Η χαδιάρα ψιψίνα του καναπέ προέρχεται από αγριόγατες που εξημερώθηκαν αρχικά στην Εγγύς και Μέση Ανατολή πριν από 9.000 έως 10.000 χρόνια και στη συνέχεια, για δεύτερη φορά, στην Αίγυπτο, ξεκινώντας από εκεί για να κατακτήσουν τα πέρατα της Γης, σύμφωνα με μια νέα διεθνή γενετική έρευνα.
Οι πρώτοι αγρότες στην Εγγύς και στη Μέση Ανατολή και ιδίως στη σημερινή Τουρκία ήσαν πιθανότατα οι πρώτοι άνθρωποι που εξημέρωσαν τις αγριόγατες (Felis silvestris lybica). Το 2004 είχε βρεθεί στην Κύπρο μία γάτα ηλικίας 9.500 ετών περίπου, που είχε ταφεί μαζί με έναν άνθρωπο.
Σε ένα δεύτερο ξεχωριστό κύμα εξημέρωσης έπειτα από μερικές χιλιάδες χρόνια, άλλες γάτες -που προέρχονταν από τις συγγενικές αφρικανικές αγριόγατες- έγιναν αναπόσπαστο τμήμα της ζωής της αρχαίας Αιγύπτου. Απεικονίσθηκαν για πρώτη φορά το 2000 π.Χ. σε ένα τάφο 250 χλμ. νοτίως του Καΐρου και στην πορεία έφθασαν να τιμηθούν σε βαθμό που μουμιοποιήθηκαν.
Από την Αίγυπτο ξεκίνησαν στα αμπάρια και στα καταστρώματα των πλοίων για να επεκταθούν στον τότε γνωστό κόσμο μέσω των θαλασσίων εμπορικών οδών της Μεσογείου, ιδίως κατά την ελληνιστική και ρωμαϊκή περίοδο.
Βορειότερα, καθώς οι αγρότες μετανάστευαν από την Ανατολία προς τη Δύση, έφερναν μαζί τους τις γάτες στην Ευρώπη και δια της χερσαίας οδού. Έτσι, έχουν βρεθεί στα Βαλκάνια οστά γατών που χρονολογούνται προ 6.000 ετών. Σήμερα, οι γάτες υπάρχουν σε κάθε ήπειρο πλην της παγωμένης και αφιλόξενης Ανταρκτικής.
Η συμβίωση ανθρώπων-γατών θεωρείται ότι άρχισε όταν οι άνθρωποι συνειδητοποίησαν πόσο χρήσιμες μπορούσαν να είναι για να τους απαλλάξουν από τα ποντίκια και να προστατεύσουν έτσι τα αποθέματά τους σε δημητριακά και άλλα τρόφιμα.
Οι γενετιστές, με επικεφαλής την δρα Εύα-Μαρία Γκάιγκλ του Ινστιτούτου Ζαν Μονό και του Πανεπιστημίου Ντενί Ντιντερό του Παρισιού, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό, ανέλυσαν μιτοχονδριακό DNA από περισσότερες από 200 αρχαίες γάτες, που βρέθηκαν σε τάφους Βίκινγκ, αιγυπτιακές μούμιες, και νεολιθικές τοποθεσίες.
Οι σημερινές γάτες φέρουν στο DNA τους ίχνη και από τις δύο βασικές εξελικτικές γραμμές τους: η μία με αφετηρία την Εγγύς Ανατολή και η δεύτερη -και πιο πρόσφατη- την Αίγυπτο. Κατά την πρώτη χιλιετία μ.Χ., οι αφρικανικές-αιγυπτιακές γάτες είχαν πλέον ξεπεράσει σε αριθμό και δημοφιλία τις μεσανατολικές-τουρκικές. Αυτό, κατά τους επιστήμονες, οφείλεται στο ότι οι αρχαίοι Αιγύπτιοι πρώτοι είχαν πειραματισθεί με το ζευγάρωμα των γατών, ώστε να γίνουν πιο δυνατές και πιο όμορφες. Οι σημερινές γάτες είναι πια μια ανάμιξη αυτών των δύο βασικών ειδών γατών.
Οι γάτες με τους χαρακτηριστικούς χρωματικούς λεκέδες στο τρίχωμά τους εκτιμάται ότι εμφανίσθηκαν αρκετά αργά, στη διάρκεια του Μεσαίωνα, ένα συμβάν που δείχνει ότι στην αντιμετώπιση των γατών από τους ανθρώπους επικρατούσαν σταδιακά τα αισθητικά κριτήρια πέρα από τα χρησιμοθηρικά. Η συγκεκριμένη γενετική μετάλλαξη πιθανώς συνέβη τον 14ο αιώνα στη δυτική Τουρκία. Γρήγορα οι γάτες αυτές εξαπλώθηκαν ανά τον κόσμο.
Σύμφωνα με τους γενετιστές, έως τον 19ο αιώνα υπήρξαν -αντίθετα με τους σκύλους- σχετικά λίγες προσπάθειες από τους ανθρώπους για επιλεκτική αναπαραγωγή, ώστε να προκύψουν διαφορετικές ράτσες γατών.
Όπως είπε η Γκάιγκλ, «η γάτα ήταν χρήσιμη εξ αρχής και δεν υπήρχε ανάγκη να αλλάξει. Θα έλεγα ότι οι γάτες επέλεξαν την ανθρώπινη συντροφιά, αν και από την πρώτη στιγμή επρόκειτο για μια αμοιβαία επωφελή σχέση
Πιο πρόσφατα, εντάθηκε το κατευθυνόμενο ζευγάρωμα γατών και έχουν προκύψει πολλές διαφορετικές ράτσες με ποικίλα χρώματα και τριχώματα ή και καθόλου τρίχες (όπως η Μπαμπίνο).
Οι επιστήμονες επεσήμαναν ότι, από όλα τα εξημερωμένα οικιακά ζώα, οι γάτες παραμένουν τα πιο απόμακρα από τους ανθρώπους, αλλά και τα πιο φονικά (τα τρωκτικά ξέρουν καλύτερα...).«Η γάτα είναι πιθανότατα το πιο άγριο από τα οικιακά ζώα. Σε ένα βαθμό ζει τη δική της ζωή και δεν πολυνοιάζεται για τους ανθρώπους γύρω της», δήλωσε ο Γάλλος μοριακός βιολόγος Τιερί Γκρανζ.
(Με πληροφορίες από ΑΠΕ-ΜΠΕ)