«Η ίδρυση και λειτουργία του στρατοπέδου της Μακρονήσου συνιστά τομή για τα μέχρι τότε δεδομένα: ένας τόπος ακατοίκητος θα "κατοικηθεί" αποκλειστικά από τους εξόριστους, πολίτες και οπλίτες, για την "αναμόρφωση" των οποίων θα εφαρμοστεί ένα πρωτοφανές σχέδιο προπαγάνδας, ψυχολογικού πολέμου και βασανισμού (σωματικού και ψυχικού)».
Αυτή είναι η πρώτη, εισαγωγή αναφορά που θα δει κανείς όταν επιλέξει να επισκεφθεί την ιστοσελίδα που φιλοξενεί το Ψηφιακό Μουσείο Μακρονήσου που είναι πλέον διαθέσιμο σε όσους ενδιαφέρονταν να γνωρίσουν μια από τις πιο σκοτεινές σελίδες της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας μέσα από ένα πλήθος πηγών και τεκμηρίων. Η δε ιστοσελίδα αποτελεί το αποτέλεσμα μια σύμπραξης του Αρχείων Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας και του Σπουδαστηρίου Νέου Ελληνισμού.
Ιδιαίτερα ενδιαφέρον για να κατανοήσει κανείς γιατί έγινε η επιλογή δημιουργίας αυτού του ψηφιακού Μουσείου είναι η απάντηση που δίνεται στην ίδια την ιστοσελίδα. Πέραν από την μικρή αναφορά που βρίσκουμε στην πρώτη σελίδα για το έτος τομή 1947 υπάρχουν και άλλες ιδιαιτερότητες σε αυτό το σχέδιο που είχε « δύο στόχους, έναν ομολογημένο, την επαναφορά των κρατουμένων στον "υγιή εθνικό κορμό", και έναν δεύτερο, ανομολόγητο: τη συντριβή τους, έτσι ώστε να καταστεί αδύνατον, όταν επιστρέψουν στα σπίτια τους, να συνεχίσουν την πολιτική δράση τους» όπως διαβάζουμε στην ιστοσελίδα.
«Οι βασικές ιδιαιτερότητες που ξεχωρίζουν τη Μακρόνησο από τους άλλους τόπους εξορίας στον ελληνικό χώρο –παλαιότερους, σύγχρονους και μεταγενέστερους– είναι:
α) Ο μεγάλος αριθμός εξορίστων, πολιτών και στρατιωτών. Δεν διαθέτουμε ακριβή αριθμητικά δεδομένα. Επίσημες πηγές (λ.χ. τα στοιχεία που δίνουν στη Βουλή, τον Ιούνιο και τον Ιούλιο του 1950, ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος και ο Γεώργιος Παπανδρέου) μιλάνε για 40.000 περίπου κρατούμενους, το διάστημα από τα μέσα του 1947 μέχρι τις αρχές του 1950, ενώ οι ίδιοι οι κρατούμενοι ανεβάζουν τον αριθμό σε πάνω από 100.000, για το συνολικό διάστημα λειτουργίας του στρατοπέδου (1947-1957).
β) Η έκταση και η ένταση των ατομικών και συλλογικών βασανιστηρίων. Ξεκινώντας από καψόνια και στερήσεις το 1947, πολύ γρήγορα το στρατόπεδο εξελίσσεται σε ένα σύστημα οργανωμένου βασανισμού, σωματικού και ψυχολογικού. Ιδιαίτερη σημασία έχει το γεγονός ότι ο μηχανισμός καταπίεσης στελεχώνεται, σε μεγάλο βαθμό, από «ανανήψαντες», πρώην κρατούμενους.
γ) Το ότι το στρατόπεδο αποτελεί το μεγαλύτερο έμπεδο του Εθνικού Στρατού, τα χρόνια του Εμφυλίου. Ο περιορισμός στο νησί χιλιάδων «υπόπτων» νέων στερούσε από τον Δημοκρατικό Στρατό Ελλάδας (ΔΣΕ) μια μεγάλη δεξαμενή στρατολόγησης.
δ) Ο κεντρικός ρόλος τον οποίο καταλαμβάνει η Μακρόνησος στην κρατική προπαγάνδα. Το νησί επισκέπτονται το βασιλικό ζεύγος, υπουργοί, ανώτατοι στρατιωτικοί, ιεράρχες, καθηγητές πανεπιστημίου και διανοούμενοι, έλληνες και ξένοι δημοσιογράφοι, πρεσβευτές, οι οποίοι εκδηλώνουν τον ενθουσιασμό τους για το επιτελούμενο έργο. Ταυτόχρονα, πραγματοποιούνται παρελάσεις «ανανηψάντων» στην Αθήνα, μια μεγάλη έκθεση στο Ζάππειο, εκδόσεις κ.ά. Η Μακρόνησος αναγορεύεται, έτσι, σε εθνικό σύμβολο και πρότυπο για τον αντικομμουνιστικό αγώνα, με διεθνή εμβέλεια.
ε) Το γεγονός ότι όσο γίνονται γνωστά τα βασανιστήρια (διαδικασία που κορυφώνεται το 1950 με τη μεγάλη εκστρατεία της εφημερίδας Μάχη), η Μακρόνησος μετατρέπεται και σε εμβληματικό αρνητικό σύμβολο. Μετά τον Απρίλιο του 1950, με την άνοδο στην εξουσία της κεντρώας κυβέρνησης Πλαστήρα, η Μακρόνησος, σταδιακά, μετατρέπεται σε σύμβολο του ακραίου βασανισμού, σωματικού και ψυχικού («κολαστήριο», «νέο Νταχάου»), όχι μόνο στον αριστερό, αλλά ευρύτερα στον δημόσιο λόγο».
Πλήθος αρχειακού υλικού
Μέσα από τα πολυάριθμα τεκμήρια των ΑΣΚΙ (φωτογραφική συλλογή Νίκου Μάργαρη, αρχείο Σαράφη, αρχείο Μιχάλη και Λεωνίδα Κύρκου αρχείο ΕΔΑ, αρχείο ΚΚΕ κ.ά), μπορεί κάποιος να επισκεφθεί νοερά τις εγκαταστάσεις και τα κτίσματα των στρατοπέδων, να εξετάσει τις μαρτυρίες και τον προπαγανδιστικό λόγο, να καταδυθεί στους πολλαπλούς μηχανισμούς εγκλεισμού, απομόνωσης και ψυχολογικής βίας που υπέστησαν χιλιάδες άνθρωποι.
Το αρχειακό υλικό πλαισιώνουν επιστημονικές προσεγγίσεις και κείμενα από έγκριτους ιστορικούς που σκιαγραφούν την ιστορική εξέλιξη και φωτίζουν άγνωστες πτυχές της Μακρονήσου. Τέλος, ο επισκέπτης του ψηφιακού μουσείου μπορεί να αναζητήσει ονόματα, να περιηγηθεί στα διαδραστικά συμπληρωματικά εργαλεία και να ξεφυλλίσει σπάνιες εκδόσεις της εποχής από τη Βιβλιοθήκη των ΑΣΚΙ.
Τα κείμενα του Ψηφιακού Μουσείου Μακρονήσου υπογράφουν οι Πολυμέρης Βόγλης, ιστορικός, αναπληρωτής καθηγητής Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, Θανάσης Γάλλος, ιστορικός, Κατερίνα Γκίκα, αρχαιολόγος, Σπουδαστήριο Νέου Ελληνισμού, Άντα Κάπολα, ιστορικός, Βαγγέλης Καραμανωλάκης, ιστορικός, επίκουρος καθηγητής ΕΚΠΑ, Στρατής Μπουρνάζος, ιστορικός, Τάσος Σακελλαρόπουλος, ιστορικός, υπεύθυνος Ιστορικών Αρχείων Μουσείου Μπενάκη.