Σχέδιο διεξόδου και αποφυγής «ατυχήματος» κομίζει στην Αθήνα ο Ευρωπαίος Επίτροπος Πιέρ Μοσκοβισί, κάνοντας την ύστατη προσπάθεια να βρεθεί κοινός τόπος μεταξύ θεσμών και Ελληνικής κυβέρνησης.
Το σχέδιο προβλέπει ένα ακόμα βαρύ πακέτο μέτρων ύψους 3,6δις ευρώ (2% του ΑΕΠ), τα οποία θα ικανοποιούν Βερολίνο και ΔΝΤ, ενώ θα δίνουν στην κυβέρνηση περιθώριο να αποφύγει έστω και την ύστατη ώρα την οριστική εμπλοκή. Η πρωτοβουλία Μοσκοβισί είναι αποτέλεσμα των παρασκηνιακών διαβουλεύσεων μεταξύ των θεσμών σε μια προσπάθεια να μην χαθεί η ευκαιρία να υπάρξει μια «κατ αρχήν» συμφωνία στο Eurogroup της 20ής Φεβρουαρίου.
Σε αυτό το πλαίσιο ο Ευρωπαίος Επίτροπος θα μεταφέρει την πρόθεση των θεσμών να ξανακάτσουν στο ίδιο τραπέζι με την κυβέρνηση, εφόσον το Μέγαρο Μαξίμου αποδεχθεί τις απαιτήσεις τους. Σε αντίθετη περίπτωση ο κ. Μοσκοβισί θα ενημερώσει του Έλληνες αξιωματούχους ότι εάν δεν υπάρξει συμφωνία το επόμενο διάστημα η Ελλάδα θα βρεθεί και πάλι σε αχαρτογράφητα νερά.
Ο Γάλλος Επίτροπος αναμένεται να ανοίξει και το θέμα των πολιτικών ισορροπιών στο εσωτερικό της κυβέρνησης που μπορεί να προκληθούν από το νέο βαρύ πακέτο μέτρων. Σύμφωνα με πληροφορίες θα αφήσει ανοιχτός το ενδεχόμενο να υπάρξουν διαπραγματευτικά περιθώρια με τους θεσμούς σχετικά με το χρόνο ψήφισης των μέτρων, εφόσον η Αθήνα αποδεχτεί το πακέτο μέτρων που απαιτούν οι δανειστές.
Παράλληλα όμως θα κάνει σαφές ότι το ΔΝΤ δεν υποχωρεί από την συμφωνία που οριστικοποιήθηκε στη συνάντηση της περασμένης Παρασκευής για μέτρα 3,6δις ευρώ (2% ΑΕΠ). Σε αυτά θα πρέπει να περιλαμβάνονται μεταξύ άλλων η μείωση του αφορολόγητου ορίου και η σαφής δέσμευση ότι θα υπάρξουν παρεμβάσεις στην Ασφαλιστική δαπάνη.
Οριακή κατάσταση
Η συγκεκριμένη απαίτηση προέρχεται από την ξεκάθαρη στάση του Γερμανού υπουργού Οικονομικών Βόλφγκανγκ Σόιμπλε ότι για να υπάρξει πρόοδος στις διαπραγματεύσεις θα πρέπει να διασφαλιστεί η συμμετοχή του ΔΝΤ, έστω και ως τεχνικός σύμβουλος, τουλάχιστον έως τη διεξαγωγή των εκλογών στην Γερμανία το Σεπτέμβριο του 2017.
Το κλίμα των δύσκολων διαπραγματεύσεων έγινε ξεκάθαρο και από την παρέμβαση του προέδρου του Eurogroup Γερούν Ντάισελμπλουμ, ο οποίος δήλωσε ότι έχουν χαθεί τα περιθώρια για ολοκλήρωση της διαπραγμάτευσης στο Eurogroup της ερχόμενης Δευτέρας. Η παρέμβαση Ντάισελμπλουμ έγινε προκειμένου να «προσγειώσει» του υπέραισιόδοξους και να στείλει μήνυμα στην Αθήνα ότι θα πρέπει να αποδεχτεί τις απαιτήσεις των δανειστών ώστε να προχωρήσει η αξιολόγηση πριν ανοίξει ο εκλογικός κύκλος την Ευρώπη με τις εκλογές στην Ολλανδία στις 15 Μαρτίου.
Λίστα μέτρων
Με αυτά τα δεδομένα η κυβέρνηση θα πρέπει να απαντήσει τα επόμενα 24ωρα αν θα αποδεχθεί τις απαιτήσεις των δανειστών, ψηφίζοντας από τώρα τον δημοσιονομικό «κόφτη» με την πρώτη περικοπή του αφορολόγητου και της Ασφαλιστικής δαπάνης και συμφωνώντας σε ένα πλέγμα μέτρων τα οποία προς το παρών δεν θα δημοσιοποιηθούν .
Στην Αθήνα αναμένουν με ιδιαίτερο ενδιαφέρον τις επαφές με τον Πιέρ Μοσκοβισί, έναν παραδοσιακό σύμμαχο της Ελλάδας και έναν άνθρωπο που ως κανόνα του στις διαπραγματεύσεις έχει την «πρόσθεση και όχι τη διαίρεση», όπως συνηθίζει να λέει χαρακτηριστικά κυβερνητικός αξιωματούχος.
Ωστόσο, η γραμμή που το Μέγαρο Μαξίμου επιμένει να επικοινωνεί δημόσια είναι ότι η κυβέρνηση δεν θα δεχθεί επιπλέον μέτρα, με τον κυβερνητικό εκπρόσωπο Δημήτρη Τζανακόπουλο να επαναλαμβάνει αρκετές φορές χθες ότι δεν θα γίνει αποδεκτό «ούτε ένα ευρώ επιπρόσθετα μέτρα λιτότητας».
Παράγοντες που γνωρίζουν τις διεργασίες στο εσωτερικό της κυβέρνησης, εξηγούν ότι η τακτική αυτή εντάσσεται στην προσπάθεια να περιοριστεί το τελικό ύψος των μέτρων και να διασφαλιστεί ότι δεν θα νομοθετηθούν από τώρα με εξαίρεση τον ενισχυμένο δημοσιονομικό «κόφτη». Παράλληλα, η κυβέρνηση επιμένει στη θεσμοθέτηση «αντίστροφου κόφτη» με αναπτυξιακά μέτρα, στη θέσπιση αναπτυξιακής ρήτρας που θα ακυρώνει τα νέα μέτρα εφόσον επιτευχθούν οι στόχοι και τη συμφωνία του οδικού χάρτη για τα μεσοπρόθεσμα μέτρα διευθέτησης του χρέους.
Η επιμονή της κυβέρνησης πηγάζει από την πρόσφατη έκθεση της Κομισιόν η οποία δείχνει υπερκάλυψη του στόχου πλεονάσματος για το 2016 και το 2017 και επιστροφή στην ανάπτυξη από το 2016. Με βάση αυτά τα στοιχεία η κυβέρνηση επιμένει ότι το δημοσιονομικό κενό που «βλέπουν» οι θεσμοί έχει καλυφθεί από την υπεραπόδοση των στόχων και ως εκ τούτου θα πρέπει να προχωρήσουν σε ρεαλιστικότερες εκτιμήσεις για το πρόγραμμα.