Το όριο συνταξιοδότησης και η σύγκλιση, την ερχόμενη Πέμπτη, της διοικητική Ολομέλειας του Αρείου Πάγου για το συγκεκριμένο ζήτημα, έχει καταστεί αιτία σύγκρουσης μεταξύ των δικαστικών.
Η Ένωση Δικαστικών Λειτουργών του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ), σε ανακοίνωσή της, σημειώνει ότι η παράταση του ορίου συνταξιοδότησης των δικαστικών λειτουργών μπορεί να γίνει μόνο με αναθεώρηση του Συντάγματος και «οποιαδήποτε άλλη λύση δίνει τη δυνατότητα να ανατρέπονται διατάξεις του Συντάγματος με σαφές και ανεπιφύλακτο περιεχόμενο».
Την ίδια ώρα η Ένωση Διοικητικών Δικαστών αναφέρει ότι μόνο με συνταγματική αναθεώρηση είναι δυνατή η μεταβολή του ορίου συνταξιοδότησης των δικαστών.
Όμως από την πλευρά της η πρόεδρος του Αρείου Πάγου, η κ.Βασιλική Θάνου, χαρακτηρίζει αδικαιολόγητες τις ανακοινώσεις ορισμένων μελών επιστημονικών και συνδικαλιστικών φορέων, για τη σύγκληση της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου, την ερχόμενη Πέμπτη, 26 Ιανουαρίου 2017 και σε δική της ανακοίνωση υποστηρίζει ότι αυτές οι ανακοινώσεις δημιουργούν εύλογα ερωτηματικά, καθώς με το περιεχόμενό τους προσπαθούν να στοχοποιήσουν προσωπικά την ίδια, ενώ καταγγέλλει ότι επιχειρείται επηρεασμός των αρεοπαγιτών.
«Το αίτημα αύξησης της ηλικίας συνταξιοδότησης των Δικαστών δεν είναι αίτημα προσωπικό, αλλά αίτημα της συντριπτικής πλειοψηφίας των Ανώτατων και Ανώτερων Δικαστικών Λειτουργών, οι οποίοι κατ’ επανάληψη είχαν απευθυνθεί και εξακολουθούν να απευθύνονται και στην Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων, ζητώντας να στηρίξει το δίκαιο και νόμιμο αίτημά τους.2) Ο Πρόεδρος του Αρείου Πάγου διαθέτει απόλυτα νόμιμο δικαίωμα (άρθ. 14 παρ. 2 και 4 ΚΟΔΚΔΛ - Ν. 1756/1988) να συγκαλεί την Ολομέλεια, για να γνωμοδοτήσει επί νομικών ζητημάτων, δικαίωμα το οποίο και κατά το παρελθόν συχνά έχει ασκήσει ο εκάστοτε Πρόεδρος» γράφει μεταξύ άλλων στην ανακοίνωσή της η κ. Θάνου.
Οι ανακοινώσεις
Η Ένωση Δικαστικών Λειτουργών του Συμβουλίου της Επικρατείας, σε ανακοίνωσή της, σημειώνει ότι η παράταση του ορίου συνταξιοδότησης των δικαστικών λειτουργών μπορεί να γίνει μόνο με αναθεώρηση του Συντάγματος και «οποιαδήποτε άλλη λύση δίνει τη δυνατότητα να ανατρέπονται διατάξεις του Συντάγματος με σαφές και ανεπιφύλακτο περιεχόμενο». Επίσης, αναφέρει ότι οι συνταγματικές διατάξεις περί ορίου εξόδου των δικαστών από το Σώμα δεν παραβιάζουν ούτε το ευρωπαϊκό νομοθετικό πλαίσιο.
«Ο καθορισμός από το Σύνταγμα του 1975 συγκεκριμένου ορίου ηλικίας αποτρέπει παρεμβάσεις του νομοθέτη που θα αποσκοπούσαν, είτε στην παράταση παραμονής ήδη υπηρετούντων ανώτατων δικαστών, είτε στην πρόωρη απομάκρυνσή τους με τη μείωση του ορίου, ενώ ταυτόχρονα διασφαλίζει την ανανέωση των προσώπων στις ανώτατες θέσεις της δικαστικής ιεραρχίας που αποτελεί βασική επιλογή ενός δημοκρατικού πολιτεύματος», τονίζει, μεταξύ άλλων, η Ένωση.
«Εξάλλου, δεν τίθεται ζήτημα παραβίασης του ενωσιακού δικαίου, το οποίο σέβεται τη συνταγματική ταυτότητα των κρατών μελών (άρθρο 4 παρ. 2 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση), συμπεριλαμβανομένων και των διατάξεων του Συντάγματος για τη δικαστική ανεξαρτησία», προστίθεται στην ανακοίνωση.
Η Ένωση Διοικητικών Δικαστών σε σημερινή ανακοίνωσή της αναφέρει: «τα τακτικά διοικητικά δικαστήρια και το Συμβούλιο της Επικρατείας εδώ και 40 χρόνια είναι τα κατεξοχήν δικαστήρια εκδίκασης των συνταξιοδοτικών διαφορών (πλην αυτών των υπαλλήλων και λειτουργών του Δημοσίου). Συνεπώς, τέτοιας βαρύτητας και σημασίας αλλαγή στη δικαιοδοσία εκδίκασης των εν λόγω διαφορών θα έπρεπε σε κάθε περίπτωση να προκύψει κατόπιν σοβαρής διαβούλευσης με τους αρμόδιους φορείς και προεχόντως με το Συμβούλιο της Επικρατείας και την Ένωση Διοικητικών Δικαστών. Επίσης η μεταφορά των εν λόγω κατηγοριών υποθέσεων στο Ελεγκτικό Συνέδριο θα δημιουργήσει περαιτέρω προσκόμματα στο δικαίωμα πρόσβασης στη Δικαιοσύνη της πλειοψηφίας των συνταξιούχων που κατοικούν στην περιφέρεια, οι οποίοι σήμερα έχουν τη δυνατότητα να προσφεύγουν στο αρμόδιο κατά τόπο διοικητικό δικαστήριο της κατοικίας της περιοχής τους».
Το πλήρες κείμενο της ανακοίνωση της κ. Θάνου έχει ως εξής:
«Οι ανακοινώσεις ορισμένων μελών επιστημονικών και συνδικαλιστικών φορέων, σχετικά με τη σύγκληση της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου, της 26-1-2017 είναι αδικαιολόγητες και δημιουργούν εύλογα ερωτηματικά, και τούτο διότι με το περιεχόμενο των ανακοινώσεών τους προσπαθούν να στοχοποιήσουν προσωπικά την Πρόεδρο του Αρείου Πάγου, παρότι γνωρίζουν πολύ καλά ότι:
1) Το αίτημα αύξησης της ηλικίας συνταξιοδότησης των Δικαστών δεν είναι αίτημα προσωπικό, αλλά αίτημα της συντριπτικής πλειοψηφίας των Ανώτατων και Ανώτερων Δικαστικών Λειτουργών, οι οποίοι κατ’ επανάληψη είχαν απευθυνθεί και εξακολουθούν να απευθύνονται και στην Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων, ζητώντας να στηρίξει το δίκαιο και νόμιμο αίτημά τους.
2) Ο Πρόεδρος του Αρείου Πάγου διαθέτει απόλυτα νόμιμο δικαίωμα (άρθ. 14 παρ. 2 και 4 ΚΟΔΚΔΛ - Ν. 1756/1988) να συγκαλεί την Ολομέλεια, για να γνωμοδοτήσει επί νομικών ζητημάτων, δικαίωμα το οποίο και κατά το παρελθόν συχνά έχει ασκήσει ο εκάστοτε Πρόεδρος. Τα μέλη της Ολομέλειας είναι εκείνα, τα οποία θα αποφασίσουν για τη νομική ορθότητα, τη βασιμότητα και τη συνταγματικότητα ή μη των τεθέντων ερωτημάτων.
Ας αφήσουν λοιπόν ανεπηρέαστους τους Δικαστές του Αρείου Πάγου, οι οποίοι δεν έχουν ανάγκη ούτε υποδείξεων ούτε παραινέσεων, για να εκφράσουν την επιστημονική τους άποψη.
Οι ανακοινώσεις των ως άνω φορέων λίγες μόλις ημέρες πριν από τη συνεδρίαση της Ολομέλειας και χωρίς να αναμένουν για να ακουσθεί και η αντίθετη προς τη δική τους νομική άποψη, μπορούν δικαιολογημένα να θεωρηθεί ότι συνιστούν ανεπίτρεπτη προσπάθεια επηρεασμού και παρεμπόδισης της ελεύθερης έκφρασης γνώμης των μελών του Ανωτάτου Δικαστηρίου και αποτελούν σαφή παρέμβαση, για την έκδοση της απόφασης της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου».
Επίσης η Ένωση Ανωτάτων και Ανωτέρων Δικαστών και Εισαγγελέων, σε ανακοίνωσή της, επισημαίνει ότι τα μέλη της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου, «έχουν πλήρη συναίσθηση της ευθύνης τους, διαθέτουν επιστημονική επάρκεια, ωριμότητα και ήθος, ώστε να κρίνουν με βάση τη νομιμότητα και δεν χρειάζονται τις υποδείξεις ή τις παρεμβάσεις οποιουδήποτε τρίτου για να εκφράσουν την νομική τους άποψη», στην Ολομέλεια της ερχόμενης Πέμπτης, 26 Ιανουάριου 2017, «όπως πάντοτε μέχρι σήμερα πράττουν».