«Η ελληνική οικονομία βρίσκεται σε σταθερή ανοδική τροχιά. Ωστόσο, παρά τις θετικές ενδείξεις, λόγω της αύξησης του ΑΕΠ το πρώτο εξάμηνο του 2017, σε καμία περίπτωση δεν δικαιολογείται επανάπαυση και χαλάρωση των προσπαθειών» δήλωσε ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, ο κ. Γιάννης Στουρνάρας σε εκδήλωση του Ελληνοβρετανικού Εμπορικού Επιμελητηρίου με τίτλο«Προκλήσεις και Προοπτικές της Ελληνικής Οικονομίας».
Ο κ. Στουρνάρας παρότι εκτίμησε ότι η άνοδος της οικονομικής δραστηριότητας θα συνεχισθεί με μεγαλύτερη ένταση στο άμεσο μέλλον, υπογράμμισε ότι εξακολουθούν να υπάρχουν κίνδυνοι για τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας, σημειώνοντας πως ο σημαντικότερος και αμεσότερος κίνδυνος είναι η καθυστέρηση στην ολοκλήρωση της τρίτης αξιολόγησης του προγράμματος. Ωστόσο επεσήμανε πως εκτός αυτού υπάρχουν εξωτερικοί κίνδυνοι και γεωπολιτικοί κίνδυνοι που πρέπει να ληφθούν υπόψη.
Ακόμη προέβη σε μια πρόταση ήπιας αναδιάρθρωσης του χρέους, λέγοντας πως είναι ζωτικής σημασίας για την Ελλάδα, ενώ για τους εταίρους της συνεπάγεται ελάχιστο κόστος.
Πιο ειδικά, ο κ. Στουρνάρας βάσει της μέχρι τώρα πορείας της ελληνικής οικονομία είπε πως επιτρέπεται η πρόβλεψη ότι η άνοδος της οικονομικής δραστηριότητας θα συνεχισθεί με μεγαλύτερη ένταση στο άμεσο μέλλον.
Συνολικά, το 2017 η Τράπεζα της Ελλάδος εκτιμά ότι το ΑΕΠ θα αυξηθεί κατά 1,7% περίπου.
Για το 2018 και το 2019 προβλέπεται ισχυροποίηση και επιτάχυνση της ανάπτυξης σε 2,4% και 2,7% αντίστοιχα, η οποία εκτιμάται ότι θα βασιστεί στην άνοδο των επενδύσεων, της κατανάλωσης και των εξαγωγών αγαθών και υπηρεσιών.
Όλα αυτά όμως, όπως είπε, βασίζονται στην παραδοχή ότι το πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων και αποκρατικοποιήσεων θα υλοποιηθεί ομαλά και σύμφωνα με το καθορισμένο χρονοδιάγραμμα.
Κίνδυνοι και προκλήσεις
Ο κ. Στουρνάρας κατά τη διάρκεια της ομιλίας του, φάνηκε συγκρατημένος δεδομένου όπως σημείωσε ότι εξακολουθούν να υπάρχουν κίνδυνοι για τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας.
«Ο σημαντικότερος και αμεσότερος κίνδυνος είναι η καθυστέρηση στην ολοκλήρωση της τρίτης αξιολόγησης του προγράμματος, όπως έγινε στην περίπτωση της πρώτης και δεύτερης αξιολόγησης. Κάτι τέτοιο θα πρέπει να αποφευχθεί, καθώς θα τροφοδοτούσε ένα νέο κύκλο αβεβαιότητας, η οποία θα οδηγούσε σε αναστολή των επενδυτικών σχεδίων, θα υπέσκαπτε την αναπτυξιακή δυναμική της οικονομίας και θα εξασθενούσε τις προοπτικές διατηρήσιμης πρόσβασης του Ελληνικού Δημοσίου στις διεθνείς αγορές κεφαλαίων μετά το πέρας του προγράμματος τον Αύγουστο του 2018».
Ακόμη είπε πως υπάρχουν σημαντικοί εξωτερικοί κίνδυνοι που συνδέονται με την ισχυροποίηση του ευρώ και την πιθανότητα επιβράδυνσης της οικονομικής ανόδου στην ευρωζώνη. Περαιτέρω άνοδος του ευρώ από τα σημερινά επίπεδα θα μπορούσε να επηρεάσει αρνητικά τις εξαγωγές αγαθών, καθώς και τις τουριστικές εισπράξεις, επιβραδύνοντας την προβλεπόμενη οικονομική ανάπτυξη και την ταχύτητα εξόδου από την κρίση.
Σύμφωνα με τον επικεφαλής της Τράπεζας της Ελλάδας, εξακολουθούν να υφίστανται σημαντικοί γεωπολιτικοί κίνδυνοι, οι οποίοι θα μπορούσαν να αυξήσουν την αποστροφή κινδύνου των διεθνών επενδυτών. Επίσης, άλλοι γεωπολιτικοί κίνδυνοι σχετίζονται με ενδεχόμενη όξυνση της προσφυγικής κρίσης.
Μέσο-μακροπρόθεσμες προκλήσεις
Επιπλέον ο κ. Στουρνάρας είπε πως εκτός από τους παραπάνω εσωτερικούς και εξωτερικούς κινδύνους για την ανάκαμψη της οικονομίας, υπάρχουν και ορισμένες μέσο-μακροπρόθεσμες προκλήσεις, που θα πρέπει να αντιμετωπιστούν, προκειμένου να ισχυροποιηθούν οι θετικές προοπτικές.
Ειδικότερα:
Η ανεργία παραμένει πολύ υψηλή, ενώ οι νέες θέσεις εργασίας που δημιουργούνται αφορούν, σε μεγάλο βαθμό, μερική και εκ περιτροπής απασχόληση, με αποτέλεσμα να συνοδεύονται από χαμηλές αποδοχές. Παράλληλα, η φορολογική επιβάρυνση των μισθωτών και των ελεύθερων επαγγελματιών έχει αυξηθεί και οι κοινωνικές παροχές συνεχίζουν να μειώνονται. Εξαιτίας αυτών των παραγόντων η κατανάλωση των νοικοκυριών είναι πιθανόν να εξασθενίσει ή να παραμείνει αναιμική επί μακρό χρονικό διάστημα.
Παρά την έως τώρα πρόοδο, οι τράπεζες συνεχίζουν να επιβαρύνονται με τη διαχείριση του μεγάλου αποθέματος των μη εξυπηρετούμενων δανείων και αδυνατούν να στηρίξουν επαρκώς την οικονομική δραστηριότητα με νέες πιστώσεις.
Οι επενδύσεις παραμένουν σε πολύ χαμηλά επίπεδα και αυτό δεν οφείλεται μόνο σε καθυστερήσεις στη χρηματοδότηση του ΠΔΕ και την έλλειψη τραπεζικού δανεισμού, αλλά και στο γεγονός ότι το επενδυτικό κλίμα στη χώρα συνεχίζει να μην θεωρείται φιλικό σε ιδιωτικές επενδύσεις.
Το δημόσιο χρέος παραμένει πολύ υψηλό και η εξυπηρέτησή του απαιτεί τη δέσμευση σημαντικών δημόσιων πόρων σε μακροπρόθεσμη βάση. Αυτό μπορεί να καταστεί δυνατό είτε με τη συμπίεση των δαπανών και τον περιορισμό του δημόσιου τομέα είτε με την αύξηση των εσόδων. Ωστόσο, η αύξηση των εσόδων μέσω της διατήρησης των υφιστάμενων υψηλών φορολογικών συντελεστών αποτελεί τροχοπέδη για την ανάπτυξη, και εν τέλει δύναται να επιδράσει αρνητικά στα δημόσια οικονομικά και τη διαχειρισιμότητα του δημόσιου χρέους.
Αυτό οφείλεται στο ότι οι υψηλοί φορολογικοί συντελεστές αποτρέπουν τις επενδύσεις, διότι οι επιχειρήσεις γνωρίζουν ότι σε μόνιμη βάση ένα μέρος των κερδών τους θα πρέπει να διατίθεται στην εξυπηρέτηση του δημόσιου χρέους.
Έξαλλου, οι υψηλοί φορολογικοί συντελεστές αποτελούν αντικίνητρο για εργασία, ενώ, τόσο στις περιπτώσεις των επιχειρήσεων όσο και των νοικοκυριών, δημιουργούν κίνητρα για φοροδιαφυγή και ενίσχυση της παραοικονομίας. Επίσης, οι υψηλοί φόροι και κοινωνικές εισφορές δημιουργούν κίνητρο για τις επιχειρήσεις να μετατοπίσουν τις δραστηριότητές τους σε ευρωπαϊκές χώρες με ευνοϊκότερο φορολογικό καθεστώς, ενώ, αντίστοιχα, ωθούν τους νέους επιστήμονες στη μετανάστευση. Η ανεπάρκεια επενδύσεων και η απώλεια ανθρώπινου κεφαλαίου δρουν ανασχετικά στην αύξηση της συνολικής παραγωγικότητας και του δυνητικού ρυθμού ανάπτυξης.
Για τον κ. Στουρνάρα απαιτείται η αποφασιστική και οριστική άρση των εμποδίων που ανακύπτουν από διάφορα μικρά ή μεγάλα οργανωμένα συμφέροντα και συντεχνίες, που επιβαρύνουν το επιχειρηματικό κλίμα και δυσχεραίνουν την υλοποίηση επενδύσεων και την εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων και ιδιωτικοποιήσεων, ακόμη και αυτών που έχουν ήδη εγκριθεί.
Τι άλλο πρέπει να γίνει
Όπως είπε ο διοικητής της ΤτΕ, αρκετά θα πρέπει να γίνουν ακόμα στους τομείς των ιδιωτικοποιήσεων, της αξιοποίησης της δημόσιας περιουσίας και των διαρθρωτικών αλλαγών.
Χρειάζονται αρκετές ακόμα μεταρρυθμίσεις, π.χ. στην αγορά ενέργειας, στην αγορά προϊόντων, υπηρεσιών και σε ορισμένα επαγγέλματα, για να αυξηθεί η παραγωγικότητα και να μειωθεί το κόστος των προϊόντων και των υπηρεσιών για τον καταναλωτή.
Μέτρα για την καταπολέμηση της γραφειοκρατίας σε όλη τη δημόσια διοίκηση.
Μέτρα για γρήγορη απονομή της δικαιοσύνης.
Πλήρη σεβασμό στην ανεξαρτησία των θεσμών.
Ενθάρρυνση και παροχή κινήτρων για συνεργασία του ιδιωτικού τομέα με πανεπιστήμια και ερευνητικά ιδρύματα, προκειμένου να προωθηθεί η καινοτομία και η μετάβαση στην οικονομία της γνώσης.
Στον τραπεζικό τομέα, προτεραιότητα αποτελεί η αντιμετώπιση του μεγάλου όγκου των μη εξυπηρετούμενων δανείων και ιδιαίτερα, το πρόβλημα των λεγόμενων στρατηγικών κακοπληρωτών.
Αντιμετώπιση του υψηλού δημόσιου χρέους
«Είναι απαραίτητο να αναληφθούν συγκεκριμένες δράσεις για τη διασφάλιση της βιωσιμότητας του δημόσιου χρέους, καθώς και για μια πιο ρεαλιστική αναπροσαρμογή των μεσοπρόθεσμων δημοσιονομικών στόχων. Στο Eurogroup της 15ης Ιουνίου 2017 δόθηκε μια πιο σαφής κατεύθυνση για την αναδιάρθρωση του χρέους μετά το τέλος του προγράμματος, εφόσον αυτό κριθεί αναγκαίο. Η Τράπεζα της Ελλάδος έχει ήδη κάνει συγκεκριμένες προτάσεις για ήπια αναδιάρθρωση του χρέους, όπως, για παράδειγμα, η μετάθεση της μέσης σταθμικής διάρκειας αποπληρωμής των τόκων των δανείων του Ευρωπαϊκού Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (EFSF) κατά 8,5 χρόνια τουλάχιστον. Οι υπολογισμοί δείχνουν ότι αυτό μπορεί να συνεισφέρει σημαντικά στην επίτευξη της βιωσιμότητας του χρέους, ακόμη και αν τα πρωτογενή πλεονάσματα της γενικής κυβέρνησης διατηρηθούν στο 3,5% του ΑΕΠ μόνο μέχρι το 2020 (η συμφωνία προβλέπει ότι θα διατηρηθούν στο 3,5% του ΑΕΠ μέχρι το 2022) και μειωθούν στο 2,0% μετά. Αυτές οι δύο προτάσεις, εφόσον υιοθετηθούν, είναι βέβαιο ότι θα ενισχύσουν τόσο την ανάκαμψη της οικονομίας όσο και το αξιόχρεο της χώρας» είπε.
Ποια τα οφέλη από μια ήπια αναδιάρθρωση του χρέους
Ο κ. Στουρνάρας έδωσε ιδιαίτερη έμφαση στην ήπια αναδιάρθρωση του χρέους, εκτιμώντας πως βάσει των παραπάνω εκτιμήσεων θα ανοίξει ο δρόμος για την ένταξη των ομολόγων του Ελληνικού Δημοσίου στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ, που με τη σειρά του θα διευκολύνει τη διατηρήσιμη πρόσβαση στις αγορές και θα στηρίξει περαιτέρω την οικονομική ανάκαμψη.
Αυτό, με τη σειρά του θα θέσει σε κίνηση ένα νέο ενάρετο κύκλο που θα σηματοδοτεί την εμπιστοσύνη των επενδυτών στις οικονομικές προοπτικές της Ελλάδας, ενώ θα ενθαρρύνει την επιστροφή των καταθέσεων στις τράπεζες, την επιστροφή στις χρηματοπιστωτικές αγορές μετά το τέλος του τρέχοντος προγράμματος, και, σε τελευταίο στάδιο, την πλήρη άρση των περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων.
Οι τρεις προϋποθέσεις
Τέλος όπως είπε ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδας, έξοδος στις αγορές με βιώσιμους όρους προϋποθέτει:
Πρώτον, προσήλωση στους στόχους του προγράμματος και επιτάχυνση στο ρυθμό εφαρμογής των μεταρρυθμίσεων, τόσο αυτών που έχουν αποφασισθεί στο πλαίσιο του προγράμματος, όσο και άλλων που ενδεχομένως επιλεγούν, προκειμένου να ενισχυθεί ο ρυθμός οικονομικής ανάπτυξης. Απολύτως αναγκαία είναι η ταχεία ολοκλήρωση της τρίτης αξιολόγησης του προγράμματος.
Δεύτερον, επαρκή και έγκαιρη εξειδίκευση των μεσοπρόθεσμων μέτρων αναδιάρθρωσης του χρέους, στο πλαίσιο των αποφάσεων που έχουν ληφθεί στο Eurogroup.
Τρίτον, εποικοδομητική συνεργασία μεταξύ της ελληνικής κυβέρνησης και των θεσμών για το είδος και τις προϋποθέσεις της στήριξης της ελληνικής οικονομίας μετά τη λήξη του προγράμματος, τον Αύγουστο του 2018, προκειμένου να διασφαλιστεί η επιστροφή της στην χρηματοπιστωτική κανονικότητα μετά από επτά χρόνια σημαντικών θυσιών του ελληνικού λαού.
Για το Brexit
Ο κ. Γιάννης Στουρνάρας ευχήθηκε να παραμείνει στενή η μελλοντική σύνδεση του Ηνωμένου Βασιλείου με την Ευρωπαϊκή Ένωση (Ε.Ε.) καθώς με τον τρόπο αυτό, όπως είπε, θα προστατευτούν τόσο τα συμφέροντα των ευρωπαίων πολιτών στη Βρετανία όσο και των βρετανών πολιτών στην Ε.Ε., ενώ παράλληλα θα συνεχιστούν οι αμοιβαίως επωφελείς εμπορικοί δεσμοί και συναλλαγές, που προάγουν την οικονομική ανάπτυξη και ευημερία των δύο περιοχών.