Είναι μια αρχαία πόλη μέσα σε έναν φυσικό παράδεισο, σαν βαθίσκιωτο, δροσερό «νησί» στα νότια της ιόνιας ακτογραμμής της Αλβανίας, μισή ώρα δρόμος από τα σύνορα.
Στα χρόνια του μύθου, ο Έλενος, γιος του βασιλιά της Τροίας, Πρίαμου, κυνηγημένος πρόσφυγας μετά την κατάκτηση της πόλης του από τους Έλληνες, θυσίασε εδώ έναν ταύρο για να εξευμενίσει τους θεούς. Ο ταύρος, πληγωμένος βαριά, μουγκρίζοντας έτρεξε, αφιονισμένος κατρακύλησε προς τη θάλασσα. Το μέρος όπου ο άγριος «βους» ξεψύχησε, ο Έλενος- όπως μας διασώζει το γεγονός αναμιγνύοντας φαντασία και ιστορία ο μεγάλος Ρωμαίος ποιητής Βιργίλιος- το ονόμασε Βουθρωτό.
Οδοιπορικό στο μοναδικό Μνημείο Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς της γείτονος χώρας
Χιλιάδες χρόνια μετά την πρώτη του κατοίκηση, από τα μεγαλοπρεπή ή ταπεινά του ερείπια αναδίδεται μια ζεστή, συγκινητική ανθρωπίλα»- εκατοντάδες γενιές διαδέχονταν σε κύματα χρόνου η μια την άλλη, λαοί και φυλές έμπλεκαν αρμονικά, όπως οι ψηφίδες στα εξαίσιας τέχνης ψηφιδωτά της πόλης, ή σκέπαζαν ο ένας τον άλλο, όπως το χώμα και τα χρόνια πλάκωσαν τις μυριάδες και μοναδικές, προσωπικές ιστορίες τους. Ανάλογα αν ήταν καιροί ειρήνης ή πολέμων, προγονοί μας έσμιγαν ή έχυναν τα αίματά τους σε αυτόν τον τόπο, τον σμικρυμένο μικρόκοσμο της κοινής μεσογειακής μας περιπέτειας.
Έλληνες, Ιλλύριοι, Ρωμαίοι, Βαλκάνιοι και Μεσόγειοι έμποροι και ταξιδευτές ή ορεσίβιοι χωρικοί μετανάστευσαν και ρίζωσαν στην πόλη του Βουθρωτού. Έκτισαν θεόρατα τείχη, με πύργους και πύλες, πρώτα οι αρχαίοι άνθρωποι και ύστερα, διαδοχικά, οι Βυζαντινοί, οι Βενετοί, οι Οθωμανοί - ανέγειραν δωδεκαθεϊστικούς ναούς και χριστιανικές βασιλικές αργότερα, θέατρα και λουτρά, αγορές, γυμναστήρια, υδραγωγεία και επαύλεις.
Οι δύο τους νεκροπόλεις, των ελληνιστικών και ρωμαϊκών χρόνων, έχουν πλέον αποκαλυφθεί θραύσματα της παρελθούσας ζωής, οστά και αντικείμενα επιτελούν τον αρχικό σκοπό του ενταφιασμού, διασώζοντας τη μνήμη των νεκρών τους.
Ανάλογα αν ήταν καιροί ειρήνης ή πολέμων, προγονοί μας έσμιγαν ή έχυναν τα αίματά τους σε αυτόν τον τόπο, τον σμικρυμένο μικρόκοσμο της κοινής μεσογειακής μας περιπέτειας.Ο σημερινός επισκέπτης, πριν ακόμη εισέλθει στον αρχαιολογικό χώρο του Βουθρωτού, μπορεί εύκολα να συμπεράνει γιατί ήταν ανέκαθεν ένας τόπος όπου οι άνθρωποι επιθυμούσαν να ζήσουν. Κτισμένο στη δασωμένη απόληξη της χερσονήσου των Εξαμιλίων, εξασφάλιζε πολλά πλεονεκτήματα στους κατοίκους του: είναι φυσικό λιμάνι αλλά και μια φυσικά οχυρή τοποθεσία που σχεδόν περικλείεται απ’ τη θάλασσα, η κοντινή πεδιάδα της Βρίνας (αρχαία Κεστρίνη) εφοδίαζε την κοινότητα με αγροτικά και κτηνοτροφικά προϊόντα, ενώ η πλούσια λιμνοθάλασσα της εξασφάλιζε θαλασσινή τροφή και κυνήγι ακόμα και στις πιο δύσκολες περιστάσεις. Και, κυρίως, το Βουθρωτό αποτελούσε κομβικό σημείο των θαλάσσιων δρόμων. Από το Δυρράχιο προς την Αμβρακία και τη Νικόπολη και από εκεί στο Αιγαίο και όλη την ανατολική Μεσόγειο. Τόπος για να κάνεις εμπόριο αλλά και σημείο διαχρονικής γεωστρατηγικής σημασίας.
Ήδη τον 6ο π.Χ. αιώνα το Βουθρωτό ήταν μια ακμάζουσα πόλη με ιωνικούς ναούς, από τους οποίους ξεχώριζε αυτός του Ασκληπιού- καθ’ ολη τη διάρκεια της αρχαιότητας αποτελούσε λατρευτικό κέντρο του θεού της υγείας. Στο ζεστό νερό που ανάβλυζε από ρωγμή σε βράχο, οι άνθρωποι απέδιδαν θεραπευτικές ιδιότητες- το σημείο μετατράπηκε σε δωμάτιο, προσκυνητάριο της εποχής. Οι πιστοί πρόσφεραν δώρα και νομίσματα στους ιερείς του Ασκληπιού και διανυκτέρευαν στο ναό, προσδοκώντας σε κάποιο θεϊκό σημάδι, με την μορφή ονείρου ή οράματος, που θα ερμήνευαν οι ιερείς ώστε να δώσουν στον ασθενή το κατάλληλο γιατροσόφι. Τόπος μυστοκρατούμενος, ικεσίας κι ελπίδας, για αρρώστειες και κακά που σήμερα, φαντάζομαι πολλά, με μια αντιβίωση περνάνε.
Επισκέφτηκα το Βουθρωτό τέλη του Αυγούστου. Η ζέστη κόλλαγε πάνω σου αλλά με το που μπαίνεις στην ενδοχώρα» αυτού του μοναδικού αρχαιολογικού τοπόσημου- που αποτελεί και το μοναδικό Μνημείο Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς της UNESCO στην Αλβανία- το μικροκλίμα της πυκνής βλάστησης καταπραύνει κάθε προηγούμενο κάματο. Πολλοί τουρίστες, κυρίως Ιταλοί, πολλοί από βαλκανικές χώρες αλλά και Αμερικάνοι.
Έλληνες άλλους δεν συνάντησα, ούτε τις ώρες που έμεινα εκεί άκουσα ελληνικά να μιλιούνται, παρά μόνο τα είδα γραμμένα σε βάσεις αγαλμάτων, στήλες και ερείπια.
Προσεγμένος, δουλεμένος αρχαιολογικός χώρος
Ιταλοί αρχαιολόγοι στα μεσοπολεμικά χρόνια και μέχρι το 1940 και Αλβανοί συνάδελφοί τους μετά το 1960 έχουν εργαστεί συστηματικά και με εξαιρετικά αποτελέσματα. Το αρχαίο θέατρο της πόλης είναι απτό δείγμα της ακμής της αρχαιοελληνικής πόλης. Κτίστηκε μάλλον στις αρχές του 3ου αι. π.Χ. από τον Πύρρο, τον βασιλιά της Ηπείρου που εκστράτευσε εναντίον της Ρώμης, προς τα δυτικά αυτός, για να κατακτήσει τον (γνωστό) κόσμο που «περίσσεψε» από τον (συγγενή του μέσω της Ολυμπιάδας) Μέγα Αλέξανδρο.
Είναι ένα παγκόσμιο μνημείο με μια συγκινητική λεπτομέρεια ακόμα χαραγμένη πάνω του. Στους τοίχους των παρόδων του θεάτρου μπορείς ακόμα να διαβάσεις διατάγματα απελευθέρωσης σκλάβων...
«Η Λυσσώ απελευθερώνει, σύμφωνα με το νόμο των ανθρώπων που δεν έχουν τέκνα, την Αφροδισία, τον Αριστόνικο, τον Επικράτη... Αυτοί θα ζήσουν με τη Λυσσώ όσο αυτή είναι εν ζωή».
Οι Ρωμαίοι δεν θα μπορούσαν να μην ενδιαφερθούν για το Βουθρωτό, αυτοί που αποκαλούσαν τη Μεσόγειο θάλασσα “mare nostrum”, ήταν επόμενο να ορέγονται ένα σημείο τόσο κρίσιμο για τον έλεγχο της Αδριατικής, του «μαλακού υπογάστριου» τους. Ρωμαίοι εμπορεύονταν στην πόλη πολύ πριν την κατακτήσουν το 168 π.Χ., όταν οι λεγεώνες του ύπατου Αιμίλιου Παύλου λεηλάτησαν και ξεθεμέλιωσαν κυριολεκτικά την Ήπειρο. Το Βουθρωτό διασώθηκε γιατί είχε προλάβει να συμμαχήσει μαζί τους. Και στο ασφαλές, ειρηνικό εντέλει περιβάλλον της Pax Romana αναδείχτηκε σε σημαντικότερο αστικό κέντρο της περιοχής, μάλιστα με αρκετή αυτονομία από την κεντρική αυτοκρατορική εξουσία. Ρωμαϊκή αποικία ανακήρυξε το Βουθρωτό το 44 π.Χ., λίγο πριν το θάνατό του, ο Ιούλιος Καίσαρας- και περίπου έναν αιώνα αργότερα την πόλη, που πάντως παρέμεινε κυρίως ελληνόφωνη όπως δείχνουν οι αριθμοί των σωζώμενων επιγραφών, εποίκισαν πολλοί Ιταλιώτες.
Την κοινωνικοπολιτική ατμόσφαιρα του Βουθρωτού ως ρωμαϊκής αποικίας αλλά και την σημασία που του απέδιδαν οι Ρωμαίοι, απηχεί γλαφυρά η αλληλογραφία του Αττικού, πλούσιου γαιοκτήμονα της περιοχής, με τον Κικέρωνα. Ο Αττικός προσπαθούσε να πείσει τον Κικέρωνα να δράσει ως «μεσάζοντας» του και να ακυρώσει τον εποικισμό- φοβόταν ο αριστοκράτης τσιφλικάς της εποχής ότι η κτηματική του περιουσία θα απειλούνταν από τους ανέστιους νεοφερμένους. Η απάντηση του Κικέρωνα δεν ήταν ενθαρρυντική- «επέτρεψε μου να σου πω», έγραψε στον Αττικό, «ότι το Βουθρωτό είναι για την Κέρκυρα όπως το Antium για τη Ρώμη, η πιο ήσυχη, η πιο ευχάριστη και όμορφη περιοχή του κόσμου».
Τα ύστερα ρωμαϊκά χρόνια η πόλη του Βουθρωτού θα βιώσει κι αυτή την αλλαγή του κυρίαρχου θρησκευτικού παραδείγματος- μέσα σε δύο αιώνες, από το 250 π.Χ. (περίπου), οπότε μαρτύρησε στο Βουθρωτό ο άγιος Θερινός, το 451 π.Χ. η πόλη έχει δικό της επίσκοπο. Κτίζονται πολλές εκκλησιές- η Μεγάλη Βασιλική του Βουθρωτού ορθώνεται αψιδωτή, ορθάνοιχτη προς τον ουρανό καταμεσής του δάσους. Και υπάρχουν ακόμη στους τοίχους της σημάδια που άφησαν, σαν θυμητάρια τους στον άπειρο χρόνο, οι άνθρωποι που δούλεψαν εκεί τεχνίτες και εργάτες.
Έχουν αρχίσει να κυλάνε, όμως, τα πρώιμα μεσαιωνικά - βυζαντινά χρόνια. Απανωτές εισβολές λαών από τα βόρεια αποδυναμώνουν την κρατική υπόσταση και υποβαθμίζουν την αστική ζωή. Οι πόλεις σε όλη την Ευρώπη συρρικνώνονται πληθυσμιακά, σκοτεινιάζουν πολιτισμικά, ευτελίζονται.
Το Βουθρωτό συνεχίζει να κατοικείται αλλά ως σκιά του εαυτού του. Η έκτασή του έχει μικρύνει και τα σπίτια του είναι πλέον ξύλινα κυρίως, ας στηρίζονται συχνά σε αποκαθηλωμένα μάρμαρα περασμένων μεγαλείων. Οι άνθρωποι έχουν φτωχύνει κι αυτοί, εξασθένησαν- το μαρτυρούν αυτό τα ταπεινά κτερίσματα των τάφων αυτής της περιόδου, όπως και οι σκελετοί των νεκρών, με σημάδια κακουχίας και ελλειμματικής διατροφής. Πάντως η πόλη παραμένει διοικητικό κέντρο- έχουν ανακαλυφτεί σφραγίδες Βυζαντινών διοικητών, ακόμη και του πρωτοσπαθάριου του παλατιού της Πόλης.
Στα τέλη του 11ου αι. η ευρύτερη περιοχή του Βουθρωτού, ολόκληρη η δυτική ακτογραμμή της Ηπείρου, ελληνική και αλβανική σήμερα, γίνεται θέρετρο άγριων μαχών μεταξύ του βυζαντινού αυτοκράτορα Αλέξιου Α΄Κομνηνού και του Ροβέρτου Γυισκάρδου, Νορμανδού ηγεμόνα της Σικελίας και νότιας Ιταλίας. Με τις ευλογίες του Πάπα για έναν πόλεμο εναντίον των σχισματικών Ελλήνων, ο Γυισκάρδος ήθελε να επεκτείνει την κυριαρχία του στην βυζαντινή επικράτεια, με απώτερο σκοπό τον αυτοκρατορικό θρόνο της Κωνσταντινούπολης. Στη θάλασσα του Βουθρωτού ναυμάχησαν στόλοι, στα χώματά του συγκρούστηκαν στρατοί. Ο Ροβέρτος Γυισκάρδος δεν τα κατάφερε.
Μετά το 1204, οπότε η Κωνσταντινούπολη γίνεται φραγκική κτήση, το Βουθρωτό υπόκειται στην εξουσία του Δεσποτάτου της Ηπείρου, μέχρι το 1386 που περνά στα χέρια της Βενετίας, σαν μέρος μιας ευρύτερης ανταλλαγής εδαφών μεταξύ των ιταλικών βασιλείων και πόλεων- κρατών.
Από την ένδοξη πόλη στους μεταγενέστερους αιώνες απέμεινε μόνο η γεωστρατηγική σημασία της τοποθεσίας και τα ερείπια της κοινωνίας των παλιότερων ανθρώπων εν μέσω φθαρμένων οχυρώσεων. Η Βενετία κράτησε από τους Τούρκους το Βουθρωτό μέχρι το 1796, ως προκεχωρημένο της φυλάκιο και ευρωπαϊκή «αγκίδα» στο δυτικό πλευρό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Στην απέναντι όχθη του Βουθρωτού στέκει ακόμη το φρούριο που έκτισε ο Αλή Πασάς. Εκεί διέμενε όταν επισκέπτονταν το Βουθρωτό για τα κυνήγια του στην λιμνοθάλασσα. Παρατηρώ τα μικρά στενά, του παράθυρα- πολεμίστρες: μου φέρνουν στο νου τα σχιστά, πονηρά μάτια του Αλή. Κάποτε θα είχε αγναντέψει το βασίλειό του, το πασαλίκι του απο ‘κει μέσα, φιλύποπτος σίγουρα. Δικαιολογημένα - σε έναν κόσμο όπου καμία ιστορία δεν εξελίσσεται πάντα γραμμικά και η πρόοδος, η βελτίωση της ανθρώπινης κατάστασης μόνο σίγουρη δεν είναι. Αν είχανε φωνή οι γενιές που έζησαν στο Βουθρωτό, για αυτό θα μας προειδοποιούσανε, νομίζω.