Η Ελληνική Βασιλική Αεροπορία (ΕΒΑ), με τη βοήθεια των βρετανικών αεροπορικών δυνάμεων που είχαν καταφθάσει στη χώρα, έδωσε τον δικό της αγώνα κατά τον Ελληνοϊταλικό και τον Ελληνογερμανικό Πόλεμο του 1940-1941, γράφοντας τις δικές της χρυσές σελίδες στην ελληνική στρατιωτική ιστορία. Ωστόσο, όταν η άμυνα κατέρρευσε οριστικά, οι δυνατότητές της είχαν ήδη υποβαθμιστεί σε πάρα πολύ μεγάλο βαθμό, ενώπιον της συντριπτικής γερμανικής αεροπορικής ισχύος και έχοντας ήδη περάσει από μια σκληρή σύγκρουση με την Regia Aeronautica Italiana του Μουσολίνι. Μετά την πτώση και της Κρήτης, τα απομεινάρια της ελληνικής αεροπορίας διέφυγαν, μαζί με όσες δυνάμεις του ελληνικού στρατού και του ναυτικού ήθελαν και μπορούσαν να συνεχίσουν τον αγώνα, στη Μέση Ανατολή.
Αναλογικά, από την ΕΒΑ είχαν απομείνει πολύ λιγότερα σε σχέση με τα άλλα Όπλα: Ικανός αριθμός Ελλήνων χειριστών, αξιωματικών και Ικάρων κατάφερε να διαφύγει στη Μέση Ανατολή (σημειώνεται πως κάποιοι διέφυγαν μέσω Τουρκίας), ενώ από τα λίγα ούτως ή άλλως ελληνικά αεροπλάνα που είχαν καταφέρει να φτάσουν στην Κρήτη, αυτά που κατάφεραν να διαφύγουν ήταν ένας περιορισμένος αριθμός εκπαιδευτικών αεροσκαφών, υδροπλάνων και αεροσκαφών ναυτικής συνεργασίας. Η αναγέννηση της Ελληνικής Πολεμικής Αεροπορίας έπρεπε να αρχίσει ξανά από την αρχή – και η ΕΒΑ, όπως ο φοίνικας του θρύλου, γεννήθηκε ξανά από τις στάχτες της.
Η δράση στο Ιράκ
Πρώτος σταθμός της πορείας της «νέας» Ελληνικής Πολεμικής Αεροπορίας μπορεί να θεωρηθεί πως ήταν το Ιράκ, και συγκεκριμένα η βρετανική αεροπορική βάση της Χαμπανίγια, εν μέσω μας περιόδου κρίσης στις σχέσεις μεταξύ των Βρετανών και των Ιρακινών, που εξελίχθηκαν σε ένοπλη σύγκρουση (Μάιος 1941- ενώ ήταν στα τελευταία τους στάδια οι συγκρούσεις στον ελλαδικό χώρο). Μεταξύ των υπερασπιστών της βάσης υπήρχαν Έλληνες χειριστές και μαθητές που είχαν αποσταλεί για σκοπούς εκπαίδευσης. Οι Έλληνες πιλότοι (χειριστές και εκπαιδευόμενοι που βρίσκονταν σε καλό επίπεδο) τέθηκαν στη διάθεση του βρετανικού στρατηγείου- υπό τη διοίκηση του αρχηγού της ελληνικής αποστολής, αντισμηνάρχου Π. Βήλου- συμμετείχαν ενεργά στην άμυνα της βάσης απέναντι στις ιρακινές επιθέσεις, σε μια ιδιότυπου χαρακτήρα σύγκρουση, κατά την οποία τα αεροσκάφη των υπερασπιστών της βάσης απογειώνονταν, έπλητταν τις ιρακινές θέσεις και επέστρεφαν στο αεροδρόμιο, που δεχόταν πυρά ιρακινά πυρά. Οι Ιρακινοί από την πλευρά τους, αδυνατούσαν να χτυπήσουν τα βρετανικά αεροσκάφη στον αέρα, οπότε προσπαθούσαν να τα καταστρέψουν στο έδαφος, αλλά παράλληλα δίσταζαν να προχωρήσουν σε επίθεση εναντίον της Χαμπανίγια.
Το αποτέλεσμα ήταν μία κόλαση πυρός στο αεροδρόμιο, με τους πιλότους -μεταξύ των οποίων οι Έλληνες χειριστές, όπως ο σμηναγός Γ. Μάρκου, ο σμηναγός Κ. Πλατσής, ο υποσμηναγός Κ. Μαργαρίτης και ο ανθυποσμηναγός Λ. Ντρενάς, κατανεμημένοι σε διαφορετικά σμήνη και μοίρες- να παρουσιάζουν, όπως είπε χαρακτηριστικά ο υποσμηναγός Μαργαρίτης, «θέαμα ακρίδων, μετατοπιζόμενοι δι'αλμάτων από μιας προστατευομένης θέσεως προς ετέραν, εν τέλει δε εντός του αεροσκάφους των και είτε δια μέσου της πύλης απ'ευθείας προς τον αέρα».
Οι Έλληνες χειριστές σημείωσαν επιτυχίες κατά τη σύγκρουση, επιτυγχάνοντας σημαντικά πλήγματα κατά εχθρικών αυτοκινητοπομπών και θέσεων πυροβολικού και συμβάλλοντας στη βρετανική νίκη και τη λήξη της πολιορκίας της Χαμπανίγια. Οι επιχειρήσεις στο Ιράκ συνεχίστηκαν, με τους Έλληνες πιλότους να συμμετέχουν. Αξιοσημείωτο περιστατικό κατά τη διάρκειά τους ήταν η κατάρριψη του αεροσκάφους του ανθυποσμηναγού Ντρενά και η περιπετειώδης επιστροφή του ίδιου και του Βρετανού υπαξιωματικού- πυροβολητή που ήταν μαζί του, οι οποίοι πέρασαν με βάρκα τον Ευφράτη, έχοντας ανά χείρας το πολυβόλο του πυργίσκου του αεροπλάνου, πριν διασωθούν από φιλικές δυνάμεις.
Μετά την κάμψη της αντίστασης των Ιρακινών, οι Έλληνες χειριστές έφυγαν από τη Χαμπανίγια, με το έργο της αναγέννησης της ΕΒΑ στη Μέση Ανατολή και αλλού (Ροδεσία, Κάιρο, Νότια Αφρική) πρακτικά να έχει αρχίσει. Συνολικά, κατά τις επιχειρήσεις στο Ιράκ, οι Έλληνες χειριστές εξετέλεσαν 120 αποστολές, κυρίως βομβαρδισμούς πυροβολείων, αποθηκών, κονβόι οχημάτων, αεροπορικών εγκαταστάσεων κ.α.
Αναδιοργάνωση
Το υπουργείο Αεροπορίας εγκαταστάθηκε στο Κάιρο, ενώ ως «πυρήνας» σε πρώτη φάση για τη συγκέντρωση του διαθέσιμου προσωπικού της Ελληνικής Αεροπορίας χρησιμοποιήθηκε το στρατόπεδο της Γάζας, με την 13η Μοίρα Ναυτικής Συνεργασίας (5 αεροσκάφη Avro Anson που είχαν διασωθεί) να εγκαθίσταται στη βάση της Δεκέιλα και μετέπειτα στο Κάιρο. Παράλληλα, εκπαιδευτικές δραστηριότητες ήταν σε εξέλιξη στη Ροδεσία και τη Νότια Αφρική. Κατά τη διάρκεια της ανασυγκρότησης, σημαντική ήταν η συνεισφορά των Αιγυπτιωτών Ελλήνων, αλλά και των υπόλοιπων Ελλήνων της ομογένειας: Πέρα από την στήριξη που παρείχαν σε κάθε επίπεδο στις «ξενιτεμένες» ελληνικές ένοπλες δυνάμεις, πολλοί εντάχθηκαν στις μονάδες που συγκροτήθηκαν στο εξωτερικό. Συνολικά 1.417 νέοι της ομογένειας κατατάχθηκαν στην Αεροπορία, με εθελοντές, μεταξύ άλλων, από Αίγυπτο, Συρία, Σουδάν, Παλαιστίνη, Ροδεσία και Νότια Αφρική.
Κατά την εκπαίδευσή τους, οι Έλληνες πιλότοι ήρθαν αντιμέτωποι με έναν ιδιαίτερα σκληρό εχθρό, ο οποίος δεν ήταν άλλος από την έρημο: Οι Έλληνες χειριστές και μηχανικοί είχαν να αντιμετωπίσουν συνθήκες διαβίωσης τις οποίες δεν είχαν δει ξανά, οι οποίες απαιτούσαν ειδικές πρακτικές και τακτικές σε κάθε επίπεδο. Ιδιαίτερα έντονο ήταν το πρόβλημα της έλλειψης νερού: Η ποσότητα που δικαιούνταν κάθε μέλος του προσωπικού ήταν ελάχιστη - κάποιες φορές ένα παγούρι την ημέρα, για όλες τις ανάγκες, ακόμα και για το ξύρισμα, με αποτέλεσμα, κάποιες φορές, να βλέπουν...εναλλακτική χρήση το τσάι και η μπύρα που παρείχαν οι Βρετανοί.
13η Μοίρα Ελαφρού Βομβαρδισμού
Η 13η Μοίρα Ελαφρού Βομβαρδισμού ήταν η πρώτη μάχιμη μονάδα της Ελληνικής Πολεμικής Αεροπορίας η οποία συγκροτήθηκε και ανέλαβε ενεργό δράση στη Μέση Ανατολή. Πυρήνας της ήταν το προσωπικό και τα αεροσκάφη Avro Anson που είχαν μπορέσει να διαφύγουν από την Ελλάδα, καθώς και η 32η Μοίρα Βομβαρδισμού. Διοικητικά υπαγόταν στο 201 Group, υπό τον χαρακτηρισμό «13th Hellenic Squadron, RHAF» (Royal Hellenic Air Force). Αποστολή της, σύμφωνα με σχετική έκθεση του υπουργείου Αεροπορίας, ήταν η «αεροπορική προστασία των νηοπομπών από ορισμένου παραλλήλου και μεσημβρινού μέχρι Αλεξανδρείας και Χάιφας και η εκτέλεσις αναγνωριστικών και πτήσεων ανιχνεύσεως μέχρι την Κύπρο».
Οι Έλληνες πιλότοι πέταξαν την πρώτη τους αποστολή μόλις στις 25 Ιουνίου 1941, λόγω της ανάγκης των Συμμάχων για αποστολές, με εικονικό βομβαρδισμό του λιμανιού της Αλεξάνδρειας για να διαπιστωθεί η επάρκεια της αεράμυνας, και στις 14 Ιουλίου 1941 έλαβε χώρα η πρώτη «καθαρή» πολεμική αποστολή, ανθυποβρυχιακής έρευνας. Η μοίρα ακολούθως ανέλαβε κανονικά πολεμικά καθήκοντα, εκτελώντας σχεδόν σε καθημερινή βάση ανθυποβρυχιακές έρευνες, ως τον Οκτώβριο του ίδιου έτους. Το Νοέμβριο μεταφέρθηκε στο αεροδρόμιο Μαριγιούτ στην Αλεξάνδρεια και εφοδιάστηκε με αεροσκάφη Blenheim Mk IV, και μετά σε άλλη βάση, 30-40 χλμ νότια της πόλης. Κατά τις αρχές του 1942, τα Avro Anson άρχισαν να παρουσιάζουν σοβαρά προβλήματα, οπότε αποφασίστηκε τα αεροπλάνα να αρχίσουν να αντικαθίστανται μετά από μήνες από πιο σύγχρονα Blenheim MK V. Από τον Μάιο και μετά, η Μοίρα πραγματοποιούσε αποστολές ανθυποβρυχιακής περιπολίας και συνοδείας νηοπομπών, με ελληνικό πλήρωμα να εντοπίζει στις 22 Μαΐου υποβρύχιο των δυνάμεων του Άξονα, το οποίο επιχείρησε να πλήξει με βόμβα, χωρίς επιτυχία. Αντίστοιχο περιστατικό έλαβε χώρα και στις 29 Ιουνίου- μήνα κατά τον οποίο η Μοίρα μεταφέρθηκε στο αεροδρόμιο Gaza East, λόγω εγγύτητας της προηγούμενης βάσης στις γερμανικές δυνάμεις, και στη συνέχεια στο πεδίο προσγείωσης LG207 στο Κασασίν. Τον Ιούλιο σημειώθηκαν και οι πρώτες σημαντικές επιτυχίες, με αεροσκάφη της Μοίρας να εντοπίζουν εχθρικά υποβρύχια, τα οποία και προσέβαλαν με βόμβες. Στη συνέχεια, επιχειρώντας από αεροδρόμιο στη Γάζα, τα αεροσκάφη και τα πληρώματα της 13ης ΜΕΒ κλήθηκαν να αναλάβουν αποστολές συνοδείας και προστασίας νηοπομπών για τον ανεφοδιασμό των δυνάμεων που μάχονταν κατά του Ρόμμελ στην έρημο της Βόρειας Αφρικής. Στα τέλη του Ιουλίου, ελληνικό αεροσκάφος επιτέθηκε επίσης κατά εχθρικού υποβρυχίου με βόμβες, χωρίς να είναι δυνατόν να αξιολογηθούν οι επιπτώσεις της επίθεσης. Επιτυχία σημειώθηκε στις 20 Αυγούστου 1942, όταν ελληνικό αεροσκάφος έπληξε υποβρύχιο, προκαλώντας του ζημιές, με αποτέλεσμα την ανάδυση και παράδοσή του στα ανοιχτά του Τελ Αβίβ. Άλλες δύο επιτυχείς προσβολές εχθρικών υποβρυχίων έλαβαν χώρα τον Οκτώβριο.
Η δραστηριότητα της Μοίρας συνεχίστηκε αντίστοιχα και τους επόμενους μήνες, με έμφαση να δίνεται στην εκπαίδευση των πιλότων στα νέα αεροσκάφη που είχαν παραληφθεί (Blenheim MK V). Στα τέλη του Σεπτεμβρίου η Μοίρα παρέλαβε αεροσκάφη Baltimore, αμερικανικής προέλευσης, αναλαμβάνοντας πιο επιθετικού χαρακτήρα αποστολές, μεταξύ των οποίων και ο βομβαρδισμός εχθρικών σκαφών στο λιμάνι της Σούδας στις 8, στις 9 και στις 12 Νοεμβρίου 1943. Μέχρι το τέλος του 1943, τα πληρώματα της 13ης ΜΕΒ είχαν πραγματοποιήσει συνολικά 1.302 αποστολές, συνολικής διάρκειας 4.550 ωρών. Μεταξύ αυτών, 740 αποστολές ήταν συνοδείας νηοπομπών, 494 ήταν ανθυποβρυχιακών ερευνών, 50 επιθετικών αναγνωρίσεων και 18 βομβαρδισμών.
Το Σάββατο 29 Απριλίου 1944 η Μοίρα επιβιβάστηκε στα HMS «Fort Bell», HMS «Fort St. Francois» και HMS «Sobieski» και αναχώρησε για την Ιταλία.
335η Βασιλική Ελληνική Μοίρα Διώξεως
Στις 20 Αυγούστου 1941, το αρχηγείο της Βρετανικής Βασιλικής Πολεμικής Αεροπορίας (RAF) εισηγήθηκε στο Λονδίνο τον σχηματισμό δύο ελληνικών Μοιρών Διώξεως, λαμβάνοντας την έγκριση για τη σύνθεση μίας σε πρώτη φάση. Η συγκρότηση της 335ης ΒΕΜΔ έγινε επίσημα στις 7 Οκτωβρίου 1941, και εγκαταστάθηκε στο Ακίρ, εφοδιαζόμενη με αεροσκάφη Hawker Hurricane I, με τους πιλότους να περνούν πρόγραμμα εντατικής εκπαίδευσης στον τύπο. Στις 12 Φεβρουαρίου 1942, η Μοίρα κρίθηκε ετοιμοπόλεμη, και ανέλαβε την πρώτη της πολεμική αποστολή (προστασία νηοπομπής). Μέχρι τα τέλη του μήνα, είχαν πραγματοποιηθεί 81 έξοδοι, ενώ στις 23 Φεβρουαρίου γερμανικά αεροσκάφη επιτέθηκαν στο ένα από τα δύο αεροδρόμια από τα οποία επιχειρούσε, καταστρέφοντας ένα αεροπλάνο και προκαλώντας ζημιές σε ένα άλλο. Στους επόμενους μήνες η Μοίρα ήταν σε συνεχή επιφυλακή λόγω της γερμανικής επιθετικότητας στην περιοχή, με συχνούς βομβαρδισμούς, αναλαμβάνοντας αποστολές αναχαίτισης, προστασίας νηοπομπών κ.α.
Τον Ιούνιο, η Μοίρα μεταφέρθηκε σε νέο αεροδρόμιο, 15 χλμ από τη Μάρσα Ματρούχ, αναλαμβάνοντας αποστολές προστασίας νηοπομπών και τοπικής άμυνας, ευρισκόμενη στο επίκεντρο των συγκρούσεων, καθώς οι συμμαχικές δυνάμεις υποχωρούσαν με τα γερμανικά στρατεύματα κατά πόδας και την πτώση του Τομπρούκ προ των πυλών. Τα ελληνικά Hurricane ήρθαν αντιμέτωπα με γερμανικά μαχητικά (BF 109), χωρίς να σημειώνουν αρχικά επιτυχίες, αλλά χωρίς επίσης να υφίστανται απώλειες. Στη συνέχεια η 335 μεταφέρθηκε σε νέο αεροδρόμιο στην Αλεξάνδρεια, επιφορτιζόμενη με την αεροπορική της άμυνα, την προστασία νηοπομπών και την κάλυψη εφοδιοπομπών και τουν Αύγουστο μεταφέρθηκε σε Δεκέιλα (δυτικά της Αλεξάνδρειας).
Σημαντική ημέρα για τη δράση της Μοίρας – η οποία είχε αρχίσει να εξοπλίζεται με πιο σύγχρονες εκδόσεις των Hurricane- ήταν η 7η Οκτωβρίου 1942, όταν 12 ελληνικά αεροπλάνα, με επικεφαλής τον επισμηναγό Ι. Κέλλα, εκτέλεσαν την πρώτη αποστολή αναγνώρισης πάνω από το Μέτωπο του Ελ Αλαμέιν, καλύπτοντας την 33η Μοίρα της RAF. Σημειώνεται πως, στις 16 Οκτωβρίου, τους Έλληνες αεροπόρους επισκέφθηκε ο λόρδος Τρέντσαρντ, Αιθεράρχης (Marshal of the RAF), εν όψει της αποφασιστικής μάχης του Ελ Αλαμέιν, στους οποίους απευθύνθηκε με τα εξής λόγια:
«Άκουσα πως βρίσκονται Έλληνες αεροπόροι στην έρημο και είχα πάντοτε την επιθυμία να τους γνωρίσω. Είμαι ευτυχής που σήμερα σας συναντώ στις επιχειρήσεις. Έχω ακούσει πολλά και είμαι υπερήφανος για εσάς...πολεμήστε μέχρις εσχάτων. Πρέπει να εξοντωθεί και ο τελευταίος Γερμανός. Πρέπει να ξέρετε ότι ο μόνος καλός Γερμανός, είναι ο σκοτωμένος Γερμανός».
Τη Μοίρα μέσα στο επόμενο διάστημα επισκέφθηκαν και άλλοι υψηλόβαθμοι Βρετανοί αξιωματικοί. Κατά την κρίσιμη επόμενη περίοδο, η Μοίρα ήταν σε συνεχή ετοιμότητα, με αποστολές πάνω από το Ελ Αλαμέιν.
Η Μοίρα «γιόρτασε» με έναν ιδιαίτερο τρόπο την επέτειο του «Όχι», στις 28 Οκτωβρίου 1942: Ο επισμηναγός Κέλλας, διοικητής της, ζήτησε και έλαβε έγκριση για να χτυπήσει το ιταλικό στρατηγείο του 20ού Σώματος, που ήταν αρκετά πίσω από τις γραμμές των δυνάμεων του Άξονα. Η επιχείρηση έγινε την αυγή της ημέρας, με 12 Hurricane, χειριστές των οποίων ήταν οι εξής: Ι. Κέλλας, Κ. Παναγόπουλος, Ν. Βολονάκης, Δ. Βουτσινάς, Ηλ. Καρταμαλάκης, Π. Διδασκάλου, Ευ. Καρύδης, Ελ. Χατζηιωάννου, Γ. Τσότσος, Ευ. Ξύδης, Γ. Νικολόπουλος, Δ. Γκίζας.
Στην επίθεσή τους, τα ελληνικά αεροσκάφη χτύπησαν αυτοκίνητα, σκηνές και πυρομαχικά, με δύο αεροσκάφη (Ευ. Ξύδης, Ηλ. Καρταμαλάκης) να πλήττονται και να πραγματοποιούν αναγκαστική προσγείωση (ο πρώτος προσγειώθηκε σε φίλιο έδαφος, ενώ ο δεύτερος κατάφερε να επιστρέψει την επόμενη μέρα στη μοίρα του). Γενικά, επρόκειτο για ένα ιδιαίτερα ριψοκίνδυνο εγχείρημα, κάτι το οποίο επιβεβαιώνεται από τις ζημιές που υπέστησαν πολλά ελληνικά αεροσκάφη. Για την αποστολή ενημερώθηκε ο αντιπρόεδρος της ελληνικής κυβέρνησης, ενώ ο Βρετανός διοικητής της Αεροπορίας Δυτικής Ερήμου, υποπτέραρχος Κάνιγκαμ, έστειλε το ακόλουθο τηλεγράφημα:
«Ελπίζω ότι τα καταφέρατε καλά σήμερα το πρωί, όταν πολυβολήσατε τους φασίστες και τους υπενθυμίσατε την επέτειο της επιθέσεώς τους κατά της πατρίδας σας. Θα πάθουν και άλλα ακόμη».
Όπως φαίνεται, η αποστολή αυτή ήταν το «ζέσταμα» που χρειαζόταν η 335η ΒΕΜΔ: Την αμέσως επόμενη ημέρα, 11 ελληνικά Hurricane σε αποστολή τους εντόπισαν τέσσερα γερμανικά BF 109, και ακολούθησε εμπλοκή κατά την οποία ο ανθυποσμηναγός Ιωάννης Αναγνωστόπουλος κατέρριψε ένα γερμανικό καταδιωκτικό.
Η δράση της μοίρας συνεχίστηκε με αμείωτη ένταση, καλύπτοντας την προέλαση της βρετανικής 8ης Στρατιάς. Στις 2 Νοεμβρίου κατάρριψη γερμανικού μαχητικού πέτυχε επισμηνίας Δ. Σουφρίλας, ενώ στις 3 Νοεμβρίου 12 ελληνικά μαχητικά χτύπησαν γερμανικούς επίγειους στόχους. Στις 3 του μήνα καταρρίφθηκε από αντιαεροπορικά πυρά ο ανθυποσμηναγός Αναγνωστόπουλος, ο οποίος συνελήφθη από τον εχθρό και κατέληξε στην Ιταλία, από όπου απέδρασε και κατάφερε να επιστρέψει στη Μέση Ανατολή τον Οκτώβριο του 1943.
Τους επόμενους μήνες, μετά το τέλος των επιχειρήσεων στο Ελ Αλαμέιν, η μοίρα ανέλαβε καθήκοντα συνοδείας νηοπομπών, επιθετικών περιπολιών, αναχαιτίσεων, αναγνωρίσεων κ.α. Τον Ιούλιο του 1943, η 335η ΒΕΜΔ, μαζί με τη δεύτερη ελληνική μοίρα διώξεως (336η) συμμετείχαν στην αποστολή «Θέτις», αεροπορική επιδρομή εναντίον γερμανικών στόχων στην Κρήτη: Το ελληνικό σμήνος χτύπησε γερμανικές θέσεις σε Ιεράπετρα, Άγιο Νικόλαο και Ιεράπετρα. Κατά την επιχείρηση, από τα 184 συνολικά συμμαχικά αεροπλάνα χάθηκαν πάνω από 30, ενώ η 335η ΒΕΜΔ έχασε δύο από τους οκτώ χειριστές της (Μαυρίκος Λάιτμερ, Βασίλειος Δούκας) από αντιαεροπορικά πυρά. Η επιδρομή αυτή επαναλήφθηκε στις 13 Νοεμβρίου, υπό την κωδική ονομασία «Sociable», και δύο ημέρες αργότερα, καθώς και στις 17 Νοεμβρίου, χωρίς απώλειες για τα ελληνικά αεροσκάφη. Συγχαρητήρια στις ελληνικές μοίρες έδωσε το αρχηγείο της RAF: «Συγχαρητήρια δια την υπέροχον επίδειξιν επιθετικού μένους κατά την επιχείρησιν εναντίον των εχθρικών δυνάμεων κατοχής Κρήτης ήτις ασφαλώς έδωκεν εις αυτάς εν μικρόν μάθημα θάρρος δε εις τους εν αναμονή ευρισκόμενους και μέλλοντας να δράσωσιν κατοίκους». Την περηφάνεια του εξέφρασε και ο υπουργός Αεροπορίας, Π. Βούλγαρης.
Τον Δεκέμβριο του 1943 τα Hurricane της 335ης αντικαταστάθηκαν από Spitfire. Συνολικά, κατά τη διάρκεια του 1943, η Μοίρα συμπλήρωσε πάνω από 8.000 πολεμικές ώρες πτήσεων και 3.400 εκπαιδευτικές, αναλαμβάνοντας επιτυχώς αποστολές συνοδείας βομβαρδιστικών, κάλυψης περιοχών, πολυβολισμών εχθρικών φαλαγγών, περιπολιών θαλασσίων ερευνών, περιπολιών πάνω από εχθρικό έδαφος, επεμβάσεων στη μάχη, συνοδειών νηοπομπών κ.α, συμβάλλοντας σε όλο το φάσμα επιχειρήσεων στη Μ. Ανατολή. Αντίστοιχες αποστολές ανέλαβε και κατά το διάστημα μέχρι τον Σεπτέμβριο του 1944, οπότε και οριστικοποιήθηκε η αναχώρηση για την Ιταλία. Αξιοσημείωτο ήταν περιστατικό στις 11 Ιουλίου, όταν στις 3 τα ξημερώματα η Μοίρα κλήθηκε να αποστείλει αεροσκάφη προς αναχαίτιση εχθρικών αεροπλάνων που πραγματοποιούσαν επιδρομή κατά νηοπομπής. Ο σμηνίας Βατιμπέλλας, που βρισκόταν συμπτωματικά κοντά στο Γραφείο Επιχειρήσεων, προσφέρθηκε εθελοντικά να πετάξει, και απογειώθηκε χωρίς να περιμένει βοήθεια για την προετοιμασία του αεροπλάνου του από τους τεχνικούς και χωρίς να τοποθετηθούν τα απαραίτητα φώτα στο αεροδρόμιο.
336η Βασιλική Ελληνική Μοίρα Διώξεως
Η δεύτερη ελληνική μοίρα διώξεως συγκροτήθηκε μετά τη μάχη του Ελ Αλαμέιν, με την ίδρυσή της να λαμβάνει χώρα την 1η Ιανουαρίου 1943. Η πρώτη της πτήση έγινε την 1η Μαρτίου 1943. από τον σμηναγό Κ. Παναγόπουλο, ενώ στην 336η ΒΕΜΔ μετατέθηκαν και έμπειροι χειριστές της 335ης. Ωστόσο, κυρίως το προσωπικό της αποτελούνταν από νεοαποφοιτήσαντες αρχισμηνίες της 10ης Σειράς της Σχολής Αεροπορίας. Η 336η ήταν εφοδιασμένη επίσης με Hurricane.
H Μοίρα ανέλαβε επίσημα επιχειρησιακή δράση στις 3 Απριλίου 1943, από το Σίντι Μπαράνι. Οι αποστολές της ήταν κυρίως συνοδείες νηοπομπών και την κάλυψη της περιοχής του αεροδρομίου.Τον Ιούλιο του 1943, όπως προαναφέρθηκε, η 336η ΒΕΜΔ συμμετείχε στις επιδρομές στην Κρήτη, από όπου δεν επέστρεψαν ο ανθυποσμηναγός Ελ. Αθανασάκης και ο Σωτ. Σκάντζικας: Ο πρώτος σκοτώθηκε μετά από γερμανική περίπολο μετά από αναγκαστική προσγείωση και ο δεύτερος συνελήφθη, μεταφέρθηκε σε γερμανικό στρατόπεδο αιχμαλώτων και σκοτώθηκε στις 25 Μαρτίου 1944, κατά τη διάρκεια απόδρασης.
Στις 6 Σεπτεμβρίου, αεροσκάφη της Μοίρας έφτασαν ως τις ακτές της Κρήτης, πτήση κατά τη διάρκεια της οποίας χτυπήθηκε ιταλικό παρατηρητήριο. Τον Οκτώβριο η Μοίρα εφοδιάστηκε με Spitfire και πραγματοποίησε ρεκόρ αριθμού εξόδων (συνολικά 545). Αεροπλάνα της 336ης συμμετείχαν στις νέες επιδρομές στην Κρήτη (Sociable), χτυπώντας στόχους στο Ηράκλειο, με τον διοικητή της Μοίρας, Σπ. Διαμαντόπουλο, να καταρρίπτεται και να αιχμαλωτίζεται (απεστάλη επίσης σε στρατόπεδο αιχμαλώτων). Τον αντικατέστησε ο σμηναγός Σαράντης Σκάντζικας, υπό τη διοίκηση του οποίου η Μοίρα εκτέλεσε νέες αποστολές στην Κρήτη, στις 11 Νοεμβρίου, καθώς και στις 13 Νοεμβρίου, αποστολή κατά την οποία έκανε αναγκαστική προσγείωση ο αρχισμηνίας Τζουβάλης, αιχμαλωτίστηκε και απεστάλη στη Γερμανία ως το τέλος του πολέμου. Αποστολή στην Κρήτη πραγματοποιήθηκε και στις 14 Νοεμβρίου, κατά την οποία σκοτώθηκαν ο ανθυποσμηναγός Κων/νος Ψιλόλιγνος και ο σμηνίας Δ. Σαρσώνης, ενώ αιχμαλωτίστηκαν ο υποσμηναγός Ε. Καρύδης και ο σμηνίας Γ. Μαδεμλής.
Η Μοίρα συνέχισε τις επιχειρήσεις και το 1944, αλλάζοντας βάση, αναλαμβάνοντας πολλές αποστολές συνοδείας νηοπομπών. Τον Μάρτιο μετακινήθηκε στο Μπου Αμούντ, και στις 23 Μαρτίου σκοτώθηκε σε δυστύχημα ο υποσμηναγός Ιωάννης Παπακώστας, έμπειρος χειριστής, με δράση στον Ελληνοϊταλικό και τον Ελληνογερμανικό Πόλεμο. Σημειώνεται ότι και για τις τρεις ελληνικές μοίρες τα ατυχήματα αποτέλεσαν σημαντική «νόσο», ειδικά στον πρώτο καιρό των επιχειρήσεων, λόγω των δύσκολων συνθηκών της Β. Αφρικής, αλλά και της μη εξοικείωσης των πιλότων με τα αεροπλάνα, με σημαντικές ζημιές, τραυματισμούς και θανάτους χειριστών- ωστόσο, η βελτίωση ήταν γρήγορη, με τα ατυχήματα να μειώνονται δραστικά.
Στις 16 Απριλίου 1944 ο υποσμηναγός Τσότσος και ο ανθυποσμηναγός Σουφρίλας πέτυχαν κατάρριψη γερμανικού Ju 88, ενώ τον Μάιο έλαβε χώρα κυρίως εκπαιδευτικό έργο. Τον Ιούλιο ανέλαβε ξανά καθήκοντα συνοδείας νηοπομπών, και στις 15 Σεπτεμβρίου μεταφέρθηκε στην Ιταλία.
Τα κινήματα της Μ. Ανατολής
Όσον αφορά στα κινήματα που σημειώθηκαν στις ελληνικές δυνάμεις της Μέσης Ανατολής, στους κόλπους της αεροπορίας η όποια αμφισβήτηση εκφράστηκε αρχικά σε επίπεδο ενδοϋπηρεσιακών κινήσεων, σχετικά με την ιεραρχία. Σημαντική αναταραχή σημειώθηκε στις 28 Απριλίου 1942, στο Ελληνικό Εκπαιδευτικό Τμήμα Νοτίου Ροδεσίας, από επιτροπή που ζήτησε αντικατάσταση του σμηνάρχου Ν. Αβέρωφ, που είχε αντικαταστήσει τον αντισμήναρχο Κ. Πλατσή, με την αιτιολογία πως έπρεπε να αναλάβει τη διοίκηση αξιωματικός από τη Σχολή Αεροπορίας. Στην υπόθεση παρενέβησαν και οι Βρετανοί, που εν τέλει την παρέπεμψαν στην ελληνική κυβέρνηση. Τελικά η κατάσταση εξομαλύνθηκε, αν και ουκ ολίγοι αξιωματικοί οδηγήθηκαν στις φυλακές. Στις ανακρίσεις που ακολούθησαν επικράτησε η μετριοπαθής προσέγγιση και τα πράγματα δεν οδηγήθηκαν στα άκρα, με τα στρατοδικεία να αναβάλλονται.
Όσον αφορά στο κίνημα του Μαρτίου του 1943, αφορούσε κυρίως τον στρατό ξηράς: Υπήρξαν κάποιες εκδηλώσεις υπέρ των συναδέλφων στον Στρατό και αιτήματα για τον εκδημοκρατισμό του στρατεύματος, αλλά, όπως έγραψε αργότερα ο μετέπειτα αρχηγός ΓΕΑ, αντιπτέραρχος Εμμ. Κελαϊδής, στην περίπτωση της αεροπορίας «το κίνημα είχε χαρακτήρα ειρηνικό». Η όποια αναστάτωση προκλήθηκε περιορίστηκε κυρίως στη 13η ΜΕΒ, στο Συνεργείο Αεροπορικών Επισκευών στο Χελγουάν και στο Ελληνικό Τμήμα 11 MU. Οι δύο ΒΕΜΔ δεν επηρεάστηκαν. Ωστόσο, στο πλαίσιο των ευρύτερων αλλαγών στην κυβέρνηση και των υπουργείων Στρατιωτικών, Ναυτικού και Αεροπορίας, ο προσωρινός υπουργός Αεροπορίας προχώρησε σε αλλαγές στην ηγεσία του Όπλου και στην επαναφορά μεγάλου αριθμού αποτάκτων της περιόδου 1933-1935.
Στο κίνημα του Απριλίου 1944 ενεπλάκησαν και αξιωματικοί της αεροπορίας. Στη 13η ΜΕΒ (η οποία, σημειωτέον, δεν είχε αποδεχθεί το πρόθεμα «Βασιλική» και το έμβλημα του στέμματος) έλαβε ιδιαίτερη έκταση, στα όρια της στάσης, λόγω κλίματος οξείας πολιτικής πόλωσης- λόγος για τον οποίο επιταχύνθηκε η μετάβασή της στην Ιταλία.
Πηγές
-Ιστορία της Ελληνικής Πολεμικής Αεροπορίας, Τόμος Τέταρτος- Έκδοση Υπηρεσίας Ιστορίας Πολεμικής Αεροπορίας, Αθήνα 1997
-Έκθεσις της Πολεμικής Ιστορίας των Ελλήνων- Εκδοτική Ελλάδος Α.Ε.