Τo «Ημερολόγιον ελληνο-ιταλικού πολέμου (1940- 41)» του Χρίστου Ν. Πέτρου Μεσογείτη, με το «Ημερολόγιο πολέμου» του Ιωάννη Σπ. Δημητρίου, συνέθεσαν μια καλαίσθητη έκδοση της Δημοτικής Βιβλιοθήκης Καλυβίων Δήμου Σαρωνικού. Είναι ένας ογκώδης τόμος που, όμως, διαβάζεται απνευστί. Σε μένα πάντως, έτσι συνέβη. Δύο Έλληνες στρατιώτες του ’40, συντοπίτες στον καιρό της ειρήνης, κρατούν ημερολόγιο και γράφουν στις επόμενες γενιές από το μέτωπο ενός πολέμου που η ιστορία και ο λαός χαρακτήρισαν «επικό». Δεν είναι αξιωματικοί, ιστορικοί του στρατού, δημοσιογράφοι ή φημισμένοι λογοτέχνες.
Ο Χρίστος Ν. Πέτρου Μεσογείτης, γεννημένος το 1909 στα Καλύβια Αττικής, ήταν αρχαιολόγος. Στο διεξοδικό του ημερολόγιο δεν κατέγραψε μόνο στρατιωτικά γεγονότα αλλά και πλήθος άλλες παρατηρήσεις, εικόνες και σκέψεις, που ανασυνθέτουν με μεγάλη δεξιοτεχνία και, κυρίως, σπάνια, αισθαντική μέχρις σήμερα αυθεντικότητα τους άγριους εκείνους μήνες, από τον Οκτώβριο του 1940 έως τον Απρίλιο του ’41. Περιγράφει εξαίσια το τοπίο των αλβανικών βουνών και τον απλό λαό της γειτονικής χώρας, συμπονά και συμπάσχει όχι μόνο τους συμπολεμιστές του αλλά και τους αιχμαλώτους Ιταλούς στρατιώτες (μεταξύ των καθηκόντων του η ανάκρισή τους, όπως και Αλβανών με τους οποίους συνεννοούνταν μεταχειριζόμενος την αρβανίτικη διάλεκτο), ακόμα και τα ζώα, τα άλογα των ημιονηγών του ελληνικού στρατού. Τα γραπτά του, αλλά και οι εικόνες που κατέγραψε και διέσωσε με μια φωτογραφική μηχανή που αγόρασε στην Κορυτσά, αποκαλύπτουν και στον σημερινό αναγνώστη έναν ανθρωπιστή, περισσότερο κι απ’ ότι έναν ήρωα. Κι ας έφυγε από τη ζωή πολύ πρόωρα- καταπονημένος από τις κακουχίες του πολέμου και της Κατοχής, ο Χρίστος Ν. Πέτρου Μεσογείτης πέθανε στις 19 Σεπτέμβρη του 1944 από καρδιακή εμβολή.
Ο Ιωάννης Σπ. Δημητρίου γεννήθηκε στα Καλύβια Αττικής το 1910, μηχανοτεχνίτης στον Συνεταιρισμό Καλυβίων μέχρι το 1967, οπότε η Χούντα τον απέλυσε. Πολέμησε στην πρώτη γραμμή του μετώπου και, ίσως για αυτό, το ημερολόγιο του είναι πολύ συνοπτικότερο και με μεγάλα χρονικά κενά. «Δεν είναι και εύκολο να ζεις μια απάνθρωπη ζωή… να διακινδυνεύεις διαρκώς… και να κρατάς και ημερολόγιο…», σημειώνει ο ίδιος. Επιστρατευμένος ήδη από τα τέλη Αυγούστου (η ελληνική επιστράτευση ξεκίνησε μετά τον τορπιλισμό της «Έλλης»), όταν ο πόλεμος κηρύχθηκε, γράφει: «Μαθαίνουμε κατάπληκτοι ότι η Ιταλία κηρύσσει τον πόλεμο… Τίποτα δεν μας φόβισε, όλα ξεχάστηκαν, το βράδυ μάλιστα χορέψαμε με μερικούς συναδέλφους. Ίσως ήταν ο χορός του Ζαλόγγου».
Αποσπάσματα από το «Ημερολόγιον ελληνο-ιταλικού πολέμου (1940- 41)» του Χρίστου Ν. Πέτρου Μεσογείτη (Παράρτημα: Ημερολόγιο Πολέμου Ιωάννη Σπ. Δημητρίου)
«Το απόγευμα πήγα στο χωριό. Τους ανεκοίνωσα τα συμβαίνοντα... Η αδελφή μου σαν ήρθε να με σκεπάση το βράδυ πού έπεσα να κοιμηθώ με φίλησε στα δυο μου μάγουλα και αναλύθηκε σε λυγμούς. Με πείραξαν βαθειά τα δάκρυα αυτά της αδελφής μου».
«Πάντως φεύγαμε όλοι με την ελπίδα και σχεδόν με την βεβαιότητα ότι δεν επρόκειτο για τον ερχόμενο χειμώνα τουλάχιστον να έχωμε καμμιά πολεμική περιπέτεια».
«Μετά την Καστοριά θα βαδίζαμε νύχτα, γιατί θα ήμαστε στο πεδίον ορατότητος του εχθρού. Θα πηγαίναμε λοιπόν απάνω στα σύνορα! Ένα τέτοιο πράγμα αρχίσαμε να καταλαβαίνωμε... Βαδίζαμε διαρκώς μέσα στην βροχή και το σκοτάδι. Επειδή είχα βραχή και κουρασθή απάνω στην φοράδα μου κατέβηκα. Κάποιος μου εζήτησε να καβαλλήση. Του την έδωσα χωρίς
να τον γνωρίσω μέσα στο σκοτάδι, ποιος ήταν. Ο δρόμος ατέλειωτος κι’ εμείς προχωρούμε πάντα μέσα στις λάσπες. Κανένα φώς παρηγορίας δεν φαίνεται. Δεν διακρίνομε ούτε τους συντρόφους μας. Στο βάθος φαίνονται κάποτε – κάποτε ισχυρά φώτα αυτοκινήτων, πού τα περνάμε για προβολείς. Στάσι δεν κάναμε καμμιά εκτός από μια μόνον, προτού βραδυάση. Μαζί με όλα τ’ άλλα και η κούρασις. Βλαστημάμε θεούς και δαίμονες...».
«Οι κακουχίες, πού τώρα περνούσαμε μάς φαινόντουσαν τρομερές, αβάσταχτες. Πού να ξέραμε, τι επρόκειτο να ακολουθήση!... Μετά την Μεσοποταμία επήγαμε κι’ εστρατοπεδεύσαμε απέναντι σ’ ένα δάσος με λεύκες πυκνοφυτεμένες και πανύψηλες. Είναι δίπλα στο ποτάμι πού περνάει κάτω από την Μεσοποταμία, του οποίου το όνομα δεν έμαθα. Τα φύλλα τους έχουν αρχίσει να κιτρινίζουν. Μαντεύει όμως κανείς εύκολα τί μαγεία θα είναι εδώ το καλοκαίρι. Κάτω από τις λεύκες
αυτές κατασκηνώσαμε».
«Η κατάστασις φαινόταν εξαιρετικά ήρεμη και τίποτα δεν έδειχνε εκείνο που επρόκειτο έπειτ’ από λίγες μέρες να συμβή. Ένας Συντ/χης του Πεζικού, που είχε έρθει απάνω από τα σύνορα μας διαβεβαίωσε ότι πολύ γρήγορα θα γυρίζαμε στα σπίτια μας, γιατί οι Ιταλοί αντελήφθησαν την απόφασή μας ν’ αντισταθούμε, είδαν τις ετοιμασίες μας και απέσυραν τα στρατεύματά τους 40 χιλιόμετρα μέσα από τα σύνορα και μας “έτειναν χείρα φιλίας’’, όπως επί λέξει είπε!! Η κλάσις του ’32 περιμέναμε από μέρα σε μέρα ν’ απολυθούμε...»
28 Οκτωβρίου (Δευτέρα) 1940
«Σηκωθήκαμε κατά τις 6 και 30΄. Δυτικά προς το βάθος ακουγόντουσαν συνεχείς βροντές. Οι λάμψεις μάλιστα αντανακλούσαν στα νέφη πού υπήρχαν εκεί. Εγώ στην αρχή νόμιζα ότι πρόκειται γι’ αστραπές και βροντές. Έξω από την σκηνή του καθόταν ο Λοχαγός με τον Ανθ/γό Βάο και σχολίαζαν τις βροντές. Έλεγαν ότι κάποια ναυμαχία θα ήταν στην Αδριατική μεταξύ του αγγλικού και του ιταλικού στόλου!».
«Οι βολές εξακολουθούσαν. Εμείς νιφθήκαμε και πήραμε τσάι. Οι στρατιώτες σχολίαζαν τους κανονιοβολισμούς... Εν τω μεταξύ ψιθυρίσθηκε ότι κηρύχθηκε πόλεμος μεταξύ Ελλάδος και Ιταλίας! Αυτό έπεσε σαν βόμβα. Κανείς δεν περίμενε την απροσδόκητη αυτή είδησι. Πάγωσε η καρδιά όλων μας. Αυτή την στιγμή δεν άρκεσε να μας δώση θάρρος ούτε το μίσος
μας κατά των Ιταλών. Στα πρόσωπα όλων μας απλώθηκε η μελαγχολία. Το φάσμα του πολέμου ήταν μπροστά μας με όλα τα δεινά του».
«Διψούσαμε για νέα, αλλά οι ειδήσεις, που παίρναμε ήσαν συγκεχυμένες. Εφημερίδες, έστω και οι μακεδονικές, δεν έφταναν μέχρι του σημείου, που βρισκόμαστε. Οι στρατιώτες διέδιδαν διάφορες φήμες. Έλεγαν ότι προχωρούσαμε και ότι το πυροβολικό μας ≪τους επέβαλε σιγή≫, για να μεταχειρισθώ την χαρακτηριστική φράσι τους. Ενθουσιασμός
μεταξύ των στρατιωτών υπήρχε μεγάλος. Μεγάλη επίσης ήταν και η αγανάκτησις, πρό παντός όταν έγιναν γνωστές οι συνθήκες υπό τας οποίας επεδόθη εις τον Έλληνα πρωθυπουργό το άτιμο ιταλικό τελεσίγραφο. Βλέπαμε όλοι ότι ο πόλεμος μας επεβλήθη και ότι δεν μπορούσαμε να τον αρνηθούμε. Θα πολεμούσαμε».
«Ας είναι, ο πόλεμος έχει αρχίσει. Συχνά ακούγονται κανονιοβολισμοί. Κοντά μας δεξιά και αριστερά είναι και δικές μας βαρείες πυροβολαρχίες, που βάλλουν. Σε μια στιγμή βλέπομε να σκάνε εχθρικές οβίδες πλησίον στην δεξιά μας πυροβολαρχία, που θα ήταν μακρυά μας 2-3 χιλιόμετρα. Ασυνήθιστοι, όπως ήμαστε, ταραχθήκαμε και αρχίσαμε να σκεπτώμαστε, πώς θα μπορούσαμε να διασκορπισθούμε, για να προφυλαχθούμε. Είδε κι’ έπαθε να μας συμμαζέψη ο Μαλτέζος! Τώρα καταλάβαινα, πόσο ύπουλο όπλο είναι το πυροβολικό!».
«Ο ουρανός ήταν ολογάλανος, πολλές φορές δε τ’ αεροπλάνα, ένεκα του χρωματισμού των, αόρατα. Άλλα πάλι κάποτε δεν έκαναν βόμβο. Τις δυό πρώτες μέρες πετούσαν σε μέσο ύψος, όταν όμως είδαν ότι εμείς δεν είχαμε αντιαεροπορική άμυνα, κατέβαιναν και μέχρι ύψους 200-100 μέτρων. Τα πολυβόλα μας από τις γύρω βουνοκορφές άρχιζαν επίμονη εναντίον
τους βολή, χωρίς όμως κανένα αποτέλεσμα. Με αγωνία και με λαχτάρα περιμέναμε και παρακολουθούσαμε μέσ’ από τα χαντάκια μας να πέση κανένα, αλλά του κάκου. Είχαν τόσο καλή θωράκισι, που δεν τα ενοχλούσαν οι σφαίρες των πολυβόλων».
«Βομβαρδισμοί συνταρακτικοί παντού. Οι βόμβες σκάπτουν τη γή και σπάζουν τα βράχια. Είναι καταπληκτική η αστοχία των Ιταλών. Δεν επιτυγχάνουν. Νομίζει κανείς πώς ρίχνουν τις βόμβες τους όπου τύχη αγγαρικώς. Έχουν βομβαρδίσει όμως πολλ ές πόλεις τού εσωτερικού και έχουν κάνει καταστροφές».
«Μια είναι η μεγάλη μου στεναχώρια όλο αυτό το διάστημα. Δεν έλαβα ακόμη επιστολή από το σπίτι μου. Τον ταχυδρόμο Τάγια τον περίμενα κάθε βράδυ με ανυπομονησία, για ν’ απογοητευθώ με το “όχι” με το οποίο απαντούσε στην σχετική ερώτησή μου. Έγραφα σχεδόν κάθε μέρα. Δεν με πείραζε πού δεν είχα ειδήσεις από το σπίτι μου. Περισσότερο με τρόμαζε η σκέψις, μη τυχόν δεν είχαν λάβει καμμιά επιστολή μου στο σπίτι μου, οπότε δεν θα μπορούσαν να ησυχάσουν από την στεναχώρια και μάλιστα η Μάννα μου, πρό παντός μετά την κήρυξι τού πολέμου. Το ίδιο παράπονο έχουν και πολλοί άλλοι».
«Οι εγχώριοι Μακεδόνες έχουν μια βαρειά στον τόνο της προφοράς και προφέρουν παχειά και συριστικώτατα το σ. Φωνάζουν πάρα πολύ. Είναι ενθουσιώδεις και γκρινιάρηδες. Κατά βάθος όμως δεν είναι κακοί άνθρωποι. Στην αρχή δεν τους έβλεπα με μεγάλη συμπάθεια. Έπειτα όμως τους γνώρισα καλύτερα και τούς συνήθισα. Είναι επίσης και πολύ καλοί πολεμισταί. Κατά μέγα μέρος από αυτούς αποτελείται η Μεραρχία μας. Είναι ευτυχείς πού πολεμούν στο έδαφός των. Έτσι αισθάνονται
πολύ κοντά και ολοζώντανη την πνοή των δικών των και την τρεμούλα τής γής των».
14 Νοεμβρίου (Πέμπτη)
«Ένα παιδάκι με έβγαλε έξω από το χωριό και μού έδειξε το μονοπάτι. Πολυάριθμες χαράδρες χωματένιες βαθύτατες απλώνονται κάτω από τις πλαγιές, πού ανεβαίνω. Πυροβόλα βάλλ ουν ακατάπαυστα μέσα από τις
χαράδρες αυτές. Αεροπλάνα πετούν απάνω από το κεφάλι μου. Γίνονται αερομαχίες στο βάθος. Τις προδίδει το μούγκρισμα των μηχανών, πού κάνουν ελιγμούς και ανεβαίνουν. Κάποτε-κάποτε διακρίνονται και τ’ αεροπλάνα».
«Το ένα από τ’ αεροπλάνα απομακρύνθηκε. Το άλλο γύριζε ακόμη από πάνω μας. Σε μια στιγμή φάνηκαν στο βάθος τού ορίζοντος προς ανατολάς 5 δικά μας καταδιωκτικά. Τρία ιταλικά καταδιωκτικά, πού συνώδευαν τα βομβαρδιστικά, μόλις τ’ αντιληφθήκανε, εξαφανίσθηκαν. Τα δικά μας πλησίαζαν ολοταχώς. Το εχθρικό βομβαρδιστικό γύρισε για να φύγη. Ένα από τα καταδιωκτικά μας αποσυνάχθηκε από το σμήνος, πλησίασε το εχθρικό έκανε μερικούς ελιγμούς γύρω του και ακούσθηκαν ριπές πολυβόλου. Μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα είδαμε το εχθρικό βομβαρδιστικό να κλονίζεται και να ξεφεύγουν συγχρόνως έξω απ’ αυτό μερικά μικρά λευκά αντικείμενα πού μοιάζανε σαν χαρτάκια. Καπνοί έπειτα άρχισαν ν’ αναδίδωνται και
λάμψις και το αεροπλάνο έπεφτε ορμητικά προς την γή με ένα ύστατο μούγκρισμα θανάτου. Μια στήλη πυκνού μαύρου καπνού ανέβηκε προς τον ουρανό από το σημείο,πού έπεσε. Είναι αδύνατο να περιγράψω τα συναισθήματα πού δοκιμάσαμε όλοι μας, όταν το είδαμε ν’ αρχίζη να κλονίζεται και να πέφτη. Χειροκροτήματα, φωνές, αναστάτωσις. Ποτέ μου δεν αισθάνθηκα τόσο αγρία ικανοποίησι και χαρά, όση την στιγμή αυτή. Ποτέ μου δεν φώναξα τόσο άγρια».
21 Νοεμβρίου 1940 (Πέμπτη)
«Την νύχτα είχαν φέρει άλλους 14 Ιταλούς αιχμαλώτους. Τους εξήτασε και αυτούς ο κτηνίατρος. Μεταξύ αυτών αρκετοί ήσαν αλπινισταί. Ανήκαν στην Μεραρχία Tzidentina, της οποίας ένα Συντ/μα έφθασε την περασμένη εβδομάδα από το Πρίντεζι στα Τίρανα αεροπορικώς. Η πληροφορία ήταν σημαντική, γιατί για πρώτη φορά μαθαίναμε ότι και αεροπορικώς φθάνουν δυνάμεις στην Αλβανία από την Ιταλία. Τους δώσαμε τυρί και ψωμί να φάνε, γιατί είχαν 3 μέρες νηστικοί και τους διώξαμε για κάτω. Μεταξύ των επιστολών των πού είδαμε ιδιαιτέρα εντύπωσι μού έκαναν μερικές κάρτες, τις οποίες τις είχε στείλει η γυναίκα του σε έναν από αυτούς. Του έγραφε λακωνικά και με τρυφερώτατες λέξεις. Τις διάβαζα και σκεπτόμουνα πόση δυστυχία έχει σπείρει στις τρυφερές και γεμάτες αγάπη αυτές ψυχές η κτηνώδης και απάνθρωπη φιλοδοξία του
Mussolini. Κράτησα μερικές από τις κάρτες αυτές γι’ ανάμνησι, όπως έκαναν και μερικοί άλλοι από τα παιδιά του Γραφείου... Ιδού μερικά δείγματα: ≪tanti pansieri cari = πολλές αγαπημένες σκέψεις≫, ≪Ti voglio tanto bene, tua mogliettina = Σε ποθώ πάρα πολύ, η γυναικούλα σου≫, ≪Ti amo ogni giorno di piu, tua mogliettina = Σε αγαπώ κάθε μέρα πιο πολύ, η γυναικούλα σου≫.
22 Νοεμβρίου (Παρασκευή)
Το πρωί είχαμε άλλους 6 αιχμαλώτους. Δυο-τρεις από αυτούς είναι μόλις είκοσι ετών, παιδιά ακόμη και κάνουν εντύπωση στους στρατιώτες μας, οι οποίοι με καλή καρδιά τους χαιρετούν πάντα. Οι Ιταλοί απαντούν στον ίδιο τόνο και μένουν ευχαριστημένοι. Τους ανέκρινα ο ίδιος. Ήσαν και οι έξ του Πεζικού. Δεν μας ανεκοίνωσαν σπουδαία πράγματα. Όλοι
τους καταρώνται τον Mussolini και πρό παντός οι νεαροί, οι οποίοι για πρώτη φορά ήρθαν στον πόλεμο να πολεμήσουν πρό τριών ημερών και αμέσως σήκωσαν τα χέρια ψηλά και παραδοθήκανε, μόλις τους γίνηκε η επίθεσις των δικών μας. Οι δικοί μας προχωρούν διαρκώς. Πάλι γίνεται λόγος ότι κυριευθήκανε κανόνια πολυβόλα, όλμοι και άλλα υλικά. Η Κορυτσά κατελήφθη από τα ελληνικά στρατεύματα. Ο καιρός είναι συννεφιασμένος και ψυχρός».
24 Νοεμβρίου (Κυριακή)
«Σε λίγο μπαίναμε σε αλβανικό έδαφος. Ο δρόμος επίσης αδιάβατος από τις πολλές λάσπες. Αυτοκίνητα, κανόνια, κοινά αμάξια και άλλα μεταφορικά μέσα είχαν κολλήσει σε πολλά σημεία... Παντού σημεία της ιταλικής διελεύσεως, κουτιά από ιταλικές κονσέρβες, ριγμένα φυσίγγια από ιταλικά όπλα, κομμάτια χαρτιά με ιταλικά γράμματα. Στο βάθος φαίνεται ο θρυλικός πια Μόροβας, ο Μοράβας, όπως τον λέμε συνήθως οι στρατιώτες, ψηλός, σκοτεινός και με πλήθος από δειράδες. Πώς τον κατέλαβαν οι στρατιώται μας; Όταν τον αντικρύζη κανείς καταλαβαίνει αμέσως πόσο ηρωικό ήταν το κατόρθωμά τους».
26 Νοεμβρίου (Τρίτη)
«Προτού φύγωμε είδα στην αυλή του σπιτιού μερικά πράγματα φονευθέντων στρατιωτών δικών μας και Ιταλών. Τα περισσότερα ήσαν δικών μας. Ήθελα κυρίως να πάρω κανένα κράνος, πού δεν έχω. Η κατάστασις των πραγμάτων αυτών ήταν θλιβερά. Πολλ ά όπλα ήσαν σπασμένα, τα κράνη δε ματωμένα, ένα-δυο δε και τρυπημένα από σφαίρες ή θραύσματα οβίδων... Λυπήθηκε τόσο πολύ η καρδιά μου πού δεν μπόρεσα να πάρω κανένα κράνος... Μόνον μι’ ασφυξιογόνο προσωπίδα με κάποια ενδόμυχη πάντοτε δυσκολία πήρα. Έγραφε απάνω το όνομα Χρ. Ρούσσος».
«Το είχαν χρησιμοποιήσει ως Στρατηγείο και οι Ιταλοί. Και τί δεν υπήρχαν μέσα, τραπέζια και καθίσματα πολυτελείας, κιβώτια παντός είδους, δεσμίδες χαρτιά και πολυάριθμες φιάλες κρασιού και μπύρας! Οι Ιταλοί αξιωματικοί καλοπερνούσαν εξαιρετικά, ενώ οι δικοί μας είναι λιτώτεροι, όπως και οι στρατιώται μας».
2 Δεκεμβρίου (Δευτέρα)
Μας έφεραν έπειτα και 5 Ιταλούς αιχμαλώτους. Τους έφεραν στις 24 του μηνός από την Ιταλία. Ένας από αυτούς δεν πολέμησε ούτε μια ώρα και παραδόθηκε. Μένουν ευχαριστημένοι, πού πιάσθηκαν αιχμάλωτοι και τραγουδάνε. Δεν είναι για πόλεμο τα παιδιά! Οι δικοί μας στρατιώτες έχουν μια μεγάλη αυτοσυγκέντρωσι, νομίζει κανείς ότι εκτελούν κάθε τους πράξι σαν να την είχαν προηγουμένως μελετήσει οι ίδιοι. Αφού με αυτοπεποίθησι, με σύνεσι, με αποφασιστικότητα βιάζονται,
θέλουν να τελειώση γρήγορα ο πόλεμος, είναι έτοιμοι για κάθε θυσία. Βρίζουν, βλαστημούν και καταριώνται ακατάπαυστα τον Mussolini».
3 Δεκεμβρίου (Τρίτη)
«Οι Ιταλοί προσπαθούν να συγκρατήσουν την κατάστασι με κάθε θυσία. Για να εμποδίσουν την φυγή των στρατιωτών τους οι Ιταλοί αξιωματικοί στέκουν πίσω με το περίστροφο και τους σκοτώνουν ή τους πολυβολούν. Όλα όμως είναι μάταια. Τα παιδιά της… γενναίας Ρώμης… οσάκις δεν μπορούν να φύγουν, παραδίδονται. Είναι αυτοί πού στους τοίχους ενός οικήματος, πού μένομε έχουν γράψει: ≪Di aquila penne, unge di lionessa ritorneremo= με φτερό αετού, με νύχια λεαίνης θα γυρίσωμε≫! Να γελάση κανείς με δαύτους ή να τους λυπηθή;»
9 Δεκεμβρίου (Δευτέρα)
«Ο πληθυσμός της χώρας αυτής (Αλβανίας) υποφέρει τρομερά τώρα. Δεν έχει αλάτι, πετρέλαιο, ζάχαρι και άλλα ακόμη είδη. Εφέτος θα έχει επίσης και έλλειψι από ψωμί. Τα χωράφια, ένεκα του πολέμου δεν καλλιεργήθηκαν όλα. Θα κινδυνέψουν ακόμη και τα ζώα τους τώρα τον χειμώνα, πού δεν έχουν τροφή να φάνε. Τα πρόβατά τους δε, ένεκα του πολέμου και ιδίως
των μαχών πού διεξάγονται στα χαμηλότερα μέρη, δεν μπορούν να τα μεταφέρουν στα χειμαδιά και υπάρχει φόβος να ψοφήσουν με τα χιόνια απάνω στα ψηλά βουνά, πού είναι τα χωριά τους».
16 Δεκεμβρίου (Δευτέρα)
«Την νύχτα κατά τέχνασμα του Υπομοιράρχου σκηνοθετήσαμε ότι δήθεν θα εκτελέσωμε τον υπόδικο ως αντάρτη Αλβανό. Τον ξυπνήσαμε με δυο χωροφύλακας και τον ωδηγήσαμε έξω σ’ ένα χωράφι, για να τον αναγκάσωμε να ομολογήση την αλήθεια, γιατί επέμενε ότι δεν είχε καμμιά ανάμιξι. Έτρεμε ολόκληρος, όπως ήταν τυλιγμένος μ’ ένα χοντρό χράμι. Ήταν και άρρωστος ο δυστυχής. Επέμεινε ότι μας είχε ειπή την αλήθεια και όταν τον ετοποθετήσαμε εις την θέσιν της δήθεν εκτελέσεως επανελάμβανε: ≪me marene nde qafe, rroft e Greqia! = με παίρνουν στον λαιμό, ζήτω η Ελλάς!≫.
Τον απεσύραμε έπειτα, όταν ο κρυμμένος ενωματάρχης ήρθε εν σπουδή και μας είπε ότι ανεστάλη δήθεν η εκτέλεσις για την επομένη, οπότε θα απεστέλλετο στην Κορυτσά».
20 Δεκεμβρίου (Παρασκευή)
«Περνάνε μερικά ζώα μας ισχνά και πληγωμένα. Τα πηγαίνουν ασφαλώς σε κανένα νοσοκομείο κτηνών. Τα είχαν κρατήσει για μια στιγμή στην άκρη του δρόμου. Το ένα τρώει χιόνι και άλλ α μερικές ψάθες, πού ήσαν ριγμένες εκεί. Βλέπω το κατάντημά τους και λυπάμαι κατάκαρδα».
24 Δεκεμβρίου (Τρίτη)
«Βρέχει όλη την ημέρα και κάποτε-κάποτε χιονίζει. Το χιόνι έχει γίνει λάσπη. Οι αρβύλες γίνονται μούσκεμα... Είναι παραμονή Χριστουγέννων, αλλά πού να το σκεφθή κανείς εδώ πάνω».
26 Δεκεμβρίου (Πέμπτη)
«... οι άλλοι πού είναι στα παρατηρητήρια υποφέρουν τρομερά από το κρύο. Τους αντικαθιστούν κάθε 5- 6 μέρες... Τα παρατηρητήρια εργάζονται τώρα καλά. Έχουν καταλάβει θέσεις προς τον τομέα του Πόγκραντετς. Περισσότερο προωθημένοι είναι του ουλαμού του ήχου. Περίμεναν αγωνιωδώς πληροφορίες από μένα, ένεκα της θέσεώς μου, σχετικά με τις επιχειρήσεις. Αυτοί ζουν απομονωμένοι από κάθε είδησι».
27 Δεκεμβρίου (Παρασκευή)
«Σήμερα κάνει διαβολεμένο κρύο. Το δριμύτερο πού συναντήσαμε ως τα σήμερα εδώ πάνω. Φυσάει δυνατός βοριάς, πού τρυπάει τα κόκκαλα. Αισθάνεται κανείς να του ξεραίνεται, να του στείβεται το μυαλό».
22 Ιανουαρίου (Τετάρτη)
«Τα τμήματα των μουλαριών και των συνοδών των αποτελούν ολόκληρα καραβάνια, πού ανέρπουν σε φιδωτούς ελιγμούς απάνω στις απότομες πλαγιές. Τα μουλάρια είναι βουτηγμένα έως απάνω στο κορμί τους μέσα στην λάσπη, πού έχει ξεραθή απάνω τους σε παχείς θρόμβους. Ο θύσανος της ουράς των είναι ένας όγκος από λάσπη. Οι ημιονηγοί είναι και αυτοί το ίδιο λασπωμένοι και ατημέλητοι. Εδώ, βλέποντας κανείς τους σιωπηλούς και βαθύτατα στοχαστικούς αυτούς άνδρες να προχωρούν αθόρυβα και με αυτοπεποίθησι στην προσπάθειά τους, παίρνει μια ιδέα του ελλ ηνικού θαύματος, όπως εκδηλώνεται στην υπέροχη αυτή προσπάθεια των αλβανικών βουνών, της αντοχής και της δυναμικότητος της ελληνικής φυλής... Λυπηρό θέαμα, πού εγγίζει στις πιο λεπτές χορδές την ψυχή είναι τα πολυάριθμα πτώματα των μουλαριών...
Χωρίς την συνδρομή τους θα ήταν αδύνατα τα έως τώρα κατορθώματά μας. Και νομίζει κανείς πώς αισθάνονται κι’αυτά την σημασία της αποστολής των... Άνθρωποι και ζώα έχουν την ίδια ψυχή, την ίδια σιωπηλή αυτοσυγκέντρωσι».
4 Φεβρουαρίου (Τρίτη)
«Ασχολούμαι και με τις ιταλικές υποκλοπές που παίρνει ειδικός σταθμός εγκατεστημένος στο Οσνάκ. Τις παίρνω από τηλεφώνου και τις μεταβιβάζω στο Σώμα. Είναι λέξεις συνθηματικές. Σήμερα όμως είχαμε αριθμούς τριψηφίους, των οποίων κατέχουμε την κλείδα. Ασχολήθηκα το βράδυ με την αποκρυπτογράφησι αυτών».
18 Φεβρουαρίου (Τρίτη)
Από χθες βράδυ μάθαμε ότι θα γινόταν κοντά στο Μαλίκ η εκτέλεσις δυό λιποτακτών, που καταδικάστηκαν προ ημερών από
το στρατοδικείο σε θάνατο... Φθάσαμε στον τόπο της εκτελέσεως. Ήσαν και άλλοι στρατιώτες συγκεντρωμένοι. Οι μελλοθάνατοι ήσαν πάρα πέρα με τον παπά και με μερικούς άλλους... Οι ομάδες των ενόπλων ανδρών
παραταχθήκανε σε σχήμα Π... Έφεραν τους μελλοθανάτους μεταξύ της παρατάξεως. Ήσαν και μερικοί αξιωματικοί και ο κυβερνητικός επίτροπος.
Διαβάστηκε πρώτα η απόφασις, ενώ τα ένοπλα αποσπάσματα παρουσίαζαν όπλα.... Αντήχησε μέσα σε νεκρική σιγή η φωνή του Μοιράρχου. ≪... Διονύσιε, εν ονόματι του νόμου σε καθαιρώ. Είσαι ανάξιος να φέρης τα ελλ ηνικά όπλα≫, ενώ συγχρόνως ξήλωνε το στέμμα και τις επωμίδες. Έπειτα ερωτηθήκανε αν είχαν καμμιά τελευταία θέλησι να εκφράσουν. Ο ένας που τον έλεγαν Διονύσιο ... από την Ζάκυνθο ζήτησε και είδε έναν πατριώτη του χωροφύλακα. Κάτι του είπε χωριστά και στο τέλος φιλήθηκαν. Δεν είχε χάσει την ψυχραιμία του. Ήταν τύπος ρεμπέτικου ανθρώπου... Ο άλλος που ωνομαζόταν ... Τριαντάφυλλος από την περιοχή της Καστοριάς, φαινόταν συντετριμμένος και σχεδόν έκλαιγε. Είπε ότι άλλοι τον πήραν στον λαιμό τους και ευχήθηκε ≪καλή νίκη≫. Ήσαν και οι δύο τους παντρεμένοι με παιδιά. Τους πήραν έπειτα και τους τοποθέτησαν στο σημείο της εκτελέσεως μερικά μέτρα μακριά τον ένα από τον άλλ ο, ενώ συγχρόνως πήραν θέσι απέναντι τους τα εκτελεστικά αποσπάσματα. Τους έβαλαν και γονάτισαν. Πήραν και τους έδεσαν τα μάτια. Ο ... δεν δέχθηκε.
Παρεκάλεσε μόνο τον Ανθ/στή, που θα έδινε το παράγγελμα, κι’ έγραψε με δυο λόγια την διαθήκη του. Όλα ήσαν έτοιμα. Νεκρική σιγή επικρατούσε. ≪Επί σκοπόν≫ παράγγειλε ένας Ανθ/στής της χωροφυλακής. Σταμάτησαν οι αναπνοές. Μερικοί απέστρεψαν το πρόσωπό τους, το ίδιο πήγα να κάνω ενστικτωδώς κι’ εγώ, αλλά συγκρατήθηκα. ≪Πύρ≫ επικολούθησε ευθύς αμέσως... και το ταυτόχρονο κρουτάλισμα των σφαιρών, που χτύπησαν στα σώματα κι’ έπειτα χώθηκαν στο χώμα του λόφου. Και οι δύο έπεσαν μπροστά ξεροί. Έπειτα η χαριστική βολή. Ένας λοχίας με το πιστόλι έρριξε μια στο κεφάλι πρώτα του ... Δεν τον πήρε όμως, φαίνεται, καλά και του έρριξε και την δεύτερη. Ανατινάχθηκε τότε ψηλά και αποτελειώθηκε... Πυκνοί θρόμβοι αίματος είχαν σκεπάσει το πρόσωπο και τα μάτια ήταν τελείως σβησμένα. Ο Κ. είχε διάτρητο το στήθος στο αριστερό μέρος. Τα ρούχα του ήσαν καθημαγμένα, ακόμη και το ένα χέρι, γιατί την ώρα που επρόκειτο να δοθεί το παράγγελμα έφερε το χέρι προς το στήθος λέγοντας ≪βαράτε ελεύθερα, ρε παιδιά≫.
8 Απριλίου (Τρίτη)
«Η 13η αριστερά μας είχε χθες και έπιασε 500 αιχμαλώτους. Από εκκαθάρισι του εδάφους πιάσαμε κι’ εμείς σήμερα 40 αιχμαλώτους. Μας έφεραν όμως μόνον 38. Δύο τους καθάρισε ένας στρατιώτης, του οποίου σκοτώθηκε ο αδελφός κατά τις προχθεσινές επιχειρήσεις».
12 Απριλίου (Σάββατο)
«Η αναμενομένη διαταγή της συμπτύξεως δόθηκε... Πένθος, βουβό ψυχικό κλάμα! Εμείς οι νικηταί να φύγωμε, να εγκαταλείψωμε το έδαφος που το ποτίσαμε με τόσο άφθονο αίμα; Καταραμένη τύχη! Και τους νεκρούς μας που θα τους αφήσωμε; Νομίζω πως ακούγω και το δικό τους θρήνο... Είναι δύσκολο να γράψω περισσότερα».
6 Μαϊου, Αθήνα.
«Τα γερμανικά αεροπλάνα σχίζουν κάθε στιγμή βαρβαρικά τον ήσυχον αττικό αιθέρα, όπως σχίζει την ψυχή μας η βαρβαρική ιταμότης του κατακτητού. Τον ατενίζομε με μια αγέρωχη ψυχρότητα, που τον πειράζει. Τον ατενίζουν μάλλον με περιφρόνησι οι φωτεινοί αιώνες και ο άφθαρτος πολιτισμός, που άνθησε στην γή αυτή, όπως ατενίζουν με την ίδια περιφρόνησι τα ιερά μάρμαρα της Ακροπόλεως την σημαία του αγκυλωτού σταυρού, που κρέμασαν εκεί πάνω και πού την ριπίζουν όχι οι λεπτές αττικές πνοές, αλλά ο σίφουνας της εκδικήσεως, του αναθέματος και της κατάρας».
Παράρτημα: Ημερολόγιο στρ. Ιωάννη Σπ. Δημητρίου
21 Δεκεμβρίου 1940
«Ευρισκόμεθα έναντι του στενού της Κλεισούρας, το πώς φθάσαμε έως εδώ και εμείς δεν το πιστεύουμε, πεθάναμε και αναστηθήκαμε πάλι, ο χώρος δεν μου φθάνει για να γράψω τα όσα περάσαμε τις τελευταίες μέρες, χιόνια λάσπες βροχές βομβαρδισμούς και ότι κακοτυχία μπορεί να φαντασθεί κανείς, κοιμόμαστε άλλοτε στα χιόνια άλλοτε στους στάβλους των διαφόρων χωριών που συναντούμε. Με όλες αυτές τις περιπέτειες μας φαίνεται αστείο ότι μπορεί να ξαναγυρίσουμε στα σπίτια μας, ξημερώνει και δεν ξέρουμε αν θα μας βρει το βράδυ. Γράμματα δεν λαμβάνουμε ούτε μπορούμε να γράψουμε. Ευτυχώς που με όλα αυτά διατηρούμεθα στη υγεία ενώ όλος ο στρατός πάσχει άλλοι από κρυοπαγήματα και άλλοι από εξάντληση, σχεδόν το Τάγμα διελύθει. Μια φήμη ότι θα πάμε στα μετόπισθεν μας δίνει την ελπίδα ότι ίσως να ζήσουμε».
25 Δεκεμβρίου 1940
«Σήμερον ημέρα Χριστουγέννων μόλις μου μένει λίγη δύναμη να γράψω ίσως τις τελευταίες γραμμές, είναι η τέταρτη μέρα που μένουμε νηστικοί, σήμερα όμως μέρα Χριστουγέννων… Έχουμε τραγική όψη, έχει δυο ημέρες που βρέχει και κάτω από τα αντίσκηνα ζούμε όχι σαν ζώα μα σαν σκουλήκια. Το πυροβολικό έχει δυο μέρες που βάλλει χωρίς κανένα
αποτέλεσμα, το βράδυ έδωσαν μάχες οι λόχοι χωρίς να μπορέσουν να κάνουν τίποτε είναι όλοι εξαντλημένοι από την πείνα. Πολλά κρούσματα πείνας, πεθαίνουν γραμμή απελπισμένοι, περιμένουμε δεν ξέρω και εγώ τι μπορεί να γίνει. Σήμερον σταματά κάθε σκέψη και κάθε ελπίδα ότι θα γυρίσουμε στα σπίτια μας. Στο διπλανό αντίσκηνο ακούγονται
τα βογγητά ενός συναδέλφου ετοιμοθάνατου από την πείνα».