Λαϊκή Δημοκρατία του Κογκό. Μια χώρα που στα μάτια ενός ξένου η ανυπέρβλητη ομορφιά «παντρεύεται» το κόκκινο του αίματος και τους ήχους της βίας, αφού η ειρήνη είναι η εξαίρεση και οι ένοπλες συρράξεις ο κανόνας. Ένα από τα πιο τυπικά παράδειγμα αφρικανικής χώρας. Εξαιρετικά πλούσια σε φυσικούς πόρους, με ανθρώπους που ζουν μέσα στη φτώχεια και σπάνια υπό δημοκρατικά καθεστώτα. Με ένα ταραγμένο παρελθόν και ένα αβέβαιο παρόν.
Τώρα, για μια ακόμη φορά η Λ.Δ. του Κονγκό φαίνεται να βρίσκεται στο χείλος ενός πιθανού εμφυλίου που θα μπορούσε να εξελιχθεί σε μια επανάληψη των σφοδρών αιματηρών συγκρούσεων που ξεκίνησαν τη δεκαετία του ’90 και επεκτάθηκαν μέχρι τις αρχές του 21ου αιώνα. Οι λόγοι και τα συμφέροντα ποικίλα. Ένας πρόεδρος, ο Τζόζεφ Κιμπάλα που διαδέχθηκε στην εξουσία τον πατέρα του, ολοκλήρωσε δύο θητείες και τώρα αρνείται να αποχωρήσει και επικαλείται πάσης φύσεως δικαιολογίες για να μην προχωρήσει σε εκλογές. Οικονομικά συμφέροντα που για πολλούς ξεκινούν και καταλήγουν στην ίδια την οικογένεια του προέδρου ο οποίος κατά την παραμονή του στην εξουσία φαίνεται να έχει δημιουργήσει μια τεράστια περιουσία (βάσει έρευνας του Πανεπιστημίου της Νέας Υόρκης)αλλά και συμφέροντα που έχουν να κάνουν και με τους φυσικούς πόρους της χώρας αφού στο Κογκό βρίσκονται περίπου το ένα τρίτο των παγκοσμίων αποθεμάτων κοβαλτίου και διαμαντιών και το ένα δέκατο του παγκόσμιου χαλκού. Και μέσα σε όλα αυτά υπάρχουν πάντα οι «ανήσυχοι» γείτονες, οι φυλετικές διαφορές και οι «μπίζνες» ένοπλων ομάδων που γρήγορα μετατρέπονται σε μικρούς στρατούς ενώ ποτέ δε αποδέχθηκαν να εγκαταλείψουν τις εξουσίες που έχουν πάρει με τη βία.
Μέσα σε όλο αυτό το σύνθετο σκηνικό όμως, έχουν παγιδευτεί οι ζωές, το σήμερα και το αύριο 81 εκατ. ανθρώπων που ζουν το πολύ με 175 δολάρια το μήνα και δεν έχουν κανέναν να τους προστατέψει. Γιατί στο Κογκό ποτέ δεν ξέρεις από πια πλευρά μπορεί να έρθει ο θάνατος, ο βιασμός, η απαγωγή, ο ξυλοδαρμός, η κλοπή, ο εκβιασμός. Συνήθως μάλιστα για τους αμάχους έρχεται από όλες τις πλευρές.
Το Κασάι, είναι σήμερα η περιοχή της χώρας όπου εκτυλίσσονται οι πιο άγριες συγκρούσεις ενώ θεωρείται ένα από τα προπύργια της αντιπολίτευσης στον πρόεδρο Κιμπάλα. Από τον περασμένο Οκτώβριο μέχρι τώρα, στο πλαίσιο των ένοπλων συγκρούσεων που βρίσκονται σε εξέλιξη περισσότεροι από 1.3 εκατ άνθρωποι έχουν αναγκαστεί να εγκαταλείψουν τις εστίες τους ενώ ο αριθμός των νεκρών είναι δύσκολο να υπολογιστεί. Υπάρχουν αναφορές που κάνουν λόγο ακόμη και για περισσότερα από 3.300 άτομα έχουν χάσει τη ζωή τους αλλά ο πραγματικός αριθμός εκτιμάται πως διαφεύγει. Είναι χαρακτηριστικό άλλωστε πως έχουν εντοπιστεί τουλάχιστον 52 ομαδικοί τάφοι και το έργο ανεξάρτητων οργανισμών είναι ιδιαίτερα δύσκολο και ενδεικτικό αυτού είναι πως δύο εμπειρογνώμονες του ΟΗΕ οι οποίοι ερευνούσαν παραβιάσεις ανθρώπινων δικαιωμάτων βρέθηκαν νεκροί. Οι δοκιμασίες όμως είναι μεγάλες και για αυτούς που έχουν μείνει πίσω αφού πέρα από τη διαρκή βία και το φόβο εκτιμάται πως υπάρχουν περί τα 400.000 παιδιά τα οποία ενδέχεται να διατρέχουν κίνδυνο υποσιτισμού οξείας μορφής.
Μέσα σε αυτό το τρομακτικό σκηνικό βρέθηκε από τον Μάιο ο Νικόλας Παπαχρυσοστόμου, συντονιστής της επείγουσας παρέμβασης των Γιατρών Χωρίς Σύνορα στο Κασάι ο οποίος σήμερα δηλώνει πως «σε διάστημα μικρότερο του ενός έτους, η ευρύτερη περιοχή του Κασάι μετατράπηκε από μια ειρηνική περιοχή εντός μιας ταραγμένης χώρας σε μία από τις πιο σοβαρές ανθρωπιστικές κρίσεις στον κόσμο σήμερα».
Το σπίρτο που αρκούσε για να ανάψει τη φωτιά -όπως τουλάχιστον φαίνεται- εν μέσω της γενικότερης αναταραχής εξαιτίας της μη διεξαγωγής εκλογών, ήταν μια προσπάθεια της κεντρικής κυβέρνησης να αναδιοργανώσει τις παραδοσιακές τοπικές διοικήσεις («chefferies») σε ολόκληρο το Κασάι. «Κατά τη διάρκεια μιας διαμάχης σχετικά με την αναγνώριση ενός παραδοσιακού ηγέτη στην επαρχία του Κεντρικού Κασάι, η κατάσταση άρχισε να βγαίνει εκτός ελέγχου. Τον Αύγουστο του 2016 ο ηγέτης σκοτώθηκε κατά τη διάρκεια μιας επίθεσης των Ενόπλων Δυνάμεων του Κονγκό (FARDC). Ο θάνατός του σήμανε την έναρξη μιας εξέγερσης μεγάλης κλίμακας η οποία εξαπλώθηκε γρήγορα στην υπόλοιπη επαρχία του Κεντρικού Κασάι και σε άλλες περιοχές. Η ένοπλη ομάδα Kamouina Nsapu, όπως την αποκαλούν, έχει πραγματοποιήσει επιθέσεις εναντίον κρατικών συμβόλων οι οποίες ήταν πολύ βίαιες και προκάλεσαν εκτοπίσεις πληθυσμών και κύκλους αντιποίνων από τον στρατό του Κονγκό ο οποίος κατηγορείται συχνά για τη χρήση δυσανάλογης βίας. Η σύγκρουση χαρακτηρίζεται επίσης από εθνοτική βία η οποία διαταράσσει τη συνύπαρξη ενός ποικιλόμορφου πληθυσμού».
Η εικόνα που έχει ακόμη και ο ίδιος είναι ακόμη περιορισμένη μπροστά στο εύρος της προφανώς χαοτικής κατάστασης που επικρατεί. Ωστόσο τα σημάδια της ανθρωπιστικής κρίσης είναι εκεί. «Στην ύπαιθρο, ολόκληρα χωριά ερημώνουν, οι άνθρωποι τρομοκρατούνται σε έσχατο βαθμό τόσο από τις επιθέσεις των ένοπλων ομάδων όσο και από τη δυσανάλογη στρατιωτική απάντηση των ενόπλων δυνάμεων (FARDC). Οι ανάγκες είναι σοβαρές και εκτείνονται σε πολλούς τομείς. Σε μια περιοχή όπου ο υποσιτισμός ήταν ανέκαθεν χρόνιος, η επισιτιστική ανασφάλεια λόγω των συγκρούσεων έχει οδηγήσει στην αύξηση των ποσοστών σοβαρού υποσιτισμού οξείας μορφής. Η εκτόπιση και η παρατεταμένη παραμονή στην ύπαιθρο χωρίς κατάλληλα καταλύματα ή σε αστικούς οικισμούς (σε οικογένειες υποδοχής) έχει επιδεινώσει τις συνθήκες υγιεινής, ύδρευσης και αποχέτευσης. Όλα τα ανωτέρω σε συνδυασμό με τα προβλήματα πρόσβασης στην υγειονομική περίθαλψη εκθέτουν ουσιαστικά τους εκτοπισμένους πληθυσμούς στον κίνδυνο επιδημιών, λαμβάνοντας ιδιαίτερα υπόψη την αποδιοργάνωση του σχεδιασμού και της διενέργειας εμβολιασμών, τη διακοπή παροχής ιατρικών προμηθειών κ.λπ.».
Πώς όμως βιώνει ο ίδιος όλη αυτή την κατάσταση; Όπως εξηγεί, «η οργάνωση μιας επείγουσας παρέμβασης δεν είναι το πιο εύκολο έργο και ένας από τους πολλούς λόγους είναι ότι κάθε λεπτό που αφιερώνεις σε οτιδήποτε άλλο εκτός από την παροχή ιατρικής περίθαλψης μπορεί να συνεπάγεται τον θάνατο ανθρώπων. Το Κασάι είναι μια περιοχή με πολλά διαρθρωτικά προβλήματα και ο αντίκτυπος της σύγκρουσης, όπως τη βιώσαμε η ομάδα μου κι εγώ, είναι βαθιά αισθητός. Η εικόνα των αδύναμων υποσιτισμένων παιδιών στη μονάδα εντατικής διατροφικής φροντίδας μας με κάνει να σκέφτομαι καθημερινά πώς μπορούν να αποφευχθούν τέτοιες καταστάσεις και πως οι τραυματίες θα έπρεπε να έχουν ήδη πρόσβαση σε ιατρική βοήθεια και όμως δεν έχουν. Συζητάμε και μοιραζόμαστε ό,τι αντιμετωπίζουμε καθημερινά στην ομάδα και αυτό με βοηθάει να παραμένω συγκεντρωμένος και να διοχετεύω την προσπάθεια που καταβάλλουν όλοι οι συνάδελφοί μου για την αντιμετώπιση της κρίσης στο Κασάι, ώστε να μεταφράζεται σε άμεση ανακούφιση».
Όπως εκτιμά, η κρίση στο Κασάι απέχει πολύ από το να ξεπεραστεί και δεν έχουμε δει ακόμα όλες τις επιπτώσεις της και υπάρχει άμεση ανάγκη για ενημέρωση της διεθνούς κοινότητας και των πολιτών για την κατάσταση που επικρατεί προκειμένου να διασφαλιστεί μια πιο συγκεκριμένη παρουσία και αποστολή ανθρωπιστικών φορέων επί τόπου.
Αυτό που σε πρώτη φάση έχουν καταφέρει οι ΓΧΣ είναι να εδραιώσουν την παρουσία τους στις πρωτεύουσες των επαρχιών Κεντρικού Κασάι και Κασάι και υποστηρίζουν, όπως αναφέρει ο κ.Παπαχρυσοστόμου, τις δομές υγειονομικής περίθαλψης στις πόλεις σε επίπεδο δευτεροβάθμιας (Γενικά Νοσοκομεία) και πρωτοβάθμιας υγειονομικής περίθαλψης (Κέντρα Υγείας) με έμφαση στις χειρουργικές επεμβάσεις αλλά και στις ευπάθειες που παρουσιάζουν τα παιδιά κάτω των 5 ετών, οι έγκυες και θηλάζουσες γυναίκες και οι τραυματίες ή άτομα που βρίσκονται σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης. Παρέχουν επίσης ιατρική βοήθεια στην αγροτική περιφέρεια των πρωτευουσών διασφαλίζοντας την παραπομπή όλων των περιστατικών που δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν επί τόπου στις υγειονομικές εγκαταστάσεις που υποστηρίζονται από τους ΓΧΣ στις πόλεις ενώ παρέχουν φαρμακευτική αγωγή και επί τόπου κατάρτιση για το προσωπικό του Υπουργείου Υγείας, ενώ όλες οι υπηρεσίες παρέχονται δωρεάν στους ασθενείς που έχουν ανάγκη.
Βασικός στόχος του κ.Παπαχρυσοστόμου, που βρέθηκε στην πρωτεύουσα της επαρχίας Κασάι, Τσικάπα ήταν η οργάνωση της επείγουσας παρέμβασης, η οποία περιλαμβάνει την αξιολόγηση των αναγκών και την επεξεργασία μιας πρότασης σχετικά με τις ενέργειες των ΓΧΣ που απαιτούνται για την κάλυψη αυτών των αναγκών. Επιλέχθηκαν δομών υγειονομικής περίθαλψης, ακολούθησε η στελέχωση και η ενσωμάτωση της ομάδας και η διάρθρωση των δραστηριοτήτων μεταξύ των οποίων οι ιατρικές επισκέψεις σε αγροτικές περιοχές γύρω από την πόλη. «Σήμερα, η ομάδα των ΓΧΣ στην Tshikapa υποστηρίζει ένα γενικό νοσοκομείο (κυρίως αντιμετώπιση επειγόντων περιστατικών και χειρουργική μονάδα) και τρία κέντρα υγείας ενώ πραγματοποιεί μία ή δύο ιατρικές επισκέψεις εβδομαδιαίως κατά μήκος των αξόνων που συνδέουν την πόλη με τους αγροτικούς πληθυσμούς που έχουν εκτοπιστεί σε μεγάλο βαθμό».