Άργησα αρκετά να μυηθώ στον κόσμο του Star Wars, δηλαδή είδα τις πρώτες ταινίες γύρω στα 19, κάτι που υποθέτω μου κόβει αυτομάτως πόντους «nerdiness» και αξιοπιστίας ανάμεσα στους σκληροπυρηνικούς φαν που μεγάλωσαν με αυτό, καθώς και σε όλους αυτούς που πλακώνονται κάθε φορά στα κοινωνικά δίκτυα αναλύοντας λεπτομέρειες επί λεπτομερειών για την κάθε νέα ταινία του franchise και το κατά πόσο μένει πιστή στο όραμα του George Lucas ή όχι. Αυτό όμως δεν αλλάζει το γεγονός πως το Star Wars έγινε, έστω και καθυστερημένα, ένα από τα σημεία αναφοράς μου.
Στη δημοσιογραφική προβολή του «Rogue One» το πρωινό της Τετάρτης, περίμενα να δω ένα ακόμα παρακλάδι της αγαπημένης μου ιστορίας, υπό τη μορφή prequel αυτή τη φορά. Περίμενα να δω μια ταινία στη λογική του περσινού «The Force Awakens» του J.J. Abrams, δηλαδή ένα ακόμα «Star Wars όπως παλιά», απλά με εντυπωσιακό CGI και μερικά εκσυγχρονισμένα αστεία. Και δεν είχα κανένα απολύτως πρόβλημα με αυτό, για την ακρίβεια ήμουν ενθουσιασμένη. Αυτό που δεν περίμενα ήταν να περάσω 133 λεπτά κολλημένη στην οθόνη, κατά τη διάρκεια των οποίων γέλασα πολλές φορές και γέλασα τρανταχτά και συνεχόμενα, πωρώθηκα, χώθηκα στην καρέκλα μου τρομαγμένη, ανατρίχιασα, ανέβασα παλμούς και, στο τέλος, έκλεινα το στόμα με το χέρι μου για να μην ακούσουν οι γύρω μου τα γοερά αναφιλητά μου και, όχι τίποτε άλλο, τους χαλάσω την εμπειρία. Δεν ήταν πως δεν είχα βιώσει ποτέ κάτι από αυτά με τις προηγούμενες ταινίες. Δεν τα είχα βιώσει ποτέ όμως όλα μαζί μονομιάς και ποτέ σε τόσο μεγάλο βαθμό.
Αυτό το κείμενο δεν είναι μια κριτική της ταινίας του Gareth Edwards (ο οποίος πρέπει να αναλάβει όλες τις επόμενες ταινίες SW από εδώ και πέρα, ασυζητητί), δεν είμαι κριτικός κινηματογράφου και, ούτως ή άλλως, δεν είμαι αρκούντως αντικειμενική με το θέμα για να κάνω κάτι τέτοιο.
Είναι οι λόγοι για τους οποίους μια σχετικά ψύχραιμη και όχι υπέρ του δέοντος φανατική λάτρης του Star Wars κατέληξε να κλαίει σαν μικρό παιδί με μια ταινία της σειράς που περιείχε, μεταξύ άλλων, διαστημικές μάχες, τερατόμορφα πλάσματα που διαβάζουν τις σκέψεις σου, ρομπότ με εξαιρετικές ικανότητες σαρκασμού και κάμποσα εντελώς ανόητα και ταυτόχρονα εντελώς πετυχημένα αστεία. Και είναι και οι λόγοι για τους οποίους πρέπει να τρέξετε σήμερα κιόλας σε μια αίθουσα και να δείτε το «Rogue One» γιατί, πέρα από την όποια αγάπη τρέφετε για το franchise (σημ: η ταινία στέκεται καλά και μόνη της, δεν χρειάζεται να έχετε δει απαραίτητα τις άλλες, απλά θα χάσετε κάποιες αναφορές και κάμποσους βαθμούς συγκίνησης), για το sci-fi, για τις περιπέτειες του διαστήματος και για τα droids, είναι μία από τις πιο επίκαιρες ταινίες της εποχής που διανύουμε ως ανθρωπότητα. Κι αν δεν περιμένατε να ακούσετε ποτέ μια ταινία Star Wars να χαρακτηρίζεται με αυτόν τον τρόπο, μάλλον δεν είχατε δώσει την πρέπουσα προσοχή όλα αυτά τα χρόνια.
1. Το Rogue One είναι μια πολεμική ταινία, με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Απεικονίζει τον πόλεμο ανάμεσα στη δικτατορία και τη δημοκρατία, αυτούς που χρησιμοποιούν την ιδέα της ειρήνης ως αφορμή για να σκοτώσουν και να κυριαρχήσουν και αυτούς που πεθαίνουν στον πόλεμο μην έχοντας παρά μόνο την ελπίδα πως ο θάνατός τους θα οδηγήσει μια μέρα την ειρήνη. Και απεικονίζει και τον πόλεμο που λαμβάνει χώρα στο μυαλό και στα συναισθήματα των ανθρώπων που γεννιούνται, μεγαλώνουν και ζουν σε έναν κόσμο που οδεύει προς πόλεμο. Τα πολιτικά φρονήματα κάποιων που αμφισβητούνται όταν έρχεται η ώρα της κρίσης τους αλλά και την απολιτίκ στάση κάποιων άλλων που, στην πορεία, συνειδητοποιούν πως δεν χρειάζεται να κουβαλάς μια παντιέρα για να έχεις υπεύθυνα «πιστεύω» και να πράττεις βάσει αυτών -ακόμα κι αν υποκινούνται από προσωπικά βιώματα. Το Star Wars δεν είχε κρύψει ποτέ τον πολιτικό του χαρακτήρα, το αντίθετο μάλιστα, τα μηνύματα όλων των ταινιών της σειράς κατά των ολιγαρχικών καθεστώτων και των κυβερνήσεων του τρόμου ήταν απροκάλυπτα και εντελώς «μες στα μούτρα μας». Μόνο που το Rogue One περνά τα δικά του αφενός με έναν πιο ώριμο τρόπο και, αφετέρου, σε μια περίοδο που δεν μπορείς παρά να σκέφτεσαι τον Trump (και τους όποιους Trump του σήμερα) σε κάθε δεύτερη σκηνή της ταινίας.
2. Ο K2-SO (ένας εκπληκτικός Alan Tudyk, και ας μην βλέπουμε ποτέ τον ηθοποιό), το Αυτοκρατορικό droid που αναπρογραμματίστηκε από τη Συμμαχία και τώρα είναι το δεξί χέρι του Cassian Andor (Diego Luna), ξεπερνά σε χιούμορ, ειρωνεία και θάρρος τον C-3PO, τον R2-D2 και τον BB-8 μαζί -και αυτή είναι μια ιεροσυλία που δεν περίμενα ποτέ πως θα ξεστομούσα αλλά, όπως είπα και πριν, ήταν πολλά αυτά που δεν περίμενα από το Rogue One. Ξεκάθαρα πνευματικό παιδί του Marvin από το «Hitchhiker's Guide To The Galaxy», O K2-SO είναι, τουλάχιστον για εμένα, ένα από τα πιο σπουδαία δραματουργικά ατού της ταινίας και ένας χαρακτήρας που έχει ήδη κλείσει τη θέση του στο πάνθεον του Star Wars. Με χρυσά γράμματα.
3. Ο Chirrut Imwe (Donnie Yen), ο τυφλός μοναχός πολεμιστής που πιστεύει στη Δύναμη με όλο του το είναι, σε μια εποχή που οι Τζεντάι θεωρούνται τελειωμένοι και η ίδια η Δύναμη ένας μύθος του παρελθόντος, είναι ένας από αυτούς τους χαρακτήρες που κάτι επάνω τους σε καθηλώνει από την αρχή, χωρίς όμως να «κολλάς» απαραίτητα μαζί τους. Ξεδιπλώνουν σιγά σιγά τις αρετές τους και, λίγο πριν το τέλος της ταινίας, συνειδητοποιείς πως τίποτε δεν θα ήταν το ίδιο χωρίς αυτούς.
4. Και μιας και το έφερε η συζήτηση, κάτι που εκτίμησα γενικότερα στο Rogue One ήταν η προσοχή που έχει δοθεί στη δομή του κάθε χαρακτήρα, ακόμη κι αυτών που εμφανίστηκαν συνολικά 5 λεπτά στην ταινία. Ίσως να είναι ιδέα μου, αλλά σε καμία από τις προηγούμενες ταινίες SW δεν έφτανες στο τέλος να θυμάσαι όλους τους χαρακτήρες που είδες τις προηγούμενες 2 ώρες, από τον πρωταγωνιστή μέχρι τον πιλότο της Συμμαχίας που βλέπεις για δευτερόλεπτα σε μία σκηνή στη μέση της ταινίας και μετά στο μαχητικό του αεροσκάφος, ξεπαστρεύοντας μια ντουζίνα σκάφη της Αυτορκατορίας, λίγο πριν συγκρουστεί μοιραία στο έδαφος. Στο Rogue One τους θυμάσαι όλους, και τους θυμάσαι για κάποιο λόγο.
5. Όσον αφορά στους πρωταγωνιστές, από τη Felicity Jones (Jyn Erso) και τον Diego Luna (Cassian Andor), μέχρι τον Mads Mikkelsen (Galen Erso), τον Forest Whitaker (Saw Gerrera), τον Ben Mendelsohn (Orson Krennic) και τον (προσωπική μου αδυναμία από το «The Night Of» και μετά) Riz Ahmen (Bodhi Rook), το μόνο που έχω να πω είναι πως δεν πρόκειται να απογοητευτείτε από κανέναν τους, ακόμα κι αν ανήκετε σε αυτούς που θεωρούν την Jones κομματάκι υπερεκτιμημένη -όπως εγώ, μέχρι πρόσφατα. Απλά θα ήθελα πολύ κάποιος να φτιάξει ένα μοντάζ με όλες τις φορές που γυρίζει προς την κάμερα σε γωνία 3/4, και ως κοριτσάκι και ως ενήλικη, υπό τους ήχους κάποιου ακραία πομπώδους κομματιού. Έλα ίντερνετ, κάνε τη δουλειά σου.
6. Ο Darth Vader εμφανίζεται σε τρεις σκηνές. Είναι οι τρεις πιο ανατριχιαστικές σκηνές της ταινίας. Όπως και θα έπρεπε.
7. Το γεγονός πως η Disney, πέρα από κάθε προσδοκία και κακοπροαίρετες μελλοντολογίες (που έκανα κι εγώ, δεν το αρνούμαι) κατάφερε να παραδώσει ένα blockbuster, που δεν φοβάται να παίξει με το σκοτάδι, το σαρδόνιο χιούμορ, τα κοινωνικά ζητήματα και μια κινηματογραφική κληρονομιά που κανείς, ούτε ο «πολύς» J.J. Abrams, δεν τολμούσε να αλλάξει μέχρι σήμερα, προκαλεί τουλάχιστον ενδιαφέρον για το τι μας επιφυλάσσει στο μέλλον. Πάντως, αν ήμουν η Marvel, θα άρχιζα να συνειδητοποιώ πως το «κρικ κρικ» που ακούγεται, είναι η καρέκλα μου που τρίζει.
Θα μπορούσα να γράψω άλλα τόσα για το «Rogue One». Τίποτα όμως δεν μπορεί να συγκριθεί με την εμπειρία του να το δείτε μέσα σε μια ασφυκτικά γεμάτη αίθουσα, που στην αρχή θα πάλλεται από αγωνία, κραυγές ενθουσιασμού και τρανταχτά γέλια και στο τέλος θα επικρατεί η πιο φορτισμένη συγκινησιακά σιωπή που έχετε βιώσει εδώ και πολύ, πολύ καιρό, εξαιτίας ενός γαλαξία πολύ, πολύ μακρινού.