Oι «Δίδυμοι Πύργοι» του Παγκόσμιου Κέντρου Εμπορίου στη Νέα Υόρκη από την 9η Σεπτεμβρίου 2001 και μετά έχουν δικαιολογημένα ταυτιστεί με τις πιο οδυνηρές αναμνήσεις και ανατριχιαστικές εικόνες και ιστορίες από την τρομοκρατική επίθεση που έμελλε να αλλάξει τον κόσμο αφού πρώτα άφησε στο πέρασμά της περί τους 3.000 νεκρούς.
Ένα από τα πολλά ερωτήματα που τέθηκαν μετά το σοκαριστικό «χτύπημα» στην καρδιά των ΗΠΑ, του δυτικού κόσμου και του καπιταλιστικού συστήματος αφορούσαν τα σχέδια αποκατάστασης του «σημείου μηδέν». Η άποψη πως οι «δίδυμοι πύργοι» θα πρέπει να υψωθούν ξανά επικράτησε αλλά μέχρι σήμερα στο σημείο έχει ολοκληρωθεί η ανέγερση μόνο ενός ουρανοξύστη, του Οne World Trade Center, του αρχιτέκτονα που παραδόθηκε το 2014.
O μοναχικός πύργος είναι και πάλι το ψηλότερο κτίριο στις ΗΠΑ και το έκτο μεγαλύτερο στον κόσμο. Σχεδιάστηκε από τον αρχιτέκτονα David Childs και είναι συνολικού ύψους 541μ.κ (που αντιστοιχούν σε 1.776 πόδια που είναι και η χρονολογία της ιστορικής Διακήρυξης της Ανεξαρτησίας της χώρας). Έχει 104 ορόφους και εντυπωσιάζει με τις απλές γραμμές του, τον λεπτό οβελίσκο του σε στυλ βελόνας και τις ανακλαστικές εξωτερικές του επιφάνειες, που αστράφτουν στον καλοκαιρινό ουρανό. Βέβαια όπως πάντα, υπήρχαν και οι αρνητικές κριτικές...Γύρω του έχουν ανεγερθεί οι μικρότεροι ουρανοξύστες Four και Seven (και πριν το 2001 οι συνολικοί ουρανοξύστες του World Trade Center ήταν επτά) ενώ αναμένονται τα επόμενα χρόνια η ολοκλήρωσης της κατασκευής των Three και Five. Για τον Six δεν υπάρχουν συγκεκριμένα σχέδια και η κατασκευή του «δίδυμου» του One έχει «κολλήσει».
Κοντά στους ουρανοξύστες έχει ανεγερθεί το Μνημείο Πεσόντων της 11ης Σεπτεμβρίου αλλά και ένα Μουσείο που λειτουργεί και ως κέντρο πολιτιστικών εκδηλώσεων.
Η ζωή στο «σημείο μηδέν» συνεχίζεται αλλά οι μνήμες είναι πάντα εκεί.
Αν περάσει κάποιος μία Τρίτη, στον ανοιχτό χώρο της Oculus Plaza, θα τον πάρουν οι μυρωδιές από βότανα, φρούτα και λαχανικά. Οι πάγκοι των πωλητών της λαϊκής αγοράς στέκονται στη σκιά του One World Trade Center και από μπροστά περνούν κάτοικοι και τουρίστες.
Κάποιοι ήταν εκεί από παλιά, πριν την 11η Σεπτεμβρίου και παραμένει στο πόστο μέχρι σήμερα. Ο Ρον Σάμασκοτ είναι 63 ετών και μίλησε στην Deutche Welle για εκείνη τη μέρα, που μάλιστα δεν είχε καν σκοπό να πάει στη Νέα Υόρκη αλλά αναγκάστηκε αφού δεν μπορούσε να πάει ο αδερφός του. Όλα βέβαια γι αυτόν ήταν- μέχρι την κρίσιμη στιγμή- μια υπόθεση ρουτίνας.
«Ξημερώματα έστησε τον πάγκο, μαζί με πέντε συνεργάτες του. Κανείς δεν φανταζόταν τί θα επακολουθούσε. Ξαφνικά, στις 8.46 το πρωί “ήταν σαν να βρεθήκαμε σε διάδρομο προσγείωσης, σαν να μπερδεύτηκε ο πιλότος και να ήρθε εκεί κατά λάθος”. Ακολούθησε ένας εκκωφαντικός θόρυβος. Η πρώτη επίθεση στον Βόρειο Πύργο. “Η πρώτη μου αντίδραση ήταν να τρέξω, αλλά πού να πάω; Κοίταξα ψηλά, είδα τους πρώτους ορόφους να φλέγονται”, λέει ο Ρον. Κανείς δεν είχε συνειδητοποιήσει τί έγινε. Ωστόσο “ο κόσμος έβγαινε με ψυχραιμία από τους κάτω ορόφους, κάποιοι μάλιστα έρχονταν κι από τη λαϊκή για να πάρουν φρούτα καθώς επέστρεφαν σπίτι...”
Όταν το δεύτερο αεροπλάνο αεροπλάνο έπεσε στον Νότιο Πύργο μόνο που ήθελε πια ο 63χρονος, ήταν να φύγει. «Πρόλαβε να πάρει μαζί του τις εισπράξεις της ημέρας, αλλά όχι να ξεστήσει τον πάγκο του. Άρχισε να τρέχει προς το Μπρόντγουεϊ. “Έτρεξα τουλάχιστον είκοσι τετράγωνα και μετά κατάφερα επιτέλους να μιλήσω με τον αδερφό μου στο κινητό. Έβλεπε τα πάντα στην τηλεόραση, εκείνος μου είπε ότι οι Δίδυμοι Πύργοι καταρρέουν. Έκανα μεταβολή και το είδα κι εγώ με τα μάτια μου”. Εκείνο το βράδυ ο Ρον δεν πήγε στο σπίτι του. Ξενύχτησε σε ένα ξενοδοχείο στο Μανχάταν, βλέποντας τηλεόραση. Πέρασαν εβδομάδες μέχρι να μάθει ότι όλοι οι συνάδελφοί του ήταν σώοι και αβλαβείς, μόνο οι πάγκοι και τα φορτηγά τους είχαν θαφτεί στα ερείπια των Δίδυμων Πύργων».
Επί μήνες, ο Σάμασκοτ έβλεπε εφιάλτες τα βράδια αλλά δεν το έβαλε κάτω και τελικά επέστρεψε στην «αγαπημένη» του όπως λέει λαϊκή αγορά. Ωστόσο οι αρχικές προσπάθειες αναβίωσης της λαϊκής έπεσαν στο κενό ενώ και ο χώρος που σήμερα έχει παραχωρηθεί δεν είναι κατάλληλος αφού οι εργασίες ανέγερσης κτηρίων δεν έχουν τέλος και δεν περνά πια πολύς κόσμος αν και ήταν αίτημα πολλών Νεοϋορκέζων η επαναλειτουργία της.