Τα τελευταία χρόνια, ειδικά όσον αφορά τη λογοτεχνία, είμαι κακός αναγνώστης- όλο και πιο σποραδικός, όλο και πιο δύσκολος. Που καιρός να διαβάσεις- «που καιρός να γνωρίσεις τη ζωή σου», όπως έγραψε ο Λειβαδίτης.
Τον Σκαμπαρδώνη τον ήξερα βέβαια σα γραφιά. Κατεξοχήν συγγραφέας, διηγηματογράφος και μυθιστοριογράφος, κατ’ επάγγελμα δημοσιογράφος που έχει θητεύσει σε όλο το εύρος της δουλειάς. Σεναριογράφος ντοκιμαντέρ και κινηματογραφικών φιλμ, όπως το πολυαγαπημένο «Όλα είναι δρόμος» -η τελευταία ιστορία της ταινίας, με το πορτρέτο του Θανάση Βέγγου σμιλεμένο στην κάμερα του Παντελή Βούλγαρη, στο διήγημα του Σκαμπαρδώνη ”Μόσμπεργκ των έξι” βασίζεται.
Είδα το τελευταίο του βιβλίο, το «Ντεπό - 27 διηγήματα» στην βιτρίνα του Πατάκη. Λιτό αλλά υποβλητικό εξώφυλλο, μου θύμισε τη γραφή του: πηχτό μαύρο με μια λευκή γραμμή να το διασχίζει διαγώνια, ισομερώς διαχωρίζοντάς το. Σαν ελληνική εικονογράφηση του “yin and yiang” μου φάνηκε - το πήρα. Το διάβασα «τρέχοντας», βυθισμένος στην καρέκλα, πυρετικά κι ανάλαφρα μαζί- συγκινημένος. «Διάολε», σκέφτηκα, «αυτός είναι Παπαδιαμάντης, είναι κτήνος...».
Ο Σκαμπαρδώνης, πέρα από αντανακλαστικές συγκρίσεις, είναι σπάνια, αυτοδύναμη περίπτωση στυλίστα της γραφής. Ένας σολίστας που γράφοντας ζωγραφίζει, με λίγες λέξεις καίριες, χίλιες εικόνες- και φτιάχνει μουσική, με τα εξαίσια και ανεπιτήδευτα ελληνικά του. Και κινηματογραφεί επάνω στο χαρτί. Επίμονο βλέμμα, διεισδυτικό στη λεπτομέρεια, ορμώμενο από την επιφάνεια, βουτάει προς τα έγκατα και αναδύεται- στο τέλος κάθε ιστορίας του ανάσαινα πιο καλά.
Τον συνάντησα στην Αθήνα. Πλέον η γραφή του κορυφώνεται σε παγκόσμια μέτρα- όσο δουλεύω το κείμενο της συνέντευξης, πιάνω ένα βιβλίο του, όποιο να ‘ναι, το ανοίγω σε τυχαίες σελίδες, τον ξαναδιαβάζω για λίγο. Συγκρίνω τον προφορικό του λόγο σε μια δημοσιογραφική συνέντευξη με το υπερβατικό υλικό της λογοτεχνικής του παραγωγής.
Τρυπάει με την πένα του ο Σκαμπαρδώνης την κρούστα των λέξεων, αντιπαρατίθεται με τον εαυτό του και εντρυφεί στους άλλους- δεν αποστρέφει το βλέμμα του για να αποφύγει, για να ξεκουραστεί. Ακτινογραφεί την Ελλάδα με εντεινόμενη διαύγεια, μυθοπλατικά βιογραφώντας ως ήρωα μιας κάποιας ιστορίας τον δυνάμει «καθένα» μας.
Τελικά κατήγαγε τον περιζήτητο, από καθέναν που γράφει, θρίαμβο. Δεν γράφει απλά όπως μιλά- γράφει όπως σκέπτεται. Εκμηδένισε τις εσωτερικές του αποστάσεις. Και έτσι απέκτησε τη μαγική ιδιότητα με ένα του κείμενο, που μόνοι μας διαβάζουμε συνήθως, να μας φέρνει όλους κοντά.
Νομίζω κάτι πρέπει να γίνει με τα κείμενά του- με κάποιον τρόπο να μοιράζονται, όπως τα (ευτελή) κοινωνικά επιδόματα, σε αυτούς που δεν διαβάζουν λογοτεχνία, κυρίως. Θα εκπλαγούν, θα παρηγορηθούν, θα αναταθεί η ψυχή τους.
Ποια είναι η ειδοποιός διαφορά του διηγήματος από τα υπόλοιπα είδη του γραπτού λόγου;
Στο διήγημα, λόγω του μικρού εμβαδού, αφού εκδιπλώνεται σε μια «γκαρσονιέρα», η λέξη είναι πολύ σημαντικότερη, απ’ ότι στο μυθιστόρημα π.χ., απαιτείται μια κυτταρική πύκνωση του λόγου, ευθυβολία, έκπληξη, δέος. Οι απαιτήσεις του καίριου στο διήγημα είναι πολλαπλάσιες.
Γράφετε σε εξαιρετικά ελληνικά, σαν κεντημένα αλλά και ρέοντα τα κείμενά σας. Πως το καταφέρνετε;
Πρέπει να έχεις συνομιλήσει με το μέγιστο μέρος της ελληνικής γραμματείας. Πέρα από την αρχαία, έχω μελετήσει την βυζαντινή- υμνωδούς, χρονογράφους, ιστορικούς. Με ενδιαφέρει κυρίως ως γλώσσα καθαυτή, τα ποιήματα του Φτωχοπρόδρομου, η ιστορία που έγραψε η Άννα Κομνηνή τον 12ο αι. σε ιωνική διάλεκτο. Βλέπεις την κύμανση της ελληνικής γλώσσας ανά περίοδο, την επικυριαρχία των αρχαίων ελληνικών που διαπερνά όλο το Βυζάντιο. Και τους μεγάλους συγγραφείς που κορυφώνουν τη γλώσσα σε διαφορετικές μορφές. Ο Ιωάννης Δαμασκηνός έχει σημεία όπου η γλώσσα είναι «Άξιον Εστί», είναι ποίηση. Στα κείμενα αυτά υπάρχουν λέξεις που πλέον δεν «κυκλοφορούν», για μένα όμως, κάποια στιγμή, μια από αυτές μπορεί να είναι καίρια. Αλιεύω τέτοιες λέξεις και φράσεις και από τα χωριά της Μακεδονίας και της Θράκης, ή από καταπληκτικά περιοδικά της περιφέρειας- έχω ένα ντεπό από αυτές.
Τις σημειώνετε;
Πάντα. Τα πάντα. Και μια φράση του δρόμου μπορεί να είναι εξαιρετικά σημαντική. Από ‘κει και πέρα είναι μια δουλειά πολύ σοβαρή πως θα μπει το καθετί εκεί που πρέπει. Δε γίνεται κατευθείαν αυτό, θέλει ένστικτο, ταλέντο, πολύ δουλειά για να αναπτύξεις μια αίσθηση και ένα κριτήριο που ούτε καν ορίζεται.
Και ο αυθορμητισμός στη γραφή, στην τέχνη;
Η φυσικότητα δεν υπάρχει ως tabularasa αλλά ως ένα είδος συνομιλίας με τον εαυτό σου και εκπαίδευσής του. Αλλά είναι και μια τέχνη, η ίδια η τέχνη, να είναι ή να φαίνονται φυσικά τα πράγματα. Κριτήριο φυσικότητας δεν υπάρχει. Εγώ δεν πιστεύω στην αυθεντικότητα- δεν υπάρχει καμιά αυθεντικότητα σε κανέναν, δεν υπάρχει καμιά δοσμένη συνείδηση εκ Θεού, η οποία δεν αλλοιώνεται. Όλα μεταβάλλονται με τη μελέτη, την όξυνση, την οδύνη των πραγμάτων, την ίδια τη ζωή. Και φτάνεις σε ένα σημείο όπου μπορείς να χειριστείς τη γλώσσα με τέτοιον τρόπο και να πείσεις ότι αυτό που γράφεις είναι αληθινό. Πιθανώς να είναι- αληθινό, αυθεντικό. Εσείς λέτε ότι είναι. Εντάξει. Ένας άλλος το κρίνει πεποιημένο. Δεν υπάρχει μανόμετρο αυθεντικότητας, αυτές οι ποιότητες δεν έχουνε μέτρα- είναι διαφεύγον υλικό.
Έπειτα, ένα κείμενο δε γράφεται αυθόρμητα. Ένα κείμενο το γράφω διακόσιες φορές. Δεν είναι πεποιημένο; Όλα είναι πεποιημένα. Αυτό που μετράει είναι αν σε συγκινεί
Πώς ξεκινήσατε να γράφετε;
Το ξεκίνημα χάνεται στις διαδρομές και τις σκοτεινές αποβάθρες της παιδικής ηλικίας, στη μη συνειδητή ζωή πριν τα 10- 12 χρόνια. Η αλήθεια είναι ότι από πολύ μικρός μου άρεσε να διαβάζω παραμύθια και είχα μια περίεργη ικανότητα απομνημόνευσης που ακόμα κρατάει. Και, επίσης, μια μητέρα που ήξερε απ’ έξω τον Όμηρο.
Τι δουλειά έκανε;
Μπακάλισσα ήτανε. Ο πατέρας μου ήταν αριστερός, κυνηγημένος, δεν έβρισκε δουλειά. Η μητέρα μου ήταν του Γυμνασίου, για να επιβιώσουμε άνοιξε ένα παντοπωλείο. Αλλά ήταν μια γυναίκα που αγαπούσε πολύ τη λογοτεχνία και διάβαζε δυο εφημερίδες κάθε μέρα. Αυτή μου εμφύσησε κάποια αγάπη για το διάβασμα, το γράψιμο, εγώ πιο πολύ ροπή προς τη ζωγραφική είχα. Έκανα λάδι, ακουαρέλα, σχέδιο.
«Πιάνει» ακόμα το χέρι σας;
Βέβαια. Πάντα ζωγραφίζω. Πάντως, κάπου στα 12- 13 άρχισα να γράφω κακά ποιήματα, μέτρια έως απαίσια. Πεζό άργησα να γράψω, προσπαθούσα να είναι κάτι αξιοπρεπές. Και αυτό- με τα δικά μου κριτήρια, που είναι αρκετά αυστηρά- το κατόρθωσα γύρω στα 30.
Πριν δεν είχατε εκδώσει;
Όχι, τίποτα. Είχα συναίσθηση, είχα φίλους που αγαπούσαν πολύ τη λογοτεχνία, ξέραμε τι «τέρατα» υπάρχουνε- δεν θα έβγαζα κάτι επιπόλαιο και ανάξιο. Εξέδωσα πρώτη φορά στα 37- 38 μου, το «Μάτι φώσφορο, κουμάντο γερό», τα πρώτα μου διηγήματα. Ήμουν πεπεισμένος ότι είχα φτάσει πια σε ένα στοιχειωδώς καλό επίπεδο.
Σπουδάσατε;
Γαλλική Φιλολογία. Παρακολούθησα Μαρωνίτη, Σαββίδη, όλα αυτά τα φιλολογικά τέρατα. Κάναμε παρέα κιόλας στις ταβέρνες. Ο Μαρωνίτης στα καλά του, μετά τη Χούντα αλλά και πριν τον φυλακίσουν, έκανε μερικά θηριώδη μαθήματα, καταπληκτικά. Έκανε Όμηρο 8- 9 το πρωί και το αμφιθέατρο ήταν κατάμεστο, είχε φοιτητές ακόμα και από το Πολυτεχνείο, τη Νομική.
Ήταν στις δόξες του τότε ο Μαρωνίτης, φιλολογάρα. Μιλούσε με μια ιδιαίτερη γλώσσα, τα «Μαρωνίτικα»- είχε το στυλ του. Όμορφος, με ένα προσωπικό ιδιόλεκτο πολύ γοητευτικό, κάπνιζε συνέχεια, ανηλεώς, έπινε, όλα τα βράδια στη γύρα, στους σινεμάδες, στις ταβέρνες κατεξοχήν. Ευεργετηθήκαμε πολύ από αυτούς τους ανθρώπους, η συνομιλία μαζί τους μας έδωσε μια καλύτερη σκευή για να γράψουμε, “κόψαμε δρόμο” και πετάξαμε νωρίς από πάνω μας πολλά χοντρά λάθη.
Ακούω με μεγάλο ενδιαφέρον αυτά που λέτε για τον Μαρωνίτη. Δεν είναι «μουσική δωματίου» η λογοτεχνία;
Είναι καθημερινή καταρρίχηση, εντός κι εκτός, είναι αγωνιώδης ιχνηλασία. Πρέπει να είσαι συνέχεια στη γύρα... Αν δε βγαίνεις έξω, λογοτεχνία δε γράφεις.
Ελεύθερο ρεπορτάζ θυμίζει αυτό.
Ναι, αλλά ο λογοτέχνης δεν βλέπει μόνο όσα ο δημοσιογράφος. Πάντως όσο γυρνάς, τόσο βρίσκεις το λαγό... Πρέπει να στήσεις ξώβεργες παντού, να είσαι στο ρεφενέ, στο ψάξιμο. Αλλιώς δεν έρχεται το καλό το πράγμα. Μπορείς να γράψεις και «εκ της περιουσίας» σου βέβαια, αλλά αν δεν είσαι στο πυρετικό ψάξιμο... Και αν έχεις προκαταλήψεις, αν βλέπεις τα πράγματα ιδεολογικά, εκεί χάνεις το μισό. Πρέπει απροκατάληπτα να προσεγγίζεις έναν κομμουνιστή ή μια γριούλα που μπήκε στην εκκλησία- αν θεωρήσεις τη γριά ανόητη, έχεις χάσει τη λογοτεχνία.
Κάθε πολυκατοικία περιέχει δέκα μυθιστορήματα, ο καθένας μας είναι μια περιπέτεια. Και μια κόλαση. Και μια τραγωδία, ανεξαρτήτως ιδεολογιών. Ο καθένας μας φέρει ένα φορτίο: λαμπρότητα, ποταπότητα, οδύνη, μεγαλείο. Αν δεν το βλέπεις αυτό, δεν υπάρχει λογοτεχνία.
Και αν προσπαθείς να το δεις διαθλασμένο μέσα από τον φακό του ιδεολογήματος, που είναι πάντα λάθος και μονόπλευρο, έχεις χάσει τη μισή παράσταση. Ότι γράψεις, θα είναι στρεβλό. Τον συγγραφέα τον ενδιαφέρει η βαθύτερη ανθρώπινη υπόσταση, όχι η ιδεολογία του καθενός. Η ιδεολογία είναι η επίφαση- ο συγγραφέας, η τέχνη, ερευνούν τις γκρίζες ζώνες. Τα απροσπέλαστα σημεία, τα μη απτά εδάφη, τα σκοτεινά νερά- από εκεί βγαίνει η λογοτεχνία.
Ρωτάς κάποιον, «πήγες στο Άγιο Όρος, ή στην Κωνσταντινούπολη;». Και σου απαντάει «όχι, λόγω ιδεολογίας». Ε, αυτός δεν θα γράψει ποτέ.
Γιατί υποχρέωση του συγγραφέα είναι να δει το έθνος ολόκληρο, τον κόσμο στις άπειρες εκδοχές του, αρέσουν ή όχι στον ίδιο. Αλλιώς θα εκφράσει με ταυτολογικό τρόπο την αυτοπροφητεία του. Αυτό είναι τραγικό λάθος στάσεως.
Γράφετε με μέθοδο, κάθε μέρα;
Το γράψιμο είναι μια στάση οράσεως του κόσμου που ενυπάρχει νυχθημερόν. Κοιμάσαι, ξυπνάς, κάνεις λογοτεχνία. Δεν υπάρχει αριστοκρατική σχέση με το γράψιμο, να γράφεις ένα ποίημα κάθε εξάμηνο. Και τώρα που μιλάμε, εγώ γράφω, καταγράφω τα πάντα. Βλέπω πως είναι τα χέρια σου, τι φοράς, τι κάνει εκείνο το ζευγάρι απέναντι. Εσωτερικεύω εμπειρίες και κρατάω σημειώσεις.
Έχει μεγάλο μόχθο αυτή η καθημερινότητα;
Έχει. Και απαιτεί τεράστια πειθαρχία. Δε γίνεται αλλιώς όμως. Κάθε τέχνη που υπάρχει στον κόσμο, έχει φτάσει τόσο ψηλά από προηγούμενους ανθρώπους, ώστε δεν φτάνει μια ζωή για να την υπηρετήσεις όπως θα ήθελες. Ο βίος των 70- 80 ετών είναι πολύ μικρός για να κάνεις πεζογραφία- θα έπρεπε να ζω διακόσια χρόνια για να φτάσω πολύ ψηλά, από τη φύση δεν προλαβαίνεις. Πόσο μάλλον αν είσαι και τεμπέλης, ή περπατάς αδιάφορος. Χρειάζεται αφοσίωση εντατική. Η έμπνευση ευλογεί αυτούς που είναι έτοιμοι να την δεχτούν.
Πρέπει να λειτουργείς σαν κατάσκοπος, όπου καταγράφει τα πάντα στον χώρο, από τις εξόδους διαφυγής μέχρι τι παπούτσια (μου δείχνει στο απέναντι τραπέζι) φοράει αυτή η κυρία...
Είναι εκπληκτικό το βάθος της ματιάς σας, παρατηρείτε απίθανες λεπτομέρειες και εντρυφάτε σε εξειδικευμένα, απροσδόκητα θέματα.
Όταν δεν υπάρχει έμπνευση, όταν αισθάνομαι κόπωση, όπως τώρα που έβγαλα τα διηγήματα και τον «Υπουργό» («Υπουργός Νύχτας», μυθιστόρημα) κρατάω σημειώσεις με χαρακτηριστικά διαφορετικότητας- πρόσωπα, ντύσιμο, χειρονομίες- ανθρώπων που συναντώ. Κι έχω φτιάξει ένα στοκ από τουλάχιστον 500 εν δυνάμει ήρωες.
«Είμαι συνδρομητής σε πάρα πολλά περιοδικά, από μελισσοκομία μέχρι εντομολογία, αεροπλάνα και οπλικά συστήματα, ότι μπορείς να φανταστείς. Διαβάζω τα πάντα, χωρίς καμιά προκατάληψη. Ένα Marie Claire έχει μέσα σχεδόν όλους τους οίκους μόδας, τα περισσότερα ρούχα, αρώματα, τακούνια. Μπορεί ένα περιοδικό lifestyle να γράφει ανοησίες, αλλά μπορείς να βρεις πράγματα που θα χρησιμοποιήσεις στο γράψιμό σου. Αν έχεις έναν «ελαφρύ» ήρωα, έναν lifestyle τύπο, έχεις και το σύμπαν του έτοιμο ήδη».
Δυνάμει σας ενδιαφέρει οτιδήποτε;
Ναι. Βρίσκω σε όλα τα πράγματα μια τρομερή γοητεία γιατί είναι αποτελέσματα των ανθρώπινων δραστηριοτήτων. Ο συγγραφέας δεν πετάει τίποτα- όλα είναι μέρος της ζωής. Και ψάχνει τα πάντα, τίποτα δε γλιτώνει. Σε έναν κατάλογο ποτών μπορείς να βρεις ονομασίες που να είναι υπέροχοι τίτλοι για διηγήματα. Εδώ, στο μπαρ, έχει τριάντα διαφορετικά μπουκάλια. Κάποια έχουν γίνει κινηματογραφικοί τίτλοι. Αρκεί να σκεφτείς ότι κάθε μπουκάλι είναι φτιαγμένο από άλλους ανθρώπους, σε άλλες χώρες... Υπάρχουνε ζωές πίσω από το καθετί.
«Αλλά εκεί που εσύ βλέπεις τα πάντα, κάποιος άλλος δε βλέπει τίποτα. Μπαίνει σ’ έναν χώρο, σε μια κατάσταση και δεν βλέπει τίποτα».
Εσείς θα θέλατε να τινάξετε από πάνω σας αυτή την εγρήγορση, την μανιώδη κατάσταση του συγγραφέα; Να ζήσετε “like common people”;
Δεν υπάρχουν συνηθισμένοι άνθρωποι. Όλοι οι άνθρωποι είναι μια κόλαση. Όλοι είναι αντιφατικοί, τρελοί. Φαίνεται ότι είναι απλοί αλλά αυτό είναι η επίφασή τους. Μέσα τους είναι όλοι εξόχως περίπλοκοι. Δεν υπάρχει μονοδιάστατος άνθρωπος. Μία γυναίκα του χωριού φαίνεται απλή κατ’ επίφαση.
Αυτοπειθαρχείται ίσως.
Πάρα πολύ, μόνιμα. Αλλά αυτό της έχει γίνει έξη, τρόπος ζωής και εκούσιον πάθος. Όχι πάντως, δεν θα ήθελα να μην έχω τις ιδιότητες που ανέφερα, ούτε παραπονιέμαι που έγινα συγγραφέας. Αυτή η ψευτοκλαψοαυτοδυστυχία που ζητάει δικαίωση, ναρκισσισμός είναι κατ’ ουσία.
Εγώ το διάλεξα, δεν μου είπε κανείς να γράφω. Έχει την οδύνη του την τρομερή, αλλά έχει και την απόλαυσή του. Έτσι μου αρέσει να είμαι- και να υποφέρω με αυτόν τον τρόπο.
«Όλοι υποφέρουν. Καθένας επιλέγει έναν τρόπο και μια διαδρομή. Απεχθάνομαι τα παράπονα που κάνουν κάποιοι συγγραφείς. “Είθισται”, έγραψε ο Εγγονόπουλος, “να δολοφονούν τους ποιητάς”. Το ξερουμε δηλαδή. Οπότε, άμα δε σ’ αρέσει, άρχισε να πουλάς τσιμούχες. Από τη στιγμή που αυτόβουλα και αυτοπροαίρετα το επιλέγεις, έχεις την ευθύνη των πραγμάτων».
Με τη δημοσιογραφία πως μπλέξατε;
Είχα πάθος από μικρός να μπω στο επάγγελμα- διάβαζα χρονογραφήματα, άρθρα. Ξεκίνησα στην «Θεσσαλονίκη», 28 χρονών, δούλεψα σε όλους τους χώρους της εφημερίδας, ανελίχθηκα, έγινα διευθυντής.
Τι ρεπορτάζ κάνατε;
Πολιτιστικό, καθημερινό, ελεύθερο, αγορά. Επί δεκαέξι χρόνια, κάθε μέρα έκανα χρονογράφημα.
Δημοσιογραφία και λογοτεχνία συνάδουν;
Είναι ένα είδος σχιζοφρένειας, μια διπλή όραση του κόσμου. Αλλά το ένα δεν αίρει το άλλο, μπορούν να συμβούν παράλληλα- εγώ το έκανα για πολλά χρόνια. Μάλιστα η δημοσιογραφία με έβγαζε έξω, τριγυρνούσα, άκουγα και έβλεπα πράγματα και έτσι έπαιρνα ιδέες λογοτεχνικές.
Η εμπειρία σας στην ΕΡΤ;
Ήμουνα δύο χρόνια πρόεδρος, 2002- 2004. Δύσκολη αλλά ενδιαφέρουσα δουλειά, μπορείς να κάνεις πολλά ωραία πράγματα. Εγώ ασκούσα διοίκηση. Και διοίκηση για μένα είναι δικαιοσύνη και οξυδέρκεια, αυτές είναι οι ρίζες της. Όποιος αξίζει, να πάει μπροστά, ανεξαρτήτως κομμάτων και ιδεολογίας. Αν αδικείς τον κόσμο, δεν προχωράει τίποτα.
Αξιοκρατία, σύμφωνοι. Αλλά δεν δεχόσασταν πολιτικές πιέσεις, τηλέφωνα, επισκέψεις πολιτικών;
Δεν ανήκα σε κανένα κόμμα, δεν έχω γραφτεί ποτέ σε οποιαδήποτε οργάνωση- δεν είχα δουλείες πολιτικές. Επελέγην σε μια φάση που το ΠΑΣΟΚ λειτουργούσε αρκετά «ανεξίθρησκα»- εμένα με έβαλαν στην ΕΤ3 γιατί είχα αποδοχή σε άλλους χώρους, εκτός πολιτικής. Δεν είχα κανένα καταναγκασμό με το κόμμα και είχα καταφέρει μια αυτάρκεια στη ζωή μου, δεν τολμούσαν να με πάρουν τηλέφωνο. Στην ΕΤ3 μια φορά μόνο δέχτηκα τηλεφώνημα από έναν υπουργό- περισσότερες πιέσεις δεχόμουνα σαν διευθυντής εφημερίδας, αυθαίρετες πιέσεις από υπουργούς, βουλευτές, επιχειρηματίες. Όταν μάθουν ότι δεν υποκύπτεις, σταματάει κι αυτό.
Μελετάτε την ιστορία και ειδικά την βυζαντινή περίοδο. Πολλοί συγχέουν την αγάπη για την ιστορία με τον εθνικισμό.
Αυτή είναι η ζημιά που έχει κάνει η μια πλευρά του πολιτικού φάσματος στον κόσμο. Στην ελληνική περίπτωση αντιμετωπίζει αρνητικά το Βυζάντιο για λόγους ιδεοληψίας. Λένε ότι το Βυζάντιο είναι «αντίδραση»- αυτά είναι απλοϊκές ανοησίες αγραμμάτων.
Στην πραγματικότητα το Βυζάντιο έχει πολλές φάσεις, άλλοτε υπερίσχυε η Εκκλησία και άλλοτε οι κοσμικοί, ενώ η ζωή, η κουλτούρα, τα γράμματα και οι τέχνες διαφοροποιούνταν ανάλογα και με τον αυτοκράτορα.
Υπήρχε μια πνευματική διαμάχη με την Εκκλησία, αλλά εκτός των αντιδραστικών διετέλεσαν και πατριάρχες, όπως ο Φώτιος, που ήταν τέρατα μορφώσεως. Στην Κωνσταντινούπολη υπήρχε πανεπιστήμιο και ο επικεφαλής του είχε τον τίτλο του «φιλοσόφου των φιλοσόφων».
Εντοπίζετε ενεργές επιρροές του Βυζαντίου στη σύγχρονη Ελλάδα;
Προφανώς. Η γλώσσα, η θρησκεία. Πολλοί άνθρωποι εκκλησιάζονται ακόμη- ακούνε βυζαντινά κείμενα, όλη την υμνολογία. Υπάρχει μια σιωπηρή συνομιλία συνέχειας και το Όρος είναι βασικός φορέας της.
«Το Όρος είναι ένα είδος Θιβέτ, έχει παγκόσμια ακτινοβολία. Έχει καταπληκτικούς μελετητές, βιβλιοθήκες αδιανόητες. Οι καλόγεροι του Όρους είναι πρωτοπόροι στα κομπιούτερ, το μεγαλύτερο μέρος των βιβλιοθηκών έχει φηφιοποιηθεί. Ομάδες καλογήρων που ασχολούνται με τα ολογράμματα, συμμετέχουν στα πιο πρωτοποριακά συνέδρια του κόσμου. Στα σπλάχνα των μοναστηριών υπάρχει τεράστια παράδοση και ταυτόχρονα καλόγεροι πολυπτυχιούχοι, με σπουδές φιλολογίας στο Παρίσι και Καλών Τέχνών στη Νέα Υόρκη. Προφανώς υπάρχουν και καλόγεροι απλοί, όπως υπάρχουν και σαλοί. Αλλά όσοι τους αντιμετωπίζουν ως “μουτζαχεντίν”, ας το ψάξουν πριν μιλήσουν. Μιλάνε για Διαφωτισμό, ενώ είναι τυφλωμένοι οι ίδιοι. Δεν ξέρουν αυτό που λέγανε οι Ρωμαίοι, ότι η γνωριμία μετριάζει την προκατάληψη. Ή για να το πω πιο λαϊκά, πρώτα δες το και μετά χέστο».
Και η Θεσσαλονίκη, όπως και η βόρεια Ελλάδα, είναι ενεργές, οι συνήθεις τόποι όπου εκτυλίσσονται οι ιστορίες σας.
Η πόλη όπου έχουμε περάσει την παιδική ηλικία και την εφηβεία μας, μας ορίζει. Έτσι συνέβη και με μένα. Η Θεσσαλονίκη κιόλας είναι μια πόλη ατελεύτητη, ανεξάντλητη. Στον αδιάλειπτο αστικό της βίο των 2.500 χρόνων έχει συγχωνεύσει τόσους πολιτισμούς ώστε κυκλοφορώντας σήμερα στα σπλάχνα της, κάθε τόσο πέφτεις σε διαφορετικό αιώνα. Δεν κάνω, όμως, ρεπορτάζ της πόλης, δεν είμαι «θεσσαλονικογράφος», ούτε φτιάχνω οδικούς χάρτες για τουρίστες. Αντλώ από την Θεσσαλονίκη και την βόρεια Ελλάδα, εμπνέομαι, αλλά όλα μεταπλάθονται σε ένα αντιπέραν λογοτεχνικό, αυτόνομο.
Η Θεσσαλονίκη η δικιά μου είναι διαφορετική από των άλλων Θεσσαλονικέων και μπορεί να μοιάζει με την πόλη ενός άλλου, με την πόλη του καθένα, όπως την έχει στο μυαλό του.
Είχα πολλές προσκλήσεις να κατέβω στην Αθήνα, με πολύ περισσότερα χρήματα- δεν το έκανα γιατί ένιωθα ότι θα δυσκολευτώ να γράψω εκεί. Για να καταλάβεις την ιδιαίτερη νοοτροπία ενός τόπου χρειάζεσαι χρόνια- εγώ επικοινωνώ καλύτερα με τους βόρειους, έχω μια οικείωση από παιδί, καταλαβαίνω τις αποχρώσεις, τους χαρακτήρες, τις συμπεριφορές, τον ίδιο τον τόπο. Και αφού για μένα πάντα προέχει η λογοτεχνία και όχι η δημοσιογραφική καριέρα ή τα χρήματα, έμεινα.
«Κόλαση η ζωή μας» είπατε πριν. Πολλοί άνθρωποι, οι περισσότεροι, θα το αρνούνταν για τη δική τους ζωή.
Λέει ο Σαρτρ, «κόλαση είναι οι άλλοι», αλλά η κόλαση είναι ο καθένας μας. Γιατί έχει μια οντολογική καταδίκη, την μοναξιά του σώματος. Αυτή η σωματική καταδίκη είναι η κόλαση καταρχήν. Ο έρωτας βέβαια δημιουργεί τη συνύπαρξη αλλά και τότε η φθορά του σώματος είναι προσωπική, όπως και το τέλος. Όλοι έχουμε αυτή την ορφάνια- είμαστε κόλαση γιατί δεν μπορούμε να εκχυθούμε προς την ετερότητα του άλλου σε μια προοπτική διάρκειας. Βιώνουμε όλη τη διαδρομή της ζωής με μια μοναξιά που τελικά είναι ανυπέρβλητη. Υπάρχει τελικά το ακατόρθωτο της συνύπαρξης. Το ακατόρθωτο της αγάπης.