ δεν μπορούν να είναι σίγουρες ότι ένας πόλεμος μεταξύ αυτών και της Κίνας θα οδηγούσε σε μια γρήγορη και αποφασιστική νίκη, σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη του RAND Corporation.
«Ένας σινοαμερικανικός πόλεμος μπορεί να φαντάζει αδιανόητος, αλλά η έκβαση και οι συνέπειες απαιτούν περισσότερη σκέψη και στις δύο χώρες» δηλώνει ο Ντέιβιντ Γκόμπερτ, επικεφαλής συντάκτης της μελέτης και στέλεχος του μη κερδοσκοπικού ερευνητικού οργανισμού.
Οι προηγμένες δυνατότητες κρούσης της κάθε πλευράς, σε συνδυασμό με τη μείωση του στρατιωτικού χάσματος μεταξύ τους, θα μπορούσαν να καταστήσουν έναν τέτοιο πόλεμο έντονο, πολύ καταστροφικό και παρόλα αυτά παρατεταμένο, σύμφωνα με τη μελέτη.
«Η ιστορία υποδεικνύει πως πόλεμοι οι οποίοι είναι πολύ καταστροφικοί και για τις δύο πλευρές έχουν μια τάση να παρατείνονται, καθώς καμία από τις δύο πλευρές δεν έρχεται άμεσα αντιμέτωπη με το ενδεχόμενο ολοκληρωτικής ήττας» σύμφωνα με τον Γκόμπερτ. «Τα ευρήματά μας υποδεικνύουν πως αυτό θα ίσχυε και για έναν μελλοντικό πόλεμο μεταξύ Κίνας και ΗΠΑ».
Διαβάστε επίσης: Παιχνίδια Ολέθρου- Πώς θα εκτυλισσόταν ένας Τρίτος Παγκόσμιος Πόλεμος μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας
Αν και η μελέτη του RAND αναφέρει ότι μια προσχεδιασμένη επίθεση από οποιαδήποτε πλευρά είναι μάλλον απίθανη, οι εξελίξεις στη στρατιωτική τεχνολογία, όπως στους τομείς των αισθητήρων, της δορυφορικής πλοήγησης (GPS), των «έξυπνων» όπλων και της ψηφιακής δικτύωσης έχουν προχωρήσει σε σημείο που οι κινεζικές ένοπλες δυνάμεις αποτελούν σημαντική απειλή για τις αμερικανικές ένοπλες δυνάμεις, και τούμπαλιν.
Εντάσεις μεταξύ των δύο χωρών υπάρχουν ήδη, και μια κρίση θα μπορούσε να σημειωθεί και να συμπεριλάβει περιστατικά ή λάθος εκτιμήσεις που θα οδηγούσαν σε εχθροπραξίες: Για παράδειγμα, η Κίνα θα μπορούσε να προσπαθήσει να εκφοβίσει τους γείτονές της φτάνοντας «οριακά» στο σημείο ακριβώς πριν την παρέμβαση των ΗΠΑ, και να εκτιμήσει λάθος το πού ακριβώς βρίσκεται το σημείο αυτό, ή να μην εκτιμήσει σωστά την προθυμία των ΗΠΑ να στηρίξουν την Ιαπωνία στρατιωτικά σε μια πιθανή κρίση σχετικά με αμφισβητούμενες περιοχές στη Θάλασσα Ανατολικής Κίνας.
Η μελέτη του RAND εξετάζει πορείες που θα μπορούσε να ακολουθήσει ένας πόλεμος, από άποψης εντάσεως και διαρκείας, και τις επιπτώσεις της κάθε πορείας σε κάθε χώρα. Επιπρόσθετα, εξετάζει τρόπους εξισορρόπησης των αμερικανικών στόχων με τα κόστη, μηχανισμούς διμερούς επικοινωνίας κατά μια τέτοια σύρραξη, και προετοιμασίες στις οποίες θα έπρεπε να προβούν οι ΗΠΑ. Ακόμη, λαμβάνει υπόψη εσωτερικούς, πολιτικούς και διεθνείς παράγοντες που θα μπορούσαν να παίξουν ρόλο, ενώ θεωρεί «εξαιρετικά απίθανο» το ενδεχόμενο πυρηνικής αναμέτρησης.
Οι τεχνολογικές εξελίξεις στις δυνατότητες στόχευσης εχθρικών δυνάμεων δημιουργούν μία κατάσταση που ο Γκόμπερτ και οι συνάδελφοί του αποκαλούν «conventional counterforce» («συμβατική αντίρροπη δύναμη/ αντίβαρο»), όπου η κάθε πλευρά έχει τα μέσα να πλήξει και να υποβαθμίσει τις δυνάμεις κρούσης της αντίπαλης πλευράς. Επειδή αυτό αυξάνει το «κίνητρο» της κάθε πλευράς να χτυπήσει τον εχθρό πριν πληγούν οι δικές της δυνάμεις, θα έκανε τις κρίσεις και τα στρατιωτικά «θερμά επεισόδια» όλο και πιο επικίνδυνα, σύμφωνα με τη μελέτη.
Επί της παρούσης, οι κινεζικές απώλειες θα ήταν σημαντικά μεγαλύτερες από τις αμερικανικές σε μια σύγκρουση. Ωστόσο, η σταθερή βελτίωση των κινεζικών δυνατοτήτων anti-access («απαγόρευσης πρόσβασης»- οπλικά συστήματα που καλύπτουν μεγάλες περιοχές, καθιστώντας πολύ επικίνδυνη την πρόσβαση και την κίνηση των εχθρικών δυνάμεων σε αυτές) θα μπορούσε να αυξήσει τις αμερικανικές απώλειες, και, καθώς οι αμερικανικές δυνατότητες κρούσης μειώνονται, να μειώσει τις κινεζικές απώλειες. Ωστόσο, ακόμα και με τη μεγάλη βελτίωση των κινεζικών στρατιωτικών δυνατοτήτων, η Λαϊκή Δημοκρατία δεν μπορεί να είναι σίγουρη ότι αποκτά το στρατιωτικό πλεονέκτημα. Αυτό οδηγεί στο ισχυρό ενδεχόμενο ενός παρατεταμένου, χωρίς διαφαινόμενο αποφασιστικό αποτέλεσμα, πολέμου, σύμφωνα με τη μελέτη του RAND.
Σε έναν τέτοιο πόλεμο, ωστόσο, μη στρατιωτικοί παράγοντες- οικονομικό κόστος, εσωτερικές πολιτικές επιπτώσεις και διεθνείς αντιδράσεις- ίσως έπαιζαν σοβαρότερο ρόλο για την Κίνα. Λόγω των επιπτώσεων στο εμπόριο, το κινεζικό ΑΕΠ θα μπορούσε να πέσει κατά 25% ή περισσότερο κατά τη διάρκεια ενός έντονου πολέμου, διαρκείας ενός έτους, σύμφωνα με την έρευνα. Ακόμη, στο εσωτερικό, το απολυταρχικό καθεστώς της Λαϊκής Δημοκρατίας και οι εθνικιστικές τάσεις θα μπορούσαν, βραχυπρόθεσμα, να επιτρέψουν τη διεξαγωγή πολέμου παρά τις βαριές απώλειες, τη στιγμή που οι πολιτικές εξελίξεις στις ΗΠΑ θα ήταν λιγότερο προβλέψιμες. Σε βάθος χρόνου, ωστόσο, η Κίνα θα μπορούσε να βρεθεί αντιμέτωπη με αποσχιστικές τάσεις και έντονες εσωτερικές αναταραχές, ειδικά καθώς η οικονομία καταπονείται.
Σε διεθνές επίπεδο, η Ρωσία και το ΝΑΤΟ πιθανότατα θα στήριζαν την Κίνα και τις ΗΠΑ αντίστοιχα, αλλά δεν θα επηρέαζαν σημαντικά τις πολεμικές συγκρούσεις. Το δίκτυο ασιατικών συμμάχων των ΗΠΑ θα τους παρείχε σημαντικά υλικά πλεονεκτήματα, ενώ, πάνω από όλα, η είσοδος της Ιαπωνίας σε μια σινοαμερικανική σύγκρουση θα μπορούσε να επηρεάσει την έκβαση, αν και κάτι τέτοιο θα προκαλούσε κλιμάκωση από πλευράς Κίνας και θα είχε αποτέλεσμα επιθέσεις εναντίον της ίδιας της Ιαπωνίας.