Εν αντιθέσει με τα υπόλοιπα Νόμπελ, που έχουν επιστημονικό ή καλλιτεχνικό χαρακτήρα, το Νόμπελ Ειρήνης έχει συχνά πολιτικό πρόσημο: Χαρακτηριστική περίπτωση είναι αυτή του Νόμπελ Ειρήνης στον πρώην πρόεδρο των ΗΠΑ, Μπαράκ Ομπάμα, το 2009, το οποίο χαρακτηρίστηκε από τους περισσότερους ως «αμφιλεγόμενο» και «πολύ πρώιμο» (μάλιστα έχει αναφερθεί πως και ο ίδιος εξεπλάγη, σε βαθμό που είχε σκεφτεί να μην πάει καν να το παραλάβει). Επίσης, το 2012 είχε δοθεί στην ΕΕ (πολλοί αμφιβάλλουν πως η Ένωση άξιζε κάτι τέτοιο), ενώ μεταξύ αυτών που το έχουν πάρει περιλαμβάνονται και άλλες προσωπικότητες για τις οποίες πολλοί έχουν εκφράσει αμφιβολίες, όπως οι Ανουάρ Σαντάτ και Μεναχέμ Μπεγκίν, οι Γιάσερ Αραφάτ (το είχε πάρει μαζί με τον Σιμόν Πέρες και τον Γιτζάκ Ράμπιν) και άλλοι.
Ωστόσο, οι αμφιλεγόμενοι νικητές του Νόμπελ Ειρήνης ωχριούν μπροστά σε κάποιους από αυτούς που έχουν κατά καιρούς προταθεί. Μεταξύ αυτών βρίσκεται ένας άνθρωπος ο οποίος σε καμιά περίπτωση δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι μπορεί να συνυπάρχει στην ίδια πρόταση με το «Νόμπελ Ειρήνης»: Ο Αδόλφος Χίτλερ. Η ιστορία έχει ως εξής: Το 1939, ο Βρετανός πρωθυπουργός Νέβιλ Τσάμπερλεν προτάθηκε ως υποψήφιος για τον ρόλο του στη διαπραγμάτευση της Συμφωνίας του Μονάχου, βάσει της οποίας τμήμα της Τσεχοσλοβακίας πέρασε στη Γερμανία. Η πρόταση αυτή προκάλεσε έντονες αντιδράσεις- και 12 μέλη της σουηδικής Βουλής εξέφρασαν την αντίθεσή τους προτείνοντας τον «Φύρερ» του Γ' Ράιχ, υποστηρίζοντας (ειρωνικά, με σατιρική πρόθεση) πως, αν ο Τσάμπερλεν θα μπορούσε να είναι υποψήφιος για επειδή κατάφερε να πείσει τον Χίτλερ να αποφύγει έναν πόλεμο (για μικρό χρονικό διάστημα, όπως έδειξε η ιστορία), τότε θα ήταν ακόμα πιο λογικό να είναι υποψήφιος ο ίδιος ο Χίτλερ, επειδή ήταν αυτός που επέλεξε να μην τον αρχίσει. Η υποψηφιότητα (πρωτοβουλία του βουλευτή Μπραντ, γνωστού για την έντονα αντιφασιστική του στάση) τελικά αποσύρθηκε- και όλοι γνωρίζουμε τι ακολούθησε τα επόμενα 6 χρόνια στον κόσμο.
Ο Χίτλερ βέβαια δεν ήταν ο μόνος «εξωφρενικός» υποψήφιος για Νόμπελ Ειρήνης: Ο Ιωσήφ Στάλιν, γγ του Κομμουνιστικού Κόμματος της Σοβιετικής Ένωσης, ο άνθρωπος που κυβέρνησε με σιδηρά πυγμή την ΕΣΣΔ μέχρι τον θάνατό του, εδραιώνοντας ένα καθεστώς τρόμου, καταπίεσης και απολυταρχίας στα χρόνια που ακολούθησαν τη νίκη επί των Ναζί, προτάθηκε για Νόμπελ Ειρήνης το 1945 και το 1948 για τις προσπάθειές του να δοθεί τέλος στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο. Ακόμα και αν ουδείς αμφισβητεί τη συμβολή του Κόκκινου Στρατού στην ήττα του Γ' Ράιχ, γίνεται εύκολα αντιληπτό (τουλάχιστον, από τους περισσότερους, όσα και αν ισχυρίζονται οι εκάστοτε νοσταλγοί του) το παράδοξο της υπόθεσης, λόγω της «σκοτεινής» κληρονομιάς που έχει αφήσει πίσω του ο Σταλινισμός.
Και τα παράδοξα δεν σταματούν εδώ: Για το Νόμπελ Ειρήνης είχε προταθεί και ο «Ντούτσε»: Ο Μπενίτο Μουσολίνι, ηγέτης της φασιστικής Ιταλίας το 1935, το έτος κατά το οποίο τα ιταλικά στρατεύματα πραγματοποίησαν την εισβολή στην Αιθιοπία (μάλιστα, είχε δύο συστατικές επιστολές, από αξιοσέβαστους κατά τα άλλα καθηγητές στη Γερμανία και τη Γαλλία).
Σε ευρύτερο πλαίσιο, αξίζει να πούμε ότι ο Μαχάτμα Γκάντι (ο άνθρωπος που θεωρείται σύμβολο της μη-βίας) ήταν υποψήφιος το 1937, το 1938, το 1939, το 1947 και τον Ιανουάριο του 1948, λίγο πριν τη δολοφονία του. Δεν το έλαβε ποτέ, καθώς δεν επιτρέπεται απονομή βραβείου μετά θάνατον βάσει των κανονισμών, ωστόσο εκείνο τον χρόνο η επιτροπή αποφάσισε να μην το δώσει, καθώς «δεν υπήρχε κατάλληλος υποψήφιος εν ζωή».