Με δύναμη και παλμό που ξεχυλίζει ζωή έρχεται από την άκρη της πόλης η αγοροπαρέα εφήβων του «Park». Η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία της Σοφίας Εξάρχου, που υπογράφει και το σενάριο, βγαίνει στις ελληνικές αίθουσες την Πέμπτη 9 Μαρτίου, μετά τη θριαμβευτική της πορεία στο εξωτερικό, με αποκορύφωμα το Φεστιβάλ του Σαν Σεμπαστιάν όπου κέρδισε το πρώτο βραβείο Νέων Σκηνοθετών.
Βίαιοι μέσα στην αθωότητά τους, χαμένοι σε αδιέξοδα κι έτοιμοι για όλα, τα παιδιά του «Park» δεν περνούν τις μέρες τους μπροστά στα κομπιούτερ. Παίζουν ακραία σωματικά παιχνίδια, απομονωμένοι στα κτίρια των Ολυμπιακών εγκαταστάσεων που καταρρέουν. Στο περιθώριο της κοινωνίας και την ανημπόρια της οικογένειάς τους, ζουν το μακρύ, καυτό καλοκαίρι της εφηβείας τους.
Η ταινία της Σοφίας Εξάρχου αποκαλύπτει άμεσα στον θεατή μια γενιά αποκλεισμένη πριν καλά -καλά ξεκινήσει τη ζωή. Παρατηρεί και συνθέτει εικόνες απόλυτα συμβατές με τα «όπλα» της πρώτης νιότης: σώματα που εκτινάσσονται σαν βέλη, απόρριψη και δίψα για αποδοχή, σεξ, παιχνίδια εξουσίας, και μια χαραμάδα τρυφερότητας να αχνοφαίνεται μέσα στη βίαιη ενηλικίωση. Μα πάνω απ΄ όλα ένα αβυσσαλέο άγχος για μια ζωή που δύσκολα κατακτιέται.
Ακολουθεί ολόκληρη η συνέντευξη στο ΑΠΕ-ΜΠΕ:
Ποια είναι η κεντρική ιδέα του «Park;»
Ήθελα να μιλήσω για το υπαρξιακό δράμα μιας παρέας σε ένα έρημο μέρος. Γι' αυτό έβαλα στην ταινία δύο τόσο «ενοχλητικά» στοιχεία σε σύγκρουση: την ίδια τη ζωή που την εκπροσωπούν τα νέα παιδιά και τη νέκρα, το απόλυτο τίποτα.
Τι σας οδήγησε στο Ολυμπιακό χωριό;
Έψαχνα ένα no man 's land για την ιστορία που θέλησα να αφηγηθώ. Είχα σκεφτεί διάφορα μέρη, το Λαύριο για παράδειγμα, πριν ανακαλύψω το Ολυμπιακό χωριό που αποδείχτηκε ιδανικό για την ταινία. Ένας απρόσωπος τόπος στην Εθνική οδό, δεν συνορεύει με καμία γειτονιά, έχει γύρω του έναν φράχτη. Εξωτερικά, όλα τα σπίτια είναι ίδια, άσχετα αν στο εσωτερικό τους κάθε οικογένεια βάζει τον δικό της χαρακτήρα.
Είναι πραγματικό ή κατασκευασμένο το σκηνικό σας;
Έχει ενδιαφέρον ότι ενώ μοιάζει πραγματικό είναι κατασκευασμένο μέχρι την τελευταία του λεπτομέρεια. Έφτιαξα ένα δυστοπικό περιβάλλον, με βάση την ιδέα τού τι συμβαίνει όταν περνά από κάπου ένα τέτοιο σόου, όπως οι Ολυμπιακοί αγώνες. Και δεν συμβαίνει μόνο στην Ελλάδα. Το ίδιο ισχύει και σε πολλά άλλα κράτη με ολυμπιακά χωριά. Γίνονται για δέκα ημέρες και μετά ξεχνιέται το γεγονός αφήνοντας πίσω μια νεκρή πολιτεία.
Οι ήρωες της ταινίας σας στα παρατημένα κτίρια, στην αλάνα με τα μηχανάκια, εκτός από κοινωνικό περιθώριο θυμίζουν εφηβεία μιας παλαιότερης εποχής. Συμφωνείτε;
Πρόθεσή μου ήταν να κάνω μια ταινία άτοπη και άχρονη, που θα μιλήσει για νέους και εγκαταλειμμένους. Δεν ήθελα να κάνω μια ταινία για την ελληνική κρίση κι ίσως είναι ο λόγος που λειτούργησε καλά στο εξωτερικό. Το κατάλαβα από τις ερωτήσεις του κοινού μετά τις προβολές στα Φεστιβάλ όπου ο καθένας είδε στην ταινία δικές του ανησυχίες: στο Λονδίνο οι θεατές με ρωτούσαν για το Brexit, στην Ισπανία θεώρησαν ότι είναι μια ταινία ισπανική κ.ο.κ.
Τελικά είναι αυτό που λένε μια χαμένη γενιά; Δεν θα μπορέσουν οι χαρακτήρες που δείχνετε να μπουν στην κοινωνία;
Δεν μου αρέσει καθόλου ο όρος χαμένη γενιά. Ειδικά για νέα παιδιά ακούγεται πολύ σκληρό. Αντίθετα, μέσα από την ένταση των παιδιών, δείχνω ότι οι ίδιοι δεν μπορούν να δεχτούν κάτι τέτοιο. Προσπαθούν να αγκιστρωθούν από ό,τι μπορεί να είναι η ζωή και όσο πιο έντονα μπορούν. Απλά δεν έχουν που να διοχετεύσουν την ενέργεια τους. Ούτε είναι η θέση μου σαν δημιουργός να καταδείξω το μέλλον τους. Κάνω ταινία όχι για να δώσω απαντήσεις, αλλά να θέσω ερωτήσεις. Σε φοβίζει και σε αγχώνει τι θα κάνουν αυτά τα παιδιά και την ίδια ώρα υπάρχουν στιγμές που όντως τα κοιτάς με τρυφερότητα. Αισθάνεσαι την αθωότητα που εκρήγνυται από πίσω. Ναι, ήταν πρόθεσή μου να δείξω ότι σε τέτοιο περιβάλλον υπάρχει ο κίνδυνος που μπορεί να ορίσει τη ζωή ενός παιδιού. Ακόμα και ατύχημα από λάθος στιγμή.
Στην παρέα των αγοριών δεν χωράει κορίτσι εκτός από ένα, την φίλη του πρωταγωνιστή. Πώς δουλέψατε με αυτή την εκπληκτική ομάδα που δεν είναι ηθοποιοί;
Είναι δώδεκα αγόρια και μία κοπέλα, οι περισσότεροι μετανάστες δεύτερης γενιάς από την Πολωνία, Γεωργία, Βουλγαρία, Αλβανία κ.α.
Εκτός από τον Δημήτρη Κίτσο και τη Δήμητρα Βλαγκοπούλου, που είναι απόφοιτοι δραματικής σχολής και εμφανίζονται πρώτη φορά στον κινηματογράφο, οι άλλοι δεν είναι επαγγελματίες ηθοποιοί. Για τις ανάγκες της ταινίας έκανα οντισιόν σε περισσότερα από 500 παιδιά. Από διαπολιτισμικά σχολεία, σχολές χορού, από το Φεστιβάλ Εφηβικού Θεάτρου της Στέγης Γραμμάτων και Τεχνών. Κάποια παιδιά έχουν τρομερό ταλέντο. Κυρίως όμως ταλέντο είναι, πιστεύω, να έχει το παιδί διάθεση για παιχνίδι και φαντασία. Στη συνέχεια, δουλέψαμε πάρα πολύ καιρό στις πρόβες.
Το «Park» διακρίθηκε ήδη από το στάδιο ανάπτυξης σεναρίου στο Crossroads του Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης και το CineLink του Σαράγεβο. Συμμετείχατε και στα Screenwriters και Director's Labs του Sundance. Σας βοήθησε αυτή η διαδικασία;
Τα εργαστήρια πάντα βοηθούν. Ιδιαίτερα στο Sundance, όπου έκανα προσομοιώσεις γυρισμάτων με ηθοποιούς από εκεί, μου παρείχαν συνεργείο για τα ντεκόρ, το μοντάζ. Έκανα πρόβα, την επόμενη μέρα το γύρισμα, ύστερα το μοντάζ μια επαναλαμβανόμενη διαδικασία επαναλαμβάνεται για ένα μήνα. Μπορείς να πειραματιστείς, να κάνεις λάθη… Είχα τη δυνατότητα να γυρίσω τις πιο δύσκολες σκηνές της ταινίας μου και να διαπιστώσω τι λειτουργεί και τι όχι. Να συζητήσω τις αμφιβολίες μου με τους συμβούλους. Το θέμα είναι να μην χαθείς, ειδικά στην πρώτη ταινία σου, γιατί ακούς πολλές συμβουλές για το σενάριο, που είναι βέβαια και πολύ σημαντικό κομμάτι μιας ταινίας.
Πιστεύετε ότι οι νέοι Έλληνες σκηνοθέτες προσαρμόζετε τις ταινίες σας σ' ένα καθεστώς φεστιβαλικό και στο σινεφίλ κοινό του;
Τα πράγματα είναι κάπως ανάποδα: το φεστιβαλικό κοινό ενδιαφέρεται γι΄ αυτό το είδος σινεμά, άρα οι ταινίες λειτουργούν εκεί και επομένως στα φεστιβάλ έρχεται το κοινό να τις δει κι έχει ωραίες αντιδράσεις. Δεν είναι ότι εμείς κάνουμε τις ταινίες για τα φεστιβάλ. Δεν υπάρχει κανένα κοινό όταν κάνουμε την ταινία, ούτε εμπορικό ούτε τίποτε. Γράφεις με βάση τον εαυτό σου. Καλώς ή κακώς, ο θεατής είσαι εσύ, και με βάση το προσωπικό γούστο σου προχωράς. Έχουμε δει και εμπορικές ταινίες που έχουν αποτύχει. Δεν ισχύει δηλαδή ότι γράφω για το εμπορικό σινεμά ή για το φεστιβαλικό. Δυστυχώς, υπάρχει μια μεγάλη απόσταση του ελληνικού κοινού από τον ελληνικό κινηματογράφο. Δεν τον «ιντριγκάρει».
Με όλο αυτό το άνοιγμα στο εξωτερικό υπολογίζετε σε κάτι στην Ελλάδα;
Για τον κινηματογράφο δεν νιώθω ότι θα είναι πολύ ομαλά τα πράγματα. Μιλώντας εκ πείρας, μπορεί για λίγο να λειτουργεί και μετά ξαφνικά πάλι σταματά. Δεν υπάρχει συστηματικότητα ώστε να γνωρίζεις εγκαίρως την τύχη του σεναρίου σου από τη στιγμή που το καταθέτεις για να οργανώσεις την δουλειά σου, να απευθυνθείς σε ξένες παραγωγές. Το σινεμά απαιτεί τρομερή οργάνωση και χρήματα για να γίνει. Κι αυτό είναι άγχος.