Second hand ή αλλιώς μεταχειρισμένα είδη. Μία έννοια με την οποία οι Έλληνες δεν είναι ιδιαίτερα εξοικειωμένοι, αφού διστάζουν να αποκτήσουν κάτι που «έχει φορέσει ή κρατήσει κάποιος άλλος».
Και όμως, εάν κάποιος ξεπεράσει αυτές τις πρώτες σκέψεις, συνειδητοποιεί ότι η αγορά second hand ειδών κρύβει μοναδικές ευκαιρίες, ιδιαίτερα για εκείνους που αγαπούν τη μόδα και αναζητούν κομμάτια συλλεκτικά και επώνυμα. Hermès,Louis Vuitton,Gucci και Chanel είναι μόνο μερικές από τις πολυπόθητες αγορές που μπορούν να γίνουν σε σαφώς πιο προσιτές τιμές, εφόσον βέβαια τηρούνται τα κριτήρια που κάνουν ένα τέτοιο αντικείμενο διαχρονικό: η καλή κατάσταση, η αυξημένη ζήτηση για αυτό και φυσικά η μοναδικότητά του.
Εν μέσω κρίσης, αυτή η φιλοσοφία βρίσκει δεκτικούς ολοένα και περισσότερους Έλληνες. Έχοντας ως στόχο είτε την απόκτηση ενός πολυτελούς προϊόντος σε φιλικότερη τιμή είτε την πώληση ρούχων και αξεσουάρ που δεν πρόκειται να φορέσουν ποτέ, οι αμφιβολίες απέναντι στις second hand αγορές εκμηδενίζονται.
Η HuffPost Greece μίλησε με τρεις ελληνικές εταιρείες, τις Luxury Toys, Starbags και Wildrobe, οι οποίες τόλμησαν να επενδύσουν σε έναν τομέα δύσκολο για τα ελληνικά δεδομένα, η κάθε μια με τον δικό της τρόπο. Αν και ο τρόπος που λειτουργούν είναι διαφορετικός, τα όσα μας είπαν οδήγησαν σε κοινά συμπεράσματα. Όπως ότι οι Έλληνες παραμένουν πιστοί σε μάρκες όπως η Louis Vuitton, η Burberry και η Hermès, την ίδια στιγμή που διεθνώς η εμμονή με τα λογότυπα και το καρό έχει δώσει τη θέση της σε περισσότερο διακριτικές επιλογές και οίκους όπως ο Valentino, η Céline και η Isabel Marant. Αν και έχουν την έδρα τους στην Αθήνα, σημαντικό μέρος των πελατών τους προέρχεται στην ουσία από την επαρχία, ένα δυνατό και πλήρως ενημερωμένο κοινό, όπως μας τόνισαν. Τέλος, όλοι θέλησαν να τονίσουν ένα πράγμα: Ότι οι απομιμήσεις είναι -δυστυχώς- παντού και είναι ο χειρότερος εχθρός τους.
O Γιώργος Περούλιας μας υποδέχθηκε στο κατάστημα της Luxury Toys στην Ακαδημίας, λίγα μόλις βήματα από τις επίσημες μπουτίκ των διάσημων οίκων μόδας που βρίσκονται στο κέντρο της Αθήνας. Όλα άρχισαν όμως το 2011 από ένα μικρό μαγαζί στην οδό Βουλής, όπου μαζί με την αδερφή του, Ματίνα, και τον Δημήτρη Μανωλάκο, παρουσίασαν για πρώτη φορά στον κόσμο την εταιρεία τους. Τα ράφια αρχικά γέμισαν με πράγματα που αγόρασαν οι ίδιοι, τσάντες, ρολόγια, κοσμήματα και αξεσουάρ.
«Ασχολούμαστε μόνο με πολυτελή επώνυμα προϊόντα. Όλα τα καταστήματα, σε Ελλάδα και εξωτερικό, λειτουργούν με παρακαταθήκη, δίνεις δηλαδή κάτι και όταν πουληθεί, πηγαίνεις να πάρεις τα χρήματά σου. Αυτό που κάνει εμάς διαφορετικούς είναι ότι τα χρήματα που προσφέρουμε είναι μετρητά για κάθε second hand προϊόν που επιλέγουμε να αγοράσουμε από κάποιον πελάτη. Κάποιος μπορεί όμως επίσης εάν θέλει να κάνει μία ανταλλαγή με ένα άλλο προϊόν μας. Επομένως, αγοράζουμε, πουλάμε και ανταλλάσσουμε,» εξηγεί ο κ. Περούλιας.
Στόχος της ομάδας της Luxury Toys είναι ο εντοπισμός και η απόκτηση second hand συλλεκτικών αντικείμενων που οι πελάτες της θα θέλουν να αποκτήσουν. Εκτός από τα καταστήματα που υπάρχουν πλέον στο κέντρο της Αθήνας, στην Κηφισιά, τη Γλυφάδα και στη Μύκονο, υπάρχει φυσικά και το e-shop, το οποίος ο Γιώργος Περούλιας αποκαλεί «τη δύναμη της εταιρείας. Οι τιμές είναι ίδιες με αυτές που υπάρχουν στα καταστήματά μας, οτιδήποτε αγοράζουμε ανεβαίνει αμέσως και εκεί». Οι πελάτες της Luxury Toys δεν είναι μόνο από Αθήνα, αλλά και επαρχία και το εξωτερικό. Ειδικά στη Μύκονο, το κατάστημα της Luxury Toys επισκέπτονται πολλοί τουρίστες από Κίνα, Ρωσία και χώρες της Μέσης Ανατολής.
Η διαδικασία είναι απλή εάν κάποιος θέλει να πουλήσει ένα πολυτελές κομμάτι που του ανήκει: ο πελάτης πηγαίνει το αντικείμενο σε κάποιο κατάστημα και λαμβάνει ένα χαρτί στο οποίο αναγράφονται αναλυτικά όλα τα στοιχεία, τόσο τα δικά του όσο και του αντικειμένου. Σειρά έχει μετά η αξιολόγηση του κομματιού, η οποία κρατάει έως και τρεις εργάσιμες ημέρες. Εφόσον το αντικείμενο γίνει δεκτό, τα χρήματα μπορούν να κατατεθούν στον λογαριασμό του πελάτη, να του δοθούν στο χέρι ή να επιλέξει εκείνος να ανταλλάξει το αντικείμενο με ένα άλλο της Luxury Toys.
Όπως είναι αναμενόμενο, τη μεγαλύτερη ζήτηση έχουν διάσημοι οίκοι όπως Louis Vuitton, Chanel, Hermès και στα ρολόγια η Rolex. Οι τιμές των κομματιών ορίζονται ανάλογα με την εμπορικότητα, την κατάσταση και την εταιρεία στην οποία ανήκουν. Όταν ζητάμε από τον Γιώργο Περούλια να μας κάνει μια πρόβλεψη για το ποιες τσάντες θα είναι περιζήτητες μελλοντικά στις second hand αγορές, απαντά δίχως δισταγμό.«Οι Chanel Boy».
Υπάρχει βέβαια πάντα και η περίπτωση ένα κομμάτι που πηγαίνει κάποιος στο κατάστημα να είμαι απομίμηση. «Όταν μας φέρνουν κάτι που δεν είναι γνήσιο, το επιστρέφουμε στον πελάτη. Υπάρχουν πολλοί λογαριασμοί με απομιμήσεις στο Facebook και στο Instagram,» λέει ο κ. Περούλιας και εφιστά την προσοχή πάντα στους πελάτες του: «Θα πρέπει να έχουν το νου τους, όταν βλέπουν ένα μαγαζί που είναι κρυμμένο σε ένα υπόγειο ή σε έναν όροφο. Εμείς γι' αυτό έχουμε επιδιώξει να είμαστε δίπλα στις μπουτίκ, έτσι ώστε όταν αγοράσει κάτι από εμάς ένας πελάτης, να μπορεί να το ελέγξει».
Η Luxury Toys είναι μια εταιρεία που δημιουργήθηκε εν μέσω κρίσης στην Ελλάδα, αλλά αυτό στην ουσία ευνόησε το όλο εγχείρημα, «εφόσον ο κόσμος είδε την ευκαιρία να αγοράσει πολυτελή second hand αντικείμενα που είναι σε καλή τιμή και κατάσταση,» όπως τονίζει ο Γιώργος Περούλιας. Η επιτυχία της εταιρείας ωστόσο, στηρίζεται «στην αρχή του να λειτουργούμε ως οικογένεια και να εξυπηρετούμε τον πελάτη όσο καλύτερα γίνεται. Από την ημέρα που ξεκινήσαμε και ήμασταν μόνο τρία άτομα μέχρι και σήμερα που έχουμε πλέον το μεγαλύτερο σε second hand απόθεμα στην Ελλάδα και ένα από τα μεγαλύτερα στην Ευρώπη, λειτουργούμε με τον ίδιο τρόπο. Βλέπουμε κάθε πελάτη μας σαν μία μεμονωμένη περίπτωση. Υπάρχει απόλυτη εχεμύθεια και σεβασμός προς τον πελάτη, μόνο εμείς γνωρίζουμε την ταυτότητα εκείνου που έρχεται να μας πουλήσει ή να αγοράσει κάτι».
To 2002 η Ολιάνα Σπυριδοπούλου ζούσε στο Λονδίνο. Εκεί γεννήθηκε η ιδέα πίσω από το Starbags: «Γιατί να μην μπορεί κάποιος να νοικιάσει τις πολυπόθητες τσάντες που είναι πολύ ακριβές για να τις αγοράσει;». Αν και έψαξε για να βρει μία ανάλογη υπηρεσία ενοικίασης εκεί, όπως λέει στη HuffPost Greece, είδε πως δεν υπήρχε πουθενά. Και τι έκανε; Αποφάσισε να κάνει αυτή την ιδέα, η οποία γεννήθηκε μέσα από τις δικές τις ανάγκες, πραγματικότητα, το 2005 όταν επέστρεψε στην Ελλάδα.
Έχοντας ζήσει στο εξωτερικό την ανάπτυξη του διαδικτύου και τις online αγορές, αποφάσισε εξ αρχής ότι η εταιρεία της θα λειτουργεί μόνο μέσω e-shop. «Ήταν σίγουρα ρίσκο, ίσως η Ελληνίδα να μην ανταποκρινόταν, αλλά ευτυχώς διαψεύστηκα,» λέει.
Όλα άρχισαν με ένα επιχειρηματικό πλάνο, όπου μέσα από πολλά ταξίδια κυρίως στην Ιταλία και στη Γαλλία επένδυσε ένα μεγάλο πόσο σε προϊόντα. Τα second hand πολυτελή αντικείμενα της Starbags είναι λοιπόν διαθέσιμα προς ενοικίαση, μόνο στην Ελλάδα, και προς πώληση, σε Ελλάδα και εξωτερικό, αλλά όχι προς ανταλλαγή. «Η επαρχία στην Ελλάδα είναι πολύ δυνατή, γιατί ο κόσμος περνάει πολύ χρόνο στο διαδίκτυο, ενημερώνεται αμέσως για τα πάντα, δεν εξαρτάται από τα καταστήματα», τονίζει η κυρία Σπυριδοπούλου.
Η Starbags συνδυάζει δύο αντικείμενα με τα οποία οι Έλληνες δεν ήταν ιδιαίτερα εξοικειωμένοι όταν δημιουργήθηκε: Τις second hand αγορές και το online shopping. Αυτό ήταν και το στοίχημα το οποίο έπρεπε να κερδίσει η εταιρεία, το να την εμπιστευτεί δηλαδή ο κόσμος, και αυτό είναι που επιδιώκει καθημερινά.
«Στόχος μας είναι πάντα η Starbags να είναι ένα μέρος όπου επικρατεί η εχεμύθεια και η εμπιστοσύνη. Δεν μιλάμε ποτέ για τους πελάτες μας, όσο γνωστοί και εάν είναι, αυτός είναι ο κανόνας αυτός. Παράλληλα, είναι σημαντικό η εταιρεία να είναι ένας φιλικός χώρος για τους εργαζόμενους, πιστεύω πολύ σε αυτό. Θέλω να είμαστε παράδειγμα προς μίμηση ως εταιρεία», εξηγεί η δημιουργός της Starbags.
Κλασικά αγαπημένες εταιρείες των πελατών είναι οι Chanel, Hermès, Prada, Gucci. Λόγω τιμής, όπως μας εξηγεί η Ολιάνα Σπυριδοπούλου, πολλές γυναίκες στρέφονται επίσης στα Michael Kors και τα Tory Burch. Μέσα από την αλλαγή του οικονομικού κλίματος στην Ελλάδα, έχουν βέβαια αλλάξει και τα κριτήρια των πελατών και έτσι η Starbags επέλεξε να προσαρμόσει αναλόγως τις τιμές, αλλά και να μην χρεώνει πλέον μερικά επιπλέον έξοδα σε όσους αγοράζουν από το e-shop της. «Η κρίση φυσικά και μας ωφέλησε, αφού ξαφνικά γίναμε μόδα. Ο κόσμος εστίασε στο ότι μπορεί να βγάλει χρήματα από τη μεταπώληση», προσθέτει.
Η πολιτική της Starbags είναι ξεκάθαρα αντίθετη στις απομιμήσεις, καθώς γίνονται αυστηροί έλεγχοι σε όλα τα κομμάτια που δέχεται. «Πρέπει να περάσει το μήνυμα ότι η αγορά απομίμησης δεν κάνει μόνο κακό στην οικονομία, αλλά είναι και παράνομη,» τονίζει η κ Σπυριδοπούλου.
Γνωρίζατε ότι από όλα όσα έχουμε μέσα στη ντουλάπα μας χρησιμοποιούμε μόνο το 20%; Το υπόλοιπο 80% μένει εκεί μέσα καταχωνιασμένο, περιμένοντας κάποιον απλά να το εκτιμήσει και να το χρησιμοποιήσει. Αυτό το καθημερινό πρόβλημα θέλησαν να λύσουν ο Κωνσταντίνος Παπαζαφειρόπουλος και η Βάσια Πικρού, δημιουργώντας το Wildrobe, το πρώτο ελληνικό online curated fashion marketplace, όπου οι χρήστες μπορούν να δημιουργήσουν τις δικές τους «διαδικτυακές ντουλάπες» για να πουλάνε και να αγοράζουν second-hand επώνυμα ρούχα, παπούτσια και αξεσουάρ.
«Θέλαμε να δημιουργήσουμε κάτι δικό μας που θα ανταποκρινόταν όμως και σε μία καθημερινή ανάγκη και έτσι ήρθε το ένα και συνάντησε το άλλο,» εξηγεί στην HuffPost Greece η Βάσια Πικρού.
Καθώς κάτι ανάλογο δεν υπάρχει σήμερα στην Ελλάδα, οι δυο τους ερεύνησαν αρχικά τα αντίστοιχα παραδείγματα του εξωτερικού, σκεπτόμενοι σε τι κοινό θέλουν να απευθυνθούν. «Όταν παρουσιάσαμε τη σελίδα μας ζητούσαμε αρχικά σε όσους ενδιαφερόταν να εγγραφούν ώστε να δούμε πόσο ενδιαφέρον είχε δημιουργηθεί, αλλά και για να ενημερώσουμε τον κόσμο για το ποιοι είμαστε, τι κάνουμε, τι θέλουμε να πετύχουμε και γιατί,» λέει η κα Πικρού. Αναζητώντας βοήθεια στο κομμάτι του προγραμματισμού και του σχεδιασμού, οι δημιουργοί του Wildrobe ασχολήθηκαν προσωπικά με το νομικό και οικονομικό κομμάτι της επιχείρησης.
Πώς λειτουργεί όμως; «Κάποιος μπορεί να φτιάξει το δικό του style shop μέσα στο Wildrobe. Φωτογραφίζει ό,τι θέλει να πουλήσει, γρήγορα και εύκολα τα καταχωρεί στο Wildrobe, αναφέροντας την εταιρεία, την κατάσταση στην οποία βρίσκονται, τυχόν ελαττώματα που ίσως έχουν, την τιμή που αγοράστηκαν αρχικά και την τιμή στην οποία θέλει να τα πουλήσει. Φυσικά σε πολυτελή αντικείμενα είναι καλό να υπάρχουν και τα καρτελάκια γνησιότητας. Εμείς στη συνέχεια κάνουμε έλεγχο, έτσι ώστε να υπάρχουν αντικείμενα γνήσια και σε καλή κατάσταση,» εξηγεί η Βάσια Πικρού. Στο Wildrobe υπάρχουν βέβαια και οικονομικά αντικείμενα, αλλά επιλέγονται εκείνα που θα έχουν διάρκεια στον χρόνο και τα οποία κάποιος θα αξίζει να αγοράσει second hand.
Το κοινό του ηλικιακά κινείται από 18 έως 45 ετών, με την πιο δυνατή ηλικιακά ομάδα να είναι το 25-34, ενώ ακολουθεί το 18-24 και μετά οι μεγαλύτερες ηλικίες. Όσο για τις εταιρείες που αναζητούν οι χρήστες περισσότερο, αυτές είναι οι Balenciaga, Gucci, Christian Louboutin, αλλά και Tory Burch, Michael Kors μέχρι και BSB, Toi Moi, Zara και H&M. Παράλληλα, στο Wildrobe μπορεί κάποιος να βρει κατηγορία χειροποίητων και bridal αντικειμένων.
Αν και πρόκειται για κάτι που δημιουργήθηκε το 2016, μέσα στην κρίση δηλαδή, υπάρχει μία διαφορετική λογική που το περιβάλλει. «Η βιομηχανία της μόδας είναι η δεύτερη πιο ρυπογόνα βιομηχανία παγκοσμίως. Εμείς θέλουμε να εισάγουμε μία νέα νοοτροπία κατανάλωσης, όπου ρούχα και άλλα αντικείμενα που έχουν ακόμη αξία και μπορούν να χρησιμοποιηθούν, να μην καταλήξουν έτσι απλά σε χωματερές. Ακόμη και εάν αύριο βγαίναμε από την κρίση, πάλι εμείς θα το στηρίζαμε αυτό ως μοντέλο γιατί πιστεύουμε ότι δεν οδηγεί κάπου αυτή η κατασπατάληση πόρων. Πρόκειται για μία γενικότερη φιλοσοφία ζωής, το να αξιοποιούμε δηλαδή αυτά που έχουμε και να μην τα πετάμε απλώς μέσα στην ντουλάπα μας», τονίζει η κ Πικρού.
Αυτή τη στιγμή το Wildrobe αριθμεί πάνω 3.000 χρήστες και 720 «καταστήματα», ενώ μέσα από τη συχνή επικοινωνία με τον κόσμο οι δυο τους επιδιώκουν να βελτιώνουν συνεχώς την πλατφόρμα. «Είναι θετικό ότι δεν διστάζουν καθόλου να ρωτήσουν το οτιδήποτε. Μας βοηθάει πάρα πολύ αυτό, κάποιος μπορεί να κάνει μία παρατήρηση, να πει κάτι που δεν του αρέσει ή που του αρέσει».
Στόχος τους είναι να επεκταθούν στην ελληνική αγορά, έτσι ώστε να γίνει η πώληση και η αγορά second hand ειδών μια καταναλωτική συνήθεια των Ελλήνων. «Από εκεί και πέρα θέλουμε φυσικά να επεκταθούμε και στο εξωτερικό,» καταλήγει η Βάσια Πικρού.