«Οι άνθρωποι αγαπούν τα τέρατα. Όταν έχουν την ευκαιρία θέλουν να τα αντικρίσουν κατάματα. Μ’ αυτόν τον τρόπο εκφράζουν τους φόβους τους. Θέλουν να βεβαιωθούν ότι γνωρίζουν ποιοι είναι οι κακοί άνθρωποι και ότι οι ίδιοι δεν ανήκουν σ’ αυτή την κατηγορία»
Αυτά είναι τα λόγια της Amanda Knox με τα οποία και «ανοίγει» το ντοκιμαντέρ των Rod Blackhurst και Brian McGinn που προβλήθηκε στο Netflix, εννέα χρόνια μετά την αποτρόπαια δολοφονία μίας 21χρονης Βρετανίδας φοιτήτριας, για την οποία η Amanda καταδικάστηκε σε 26 χρόνια φυλάκιση. Και μπορεί το 2015 να κρίθηκε τελικά αθώα από το Ανώτατο Δικαστήριο της Ιταλίας, αλλά σε ηλικία μόλις 29 ετών έχει γνωρίσει ήδη τη φρίκη της φυλακής και του στιγματισμού.
Aλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή κάνοντας μία αναδρομή στην πολύκροτη αυτή υπόθεση. Όλα έλαβαν χώρα τη μοιραία εκείνη νύχτα της 1ης Νοεμβρίου 2007, όταν η Meredith Kercher, φοιτήτρια από το Leeds, βρέθηκε ημίγυμνη σε λίμνη αίματος στο δωμάτιο που μοιραζόταν με την Knox στην Περούτζια της Ιταλίας. Το σώμα της έφερε 47 μαχαιριές, ενώ η νεκροψία έδειξε ότι είχε βιαστεί.
Το 2009 δικαστήριο της Ιταλίας έκρινε ενόχους την Knox και τον τότε σύντροφό της, τον Ιταλό Raffaele Sollecito, για τον φόνο της συγκατοίκου της.
Η Κnox παρέμεινε για τέσσερα χρόνια σε φυλακή της Ιταλίας. Τον Οκτώβριο του 2011 και οι δυο αθωώθηκαν σε δεύτερο βαθμό, όμως η απόφαση αυτή ακυρώθηκε από το ανώτατο δικαστήριο τον Μάρτιο του 2013. Mετά την απελευθέρωσή της το 2011, η Knox επέστρεψε στη γενέτειρά της, το Σιάτλ των ΗΠΑ, και δεν ήταν παρούσα στη νέα δίκη.
Τον Ιανουάριο του 2014, το εφετείο της Φλωρεντίας επικύρωσε την αρχική καταδικαστική απόφαση του 2009. Η Amanda Knox ωστόσο άσκησε και πάλι έφεση. Τελικά, στις 27 Μαρτίου, το 2015, το ανώτατο δικαστήριο της Ιταλίας έκρινε αθώους την Knox και τον Sollecito για τη δολοφονία της Kercher.
Ο μοναδικός άνθρωπος που καταδικάστηκε οριστικά σε 16 χρόνια κάθειρξη για ανθρωποκτονία και σεξουαλική επίθεση για την εν λόγω υπόθεση είναι ο υπήκοος Ακτής Ελεφαντοστού Rudy Guede, αποτυπώματα του οποίου εντοπίστηκαν στη σκηνή του εγκλήματος, όμως οι δικαστές έκριναν ότι δεν έδρασε μόνος του.
Από τη στιγμή που προβλήθηκε το ντοκιμαντέρ για την Amanda Knox απέσπασε χιλιάδες και εντελώς διαφορετικά μεταξύ τους σχόλια. Οι New York Times το περιέγραψαν ως ιδιαίτερα διαφωτιστικό, ενώ ο The Guardian, συγκρίνοντάς το με τα πραγματικά γεγονότα, επισήμανε ότι έχει αρκετές ατέλειες.
Η Wall Street Journal από την άλλη ανέφερε ότι το εν λόγω ντοκιμαντέρ προβάλλει ξεκάθαρα ένα επιχείρημα υπέρ της αθωότητας της Knox.
Πάντως, σ’ αυτό που ίσως θα μπορούσαν να συμφωνήσουν όλοι με μία πιο προσεκτική ανάγνωση του νοήματός του, είναι ότι το ντοκιμαντέρ των Rod Blackhurst και Brian McGinn δεν στοχεύει στην επιγραμματική αναφορά και εξιστόρηση των γεγονότων της δολοφονίας που προξένησε παγκόσμιο ενδιαφέρον. Η Αmanda μπορεί να ήταν μπορεί και να μην ήταν η δολοφόνος της Meredith Kercher. To ντοκιμαντέρ του Netflix ωστόσο εστιάζει και προβάλλει τον τρόπο με τον οποίο μία υπόθεση δολοφονίας μετατράπηκε στο απόλυτο πολιτισμικό «κυνήγι μαγισσών».
«Όλος ο κόσμος ήξερε ότι με ποιους είχα κάνει σεξ: με επτά άνδρες! Και ήξερε ακόμη πως ήμουν μία ειδεχθής πόρνη: κτηνώδης, σεξομανής και αφύσικη. Και αν είμαι ένοχη αυτό σημαίνει ότι είμαι η προσωποποίηση του απόλυτου τρόμου. Από την άλλη, αν είμαι αθώα αυτό σημαίνει ότι ο καθένας από εμάς είναι ευάλωτος. Και αυτός θα μπορούσε να είναι ο εφιάλτης του καθενός μας», λέει η Amanda.
Έκανε πολύ σεξ. Έπαιρνε πολλά ναρκωτικά. Φίλησε το αγόρι της τη χειρότερη στιγμή και γελούσε τις πιο ακατάλληλες ώρες (σ.σ ενώ οι αρχές βρίσκονταν στη σκηνή του εγκλήματος).
Η ιστορία της Αmanda Knox παρουσιάστηκε από τα Μέσα Ενημέρωσης ως το απόλυτο μυστήριο, ένα αφήγημα δολοφονίας, σεξ και μίας βίαιης συγκατοίκησης.
Aλλά όταν το ντοκιμαντέρ κυκλοφόρησε στις 30 Σεπτεμβρίου η υπόθεση της Amanda, απέκτησε μία πολύ πιο απλοϊκή φύση και φανέρωσε μία πτυχή της πραγματικότητας πολύ πιο σκληρή. Κι αυτή η πραγματικότητα δεν αφορούσε τόσο ακόμη μία άγρια δολοφονία όσο ένα κλασικό παράδειγμα σύγκρουσης μεταξύ δύο πολιτισμών, θύμα της οποίας έπεσε η Amanda.
H Amanda Knox ήταν μόλις 20 χρονών όταν έγινε το επίκεντρο μίας δικαστικής διαμάχης η οποία διήρκησε περίπου μία δεκαετία και που παραλίγο να οδηγήσει σε διπλωματικό επεισόδιο ανάμεσα στην Αμερική και την Ιταλία, με τον Ντόναλντ Τραμπ να παροτρύνει την τότε αμερικανική κυβέρνηση – συμπεριλαμβανομένης και της Χίλαρι Κλίντον – να μποϊκοτάρει την Ιταλία.
Κατηγορούμενη για τη σεξουαλική κακοποίηση και τη δολοφονία της συγκατοίκου της, Meredith Kercher, η Amanda Knox έγινε γνωστή στο ευρύ κοινό μέσα από μία σειρά αντιθέσεων: H Meredith ήταν μία φιλομαθής μελαχρινή, ενώ η Amanda μία χαριτωμένη ξανθιά. Η Meredith ήταν σπιτόγατα, ενώ η Amanda έκανε χρήση τοξικών ουσιών και της άρεσε να διασκεδάζει σε πάρτι. Η Meredith ήταν ένα αγνό καλό κορίτσι, ενώ η Amanda ήταν η τσούλα που έκανε σεξ με επτά ανθρώπους και έφτασε στο σημείο να κόψει τον λαιμό της Kercher στο ειδυλλιακό εξοχικό τους στην Περούτζια της Ιταλίας, την 1η Νοεμβρίου, το 2007.
Και κάπως έτσι κατασκευάστηκε η αφήγηση γύρω από τη «δίκη του αιώνα», η οποία εμπλουτίστηκε και τροφοδοτήθηκε από τη φρενίτιδα των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης κι από έναν εισαγγελέα που ήταν πεπεισμένος ότι η Amanda ήταν ο ιθύνων νους πίσω από ένα ομαδικό σεξουαλικό όργιο που κατέληξε σε μία άγρια δολοφονία.
Ο αγώνας για την κοινωνική επανένταξη κι ο «μονόδρομος» της φυλακής
Toν Μάρτιο του 2015 η Αμερικανίδα φοιτήτρια κρίθηκε τελικά αθώα. Η πόρτα της φυλακής άνοιξε και η Amanda ήταν πλέον ελεύθερη να ζήσει ξανά στην κοινωνία.
Σήμερα εργάζεται ως δημοσιογράφος για εφημερίδα του Σιάτλ και ταυτόχρονα διατηρεί το προσωπικό τηςιστολόγιο.
Πόσο εύκολη είναι όμως προσαρμογή ενός ατόμου που γνώρισε τη φυλακή σε ηλικία μόλις 20 ετών και πώς εφαρμόζεται στην πράξη η έννοια της «κοινωνικής επανένταξης»;
Η συνεργάτιδα του Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών στα εξ αποστάσεως προγράμματα «Αστυνομικό και Δικαστικό Ρεπορτάζ» και «ΜΜΕ & Εγκληματικότητα» και εισηγήτρια σεμιναρίων στο Κέντρο Μελέτης του Εγκλήματος Αγγελική Καρδαρά, μιλώντας στη HuffPost Greece για την κοινωνική επανένταξη με αφορμή την πολύκροτη υπόθεση της Αmanda Knox, σχολιάζει: «Αν θέλουμε να είμαστε ρεαλιστές και να αποτυπώσουμε την πραγματικότητα, όπως ακριβώς είναι, θα διαπιστώσουμε ότι η θεωρία απέχει πάρα πολύ από την πράξη, παρά τις προσπάθειες που γίνονται προς αυτή την κατεύθυνση. Αυτό τουλάχιστον έχει δείξει και η δική μου ερευνητική εμπειρία από το χώρο των καταστημάτων κράτησης. Το “στίγμα της φυλακής” και η “ετικέτα του εγκληματία” αποτελούν ανασταλτικούς παράγοντες ώστε να υλοποιηθεί, στην πράξη, η έννοια της κοινωνικής επανένταξης».
«Η υποτροπή - δηλαδή η επιστροφή στη φυλακή - αποδεικνύει την αδυναμία των νεαρών παραβατών να επανενταχθούν στην κοινωνία. Ειδικά στις περιπτώσεις όπου δεν υπάρχει ένα υποστηρικτικό οικογενειακό περιβάλλον, η αποφυλάκιση δεν συνεπάγεται -δυστυχώς- μια ουσιαστική ευκαιρία επανένταξης. Αντίθετα, ο νέος που έχει αποφυλακισθεί αδυνατεί να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις της κοινωνίας και να διεκδικήσει τις ίδιες ευκαιρίες ζωής με τους συνομηλίκους του» προσθέτει η κ. Καρδαρά.
Και μπορεί η Amanda Knox να στάθηκε τυχερή καθώς προερχόταν από ένα σχετικά εύπορο οικογενειακό περιβάλλον που της παρείχε τόσο οικονομική όσο και ψυχολογική υποστήριξη, γεγονός που την βοήθησε να ορθοποδήσει σταδιακά επαγγελματικά, δεν συμβαίνει ωστόσο το ίδιο με παιδιά που προέρχονται από ευάλωτες κοινωνικο-οικονομικές ομάδες και από περιβάλλοντα χωρίς οικογενειακή στήριξη.
Στις περιπτώσεις αυτών των παιδιών «η εύρεση εργασίας στον επαγγελματικό στίβο είναι εξαιρετικά δύσκολη, ενώ τα σοβαρά ζητήματα επιβίωσης δημιουργούν έναν φαύλο κύκλο, από τον οποίο αδυνατεί να ξεφύγει ο νεαρός παραβάτης. Παράλληλα, το γεγονός ότι συνεχίζει εκτός φυλακής τις επαφές του με τις ομάδες της παρανομίας, από τις οποίες δύσκολα μπορεί να ξεκόψει, ιδίως όταν δεν έχει ένα περιβάλλον να τον στηρίξει (έλλειψη οικογενειακού στηρίγματος και κοινωνικής μέριμνας), τον οδηγεί εκ νέου σε διάπραξη παράνομων ενεργειών. Υπό αυτή την έννοια, συνεχίζει και επεκτείνει την παράνομη δράση του, την εγκληματική “σταδιοδρομία” του.
Άμεση συνέπεια των παραπάνω είναι ένας αριθμός παραβατών να επιστρέφει στη φυλακή, έχοντας μάλιστα διαπράξει πολύ σοβαρότερα αδικήματα, για τα οποία αρχικά είχαν καταδικαστεί. Η φυλακή γίνεται τελικά “σπίτι” τους (σύνδρομο ιδρυματοποίησης) και παρά τις εξευτελιστικές για την ανθρώπινη αξιοπρέπεια συνθήκες διαβίωσης στα καταστήματα κράτησης η φυλακή καταλήγει να είναι “μονόδρομος”, κυρίως για συγκεκριμένες ομάδες πληθυσμού, εξηγεί η συνεργάτιδα του Πανεπιστημίου Αθηνών.
«Η κατάργηση των φυλακών για τους νεαρούς παραβάτες και η αντικατάσταση τους από εναλλακτικές μορφές ποινών, καθώς και η δημιουργία ειδικών δομών -αντί καταστημάτων κράτησης- στελεχωμένων με ψυχολόγους, κοινωνιολόγους, εγκληματολόγους και εκπαιδευτικούς, είναι ένα σημαντικό βήμα το οποίο η οργανωμένη Πολιτεία πρέπει κάποια στιγμή να τολμήσει να κάνει, εάν θέλει να σταματήσει να «εκπαιδεύονται» στο έγκλημα οι κρατούμενοι και να τους δώσει μια αληθινή ευκαιρία σωφρονισμού και -σε ένα δεύτερο επίπεδο- κοινωνικής επανένταξης», καταλήγει η κ. Καρδαρά.