Μετά το πρώτο κομμάτι της έρευνας μας για τη Νικόπολη των ρωμαϊκών χρόνων ήρθε η ώρα να μιλήσουμε για τα χρόνια του Βυζαντίου.
Η (πρώιμη) βυζαντινή Νικόπολη ήταν μια μεγάλη πόλη της εποχής - σε μια περίοδο αφανισμού ή δραματικής συρρίκνωσης των πόλεων, αυτή παρέμενε Μητροπολιτική έδρα και διοικητικό κέντρο, με τις εντολές πλέον να έρχονται από το παλάτι της Κωνσταντινούπολης. Η παλαιοχριστιανική Νικόπολη ήταν όμως διαφορετική από τη ρωμαϊκή εκδοχή της- σίγουρα φτωχότερη, αφού όταν η αυτοκρατορία χωρίστηκε σε δυτική και ανατολική έπαψε να αποτελεί κρίσιμο εμπορικό σταυροδρόμι. Η ζωή (των γενεών) των κατοίκων της σε πολύ πιο επικίνδυνους, αβέβαιους καιρούς, ας μας υπενθυμίζει ότι η ιστορική εξέλιξη δεν είναι γραμμική αλλά διακόπτεται από πισωγυρίσματα που μπορεί να διαρκέσουν για ολόκληρες γενιές.
Το 479 μ.Χ. η πόλη καταλήφθηκε (προσωρινά) από τους Βάνδαλους- τα αμέσως επόμενα χρόνια η βυζαντινή διοίκηση έκρινε πως η περίμετρος του τείχους έπρεπε να μειωθεί δραστικά ώστε να είναι αποτελεσματικό. Ο περιτειχισμένος αστικός χώρος συρρικνώθηκε στο 1/5 της ρωμαϊκής του έκτασης- άρα και πληθυσμιακά η Νικόπολη έφθινε. Μετά την επιδρομή των Βανδάλων οι κάτοικοι της Νικόπολης αιχμαλωτίστηκαν ως δούλοι. Οι Βυζαντινοί εξαγόρασαν πολλούς, όχι όλους όμως...
Το μνημειακό σύνολο του προαστείου (Θέατρο, Στάδιο, Γυμνάσιο) αφέθηκε να ρημάζει- την ίδια εχθρική απαξίωση αντιμετώπισαν και πολλά δημόσια κτίρια, όπως το Ωδείο. Παρότι έδραζαν στο επίκεντρο της ρωμαϊκής πόλης, βρέθηκαν εκτός των νέων βυζαντινών τειχών γιατί είχαν ήδη περιέλθει σε αχρησία από τους χριστιανούς, συχνά μετά από «λουκέτα» των βυζαντινών αυτοκρατόρων. Ο Δήμος και η Βουλή της πόλης, η ύπαρξη των οποίων αποδεικνύεται από αναθηματικά βάθρα, έπαψαν να λειτουργούν και το forum (αγορά) εγκαταλείφθηκε.
Ο χριστιανισμός σίγουρα επέδρασε στην κοινωνική ζωή και τον πολιτισμό των πόλεων της εποχής. Για θεολόγους όπως ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος, τα ασφυκτικά γεμάτα θέατρα συνιστούσαν θλιβερή εικόνα, τα έργα ήταν έκφυλα και χυδαία, οι ηθοποιοί άνθρωποι χαμηλής υποστάθμης. «Μακάρι να καταργείτο το θέατρο γιατί από αυτό πηγάζει κάθε κακό: παρανομίες και ταραχές, πορνεία, κακή συμπεριφορά προς τις γυναίκες, μαγεία...»- αυτή είναι η θέση του συγγραφέα.
Τα «ήθη» μόνο αψεγάδιαστα δεν ήταν. Κακόφημες ταβέρνες και καταγώγια, πορνεία, εξωσυζυγικές σχέσεις, τυχερά παιχνίδια υπήρχαν όπως και πριν, κεκαλυμμένα όμως από ένα «επίχρισμα» χριστιανικής ηθικής. Ανώτερη εκπαίδευση δεν υπήρχε πλέον- από την πνευματική και καλλιτεχνική ζωή επιβίωσαν κυρίως τα εργαστήρια που ήταν χρήσιμα για τον διάκοσμο των εκκλησιών. Στη Νικόπολη συγκεκριμένα, τα εργαστήρια αρχιτεκτονικών γλυπτών και ψηφιδωτών συνέχιζαν την τοπική παράδοση των προηγούμενων αιώνων, ανταγωνιζόμενα στην ποιότητα της παραγωγής τους αυτά της Κωνσταντινούπολης.
Λίγα τοπόσημα της ζωής στην βυζαντινή Νικόπολη είναι σήμερα εμφανή- οι Βασιλικές (εκκλησίες), τα τείχη, το Νυμφαίο και ο Οίκος του Γεωργίου Εκδίκου.
Οι Βασιλικές της Νικόπολης είναι έξι- επιβλητικά κτιριακά σύνολα, υπήρξαν όχι μόνο λατρευτικοί χώροι αλλά και νέα επίκεντρα της δημόσια ζωής. Η πνευματική και πολιτιστική επικυριαρχία της Εκκλησίας στην κοινωνία ήταν δεδομένη- ο Μητροπολίτης Νικοπόλεως, ως ανώτατος εκκλησιαστικός άρχοντας και όλης της επαρχίας (Παλαιάς) Ηπείρου, ήταν ίσως το πλέον σημαίνον πρόσωπο μιας πόλης/ θρησκευτικού κέντρου. Στη Βασιλική Α΄(ή Δομετίου από το όνομα του κτήτορα επισκόπου) διασώζονται σε εξαιρετική κατάσταση μερικά από τα ομορφότερα ψηφιδωτά της πόλης- ήταν επίσης προικισμένη με γλυπτό διάκοσμο, ιωνικά και κορινθιακά κιονόκρανα. Η Βασιλική Β’ ονομάζεται και Αλκίσωνος , από το όνομα του επισκόπου που την ανήγειρε, πριν πεθάνει φυλακισμένος στην Κωνσταντινούπολη λόγω θεολογικής διαμάχης με τον αυτοκράτορα Αναστάσιο. Από το δεύτερο μισό του 5ου αι. μάλλον λειτούργησε ως ο καθεδρικός ναός της Νικόπολης. Αποτελούσε τμήμα ενός ευρύτερου λατρευτικού συγκροτήματος 5.900 τ.μ.- κατέρρευσε από τη φθορά των επιδρομών και του χρόνου. Τα ψηφιδωτά δάπεδα και η μαρμάρινη, αναστηλωμένη πύλη της, ανοιχτά πανταχόθεν στο φόντο μιας ήμερης φύσης και της θάλασσας, αναδίδουν και σήμερα μια διαχρονική πνευματικότητα και ηρεμία.
Τα παλαιοχριστιανικά τείχη της πόλης στέκουν ακόμα όρθια- με ύψος που φτάνει τα 12 μέτρα, ενισχύθηκαν με ορθογώνιους, ημικυκλικούς ή πολυγωνικούς πύργους. Για την κατασκευή τους χρησιμοποιήθηκαν οικοδομικά υλικά που αφαιρέθηκαν από ρωμαϊκά κτίρια- σήμερα αποτελούν ένα άρτιο δείγμα οχυρωματικής αρχιτεκτονικής, από τα εντυπωσιακότερα στα Βαλκάνια. Από την Δυτική Πύλη, που αναστηλώθηκε εντυπωσιακά, βλέπω τους πύργους των τειχών να ξεμακραίνουν στη σειρά και αναλογίζομαι τις πολεμικές ιαχές, και τις κλαγγές των όπλων, τις κραυγές πόνου, τις βρισιές, τα επιφωνήματα των νικητών και τον θρήνο των ηττημένων που ακούστηκαν εδώ. Ένα αιματοβαμμένο μέρος, γαλήνιο πια.
Δέκα στρέμματα καταλαμβάνει η Οικία του Γεωργίου Εκδίκου- κτίστηκε μάλλον μετά το 50 μ.Χ. σαν πολυτελής κατοικία που έχει πολλές ομοιότητες με την έπαυλη του Μάνιου Αντωνίνου. Στα πρώτα χρόνια του Βυζαντίου έζησε εκεί ο έκδικος της πόλης Γεώργιος, επιφανής αξιωματούχος που σε ένα ρόλο νομικού υπεράσπιζε τα δικαιώματα των πολιτών έναντι αυθαιρεσιών της εξουσίας. Αργότερα, ευρήματα υποδεικνύουν ότι αποτέλεσε επισκοπικό μέγαρο. Εκτιμάται ότι εγκαταλείφθηκε στις αρχές του 7ου αι., πιθανότατα μαζί με την υπόλοιπη πόλη.
Η Νικόπολη είχε ήδη αντιμετωπίσει άγριες επιδρομές- των Ερούλων, των Βανδάλων, των Οστρογότθων. Οι άμυνες, οι υποδομές, ο πληθυσμός και η κρατική οργάνωση έφθιναν συνεχώς. Η επιδρομή των Αβάρων ίσως έδωσε το τελικό χτύπημα. Τα μόνα ίχνη ζωής τους επόμενους αιώνες είναι ερείπια φτωχικών σπιτιών που κτίστηκαν άναρχα και πρόχειρα τον 7ο- 8ο αι… Οι ένδοξες μέρες της Pax Romana αποτελούσαν ήδη αρχαίο παρελθόν, ενώ η βυζαντινή διοίκηση είχε καταρρεύσει και δεν θα αποκαθίστατο μέχρι τον 10ο αι.. Ήταν 300 «σκοτεινά χρόνια» για όλη την Ευρώπη. Στον ελλαδικό χώρο οι εισβολές των Αβάρων και των Σλάβων ξεθεμελίωσαν την αστική ζωή. Η Νικόπολη, το άλλοτε «Σεβαστού Κτίσμα» όπως αποκαλούνταν, δεν αποτέλεσε εξαίρεση. Έπεσε.
Μετά, ο χρόνος και το χώμα αφέθηκαν να κάνουν αθόρυβα τη δουλειά τους.
2016. Στον αρχαιολογικό χώρο της Νικόπολης με ξεναγεί ο αρχαιολόγος Βαγγέλης Παυλίδης, που συμμετέχει στις ανασκαφές από το 2002. Είναι ένας από τους εκατοντάδες ανθρώπους- αρχαιολόγους, εργάτες, συντηρητές, αρχιτέκτονες και μηχανικούς- που μεθοδικά και με υπομονή ανέλαβαν να επαναφέρουν την αρχαία πόλη από το χώμα στο φως. «Η ανασκαφική περίοδος 2000- 2015 υπήρξε από τις πλέον παραγωγικές», λέει ο ίδιος. «Η Επιστημονική Επιτροπή Νικόπολης, υπό την επιστημονική επίβλεψη αρχαιολόγων όπως ο Κωνσταντίνος Ζάχος και ακολούθως η Ευγενία Χαλκιά, διαχειρίστηκε ευρωπαϊκά κονδύλια και η αισθητική των επεμβάσεων που διεκπεραιώσαμε βραβεύτηκε από το Europa Nostra. Ήταν ένα έργο πνοής για την τοπική κοινωνία και επειδή ενεπλάκησαν πολλές επιστημονικές ειδικότητες, ανταλλάχθηκε μεγάλος όγκος πληροφοριών και αυξήθηκαν οι γνώσεις μας για την πόλη. Δυστυχώς, όταν τελειώσει η χρηματοδότηση όσοι εργάστηκαν, σκορπίζουν και μέρος της εμπειρίας που αποκτιέται, χάνεται».
Βρισκόμαστε στην σκηνή του θεάτρου- έχοντας δει την εικόνα του στο πρόσφατο παρελθόν, η διαφορά είναι εντυπωσιακή. Οι αποχωματώσεις στη σκηνή, η ανασκαφή του άνω κοίλου και πλήθος άλλων παρεμβάσεων έχουν γυρίσει τον χρόνο αιώνες πίσω. Το βιντεάκι των εργασιών δείχνει τον κάματο και το μεράκι όλων όσων συμμετείχαν, ενώ αρχαιολογικοί οδηγοί για τη Νικόπολη είναι διαθέσιμοι στο διαδίκτυο σε μορφή pdf.
«Δεν έχουμε τελειώσει», λέει ο Παυλίδης. «Σκοπός μας είναι να ανασκαφεί όλο και να αποκαλυφθεί πληρέστερα. Αυτή την περίοδο ετοιμάζουμε τους φακέλους για την ένταξη του θεάτρου και του σταδίου στο ΕΣΠΑ 2017- 2020». Η Νικόπολη είναι τόσο μεγάλη σε έκταση που συνιστά ένα, ίσως, αέναο αρχαιολογικό πρότζεκτ. Σημαντικοί Έλληνες αρχαιολόγοι, όπως ο Αλέξανδρος Φιλαδελφέας, ο Αναστάσιος Ορλάνδος και η Ιουλία Βοκοτοπούλου, τα τελευταία χρόνια ο Κωνσταντίνος Ζάχος, έχουν εργαστεί εδώ από το 1913, οπότε η περιοχή της Πρέβεζας εντάχθηκε στο ελληνικό κράτος. Και όμως, μόνο το 6% της συνολικής επιφάνειας έχει ανασκαφεί συστηματικά. «Θέλουμε να επιμείνουμε και να αναδείξουμε όσο πιο ολοκληρωμένα τους πολλούς μνημειακούς πυρήνες, να συνεχίσουμε τη διαμόρφωση διαδρομών που τους συνδέουν και τους καθιστούν εύκολα προσβάσιμους στον επισκέπτη».
«Να γίνει η Νικόπολη το μεγαλύτερο αρχαιολογικό πάρκο στην Ελλάδα, και όταν απομακρυνθεί το τμήμα της εθνικής οδού που τέμνει τον αρχαιολογικό χώρο, να συμπεριληφθεί στα μνημεία Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς της UNESCO. Για αυτό εργαζόμαστε», λέει ο Παυλίδης. «Το δικαιούται η Νικόπολη».
Βιβλιογραφία:
1.Αρχαιολογικός Οδηγός Νικόπολης, Περιδιάβαση στο ιστορικό, ιερό και αστικό τοπίο, Κωνσταντίνος Λ. Ζάχος, Υπουργείο Πολιτισμού, Επιστημονική Επιτροπή Νικόπολης, Αθήνα 2015.
2.Το Θέατρο της Νικόπολης, Κωνσταντίνος Λ. Ζάχος- Ευάγγελος Παυλίδης- Αχιλλέας Τρανουλίδης, Υπουργείο Πολιτισμού, Επιστημονική Επιτροπή Νικόπολης, Αθήνα 2015.
3.Νικόπολη. Ο Οίκος του εκδίκου Γεωργίου, Ευάγγελος Παυλίδης, Υπουργείο Πολιτισμού, Επιστημονική Επιτροπή Νικόπολης, Αθήνα 2015.
4.Νικόπολη. Οδηγός Αρχαιολογικού Μουσείου. Γεώργιος Ρήγινος- Έλενα Κατερίνη, Υπουργείο Πολιτισμού, ΛΓ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων Πρέβεζας- Άρτας, Αθήνα 2009.
5.Βυζάντιο, Η αυτοκρατορία της Νέας Ρώμης, Cyril Mango, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τράπεζης, Αθήνα 2007.