Τα social media έχουν διεισδύσει σχεδόν σε κάθε πτυχή της σύγχρονης ζωής στον ανεπτυγμένο (και μη) κόσμο- και ως εκ τούτου, η λειτουργία τους ως online δημόσιας σφαίρας έχει ως (αυτονόητο) αποτέλεσμα να είναι πολλοί αυτοί που σχηματίζουν άποψη επί των πραγμάτων από αυτά που βλέπουν και διαβάζουν στα κοινωνικά δίκτυα. Από τη μία πλευρά, αυτό μπορεί να εκληφθεί ως σημαντικό βήμα προς τον περαιτέρω εκδημοκρατισμό των κοινωνιών και τη διαμόρφωση της «ηλεκτρονικής δημοκρατίας». Από μια άλλη όμως, όλοι γνωρίζουμε ότι στα social media αφ'ενός κυκλοφορεί (για να το θέσουμε επιεικώς) πολλή ανοησία, και αφ'ετέρου αποτελούν ένα εξαιρετικό μέσο για προπαγανδιστικούς σκοπούς, καθώς συνδυάζει την ευκολία πρόσβασης/ επικοινωνίας με μεγάλους αριθμούς χρηστών και την ταχύτατη εξάπλωση προπαγάνδας και παραπληροφόρησης (τα γνωστά σε όλους πλέον fake news)- και ειδικά όταν αυτό γίνεται συστηματικά, αξιοποιώντας προηγμένα τεχνολογικά εργαλεία, γίνεται εύκολα αντιληπτό πώς αυτό που πολλοί αντιλαμβάνονται ως μέσον πολυφωνίας και εκδημοκρατισμού της δημόσιας σφαίρας μπορεί κάλλιστα να εξελιχθεί σε έναν ιδιαίτερα σκοτεινό εφιάλτη, όπου η αλήθεια είναι τρομακτικά δύσκολο να ξεχωρίσει από το (συστηματικό και στοχευμένο) ψέμα και την παραπληροφόρηση.
Η χρήση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης για σκοπούς προπαγάνδας αποτέλεσε το αντικείμενο του Computational Propaganda Research Project του Oxford Internet Institute, του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης. Στο πλαίσιό της έρευνας αυτής αναλύθηκαν δεδομένα από εννιά χώρες, περιλαμβανομένων εκατομμυρίων posts σε επτά διαφορετικές πλατφόρμες κοινωνικής δικτύωσης, μέσα σε περιόδους εκλογών, πολιτικών κρίσεων και περιστατικών που είχαν να κάνουν με την εθνική ασφάλεια. Τα δεδομένα αυτά συνελέγησαν μεταξύ του 2015 και του 2017 από τη Βραζιλία, τον Καναδά, την Κίνα, τη Γερμανία, την Πολωνία, την Ταϊβάν, τη Ρωσία, την Ουκρανία και τις ΗΠΑ.
Τα ευρήματα είναι (τουλάχιστον) ανησυχητικά: Όπως επισημαίνει ο Φίλιπ Χάουαρντ, καθηγητής Σπουδών Διαδικτύου (Internet Studies), «τα ψέματα, τα σκουπίδια, η παραπληροφόρηση» της παραδοσιακής προπαγάνδας είναι έχουν εξαπλωθεί ευρύτατα online, και μάλιστα «υποστηρίζονται από τους αλγορίθμους του Facebook ή του Twitter». Στην περίπτωση των ΗΠΑ, ο Σάμιουελ Γούλεϊ, διευθυντής έρευνας του project, έκανε λόγο για «κατασκευή ομοφωνίας» (manufacturing consensus)- δηλαδή τη δημιουργία ψευδαίσθησης δημοτικότητας, έτσι ώστε ένας πολιτικός να αποκτά μεγαλύτερο «βάρος» από ό,τι είχε προηγουμένως. Στη Ρωσία, περίπου το 45% των πολύ ενεργών λογαριασμών στο Twitter θεωρείται πως είναι bots (ψεύτικοι- ελεγχόμενοι από λογισμικό που λειτουργεί αυτόματα βάσει κάποιων κανόνων, με συγκεκριμένους σκοπούς- ή έστω εν μέρει αυτόματα), ενώ στην Ταϊβάν μια εκστρατεία εναντίον της προέδρου Τσάι Ινγκ Γουέν περιελάμβανε χιλιάδες συντονισμένους- αλλά όχι πλήρως αυτοματοποιημένους- λογαριασμούς που διέσπειραν προπαγάνδα από τη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας.
Διαβάστε επίσης:
- Οι πολεμιστές του Facebook και του Twitter. Ποια είναι η σημασία των social media στον σύγχρονο πόλεμο
Στην πιο απλή μορφή τους, οι τεχνικές αυτές περιλαμβάνουν αυτοματοποιημένα accounts για like, share και δημοσιεύσεις σε κοινωνικές δίκτυα. Όπως σημειώνεται σε δημοσίευμα του Guardian, tέτοιου είδους λογαριασμοί μπορούν να εκμεταλλεύονται τον τρόπο λειτουργίας των αλγορίθμων των δικτύων για την προώθηση περιεχομένου στα social feeds, «πνίγοντας» τον πραγματικό διάλογο, χάριν της δημιουργίας πολύβουων κοινωνικών δικτύων, όπου κυριαρχεί η έντονη αντιπαράθεση και οι «ιαχές». Επίσης, μέσω της «παραγωγής» likes μπορούν να δημιουργήσουν ψευδαισθήσεις απήχησης.
Στην περίπτωση της Ρωσίας, είναι γνωστή η χρήση προπαγάνδας απευθυνόμενης προς το εξωτερικό, καθώς και οι καταγγελίες περί εμπλοκών στις εκλογές στις ΗΠΑ και τη Γαλλία. Στο εσωτερικό, σύμφωνα με την έρευνα, τα κοινωνικά δίκτυα της χώρας είναι γεμάτα ψηφιακή προπαγάνδα- με τη χώρα να έχει αναπτύξει την τεχνογνωσία της σε πρώτη φάση για την αντιμετώπιση εσωτερικών απειλών για τη σταθερότητα και την καταστολή των φωνών που αντιτίθενται στην κυβέρνηση Πούτιν- δημιουργώντας παράλληλα την ψευδαίσθηση ομοφωνίας και υποστήριξης προς αυτήν. Παράλληλα, όπως σημειώνεται, η Ουκρανία αποτελεί πεδίο δοκιμών μέσων και τεχνικών ψηφιακής προπαγάνδας. Στην περίπτωση της Κίνας, υπογραμμίζεται η ύπαρξη αυστηρών μηχανισμών ελέγχου και λογοκρισίας στο Διαδίκτυο, καθώς και ότι τα fake accounts είναι κοινά στο «κινεζικό Twitter», Weibo, καθώς και ότι χρήστες στην υπηρεσία της κυβέρνησης κυκλοφορούν μεγάλους όγκους θετικής (για την κυβέρνηση) προπαγάνδας- ειδικά σε «ευαίσθητες» περιόδους.
Στο Twitter το ίδιο η Κίνα δεν φαίνεται να δραστηριοποιείται και πολύ από πλευράς προπαγάνδας- αν και έχει παρατηρηθεί δραστηριότητα ομάδων που προωθούν οπτικές οι οποίες έρχονται σε αντίθεση με τις θέσεις του κράτους σε «ευαίσθητα» θέματα. Ενδιαφέρον είναι το ότι, όπως σημειώνεται, η Κίνα μπορεί να δώσει μαθήματα στις δυτικές χώρες όσον αφορά στην αντιμετώπιση των «fake news», και άλλων μορφών ψηφιακής προπαγάνδας, ωστόσο πολλές από τις στρατηγικές της έρχονται σε αντίθεση με σημαντικές αξίες των σύγχρονων δημοκρατιών. «Μπορεί ωστόσο να είναι δυνατόν να μάθουμε από τις τεχνολογικές, νομοθετικές και πρακτικές επιτυχίες της Κίνας στον χώρο της υπολογιστικής προπαγάνδας (computational propaganda), χωρίς να διολισθήσουμε προς την απολυταρχία» σημειώνεται χαρακτηριστικά. Στη Βραζιλία, όπως αναφέρεται, η υπολογιστική προπαγάνδα έπαιξε σημαντικό ρόλο σε τρία πολιτικά γεγονότα: Τις προεδρικές εκλογές του 2014, την απαγγελία κατηγοριών σε βάρος της Ντίλμα Ρούσεφ και τις δημοτικές εκλογές του 2016 στο Ρίο ντε Τζανέιρο.
Όσον αφορά στη Γερμανία, σημειώνεται πως λόγω Brexit και αμερικανικών εκλογών υπάρχει μια «επαγρύπνηση» όσον αφορά στο θέμα της χειραγώγησης της κοινής γνώμης στην ψηφιακή δημόσια σφαίρα- ωστόσο παρόλα αυτά δεν φαίνεται να υπάρχει σημαντικό πρόβλημα με την υπολογιστική προπαγάνδα, ενώ υπογραμμίζεται πως η Γερμανία αποτελεί υπόδειγμα όσον αφορά στον προσεκτικό τρόπο με τον οποίο προσεγγίζει το ζήτημα.
Όσον αφορά στη στάση των ίδιων των εταιρειών του χώρου των social media, στην έρευνα σημειώνεται πως διαφαίνεται μια έλλειψη ενδιαφέροντος – είτε αναθέτοντας τη δουλειά της αντιμετώπισης προπαγάνδας σε «τρίτους»/ εξωτερικούς φορείς, όπως κάνει το Facebook, είτε (σαν το Twitter) χρησιμοποιώντας συστήματα anti-bot που είναι αποτελεσματικά μεν στην αντιμετώπιση ψεύτικων λογαριασμών που επιδίδονται σε δραστηριότητα «εμπορικού» τύπου, με στόχο οικονομικά οφέλη, αλλά όχι ιδιαίτερα σε αυτούς που έχουν πολιτικό πρόσημο. «Ως επί το πλείστον, αφήνουν τις κοινότητες των χρηστών να αυτοελέγχονται και να υποδεικνύουν λογαριασμούς» αναφέρει ο Χάουαρντ.