Η παγκοσμιοποίηση και τα ζητήματα που προκύπτουν από αυτήν έχουν βρεθεί ξανά στο επίκεντρο της επικαιρότητας, σε μεγάλο βαθμό λόγω της νίκης Τραμπ στις ΗΠΑ. Πολλοί τη θεωρούν αναπόσπαστο κομμάτι της σύγχρονης εποχής, ενώ άλλοι πιστεύουν πως πρόκειται για κάτι που δημιουργεί περισσότερα προβλήματα από οφέλη, θέτοντας το ερώτημα εάν είναι ώρα να «μπει φρένο»- ή αν, απλά, από μόνη της, έχει αρχίσει να παίρνει την κατιούσα ως τάση.
Το θέμα αυτό βρίσκεται στο επίκεντρο άρθρου άποψης του Τζάστιν Φοξ, αρθρογράφου του Bloomberg View. Όπως σημειώνει ο αρθρογράφος, το 2016 ήταν γεμάτο αναφορές και εκτιμήσεις σχετικά με επιβράδυνση, ή ακόμα και το τέλος της παγκοσμιοποίησης. Βασικό επιχείρημα αυτών που εκφράζουν τέτοιες απόψεις είναι ότι τα μεγέθη του διεθνούς εμπορίου έχουν πάψει να αυξάνονται, κάτι που σπάνια συμβαίνει, εκτός και αν μιλάμε για διεθνή ύφεση.«Ωστόσο, αν εξετάσει κανείς τα πράγματα από απόσταση, μπορεί να υποστηριχθεί πως το τρένο της παγκοσμιοποίησης προχωρά ακόμα- αργά- προς τα εμπρός».
Όπως αναφέρεται στο άρθρο, ο Πανκάζ Γκεμαβάτ, του Center for the Globalization of Education and Management του Stern School Business (New York University) υποστηρίζει την τελευταία δεκαετία πως ο κόσμος δεν είναι τόσο διασυνδεδεμένος όσο οι «προφήτες» της παγκοσμιοποίησης τον παρουσιάζουν- και η διασυνδεσιμότητα αυτή δεν αυξάνεται τόσο γρήγορα.
Το βάθος της διασυνδεσιμότητας και η διασυνδεσιμότητα εν γένει έχουν ανακάμψει από την πτώση του 2008, ωστόσο το εύρος τους δεν έχει αλλάξει πολύ. Παράλληλα, η ροή των πληροφοριών έχει σημειώσει «έκρηξη», αλλά το εμπόριο και οι ροές κεφαλαίων είναι ακόμα κάτω από τα προ ύφεσης δεδομένα. Τον περασμένο Φεβρουάριο, το McKinsey Global Institute εξέδωσε μια αναφορά στην άνοδο της «ψηφιακής παγκοσμιοποίησης», ανακηρύσσοντας ότι «οι ροές φυσικών αγαθών και χρήματος ήταν οι “στάμπες” της διεθνούς οικονομίας του 20ού αιώνα, αλλά σήμερα αυτές οι ροές έχουν υποχωρήσει ή μείνει στάσιμες. Η παγκοσμιοποίηση του 21ου αιώνα όλο και περισσότερο καθορίζεται από τις ροές δεδομένων και πληροφοριών».
Ο Γκεμαβάτ εκφράζει αμφιβολίες σχετικά με το «ψηφιακό» της όλης υπόθεσης. «Αν κοιτάξετε πίσω στη δεκαετία του 1930, οι ροές πληροφορίας αυξάνονταν πιθανότατα και τότε». Η συνολική του εκτίμηση είναι ότι συνολικά, ενώ τα πράγματα έχουν επιβραδυνθεί από τη δεκαετία του 1990 και των αρχών του 2000, η διεθνής ενοποίηση αυξάνεται ακόμα. «Δεν οδεύουμε αναπόφευκτα μπρος μια μεγάλη αναστροφή ή αναγέννηση» είπε. «Ήταν κακή περίοδος τότε, και είναι κακή τώρα. Αλλά αν δεν είχαμε κάνει ανοησίες όπως το Smoot-Hawley...».
Το Smoot-Hawley ήταν ένας νόμος που περάστηκε το 1930 από το Κογκρέσο, στο οποίο κάποιοι οικονομολόγοι αποδίδουν την έλευση της Μεγάλης Ύφεσης. Τώρα, όπως σημειώνει ο αρθρογράφος, οι ΗΠΑ έχουν εκλέξει έναν πρόεδρο που λέει πράγματα τα οποία παραπέμπουν εκεί όσον αφορά στο εμπόριο. «Δεν προβληματιζόμουν τόσο πολύ πριν τις εκλογές, επειδή...δεν μπορούσα να δω έναν καταλύτη αντίστοιχο του Smoot-Hawley» έγραψε ο Γκεμαβάτ σε email, ερωτηθείς για τη νίκη Τραμπ. «Τώρα μπορώ».
Αυτό που φοβάται ο Γκεμαβάτ είναι ένας παγκόσμιο εμπορικός πόλεμος. Όπως έγραψε πρόσφατα στο Harvard Business Review, «ο Τραμπ εκμεταλλεύτηκε τον αμερικανικό θυμό, και οι πράξεις του ενδεχομένως να προκαλέσουν θυμό και στο εξωτερικό. Οι Αμερικανοί εξαγωγείς ειδικά πρέπει να προσέχουν για πιθανά αντίποινα από άλλες χώρες».
Επιβραδύνοντας τη διεθνή οικονομία τόσο πολύ που θα μπορούσε να αντιστραφεί η ανάπτυξη, αυτού του είδους οι ενέργειες εμπεριέχουν τον κίνδυνο να γίνουν όλοι πιο φτωχοί, επισημαίνει ο αρθρογράφος. «Δεδομένου αυτού πάντως, υπάρχουν άλλες πιθανές απαντήσεις σε αυτές τις ανησυχίες για το εμπόριο που δεν θα ήταν απαραίτητα κακές. Η πίεση προς τους εμπορικούς εταίρους να αγοράσουν αμερικανικά προϊόντα και η άσκηση πίεσης προς εταιρείες για να επιδείξουν πως δημιουργούν θέσεις εργασίας στις ΗΠΑ θα μπορούσαν να είναι υγιείς κινήσεις, αναφέρει ο Γκεμαβάτ στο HBR» αναφέρει ο αρθρογράφος.
Γενικότερα- καταλήγει ο αρθρογράφος- η αντιμετώπιση της παγκοσμιοποίησης σαν να είναι κάτι ασταμάτητο και αδηφάγο δεν είχε καλά αποτελέσματα για τις πολιτικές ελίτ σε ΗΠΑ και Ευρώπη. «Η προσπάθεια της αντιστροφής της είναι μια επικίνδυνη, πιθανότατα καταστροφική για την οικονομία στρατηγική. Η σκληρή δουλειά για τη διαχείρισή της, έχοντας κατά νου εσωτερικά πολιτικά ζητήματα, ωστόσο, θα μπορούσε να βοηθήσει στη διάσωσή της» σημειώνει.