Έρευνα επιστημόνων από τη Μ. Βρετανία, τον Καναδά και την Ιταλία απέδωσε αυτά που, σύμφωνα με τους ερευνητές, είναι τα πρώτα στοιχεία που προκύπτουν από παρατήρηση τα οποία υποδεικνύουν ότι το σύμπαν μας ενδεχομένως να είναι ένα τεράστιο και πολύπλοκο ολόγραμμα.
Θεωρητικοί φυσικοί και αστροφυσικοί, διερευνώντας ανωμαλίες στο κοσμικό υπόβαθρο μικροκυμάτων (cosmic microwave background- CMB, τη λάμψη του «λυκόφωτος» του Big Bang) διαπίστωσαν πως υπάρχουν σημαντικά στοιχεία τα οποία υποστηρίζουν την άποψη πως το σύμπαν μας είναι ένα ολόγραμμα- για την ακρίβεια, όσα υπάρχουν και για την «παραδοσιακή» εξήγηση, μέσω της θεωρίας της κοσμικής διαστολής.
Οι ερευνητές προέρχονται από το Πανεπιστήμιο του Σαουθάμπτον (Βρετανία), το Πανεπιστήμιο του Βατερλό (Καναδάς), το Perimeter Institute (Καναδάς), το INFN (Ιταλία) και το Πανεπιστήμιο του Σαλέντο (Ιταλία). Μεταξύ τους είναι και ένας Έλληνας: Ο Κώστας Σκενδέρης, του Πανεπιστημίου του Σαουθάμπτον.
«Φανταστείτε πως όλα όσα βλέπετε, νιώθετε και ακούτε στις τρεις διαστάσεις (καθώς και η αντίληψη του χρόνου που έχετε) προκύπτουν από ένα επίπεδο, δύο διαστάσεων πεδίο. Η ιδέα είναι παρόμοια με αυτή των συνηθισμένων ολογραμμάτων, όπου μια τρισδιάστατη εικόνα κωδικοποιείται σε μια δύο διαστάσεων επιφάνεια, όπως στο ολόγραμμα μιας πιστωτικής κάρτας, Ωστόσο, αυτή τη φορά, όλο το σύμπαν είναι κωδικοποιημένο» λέει σχετικά.
Η έρευνα δημοσιεύτηκε στο Physical Review Letters. Σημειώνεται πως η ιδέα του ολογραφικού σύμπαντος, η οποία είχε παρουσιαστεί αρχικά στη δεκαετία του 1990, είναι ότι όλα τα δεδομένα/ πληροφορίες που απαρτίζουν την τρισδιάστατη «πραγματικότητά» μας (συν τον χρόνο) περιέχονται στα όρια μας επιφάνειας δύο διαστάσεων.
Όπως αναφέρεται σε ανακοίνωση του Πανεπιστημίου του Σαουθάμπτον, η όλη ιδέα θα γινόταν καλύτερα αντιληπτή εάν εκλαμβανόταν ως την παρακολούθηση μιας 3D ταινίας στο σινεμά: Βλέπουμε τις εικόνες τρισδιάστατα (με ύψος, πλάτος και βάθος)- όταν στην πραγματικότητα όλα προβάλλονται σε μια επίπεδη, δύο διαστάσεων επιφάνεια. Η διαφορά, στο τρισδιάστατο σύμπαν μας, είναι ότι μπορούμε να αγγίξουμε τα αντικείμενα, και ότι η «προβολή» είναι «αληθινή», από τη δική μας πλευρά.
Μέσα στις τελευταίες δεκαετίες, η πρόοδος στα τηλεσκόπια και στον σχετικό εξοπλισμό έχουν επιτρέψει στους επιστήμονες να εντοπίσουν έναν τεράστιο όγκο δεδομένων που κρύβονται στον «λευκό θόρυβο», ή τα μικροκύματα που έχουν απομείνει από τη στιγμή του Big Bang και της δημιουργίας του σύμπαντος. Μέσω αυτών των δεδομένων, η ομάδα ήταν σε θέση να προβεί σε πολύπλοκες συγκρίσεις/ παραλληλισμούς μεταξύ δικτύων χαρακτηριστικών στα δεδομένα και την κβαντική θεωρία πεδίου (QFT). Όπως διαπιστώθηκε, κάποιες από τις πιο απλές θεωρίες περί κβαντικού πεδίου θα μπορούσαν να εξηγήσουν σχεδόν όλες τις κοσμολογικές παρατηρήσεις του «πρώιμου» σύμπαντος.
«Η Γενική Θεωρία της Σχετικότητας του Αϊνστάιν εξηγεί σχεδόν τα πάντα στο σύμπαν σε μεγάλη κλίμακα πολύ καλά, αλλά αρχίζει να “χάνει” όταν εξετάζουμε την προέλευσή του και τους μηχανισμούς σε κβαντικό επίπεδο. Οι επιστήμονες προσπαθούν εδώ και δεκαετίες να συνδυάσουν τη θεωρία της βαρύτητας του Αϊνστάιν και την κβαντική θεωρία. Κάποιοι πιστεύουν πως η έννοια του ολογραφικού σύμπαντος έχει τη δυνατότητα να φέρει “συμβιβασμό” μεταξύ τους. Ελπίζω η έρευνά μας να μας πάει άλλο ένα βήμα προς αυτή την κατεύθυνση» σημειώνει ο κ. Σκενδέρης. Όπως αναφέρεται σε ανακοίνωση του Πανεπιστημίου του Βατερλό, το τελικό αποτέλεσμα θα μπορούσε να είναι μια λειτουργική Κβαντική Θεωρία της Βαρύτητας (ή Θεωρία της Κβαντικής Βαρύτητας- Quantum Gravity Theory).
«Αυτό που προτείνουμε είναι η χρήση του ολογραφικού σύμπαντος, που αποτελεί ένα πολύ διαφορετικό μοντέλο του Big Bang από ό,τι το γενικώς αποδεκτό, που βασίζεται στη βαρύτητα και τη διαστολή» λέει ο Νιαγές Ασφόρντι, καθηγητής Φυσικής και Αστρονομίας στο Πανεπιστήμιο του Βατερλό και το Perimeter Institute. «Το καθένα από αυτά τα μοντέλα περιλαμβάνει προβλέψεις τις οποίες μπορούμε να δοκιμάσουμε καθώς αναλύουμε περισσότερο τα δεδομένα μας και βελτιώνουμε τη θεωρητική μας κατανόηση- όλα μέσα στα επόμενα πέντε χρόνια».
Ο Κ.Σκενδέρης αποφοίτησε το 1991 από το Τμήμα Φυσικής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και πήρε το διδακτορικό του στη θεωρητική σωματιδιακή φυσική το 1996 από το Πολιτειακό Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης (SUNY).
Υπήρξε επίκουρος καθηγητής φυσικής στο Πανεπιστήμιο Πρίνστον των ΗΠΑ (2001-2003), αναπληρωτής καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του 'Αμστερνταμ της Ολλανδίας (2003-2012) και από 2012 έως σήμερα είναι καθηγητής στη Σχολή Μαθηματικών του Πανεπιστημίου του Σαουθάμπτον, καθώς επίσης διευθυντής του Κέντρου Ερευνών Θεωρίας Αστροφυσικής και Βαρύτητας του ίδιου πανεπιστημίου.