Οδός Παμίσου: Βόλτα στη γειτονιά της Αθήνας του '30

Οδός Παμίσου: Βόλτα στη γειτονιά της Αθήνας του '30

Είναι ένας μικρός δρόμος, δρομάκι κάτω από την Αχαρνών, παράλληλος της Μιχαήλ Βόδα. Απίθανο να περάσεις από εκεί, αν δεν σε φέρνει κάτι συγκεκριμένο. Λίγοι κάνουν τη βόλτα τους σε μια περιοχή που έχει μετατραπεί σε «σάκο του μποξ» για να απορροφά τους κοινωνικούς κραδασμούς όλης της πόλης. Και από την Αγία Μελετίου αν περάσεις, μάλλον δεν θα την διακρίνεις και ακόμα πιο δύσκολα θα της δώσεις τη δέουσα προσοχή. Για αυτή την περιοχή μου μίλησε η Ειρήνη Γρατσία, της οργάνωσης Monumenta .

Πρωτοπήγα ένα Σάββατο πρωί στη λαϊκή αγορά στη Μιχαήλ Βόδα. Κοσμοπλημμύρα πραγματική.

Η Παμίσου, ασφυκτικά κοντά, ακουμπισμένη στην «πλάτη» των πολυκατοικιών που διαδέχτηκαν τα νεοκλασικά της Βόδα, απόκοσμα ήσυχη, γαλήνια.

Μικρός δρόμος, τον προσπερνάς με δυο δρασκελισμούς, αλλά αν κοντοσταθείς, καταλαβαίνεις, νιώθεις αμέσως.

Η Παμίσου είναι ένα κινηματογραφικό σκηνικό, ζωντανή φωτογραφία της μοντέρνας εκδοχής μιας παρελθούσας Αθήνας.

Δώδεκα σπίτια, όλα τους αντιπροσωπευτικά δείγματα του αθηναϊκού μοντερνισμού στην αρχιτεκτονική, ελληνικού τύπου Bauhaus δηλαδή, το ένα μετά το άλλο, σε αδιάλειπτη συνέχεια συνθέτουν ένα σπάνιο για τα αθηναϊκά δεδομένα αρχιτεκτονικό σύνολο με συναντίληψη καλαισθησίας, ενότητα και συνοχή.

«Σχεδόν όλα τα σπίτια είναι της δεκαετίας του ’30, τα περισσότερα κτίστηκαν μέσα σε μια πενταετία, αλλά και το “10” που κτίστηκε το ’55, τον ίδιο ρυθμό ακολούθησε», λέει ο κ. Δημήτρης Ιωακείμ, ενοικιαστής από το 1979 του “8” της Παμίσου. Εκεί εργάζεται και ζει, ενώ έχει μεγαλώσει δυο στενά δίπλα.

«Κάποιος έκανε την αρχή με το Bauhaus και οι επόμενοι είχαν την διορατικότητα να αντιληφθούν ότι σ’ εναν μικρό δρόμο, αν συνεχίσουν με το ίδιο στυλ θα καταφέρουν μια ομοιομορφία καλαίσθητη. Ο κάθε αρχιτέκτονας πρόσθετε κι ένα δικό του στοιχείο, δεν είναι πανομοιότυπα τα σπίτια αλλά δημιουργήθηκε ένα σύνολο με οργανικό δέσιμο».

Δείχνει το έρκερ, το «σαχνισί» όπως ονομάζεται στην παραδοσιακή αρχιτεκτονική. Πρόκειται για έναν τριγωνικό πρόβολο στον δεύτερο όροφο - επιδέξια πινελιά του αρχιτέκτονα για να προσδώσει στο κτίσμα του και ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό. Από την μοντέρνα είσοδο του σπιτιού παρατηρούμε την γωνιώδη του πρόσοψη στην ταράτσα και, μετά, τα υπόλοιπα κτίρια με τα δικά τους ιδιωματικά γνωρίσματα- η ομοιομορφία της Παμίσου δεν είναι μονότονη όπως συχνά συμβαίνει στη δυτική Ευρώπη και τις ΗΠΑ. Βλέπουμε τις αρ ντεκό εξώπορτες, τα μικρά αλλά κομψά, συμμετρικά μπαλκόνια, το αρτιφισιέλ σοβάτισμα των σπιτιών.

«Οι σοβάδες στις προσόψεις είναι σφυρύλατες, το χτυπούσαν με το χέρι όλο αυτό», μου λέει.

«Πολύ ισχυρός σοβάς που προστάτευε από τις βροχές. Όσο άντεχε δεν τον έβαφαν, όταν με τα χρόνια έφυγε η επίστρωση, αναγκαστικά έπρεπε να βαφτούν, αλλά μ’ αυτά τα απαλά, γήινα χρώματα».

Στην απέναντι πλευρά του δρόμου, το «3», με τα πολλαπλά παράθυρα, στη διάρκεια της Κατοχής επιτάχτηκε από τους Γερμανούς. Έχει 5 δωμάτια στο υπόγειο ενώ τα υπόλοιπα 1- 2, για αυτό επιλέχθηκε ως κρατητήριο της Κομαντατούρας- γίνονταν βασανιστήρια, ακούγονταν οι κραυγές των ανθρώπων ολονυχτίς.

Μπάινουμε στο σπίτι του, μια ξύλινη σκάλα ανεβαίνει προς τον δεύτερο όροφο, ενώ το ταβάνι είναι «στο θεό».

Ψηλοτάβανα σπίτια, 3.30- 3.35 όλα τους, ακολουθούν αυτή την αρχή των νεοκλασικών.

«Ειδικά τους καλοκαιρινούς μήνες σε κρατούν μέσα ευχάριστα, δεν είναι αποπνικτικά. Τα περισσότερα είναι κτισμένα με συνδυασμό οπλισμένου σκυροδέματος και πέτρας, ο σκελετός είναι από μπετόν και οι εξωτερικοί τοίχοι είναι πέτρινοι. Καλές κατασκευές- στους σεισμούς δεν είχαμε σημαντικές ζημιές- αλλά και με αποκλειστικά αξιοποιήσιμους χώρους, μικρούς διαδρόμους και μεγάλα δωμάτια». Σε ένα από αυτά τα δωμάτια μου δείχνει τους σωλήνες της θέρμανσης- «ναι, αυτά τα σπίτια είχαν εσωτερική θέρμανση, καυστήρα κωκ που μετατρέψαμε σε πετρελαίου». Τον ρωτάω για τη συντήρηση των σπιτιών, πόσο απαιτητική είναι σε χρόνο και χρήμα. «Είναι δύσκολη. Αφαίρεση σοβάδων, αλλαγές στις σωληνώσεις και την ηλεκτρική καλωδίωση. Όλα γίνονται αλλά κοστίζουν».

Πώς και η Παμίσου έμεινε ανόθευτη;

Τα σπίτια εδώ, αν δε συμφωνούσαν οι ιδιοκτήτες να πωλούνται τα γειτονικά δύο- δύο, δεν είχαν ενδιαφέρον για τους εργολάβους. Είναι μικρά οικόπεδα, 140- 150 τ.μ. και επειδή είναι στενός ο δρόμος, δεν μπορούσαν να ανέβουν πάνω από 3- 4 ορόφους. Η αντιπαροχή δεν λειτούργησε εδώ γιατί δεν συνέφερε τους εργολάβους. Στη Μιχαήλ Βόδα τα οικόπεδα ήταν μεγαλύτερα και ο δρόμος φαρδύτερος, ο συντελεστής δόμησης ήταν μεγαλύτερος και μπορούσαν να ανέβουν σε ύψος.

Η Παμίσου έχει μείνει σχεδόν αναλλοίωτη, ελάχτιστα κτίσματα και με μικρότεροο αρχιτεκτονικό ενδιαφέρον κατεδαφίστηκαν.

Η Μιχαήλ Βόδα όμως, εμβληματικός, άλλοτε πανέμορφος δρόμος, ρημάχτηκε. Ο κ. Δημήτρης θυμάται σαν τώρα την προηγούμενη εκδοχή της. «Όλα τα σπίτια ήταν δυώροφα, νεοκλασικά τα περισσότερα και ορισμένα Bauhaus. Μέχρι και μετά τον πόλεμο το τέρμα του λεωφορείου της Αχαρνών ήταν στην Αγίου Μελετίου. Από εκεί και πέρα είχε χωράφια και βιλίτσες. Από τις αρχές της δεκαετίας του ’60, με μεγάλη έξαρση από το ’67 και μέχρι το τέλος της Χούντας, τα νεοκλασικά της Βόδα γκρεμιζόταν το ένα μετά το άλλο. Τώρα είναι δακτυλοδεικτούμενα. Θυμάμαι ένα εμβληματικό σπίτι, γωνία Αγίου Μελετίου και Μιχαήλ Βόδα, με εντυπωσιακό προαύλιο χώρο και μαρμάρινη σκάλα στην κεντρική είσοδο. Θυμάμαι τους κήπους αυτών των σπιτιών, με δέντρα και αρωματικά λουλούδια- την άνοιξη ήταν ένα μεθυστικό περιβάλλον. Τότε ο αέρας από την Πάρνηθα και την Πεντέλη έφτανε μέχρι εδώ- μετά, οι πολυκατοικίες έκλεισαν τις διόδους ανακύκλωσης».

«Η ποιότητα ζωής ήταν πολύ καλύτερη, ήμασταν γειτονιά με όλη την έννοια της λέξης, γνωριζόμασταν και υπήρχε το νοιάξιμο του ενός σπιτιού για το άλλο... Μετά πολλοί άνθρωποι που μεγάλωσαν εδώ, εγκατέλειψαν την περιοχή, αρκετοί με τα εύκολα δάνεια των προηγούμενων δεκαετιών. Δεν είχανε και την κουλτούρα για να καταλάβουνε... Νοικιάσανε τα σπίτια τους άκριτα, δεν υπολογίσανε καθόλου τους παλιούς γείτονές τους, θέλανε μόνο να πάρουνε ένα νοίκι για να τσοντάρουνε στην πληρωμή της δόσης του δανείου. Πολλοί κατέστρεψαν έτσι τα σπίτια που πήραν από τους γονείς τους, δεν κάνανε κανέναν έλεγχο αν αντί για τους δύο που το νοίκιαζαν, μετά έμεναν δεκαπέντε μέσα. Υποβαθμίστηκε η περιοχή. Και η καθαριότητα έχει χειροτερέψει, παρά τα υπερβολικά δημοτικά τέλη που επιβαρυνόμαστε. Παλιότερα περνούσαν κάθε μέρα με το «σκουπάκι», μετά μέρα παρά μέρα, τα τελευταία χρόνια μία στις δεκαπέντε...».

Πάντως, η Παμίσου δεν άδειασε από τους παλιούς κατοίκους της, αρκετοί παρέμειναν. Αλλά και στην ευρύτερη περιοχή τα τελευταία χρόνια κάποιοι επιστρέφουν, απόγονοι παλιών ιδιοκτητών οι περισσότεροι. «Φόβο δεν έχουμε. Δεν είμαστε όπως παλιά με τις πόρτες ανοιχτές, διπλοκλειδώνουμε. Θεωρώ όμως ότι εγκληματικότητα έχει όσο παντού, μάλιστα στην Κηφισιά μπορεί να έχει και μεγαλύτερη. Εμείς εδώ δεν είμαστε εύποροι, το ξέρουν αυτό», μου λέει. «Γκέτο δεν είναι. Για ένα διάστημα πριν την κρίση η περιοχή είχε φτάσει στα όριά της- αν δεν είχαμε μείνει, πιθανότατα θα είχε γίνει».

«Είναι διατηρητέα τα σπίτια της Παμίσου;», τον ρωτάω. «Όχι, με μια άδεια κατεδάφισης στην Πολεοδομία, τα ρίχνεις. Η τελευταία κατεδάφιση έγινε το 2004. Και, πλέον, μπορείς να σηκώσεις και 5ώροφο, σε γειτονικά στενά αυτό έχει συμβεί. Νομίζω, όμως, ότι στην παρούσα κρίση οι εργολάβοι θα στραφούν πρώτα σε άλλα φιλέτα. Όταν αυτά εξαντληθούνε, θα έρθουν κι εδώ».

|

Δημοφιλή