27 αιώνες πόλη: Η Άρτα από την λαμπρή Αμβρακία της δημοκρατίας ως το Δεσποτάτο και τους Κομνηνοδουκάδες

27 αιώνες πόλη: Η Άρτα από την λαμπρή Αμβρακία της δημοκρατίας ως το Δεσποτάτο και τους Κομνηνοδουκάδες

Στην Άρτα η θέα στα άδεια οικόπεδα, που συχνά χάσκουν ανοικτά για χρόνια, είναι μόνιμα φραγμένη από μουσαμάδες και μεταλλικά παραπετάσματα της αρχαιολογικής υπηρεσίας. Από χαραμάδες στα πανιά και στις ενώσεις των μεταλλικών πλακών, όποιος κοντοσταθεί και «κρυφοκοιτάξει» θα αντικρύσει λαξευμένους ογκόλιθους, θεμέλια των σπιτιών που έζησαν οι χαμένοι στη δίνη των αιώνων κάτοικοι της «ίδιας» πόλης. Αν είναι πιο τυχερός ολοζώντανα, πολύχρωμα ψηφιδωτά κάποιου αρχαίου ανδρώνα που, όμως, μοιάζουν να φτιάχτηκαν από σύγχρονους, ζώντες τεχνίτες.

Aρχαία Αμβρακία: Mια πόλη κάτω από την πόλη

Με απίστευτη τοπογραφική ακρίβεια κάτω από την σημερινή πόλη «φυλάσσονται» τα πέτρινα ερείπια της αρχαίας Αμβρακίας- σπασμένα μάρμαρα, κίονες, αγγεία, δόρατα, κοσμήματα των γυναικών και παιδικά παιχνίδια, ακόμα και κείμενα χαραγμένα σε στήλες. Είναι όλα τους θραύσματα της ζωής των αρχαίων κατοίκων μιας αστικής κοινότητας που στον ελληνικό κόσμο υπήρξε πολύ «σημαντικότερη» της σημερινής εκδοχής της. Η επίμονη και λεπτομερειακή εργασία των αρχαιολόγων που τα φέρνουν στο φως μετά από χιλιάδες χρόνια, συγκολλά σταδιακά τα κομμάτια από ένα χαμένο φιλμ ανθρώπινων στιγμών που διαδραματίστηκαν όχι «σ’ αυτόν τον τόπο...», γενικά και αόριστα, αλλά στα ίδια τετραγωνικά μέτρα. Επακριβώς.

Ζωσμένη στα ¾ της περιμέτρου της από τον Άραχθο ποταμό και με τον εκτεταμένο λόφο της Περάνθης να «κλείνει» τον υπόλοιπο κύκλο, η Αμβρακία καταλάμβανε την μισή έκταση της σημερινής πόλης. Ήταν μια θέση οχυρή από φυσικού της, δίπλα σε έναν εύφορο κάμπο και πλούσια βοσκοτόπια, πολύ κοντά στον Αμβρακικό Κόλπο με τον οποίο επικοινωνούσε εύκολα μέσω του πλωτού Άραχθου. Οι Κορίνθιοι, τον 8ο αι. π.Χ., εκτιμώντας την προνομιακή γεωγραφική θέση του τόπου σε ένα σταυροδρόμι- θαλάσσιων «δρόμων» προς τις ιταλικές ακτές και τα παράλια της Αδριατικής και χερσαίων προς τα βόρεια της ελληνικής ενδοχώρας, δημιούργησαν αρχικά μια μικρή εμπορική βάση. Και στα τέλη του 7ου αι. π.Χ., ο Γόργος, νόθος γιος του τυράννου της Κορίνθου, μετατρέπει τον εμπορικό σταθμό σε πόλη, ιδρύοντας μια πόλη που αναπτύχθηκε γρήγορα στο σημαντικότερο αστικό κέντρο της βορειοδυτικής ηπειρωτικής Ελλάδας. Η περίμετρος των τειχών της υπολογίζεται σήμερα σε περίπου 4,5 χιλιόμετρα και σε κάποια σημεία παραμένουν ακλόνητα, εντυπωσιακά σαν οχυρωματικό έργο με πασιφανές φορτίο ανθρώπινης προσπάθειας και τεχνικής γνώσης.

Τμήμα του τείχους της Αμβρακίας

Από τα ανασκαφικά ευρήματα μπορεί να επανασχεδιαστεί το σκαρίφημα της αρχαίας πόλης με εξαιρετική ακρίβεια, αλλά και ζωντάνια για όποιον θέλει να συνδυάσει το πλήθος των στοιχείων αναπαραστατικά στο νου του. «Στη θέση της σύγχρονης, πρόχειρα δομημένης Άρτας, η αρχαία πόλη είχε εξαρχής κτιστεί βάσει γεωμετρικού πολεοδομικού σχεδιασμού. Πλακοστρωμένες λεωφόροι έως 15 μέτρων πλάτους έτεμναν μικρότερους δρόμους, «στενά» όχι πλατύτερα από 5 μέτρα. Σχηματίζονταν έτσι πανομοιότυπα, ίσα μεταξύ τους οικοδομικά «τετράγωνα», που το καθένα επιμεριζόταν σε 20 κατοικίες. Τα σπίτια έμοιαζαν ίδια και ήταν ίσα, είχανε δηλαδή ίδιες διαστάσεις (περίπου 15χ15 μέτρα) και κοινό εμβαδό, περίπου 220 τετραγωνικά το καθένα, με εσωτερικό αίθριο, γύρω από το οποίο διατάσσονταν τα δωμάτια. Οι ανισότητες στο εισόδημα των πολιτών αρχίζουν να αντικατοπτρίζονται και στις κατοικίες τους μόνο αιώνες αργότερα, όταν στα ελληνιστικά χρόνια κάποιες γίνονται μεγαλύτερες, πολυτελέστερες και πιο πλούσια διακοσμημένες», μας λέει η κ. Ανθή Αγγέλη, αρχαιολόγος, προϊσταμένη σήμερα της Εφορείας Αρχαιοτήτων Πρέβεζας που, όμως, εργάστηκε για πολλά χρόνια στην Άρτα και έχει «σκάψει» (όπως λένε και οι αρχαιολόγοι) μεγάλα τμήματα της αρχαίας πόλης.

Στην Αμβρακία κτίζονται ναοί και θέατρα, ενώ λειτουργεί αποχετευτικό δίκτυο, μια υποδομή που η νεότερη Άρτα εγκατέστησε πριν περίπου είκοσι χρόνια. Και οργανώνεται δημοσιος ελεύθερος χώρος εντός του οποίου ανεγείρονται δημόσια και διοικητικά κτίρια, όπως το Πρυτανείο που έχει ανακαλυφθεί κάτω από την βυζαντινή εκκλησία της Αγίας Θεοδώρας. Οι πολίτες της Αμβρακίας εξέλεγαν στην Εκκλησία του Δήμου τους βουλευτές και μεταξύ αυτών με κλήρωση προέκυπταν οι Πρυτάνεις, που στελέχωναν τις βραχύβιες κυβερνήσεις της πόλης. Σε πολύ μικρή απόσταση ο ναός του Απόλλωνα, «πολιούχου» της πόλης- μεταγενέστεροι κάτοικοι της περιοχής τον χρησιμοποίησαν κυριολεκτικά σαν «λατομείο», ώστε από το μεγαλειώδες κτίσμα του 500 π.Χ. έχει διασωθεί μόνο η κάτοψή του. Η ανασκαφή έφερε, όμως, στο φως τους δύο λίθινους βωμούς του, όπως και πολλά ειδώλια που για αιώνες οι πιστοί συνέχιζαν να προσφέρουν στο θεό τους. Οι Αμβρακιώτες είχαν «πολιτικοποιήσει» τη λατρεία του, θεωρώντας ότι επενέβαινε σαν ειρηνοποιός στις συχνές εμφύλιες διαμάχες τους, ενώ στη συνδρομή του απέδιδαν και την εκδίωξη τυράννων της πόλης.

Ο Aριστοτέλης και η «Πύρρειος Νίκη»

Ο Αριστοτέλης στο έργο του «Αμβρακιωτών Πολιτεία» ανέλυε τη μορφή του δημοκρατικού πολιτεύματος που είχε καθιερωθεί στην Αμβρακία, πριν ακόμα τις μεταρρυθμίσεις του Κλεισθένη που εγκαινίασαν την αθηναϊκή δημοκρατία. Από την Αμβρακία κατάγονται, ζούνε στην πόλη αλλά και ταξιδεύουν σε όλο τον ελληνικό κόσμο φημισμένοι καλλιτέχνες, γλύπτες κυρίως, ενώ πολίτες της στέφονται Ολυμπιονίκες. Και οι Αμβρακιώτες συμμετέχουν στρατιωτικά στον πανελλήνιο αγώνα εναντίον των Περσών- στέλνουν 7 τριήρεις στη Σαλαμίνα και 500 οπλίτες τους πολεμούν στις Πλαταιές.

Στο αποκορύφωμα της ακμής της η πόλη επιλέγεται από τον βασιλιά Πύρρο των (Ηπειρωτών) Μολοσσών σαν πρωτεύουσα του δυναμικού κράτους του. Ο Πύρρος είναι οξύνους στρατηγικός νους, συγγενής με τον Μέγα Αλέξανδρο από την πλευρά των μητέρων τους και έζησε σε μια περίοδο (318 π.Χ.- 272 π.Χ.) που οι Έλληνες είχαν μεθύσει από τον «εξελληνισμό» της Ανατολής που είχε πετύχει ο Μακεδόνας βασιλιάς. Ένας άλλος βορειοελλαδίτης, περίπου μισό αιώνα μετά, ο Πύρρος, φιλοδόξησε να πραγματώσει το υπόλοιπο μισό της «Μεγάλης Ιδέας» της εποχής, την «επέκταση προς τα δυτικά» όπου ήδη υπήρχαν πολυάριθμες ελληνικές αποικίες. Τα σχέδια της επίθεσης εναντίον των Ρωμαίων μέσα στην ίδια την επικράτειά τους, κάτι που μόνο Καρχηδόνιος Αννίβας έχει επίσης αποτολμήσει, στην Αμβρακία καταστρώθηκαν. Από εδώ ξεκίνησε η εκστρατεία που κατέληξε στην «Πύρρειο Νίκη», συνώνυμο από τότε της αμφίσημης, λεπτής γραμμής που χωρίζει επιτυχία και αποτυχία όχι μόνο στον πόλεμο αλλά σε κάθε ανθρώπινη προσπάθεια.

Η κάτοψη του ναού του Απόλλωνα που καταστράφηκε

Πώς ζούσαν αυτοί οι άνθρωποι;

Πέρα από τα ιστορικά κατορθώματα ή τις αποτυχίες, εκτός από τις χρονολογίες και τα συμβάντα, πως ζούσαν αυτοί οι άνθρωποι; Υπάρχουν λίγα σημεία μέσα στην σύγχρονη πόλη όπου τα αποτυπώματά τους είναι ακόμη ορατά, αλλά μια μικρή βόλτα εκεί, αν συνδυαστεί με μια επίσκεψη στο νέο αρχαιολογικό Μουσείο της Άρτας, αποκαλύπτει πολλές καθημερινές στιγμές, λεπτομέρειες του βίου και ανθρώπινα γνωρίσματα τους.

Το «Μικρό Θέατρο» της Αμβρακίας, ασφυκτικά κοντά στον πεζόδρομο της οδού Σκουφά, είναι ένα κομψοτέχνημα- αποτελεί το μικρότερο αρχαίο θέατρο στην Ελλάδα και έχει γράψει για αυτό ο Διονύσιος ο Αλικαρνασσεύς. «Εντός του οικιστικού ορίου της σημερινής Άρτας, έξω από τα τείχη της αρχαίας πόλης, έχουν βρεθεί και οι δύο Νεκροπόλεις της Αμβρακίας. Ένα εντυπωσιακό τμήμα της δυτικής νεκρόπολης είναι σήμερα ορατό. Μπορεί κανείς να δει την πλακόστρωτη και πλάτους 10- 12 μ. μνημειακή λεωφόρο, που διαθέτει και υπερυψωμένο πεζοδρόμιο. Εκατέρωθεν της λεωφόρου υψώνονται περίβολοι κατασκευασμένοι από ασβεστολιθικούς ογκόλιθους, που περικλείουν εκατοντάδες τάφους», μας λέει η κ. Αγγέλη.

Από τα πλούσια κτερίσματα των τάφων αλλά και από το οστεολογικό υλικό 296 νεκρών, προέρχεται ο μεγαλύτερος όγκος των αναπάντεχων πληροφοριών για τους κατοίκους της αρχαίας πόλης. Σήμερα γνωρίζουμε ότι ο μέσος όρος ζωής κυμαινόταν στα 36- 45 χρόνια για τους άνδρες και στα 33- 42 χρόνια για τις γυναίκες, μάλλον, λόγω της αυξημένης γυναικείας θνησιμότητας στον τοκετό. Έχει υπολογιστεί ο μέσος όρος απογαλακτισμού των παιδιών, μεταξύ 2,5 και 3,5 χρονών, όπως και το μέσο ανάστημα των ενηλίκων: στα κλασικά χρόνια περίπου 1,72 για τους άνδρες και 1,58 για τις γυναίκες, ενώ στα στα ελληνιστικά χρόνια, 1,68 και 1,56 αντίστοιχα. Οι παθήσεις του μυοσκελετικού συστήματός τους φανερώνουν ότι μεγάλο μέρος του πληθυσμού εργαζόταν χειρωνακτικά, στα βιοτεχνικά εργαστήρια της πόλης ή στον εκταταμένο γεωργικό και κτηνοτροφικό τομέα στην ύπαιθρο χώρα της. Και πως οι άνθρωποι εκείνοι, παρότι κατανάλωναν μεγάλες ποσότητες ζωικών πρωτεινών, «θερίζονταν» από αναιμίες, μάλλον εξαιτίας των ελών του Αμβρακικού κόλπου.

Τα κτερίσματα των τάφων εκτίθενται σήμερα στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Άρτας. Μέσω αυτών, ο επισκέπτης μπορεί να «αντικρύσει» την εμφάνιση και ένδυση εκείνων των ανθρώπων, τους τρόπους καλλωπισμού τους, την αγάπη τους για την τέχνη, τη μουσική και τον αθλητισμό. Ή την αποστροφή τους για τον πόλεμο- αφού σε ελάχιστους τάφους έχουν βρεθεί όπλα- τις εμπορικές και οικονομικές τους συναλλαγές. Συγκινητικά είναι τα παιδικά παιχνίδια που βρέθηκαν στις ταφές- οι πήλινες κούκλες (λαγγόνες) των μικρών κοριτσιών και τα ομοιώματα ζώων των αγοριών.

Τα ονόματα των αρχαίων αυτών ανθρώπων διασώζονται στις εκατοντάδες επιγραφές που έχουν βρεθεί- σε επιτύμβιες και αναθηματικές στήλες, ψηφίσματα και βάθρα, σχεδόν όλα κατασκευασμένα από ασβεστόλιθο του γειτονικού λόφου της Περάνθης σε τοπικά εργαστήρια. Η κυρία Βαρβάρα Παπαδοπούλου είναι προϊσταμένη της Εφορείας Αρχαιοτήτων Άρτας έχει ανασκάψει και μελετήσει συστηματικά την πόλη, αρχαία και βυζαντινή και έχει εργαστεί μεθοδικά για τη διάσωση των 849 αρχαίων ονομάτων αλλά και την επεξεργασία των πληροφοριών που προκύπτουν από αυτά. Γιατί από την επεξεργασία των ανθρωπονυμίων, των επαγγελμάτων ή των πολιτικών αξιωμάτων που συχνά τα συνοδεύουν, αναδεικνύεται η εξέλιξη της ελληνικής γλώσσας στην ευρύτερη περιοχή, η κοινωνία και η πολιτική διοίκηση της πόλης. Αναφέρονται εκατοντάδες άνθρωποι- πρυτάνεις και στρατηγοί (ΣΤΡΑΤΑΓΟΙ) αλλά και μουσικοί ή μάγειρες, τεχνίτες και οινοχόοι. Ο στρατηγός του Πύρρου Κινέας, ο επώνυμος άρχων Λαοκράτης αλλά και ο κεραμέας Ατάνιος. Ο Αριστόβιος, αξιωματούχος, γιος του Αυτολύκου, ο Διοφάνης, γραμματιστής και γιος του Δαϊμάχου, αλλά και η Λέαινα, κόρη του Μιμναίου και αδελφή του Τιμοκράτους, και η Μελινίς και η Μέλισα. Ο κιθαρωδός Ξενοκράτης, ο αυλητής Νικόκλας, ο ζωγράφος Σιμίας αλλά και ο μάγειρας Καλιγένης, ή ο οινοχόος Κάρπος. «Απλοί πολίτες κατέστησαν τελικά κτήμα ες αεί, χάρη στον αρχαίο χαράκτη που σμίλευσε το όνομα και ενίοτε την ιδιότητά τους στο λίθο», σημειώνει χαρακτηριστικά στο «Αμβρακία_ Η πόλη και τα μνημεία της» η κ. Παπαδοπούλου.

Οι Ρωμαίοι δεν λησμόνησαν ποτέ την επίθεση των Ηπειρωτών στην επικράτειά τους. Περισσότερο από έναν μετά την εισβολή του Πύρρου, η Αμβρακία δεν ισοπεδώθηκε από τις λεγεώνες που την πολιόρκησαν και την κατέκτησαν. Απογυμνώθηκε, όμως, από τα εκατοντάδες έργα τέχνης που την κοσμούσαν. «Ακρωτηριάστηκε».

Η αστική ζωή φθίνει οριστικά όταν οι κάτοικοί της μεταφέρονται αναγκαστικά ως έποικοι στη γειτονική Νικόπολη από τον Οκταβιανό. Σαν ένα από αυτά τα παιγνιώδη «φλας μπάκ» που συνηθίζει η ιστορία, αιώνες μετά, εξαντλημένοι από τις επιδρομές Σλάβων και Σαρακηνών πειρατών οι τελευταίοι κάτοικοι της Νικόπολης «επιστρέφουν» στην ερειπωμένη Αμβρακία. Το αρχαίο όνομα έχει πια ξεχαστεί- η μεσαιωνική πόλη ονομάζεται Άρτα. Όταν το 1204 οι Λατίνοι καταλαμβάνουν την Κωνσταντινούπολη και καταλύουν την Βυζαντινή Αυτοκρατορία, πρόσφυγες από την Πόλη και τα λατινικά πριγκιπάτα που σχηματίστηκαν, εδώ βρίσκουν καταφύγιο. Γιατί από το 1204 η Άρτα είναι η πρωτεύουσα του Δεσποτάτου της Ηπείρου, η έδρα των Κομνηνοδουκάδων που της έδωσαν πέρα από αίγλη, κάστρα και εκκλησιές και μια νέα «Μεγάλη Ιδέα»- την επανάκτηση της Κωνσταντινούπολης. Η πόλη και οι άνθρωποί της τα επόμενα χρόνια θα πρωταγωνιστήσουν σε ένα αιματοβαμμένο «Παιχνίδι του (βυζαντινού) Θρόνου». Αυτό θα είναι το επόμενο επεισόδιο στο φιλμ των αιώνων της πόλης.

Βιβλιογραφία:

«Αμβρακία, η πόλη και τα μνημεία της», Υπουργείο Πολιτισμού και Εφορεία Αρχαιοτήτων Άρτας, Άρτα, 2015.

«Αμβρακία_ Οδηγός Αρχαιολογικού Μουσείου Άρτας», Υπουργείο Πολιτισμού, Αθήνα 2008.

|

Δημοφιλή